Πίσω από ένα σπασμένο βουλοκέρι/ part 1
Στη φωτο το σπιτι της ιουλιέτας στη Βερόνα με το μπαλκόνι.
«Θα το ξεχνώ να σε κρατώ εδώ να περιμένεις και θα θυμούμαι μοναχά, πως θέλω να σε βλέπω»
«Και εγώ εδώ θα καρτερώ και να ξεχνάς θα θέλω, και κάθε τι θα λησμονώ εκτός ότι σε βλέπω»
Άκουγε τα λόγια του και σχεδόν αδυνατούσε να το πιστέψει. Τόσο καιρό, ο Μικέλε γνώριζε τον αποστολέα και της το κρατούσε κρυφό. Γιατί; Αδερφός του ήταν, θα έπρεπε να της έχει πει την αλήθεια. Ίσως τον ζήλευε για τον καλό του χαρακτήρα και την ευγενική του φυσιογνωμία. Κάνοντας μία σύντομη αναδρομή, τη βραδιά που τον γνώρισε για πρώτη φορά, θυμήθηκε έναν γλυκό νεαρό, αδύνατο αρκετά, με υπέροχο καστανό βλέμμα και παιχνιδιάρικες μπούκλες να στολίζουν το πρόσωπό του. Δεν της είχε αναφέρει το όνομά του, ίσως επίτηδες, προκειμένου να μην κάνει τον συνδυασμό μέσα της, σε σχέση με το αρχικό που ήταν σχηματισμένο στο άλικο βουλοκέρι. Παίρνοντας μία ανάσα, ξεκίνησε να αναπαράγει ξανά και ξανά τη δήλωση του Μικέλε. Οι ερωτήσεις αναδύονταν η μία μετά την άλλη, ωστόσο είχε φτάσει στο σημείο να φοβάται να τις εκφράσει.
«Δεν καταλαβαίνω» ήταν η μόνη κουβέντα που κατόρθωσε να βγει από το στόμα της «Από πού με ήξερε ο αδερφός σου; Πώς γνώριζε τις συνήθειές μου;»
Είδε τον Μικέλε να σκοτεινιάζει και ίσως ήταν η πρώτη φορά που κάθε αχτίδα φωτός εξαφανίστηκε σχεδόν από μέσα του και γύρω του.
«Απέναντι ακριβώς από το σπίτι σου, υπάρχει ένα ξενοδοχείο. Ο Ρωμαίος έτυχε να μείνει μία δύο φορές εκεί και έκτοτε, μάλλον εξαιτίας σου, ζητούσε πάντοτε το ίδιο δωμάτιο. Θα σου αφήσω το τηλέφωνό του. Νομίζω πως οποιαδήποτε πληροφορία χρειάζεσαι, το σωστό είναι να την πάρεις από τον ίδιο, αν φυσικά θελήσει να την μοιραστεί μαζί σου» έκανε δύο βήματα πίσω. Ξαφνικά μία απροσδιόριστη απόσταση είχε φανεί, ένα αόρατο τείχος είχε σηκωθεί ανάμεσά τους «Τίποτε δεν είναι εύκολο στη ζωή αυτή και ίσως τίποτε δεν είναι δεδομένο. Εδώ που φτάσαμε όμως, σου οφείλω ένα ευχαριστώ. Δίχως να το γνωρίζεις και να το αντιλαμβάνεσαι, χάρισες πολλές στιγμές χαράς στον αδερφό μου. Σημαίνει πολλά για εμένα. Ήσουν μία θετική νότα για όσο εκείνος βρισκόταν στο δωμάτιό του»
«Μα...» πήγε να ψελλίσει εκείνη χαμένη κάπου στην άγνωστη μετάφραση των λεγομένων του, ώσπου είδε τον νεαρό να της προσφέρει ένα κομμάτι χαρτί με το τηλέφωνο του Ρωμαίο.
«Όταν νιώσεις έτοιμη, απλά τηλεφώνησέ του» ήταν και η τελευταία του κουβέντα, προτού αποχωρήσει σχεδόν τρέχοντας.
Έμεινε μονάχη της πιο πληγωμένη και μπερδεμένη από ποτέ. Υπήρχαν στιγμές που έριχνε μία πλάγια ματιά στο χαρτάκι με το τηλέφωνο, μα σύντομα τα μάτια της βούρκωναν, θόλωναν και την έπνιγε το άδικο. Γύρω της, στο υπέροχο ρωμαϊκό τοπίο φύσης, οικογένειες έπαιζαν, ζευγάρια στέκονταν αγκαλιασμένα και άξαφνα όλα αυτά, ένιωθε πως της έξυναν πληγές περασμένες, μα όχι ξεχασμένες. Στον περίγυρό της ανάμεσα, ένιωθε σαν ξένη, σαν να μην ήταν ποτέ η προτεραιότητα κανενός. Ακόμη και η Νατάλια, παρά το ξινισμένο ύφος της τσαρίνας, είχε κατορθώσει να κερδίσει την προσοχή του Ένζο, ο οποίος την ίδια την παράτησε στα κρύα του λουτρού, προφασιζόμενος πολλές φορές στο παρελθόν, φόρτο εργασίας. Έπειτα, ο ανώνυμος μέχρι πρόσφατα αποστολέας, ο Ρωμαίος, κατά πώς φαινόταν, δεν είχε καμία διάθεση να την γνωρίσει από κοντά. Αν πραγματικά το ήθελε, θα το είχε διεκδικήσει με κάθε τρόπο. Κοίταξε για μία τελευταία φορά τα γράμματα και τους προορισμούς. Έτσι και αλλιώς θα ξεκινούσε να ανηφορίζει. Βερόνα. Η γλυκιά πόλη του έρωτα, το σπίτι της Ιουλιέτας, τα χιλιάδες τοιχοκολλημένα σημειώματα με ονόματα και λέξεις αγάπης. Ίσως η αγάπη να ήταν για όλους και ας μην είχαν βρει το ταίρι τους.
Ο Μικέλε θα επέστρεφε στο Μιλάνο. Του έμενε λίγος καιρός προτού να γυρίσει στις δουλειές του. Φυσικά, στο αεροδρόμιο ήρθε αντιμέτωπος με το αιώνιο, μανιασμένο πλήθος, συνοδευόμενο αυτή τη φορά και από φωτογράφους, οι οποίοι όρμησαν επάνω του με αδιάκοπες ερωτήσεις, από την μία για την άγνωστη γυναίκα ρωσικής καταγωγής που τράβηξε το βίντεο και από την άλλη για τους λόγους του εκνευρισμού και της δυσθυμίας του, οι οποίοι πιθανολογούσαν πως ίσως να προέρχονταν από επικείμενο χωρισμό. Τα φώτα, οι κραυγές οι άναρθρες των απανταχού κορασίδων, σε συνδυασμό με τα φλας των φωτογράφων και την αδιακρισία των δημοσιογράφων, δημιούργησαν ένα κοκτέιλ επικίνδυνο, με αποτέλεσμα εκείνος να παραπατήσει και το κεφάλι του να χτυπήσει με φόρα στο μάρμαρο. Ήταν η στιγμή, που ο Έντουαρντ πετάχτηκε σαν τον αίλουρο, έχοντας δυστυχώς καθυστερήσει εξαιτίας της κίνησης στους δρόμους. Ο Μικέλε από την πτώση και μετά δεν θυμόταν τίποτε, μονάχα πως μεταφέρθηκε εσπευσμένα στο νοσοκομείο, καθώς χρειάστηκε ράμματα.
Την επόμενη στιγμή που άνοιξε τα μάτια του βογκώντας ελαφρώς, πρόσεξε με την άκρη του ματιού του τον Έντι να κάθεται από την μία πλευρά και τον κολλητό του τον Ρικ από την άλλη. Μάνα και πατέρας για ακόμη μία φορά ήταν απόντες, ενώ σύντομα θα ερχόταν και ο αδερφός του, τον οποίο όλο αυτό το διάστημα, οι δύο φίλοι του είχαν από κοντά, δίνοντας για πρώτη φορά μία ανάσα διαλείμματος στον Μικέλε.
«Γιατί με κοιτάτε έτσι; Είναι τόσο σοβαρή η κατάστασή μου;» αστειεύτηκε.
«Νομίζω πως η λατρεία των θαυμαστών σου, καταντά θανατηφόρα» γέλασε ο Έντι και έκανε σήμα στον Ρικ να αποχωρήσει.
Πάντοτε ήθελαν να μένουν μονάχοι τους, είχαν έναν ιδιαίτερο κώδικα επικοινωνίας. Οι γονείς του Έντι ήταν δικηγόροι και εκείνος μοναχογιός. Όταν σε νεαρή σχετικά ηλικία τους εκμυστηρεύτηκε την αλήθεια για τις σεξουαλικές του προτιμήσεις, εκείνοι αργά και βασανιστικά, του γύρισαν την πλάτη. Ο Έντουαρντ ωστόσο, ξεκίνησε να συνεργάζεται με συνοικιακά κομμωτήρια ως μακιγιέρ, όπου έτυχε να συναντηθεί με τον Μικέλε, ο οποίος προτιμούσε να τα στηρίζει πολύ περισσότερο από τις διάσημες αλυσίδες, τουλάχιστον όταν βρισκόταν εκτός δουλειάς και του δινόταν η ευκαιρία επιλογής. Κάπου εκεί, γνωρίστηκαν με τον Έντι, η μία κουβέντα έφερε την άλλη και ο νεαρός αποφάσισε να τον φιλοξενεί στο σπίτι του μέχρι να βρει τα πατήματά του. Ο Έντι τον αγαπούσε σαν αδερφό του, τόσο εκείνον, όσο και τον Ρωμαίο που ήταν πάντοτε διακριτικός, στοργικός με όλους και ευγενικός. Ήταν επίσης μαθηματικό κεφάλι, μα ουδέποτε είχε την αψεγάδιαστη παρουσία ενός μοντέλου, όπως ο μικρός του αδερφός. Ο Μικέλε από την άλλη, σαφέστατα θαύμαζε τον μεγαλύτερο, μα πάντοτε ζήλευε τις επιτυχίες του στη μόρφωση καθώς και το γεγονός πως ο περίγυρος τον έπαιρνε στα σοβαρά. Ήταν το μυαλό της οικογένειας, σε αντίθεση με εκείνον που ήταν μονάχα ένα όμορφο κουφάρι.
«Λοιπόν, απαιτώ ευθύς αμέσως να με κατευθύνεις στο δαιδαλώδες μυαλό σου! Τόσα σχέδια κάναμε, τόσες θυσίες και εσύ τα μούσκεψες καημένε;» του έκανε την αιώνια, χαριτωμένη παρατήρηση, ωστόσο διέκρινε ένα κράτημα που δεν άρμοζε στην συνηθισμένη, χαρμόσυνη διάθεση του Έντι.
«Ήταν αντιφάν μου από την αρχή. Όλα έβαιναν λίαν καλώς, εκείνη είχε δεχτεί να τη συνοδέψω με αντάλλαγμα να παραστήσω το ταίρι της, στον γάμο της ξαδέρφης της με τον πρώην της»
«Καλέ τι είδους τουρκική σαπουνόπερα ήταν αυτό; Ούτε να το ευχόσουν δεν θα έπεφτες επάνω σε έναν τέτοιο θανατηφόρο συνδυασμό καταστάσεων. Ωραία, να φανταστώ πως τα μούσκεψες στο σημείο που αποφάσισες να κάνεις αταξίες με την δίμετρη καλλονή από τα ανατολικά» παρατήρησε ο Έντι.
«Μα, αφού δεν είχαμε δεσμό» διαμαρτυρήθηκε ο Μικέλε.
«Παρελθοντικό χρόνο ακούω, ο οποίος υπονοεί ας πούμε, πως τώρα έχετε;» χαμογέλασε.
«Τώρα ειδικά, δεν έχουμε γενικώς καμία σχέση μεταξύ μας. Το σκάνδαλο έσκασε μπροστά σε συγγενείς και τους μελλόνυμφους, εκείνη εκτέθηκε ανεπανόρθωτα και θαρρώ πως αυτό, δεν θα μου το συγχωρέσει ποτέ»
«Γιατί ζήτησες συγχώρεση;» επέμεινε ο Έντι.
«Εμμέσως πλην σαφώς» απάντησε ο Μικέλε.
«Κάποια πράγματα, θέλουν κυνήγι και θυσίες. Οι ανθρώπινες σχέσεις για να χτίσουν γερά θεμέλια, στα σίγουρα επιζητούν και τα δύο» έκανε μία παύση και ο Μικέλε συνειδητοποίησε πως ο φίλος του δεν τον κοιτούσε στα μάτια, πράγμα που δεν συνήθιζε, εκτός αν υπήρχε κάτι σοβαρό που τον απασχολούσε.
«Διαισθάνομαι μία εβένινη αύρα να σε τριγυρνά. Μήπως συνέβη κάτι όσο έλειπα;» τον ρώτησε και τον είδε να αναστενάζει «Έντουαρντ ξέρεις πολύ καλά, πως όλο αυτό δεν είναι αστείο. Με αγχώνεις» ύψωσε τον τόνο ελαφρώς, όταν ένιωσε έναν ξαφνικό πόνο, βαθιά μέσα στο κεφάλι του. Εκτός φυσικά από τα ράμματα, είχε και μερικούς μώλωπες στην δεξιά του πλευρά εξαιτίας της πτώσης του «Πες μου σε παρακαλώ Έντι. Σου έχω αποδείξει πως αντέχω τα πάντα» έκανε μία τελευταία προσπάθεια να φανεί ψύχραιμος.
«Νομίζω πως δεν είναι η δική μου θέση να εξηγήσω. Σε λίγο έρχεται ο Ρωμαίος. Νομίζω πως εκείνος μπορεί να στα εξηγήσει καλύτερα»
«Έπαθε κάτι; Είναι καλά;» ρώτησε με έκδηλη την αγωνία.
«Είμαι εντάξει αδερφέ» ακούστηκε η φωνή του καθώς άνοιγε η πόρτα του νοσοκομειακού δωματίου. Ο Μικέλε κάρφωσε τα υπέροχα μάτια του, εκείνα στο χρώμα του νεαρού πεύκου, στον μεγάλο του αδερφό. Το πρόσωπό του, διακρινόταν από μία ωχρότητα και το βάδισμά του από ελαφριά αδυναμία. Τίποτε άλλο ωστόσο, δεν μαρτυρούσε τις πληροφορίες που θα λάμβανε σε λίγο. Ο Έντουαρντ, σιωπηλός σηκώθηκε, δίνοντας τη θέση του στον Ρωμαίο και ακουμπώντας το χέρι του στοργικά στον ώμο του καθώς έφευγε. Μέσα στην αμηχανία της προσωρινής σιγαλιάς, τα δύο αδέρφια έμειναν ολομόναχα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro