Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Ο ιππότης της Σιένα / part 2

Καθώς το απόγευμα πλησίαζε, η Μαριάντζελα αποφάσισε πως είχε έρθει η ώρα για να εισακουστούν οι πολύβουες προσευχές του στομαχιού της, το οποίο τραγουδούσε οπερέτες εδώ και αρκετή ώρα. Είχε ρωτήσει και είχε ανακαλύψει ένα καφέ-εστιατόριο, λίγο έξω από τα στενά σοκάκια, με θέα τους καταπράσινους, φθινοπωρινούς λόφους. Δεύτερη φορά δεν το σκέφτηκε και φυσικά χαιρόταν που επιτέλους το φαγητό δεν θα αποτελούσε αγγαρεία, ή κάποια τρελή επιθυμία ενός δύστροπου πελάτη. Είχε κάθε διάθεση να περπατήσει με τον αέρα του αυστηρού και πειθαρχημένου Μιλάνου. Το Μπλάντις καφέ, είχε την όψη της μεσαιωνικής μονοκατοικίας στο χρώμα της ώχρας, με τα ολοπράσινα, φρεσκοβαμμένα παραθυρόφυλλα. Τοποθετημένο στον λοφίσκο με τις μικρές, παραδοσιακές κατοικίες γύρω του, δεν σου έδινε εύκολα την εντύπωση της νοστιμιάς και ποικιλίας και κυρίως της τσαχπινιάς, να ζωγραφίζουν στον ζεστό καφέ που σου πρόσφεραν, μέχρι και τις προσόψεις των κτηρίων. Ο Φρανσέσκο ήταν υπεύθυνος γι' αυτές τις περίτεχνες ζωγραφιές, τις οποίες με καμάρι παρουσίασε στην νεαρή κοπέλα.

«Σε ευχαριστώ ειλικρινά τόσο πολύ» του είπε «Τώρα με κάνεις να νιώθω άσχημα που θα πιώ το καπουτσίνο μου» τον πείραξε.

«Μην ανησυχείς καθόλου, θα σου φέρω και δεύτερο, κερασμένο από εμένα» έκανε μία παύση «Είναι η πρώτη σου φορά στη Σιένα;» την ρώτησε.

«Ναι» απάντησε εκείνη «Δουλεύω σκληρά στο Μιλάνο, είμαι σεφ σε ένα ακριβό εστιατόριο, δεν έχω πάρει ποτέ μου άδεια και είπα να ξεκινήσω ένα ταξίδι στις πόλεις της χώρας μου...» για λίγο το σκέφτηκε και έπιασε με τρόπο τα γράμματα «Πιστεύεις στη μοίρα, Φρανσέσκο;» τον ρώτησε και ειλικρινά ήταν σαν να άκουγε κάποια άλλη να μιλά. Η ίδια ήταν πάντοτε προσγειωμένη, υπερβολικά πολύ δηλαδή, για να θέτει τέτοιου είδους ερωτήσεις.

«Πιστεύω και στην δική μας θέληση, μα κάποτε και στην μοίρα. Νομίζω πως αν αυτά τα δύο συνδυαστούν σωστά, πετυχαίνουν θαύματα» τελείωσε, όταν άκουσε το τηλέφωνό της να χτυπά, στην ειδοποίηση μηνύματος. Ήταν ο Μπαρτολίνι.

΄΄Δεν έχω φάει τίποτε για μεσημέρι και η αλήθεια είναι πως αισθάνομαι άβολα να καθίσω μονάχος μου. Θα μπορούσαμε να φάμε κάτι μαζί; Αν αυτό φυσικά δεν αποτελεί εμπόδιο στην ξεκούρασή σου΄΄

Ένα αναθεματισμένο χαμόγελο σχηματίστηκε στο πρόσωπό της. Εντάξει, δεν θα γινόταν και τίποτε να τον φιλοξενούσε στο τραπέζι της. Φυσικά, αυτή ήταν μία αφελέστατη σκέψη, καθώς αμέσως μετά τη θετική της απάντηση και τον ερχομό του Μικέλε, άρχισε να σχηματίζεται μία ουρά, που όμοιά της είχε ξαναδεί μονάχα στο Βατικανό.

«Ειλικρινά δεν είχα ιδέα» προσπάθησε να απολογηθεί εκείνος, έχοντας κυριολεκτικά βουλιάξει στην καρέκλα του και στην απελπισία.

«Είχες θαρρώ και αποφάσισες πως από το να υπογράφεις ολομόναχος τα αυτόγραφα, τουλάχιστον τώρα θα είχες και παρέα. Αν παίρναμε έστω και ένα ευρώ από τον καθένα, θα βούλιαζε στην ανεργία τον Κολοσσαίο» γρύλισε εκείνη, όταν είδαν τον Φρανσέσκο να βγαίνει αποφασισμένος και να δίνει ένα γερό μάθημα ηθικής και καταπάτησης των προσωπικών στιγμών, στο αλλόφρον πλήθος γυναικών που στέναζε ποδοπατημένο από την φυσική γοητεία του Μπαρτολίνι. Όταν πλέον υποχώρησαν όλες, η Μαριάντζελα άφησε επιτέλους την αναπνοή της ελεύθερη «Νομίζω πολυαγαπημένε μου Φρανσέσκο, πως θα πρέπει να τοποθετήσεις την καρέκλα στην οποία καθόταν ο Μπαρτολίνι, για λαϊκό προσκύνημα. Θα πάρει μεγάλη αξία το μαγαζί, τόση που σε βλέπω να ανοίγεις και παράρτημα» του είπε και γέλασαν.

«Ξέρεις, δεσποινίς, στην ζωή μου πάντοτε αγαπούσα την ηρεμία. Ήθελα να είμαι ευτυχισμένος με την οικογένειά μου, μακριά από πολύβουα πλήθη σαν αυτό. Η Τοσκάνη γενικά, ήταν το ιδανικό μέρος από τότε κιόλας που γεννήθηκα. Φαντάσου εικόνες από τα στάχυα που λικνίζονται απαλά, στο ρυθμό του καλοκαιρινού ανέμου, τα αμέτρητα αμπέλια που σου κόβουν την ανάσα, τις μέλισσες που ολημερίς βουίζουν, πάνω από τα χρωματιστά λουλούδια και τα φιδογυριστά στενάκια που κάποτε οριοθετούνται από τα ψηλόλιγνα κυπαρίσσια. Όλο αυτό κρύβει έναν ρομαντισμό, μία γλύκα και νομίζω πως εσείς οι δύο, έχετε έρθει στο σωστό σημείο» τους χαμογέλασε και τον λόγο πήρε τώρα ο Μικέλε.

«Ήθελα να σε ευχαριστήσω για αυτό που έκανες. Ξέρω πως οι φήμες γύρω από το όνομα διασημοτήτων, δεν είναι και οι καλύτερες, ωστόσο θα ήθελα να σου το ανταποδώσω» του χαμογέλασε.

«Λοιπόν, έχω μία μικρή κόρη που σε θαυμάζει πολύ. Θα μπορούσες να περάσεις, φυσικά μαζί με την γοητευτικότατη συνοδό σου, από το σπίτι μας και να τραβήξεις μαζί της μία φωτογραφία. Θα χαρεί πάρα πολύ»

«Φυσικά» απάντησε ο Μικέλε και δύο ώρες αργότερα, κατά το σούρουπο, εμφανίστηκε ο αντικαταστάτης του Φρανσέσκο και έτσι εκείνοι, βάδισαν με κατεύθυνση την πόλη και μία υπέροχη μονοκατοικία, ίδιας όψης με τα υπόλοιπα κτήρια.

Ψηλοτάβανη, έχοντας διατηρήσει σε άριστο βαθμό την παλαιά επίπλωση και το ύφος, η μονοκατοικία του Φρανσέσκο ήταν εκείνη η εμπειρία που θα έλειπε από τους απλούς τουρίστες. Στο βάθος, ένα σγουρομάλλικο κοριτσάκι, περίπου εφτά χρονών, χοροπηδούσε στη θέα του πατέρα της. Τρέχοντας τον αγκάλιασε και κατόπιν το βλέμμα της έπεσε στον Μικέλε.

«Ουάου! Μπαμπά πού τον βρήκες;» ρώτησε μέσα στον ενθουσιασμό κάνοντας τον νεαρό να κοκκινίσει ολόκληρος.

«Χάρηκα σενιορίνα» της χαμογέλασε.

«Ισαβέλα. Είσαι πολύ όμορφος» ψέλλισε με τα μπροστινά της δοντάκια να λείπουν «Είναι η κοπέλα σου;» ρώτησε ντροπαλά δείχνοντας την Μαριάντζελα.

«Είναι...φίλη μου» σχεδόν έβηξε εκείνος.

«Ισαβέλλα παιδί μου, άσε τις ερωτήσεις αυτές. Άντε πάρε θέση» την πείραξε ο πατέρας της, όταν φάνηκε και η γυναίκα του, η οποία ήταν ολόιδια με την κόρη της. Η ατμόσφαιρα, έβγαζε μία θέρμη συγκινητική. Οι δύο καλεσμένοι, ο καθένας εμφανέστατα για τους δικούς του λόγους, έμοιαζαν απορροφημένοι στις σκέψεις τους. Ο Μικέλε αποζητούσε σαν τρελός μία τέτοια οικογένεια, ήσυχη, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Δύο γονείς αγαπημένους που να νοιάζονται πρώτιστα για τα θέλω και την ψυχολογία των παιδιών τους. Οι δικοί του ήταν διάττοντες αστέρες, ψυχροί και τυπικοί. Η κάλπικη εξωτερική τους ομορφιά, κάλυπτε κατά την γνώμη του ένα σχεδόν κενό περιεχόμενο.

«Έχω μία ιδέα» ακούστηκε η φωνή της Καρίνα, της γυναίκας του Φρανσέσκο «Γιατί δεν ανεβαίνετε στη στέγη, μέσω της σοφίτας που έχουμε και εγώ θα σας φέρω ζεστά τυροπιτάκια και ό,τι άλλο ποθείτε. Έτσι, θα έχετε και θέα ολόκληρη την πόλη και ησυχία»

«Αλήθεια, το εννοείς;» τη ρώτησε η Μαριάντζελα.

«Φυσικά. Είπαμε, θα ζήσετε την εμπειρία. Αφήστε τον τουρισμό»

«Να πάω και εγώ;» ρώτησε η μικρή και όλοι γέλασαν.

«Τα παιδιά, θέλουν λίγο χρόνο οι δυο τους» πάλεψε να εξηγήσει η Καρίνα.

«Θα της κάνεις πρόταση γάμου;» ενθουσιάστηκε η μικρή.

«Πάνω σε στέγη είναι επικίνδυνο να τεθεί μία τέτοια ερώτηση» γέλασε ο Μικέλε και μαζί με την Μαριάντζελα, σκαρφάλωσαν μέσω του παραθύρου της σοφίτας για να αντικρύσουν ένα θέαμα μαγικών, εκατοντάδων κεραμοσκεπών και ενός καθάριου ουρανού που τον ζωγράφιζε ο ήλιος σαν έδυε και τα λιγοστά του σύννεφα.

Μία ελαφριά ψύχρα, έκανε τις τρίχες της να σηκωθούν. Ήταν τότε που είδε τον Μικέλε, δίχως κανένα σχόλιο, να βγάζει το αιώνια μονόχρωμο φούτερ του και να της το ακουμπά στους ώμους. Καμία κουβέντα δεν έγινε μεταξύ τους, μονάχα είδε ένα διακριτικό χαμόγελο να κάνει την εμφάνισή του στο πρόσωπο της κοπέλας. Τα νόστιμα τυροπιτάκια προσέδωσαν μια παραπάνω ζεστασιά, όταν ο διάλογός τους, είχε ως κεντρικό του θέμα τα γράμματα. Η Μαριάντζελα τα είχε ανοίξει όλα, εκτός από ένα. Ο τελευταίος φάκελος για ακόμη μία φορά δεν είχε όνομα αποστολέα, μήτε παραλήπτη, ωστόσο το περιεχόμενο μαρτυρούσε ξανά, πως διόλου τυχαία δεν ήταν η θέση που βρέθηκαν εκείνο το βράδυ. Πως ακόμη και αν δεν είχαν όνομα παραλήπτη, τελικά προορίζονταν για εκείνη. Το βουλοκέρι με το αιώνιο γράμμα, έστεκε εκεί, ως μία πινελιά ρομαντισμού.

«Δεν θα το ανοίξεις;» ρώτησε ο Μικέλε.

«Ίσως κάποια άλλη στιγμή. Τώρα προτιμώ να απολαύσω τη θέα, μιας και στο δωμάτιο θα μου λείψει»

«Σου ζήτησα ανταλλαγή»

«Δεν χρειάζεται. Να, ορίστε παίρνω τη δόση μου» απάντησε εκείνη και για λίγα λεπτά έπεσε και πάλι σιωπή.

«Θα ήθελες να συναντήσεις τον...αποστολέα σου;» ρώτησε στα ξαφνικά ο Μικέλε. Η αλήθεια δεν ήταν βέβαιη για την απάντηση. Βαθιά μέσα της δεν το είχε ψάξει, δεν ήξερε αν απλώς αυτός ο άνδρας ήταν ίσως η ιδανική εικόνα, ή αν πράγματι υπήρχε.

«Δεν το έχω σκεφτεί. Η αλήθεια είναι πως μοιραζόμαστε κάποια κοινά θέλω. Ξεκινώντας το οδοιπορικό για τις πόλεις της Ιταλίας και παράλληλα διαβάζοντας τα γράμματα, ένιωσα πιο κοντά του. Από την άλλη, αν δεν υπάρχει; Αν δεν είναι αυτός που ισχυρίζεται;»

«Ίσως και να είναι» απάντησε μελαγχολικά ο Μικέλε, σε σημείο που η Μαριάντζελα ένιωσε να προβληματίζεται «Ξέρεις, φτάνω κάποτε στο σημείο να ζηλεύω έναν άγνωστο αποστολέα. Από μικρό, οι γονείς μου με προωθούσαν για διαφημίσεις παιδικών ρούχων και οι εταιρείες ξετρελαίνονταν μαζί μου. Τα παιδιά στο σχολείο, με αντιμετώπιζαν σαν εκείνη την εύθραυστη πλαστική κούκλα και τα κορίτσια ήθελαν να είναι μαζί μου, μόνο και μόνο για να το λένε στις φίλες τους. Θυμάμαι τον προπονητή της σχολικής μας ομάδας κολύμβησης, πως όταν πήγα να εκδηλώσω ενδιαφέρον, σχεδόν έβαλε τα γέλια. Μου είπε πως εδώ δεν είναι πασαρέλα. Ήταν ίσως η πιο ντροπιαστική στιγμή της ζωής μου. Σύντομα συνειδητοποίησα, πως μονάχα ο χώρος του μόντελινγκ με δεχόταν άκριτα ίσως» σταμάτησε «Δεν ξέρω γιατί τα είπα, μάλλον σου χάλασα τη στιγμή. Είσαι εδώ για ξεκούραση»

Ήταν όμως η μοναδική στιγμή που τον κοίταξε με ειλικρινές συμπάθιο.

«Είσαι και εσύ για ξεκούραση εδώ και δεν υπάρχει κάτι καλύτερο, από το να πετάς το βάρος όσων σε βασανίζουν. Εκείνοι που θα σε εκτιμήσουν, θα δουν κάτω και πέραν της επιφάνειας. Κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα βρίσκονται καν ανάμεσα στο ζωώδες πλήθος των θαυμαστών σου»

«Όπως εσύ;» τη ρώτησε αναθεματίζοντας σιωπηλά τον εαυτό του. Δεν είχε σκοπό να το πει φωναχτά. Την είδε να κοιτάζει χαμηλά, ο ουρανός σιγά σιγά υιοθετούσε ένα μαβή χρώμα και τα πρώτα αστέρια έκαναν την εμφάνισή τους.

«Ίσως όχι όπως εγώ η αντιφάν, μα κάτι παρόμοιο» βρήκε τελικά τη σωστή απάντηση.

Η νυχτερινή ψύχρα, τους οδήγησε αργά προς το εσωτερικό του σπιτιού, ευχαριστώντας την οικογένεια του Φρανσέσκο για την φιλοξενία. Εκείνος τους αποχαιρέτησε κοιτώντας τους με νοσταλγία. Κάπως έτσι έμοιαζαν με την γυναίκα του σαν ήταν νεότεροι. Εκείνη η πρώτη, αμήχανη γνωριμία, τα τυχαία αγγίγματα, τα μικρά βλέμματα. Ήταν υπέροχο να βλέπει δύο ανθρώπους που δίχως αμφιβολία, έλκονταν ο ένας από τον άλλο. Ευχόταν μονάχα η Ιταλία να έκανε το θαύμα της, όπως μονάχα εκείνη ήξερε.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro