Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Ο ιππότης της Σιένα / part 1

΄΄Ετούτη η ώρα του χωρισμού έχει μια πίκρα τόση, που καληνύχτα θα σου λέω μέχρι να ξημερώσει΄΄

Αν υπάρχει ένα καλό που σου προσφέρει η νύχτα, εκτός φυσικά από ανάπαυλα, είναι η διέγερση της φαντασίας σου και η ενίσχυση της προσπάθειας να δώσεις χρώμα στα χιλιάδες αλσύλλια που προσπερνάς, στα αλλοτινά χρυσαφένια χωράφια, στα μικρά σπιτάκια που στολίζουν σκορπισμένα τις πεδιάδες μίας χώρας ειδυλλιακής. Η Μαριάντζελα αγαπούσε πολύ τη χώρα της, το ίδιο και ο άνδρας που οδηγούσε, με τη διαφορά πως εξαιτίας του επαγγέλματός του, δεν είχε ποτέ του το χρόνο να την γυρίσει και να την απολαύσει όπως της άξιζε. Τελικά εκείνα τα γράμματα, δεν ευνόησαν μονάχα την αντιφάν του, αλλά και τον ίδιο. Το μόνο κακό, ήταν η αναγνωρισιμότητά του, τη στιγμή που εκείνος θα επιθυμούσε την ιδιωτικότητα. Η αμηχανία ήταν διάχυτη και η κοπέλα σκεφτόταν κατά πόσο ήταν φρόνιμο να σπάσει αυτήν την ευεργετική ησυχία.

«Λοιπόν» ξεκίνησε «Πώς νιώθεις που το πρόσωπό σου κοσμεί κυριολεκτικά κάθε επιφάνεια, εκτός από εκείνη των ειδών υγιεινής;» τον ρώτησε με έκδηλο το ενδιαφέρον και τον είδε να χαμογελά. Ο καιρός ήταν υπέροχος, η σφαίρα της σελήνης, σχεδόν ολοκληρωμένη φώτιζε αχνά τις γωνίες του προσώπου του.

«Δεν το βάζεις κάτω, έτσι δεν είναι;»

«Είπα να εκμεταλλευτώ αυτήν την ελπίζω και εύχομαι, ανεπανάληπτη εμπειρία και να σου θέσω μερικές ερωτήσεις που καίνε το υποσυνείδητο της περιέργειάς μου. Το συνειδητό βέβαια διαμαρτύρεται και με συμβουλεύει να κρατήσω επίπεδο» χαμογέλασε εκείνη πονηρά.

«Είναι ένας όμορφος τρόπος να αποποιηθείς την ευθύνη του κουτσομπολιού και να το βαφτίσεις υποσυνείδητη ανάγκη. Καλώς, θα σου απαντήσω παραλείποντας το σχόλιο για τα είδη υγιεινής και τονίζοντάς σου, πως αν η φιγούρα μου έβγαινε σε χαρτί υγείας, όλες θα σκουπίζονταν με ασημόχαρτο για να μην με αγγίξουν» έκανε μία παύση «Όσο δελεαστική και αν φαίνεται η ιδέα του να φιγουράρεις σε κάθε μικρό και μεγάλο περιοδικό, στην πράξη κάποτε καταντά αμήχανο και κουραστικό. Υπάρχουν  άνθρωποι που είναι γεννημένοι για να βρίσκονται στο κέντρο της προσοχής. Εγώ, παρά το γεγονός πως και οι δύο γονείς μου είναι αυτού του χώρου, έχω μάλλον μοιάσει στον χαρακτήρα του παππού μου του Αλφόνσο, που ήταν λιγομίλητος και μοναχικός. Ειλικρινά μην με ρωτάς το πώς ακριβώς επέλεξα αυτήν την καριέρα» τελείωσε «Είναι ίσως και ο λόγος που βρήκα την ιδέα των ταξιδιών δελεαστική»

Η Μαριάντζελα δεν θέλησε να τον ρωτήσει περισσότερα, σχετικά με την απόφασή του να ασχοληθεί με ένα επάγγελμα που εμφανώς δεν τον γέμιζε. Αν υπήρχε ωστόσο μία απορία που την έτρωγε με λύσσα, αυτή ήταν η δική του εμμονή με τα γράμματα και τον αποστολέα.

«Υπάρχει περίπτωση να ενημερωθώ και εγώ για την εμμονή σου με τα γράμματα ή θα πεθάνω στα βαθιά γεράματα με την απορία;» τον ρώτησε.

«Υπολόγιζε μάλλον στη δεύτερη περίπτωση» την πείραξε και τον σκούντησε «Μπορείς αν θέλεις να κοιμηθείς λιγάκι. Σε λίγες ώρες ξημερώνει και εμείς θα είμαστε στη Σιένα»

«Θα σου πρότεινα να αλλάξουμε θέσεις και να οδηγήσω εγώ» πρόφερε εκείνη σε μία έκρηξη καλοσύνης.

«Δεν θα άφηνα ποτέ μου τη Μιλένα στα χέρια σου. Εκτός από αξία, έχει και ψυχούλα και καθώς θέλω να έχω τη δική μου ήσυχη, θα μας οδηγήσω ως τη Σιένα εγώ»

Ήταν και η τελευταία πρόταση που θυμόταν, καθώς εξαιτίας της αφόρητης κούρασης και αυπνίας, ούτε που κατόρθωσε να συνειδητοποιήσει για πότε της επιτέθηκε ο Μορφέας και για πότε οι ηλιαχτίδες ξεκίνησαν να θερμαίνουν το κορμί της και να παιχνιδίζουν γύρω από τα βλέφαρά της παλεύοντας να τρυπώσουν μέσα τους. Με δυσκολία κινήθηκε, καθώς ο σβέρκος της είχε εμφανέστατα πιαστεί εξαιτίας της στάσης του ύπνου. Με μία σύντομη ματιά, συνειδητοποίησε πως βρίσκονταν σταματημένοι έξω από την πόρτα ενός παραδοσιακού ξενοδοχείου, η ίδια ήταν καλυμμένη με ένα ανοιξιάτικο πανωφόρι, ενώ ο νεαρός δίπλα της, έχοντας ασφαλίσει το αυτοκίνητο κοιμόταν μάλλον βαθιά, εξαιτίας της εξάντλησης. Η ώρα ήταν περίπου δέκα το πρωί. Για λίγο έμεινε να τον παρατηρεί. Ήταν γλυκός και όμορφος, με μία γήινη εμφάνιση, μεσογειακή, δίχως υπερβολές. Ήταν χαριτωμένη η κίνησή του να την σκεπάσει και έτσι της καρφώθηκε η ιδέα, να κάνουν ανακωχή τουλάχιστον για τις ώρες που αναγκαστικά θα βρίσκονταν στο ίδιο σημείο. Με τρόπο τον σκούντησε και τον είδε να πετάγεται. Τα μάτια του καρφώθηκαν επάνω της και κατόπιν χαμογέλασε, ζαλισμένος ακόμη από τον ύπνο.

«Καλημέρα» της ψιθύρισε βραχνά.

«Καλημέρα και παραδόξως αυτή η λέξη συνοδεύεται από την παρουσία σου» άκουσε τη φωνούλα της και στένεψε τα μάτια του.

«Καλωσήρθες στον πρώτο μας σταθμό, τη Σιένα. Δεν κατόρθωσα να σταθμεύσω πιο κοντά στο κέντρο, καθώς η πόλη των ιπποτών αποτελείται από πολύ στενά σοκάκια και συνιστώ το περπάτημα. Σκεφτόμουν αν θα ήθελες να μείνουμε σε αυτό το κατάλυμα που έχει θέα τους κάμπους» της έδειξε «Φυσικά, όπως έχω αναφέρει τα έξοδα θα είναι καλυμμένα»

«Είναι πολύ όμορφο, μα δεν το θεωρώ σωστό να πληρώνεις εσύ. Εξάλλου, ήταν και δική μου ιδέα να φύγω, το ταξίδι αυτό αφορά και τους δύο, επομένως θα επιθυμούσα να μοιραστούμε τα έξοδα»

«Ήταν όμως ζωτικής σημασίας και για εμένα» της τόνισε, ωστόσο εκείνη επέμεινε και με τα πολλά, κατόρθωσε να τον πείσει.

Το κατάλυμα είχε το χρώμα της έντονης ώχρας, όπως και τα περισσότερα μεσαιωνικά κτήρια αυτής της πόλης-κόσμημα. Στην υποδοχή, τους χαμογέλασαν πλατιά, κυρίως κοιτώντας τον Μικέλε. Η γυναίκα που εργαζόταν, σαν τον είδε, ξεκίνησε να σκούζει αδιακρίτως, επιδεικνύοντάς του τη μικρή αφίσα που είχε προσεκτικά τυλιγμένη στα χαρτιά της εργασίας της, για να ξεκινά η μέρα της καλά. Φυσικά, η θέα του ανδρικού της ινδάλματος, έκανε την έναρξη του εικοσιτετράωρού της, κυριολεκτικά ευλογημένη. Πίσω από τα μικροσκοπικά της μυωπικά γυαλιά, κάρφωσε δυσαρεστημένα την Μαριάντζελα, η οποία άξαφνα ένιωσε έναν αόρατο σουγιά να γδέρνει παραδειγματικά τον λαιμό της. Φυσικά το αρσενικό δίπλα της, το διασκέδαζε και με το παραπάνω.

«Κύριε Μπαρτολίνι, καλώς σας δεχτήκαμε στο ταπεινό μας μεσαιωνικό κάστρο! Ξέρετε, είμαι μεγάλη σας θαυμάστρια. Έχω αφίσες σας παντού!» συνέχισε εκείνη αγνοώντας επιδεικτικά την Μαριάντζελα.

«Και στον απόπατο;» την ρώτησε εκείνη σπινθηρίζοντας, για να εισπράξει το βλέμμα του εξαγριωμένου αίλουρου.

«Κύριε Μπαρτολίνι, έχουμε την καλύτερη σουίτα για εσάς, με θέα στη πόλη και στον κάμπο από την αριστερή πλευρά. Εύχομαι ολόψυχα σε εσάς και στην....μνηστή σας, να αρέσει η επιλογή μου. Σας την προτείνω ανεπιφύλαχτα»

«Αρχικά» την διέκοψε η Μαριάντζελα «Δεν είμαι η μνηστή του αλλά μία, ας πούμε συνεργάτιδα. Επομένως θα επιθυμούσα να έχω το δικό μου δωμάτιο. Αν δεν σας πειράζει, θα πληρώσουμε ξεχωριστά» τόνισε στο τέλος και ένα χαμόγελο οίκτου σκαρφάλωσε αργά και βασανιστικά στο πρόσωπο της γυναίκας.

«Έχουμε ένα ημιυπόγειο. Προσεγμένο δωματιάκι είναι, με τις απαραίτητες ανέσεις, καθώς αν πατήσετε γη και όσο θα ανυψώνεστε, το ίδιο ακριβώς θα κάνει και η τιμή. Είναι τα μόνα διαθέσιμα» ολοκλήρωσε και αν υπήρχε απόλυτη ησυχία, θα ακουγόταν με άνεση το τρίξιμο των δοντιών της Μαριάντζελα.

«Καλώς. Θα το πάρω. Για δύο βράδια είναι εξάλλου και αφού έχει τις...βασικές ανέσεις, θα είμαι εντάξει»

Ο Μικέλε επιθυμούσε στην ουσία να της ζητήσει να ανταλλάξουν έστω δωμάτια, ωστόσο γνώριζε πολύ καλά πως δεν θα υπήρχε καμία ανταπόκριση. Με τη συνοδεία αναστεναγμών εκ μέρους της γυναίκας που τους εξυπηρέτησε, ο καθένας εισήλθε στον ανελκυστήρα για να οδηγηθεί στο δωμάτιό του. Του Μικέλε στην ουσία, έμοιαζε με μεζονέτα. Είχε δύο πατώματα που συνδέονταν μεταξύ τους με μία ξύλινη, περιστρεφόμενη σκάλα, με το επάνω να εκπροσωπεί το κρεβάτι του και το λουτρό και το κάτω να είναι ένα πολυτελές σαλόνι με γωνιακό καναπέ και ακόμη ένα λουτρό, μικρότερο. Η θέα ήταν κυριολεκτικά μαγική σε αντίθεση με εκείνη της Μαριάντζελα, που έμοιαζε με αποθήκη του υπόγειου σιδηρόδρομου. Παρά το γεγονός πως του πήγαινε κόντρα, αισθανόταν άσχημα να ξέρει πως η κοπέλα δεν απολάμβανε τίποτε απολύτως στην πρώτη τους κιόλας στάση του ταξιδιού. Δίχως να το σκεφτεί, κατέβηκε και της χτύπησε την πόρτα ανάλαφρα, για να την δει να ετοιμάζεται να εξέλθει βαστώντας έναν οδηγό.

«Έτοιμη κιόλας;» την ρώτησε.

«Ανυπομονώ να βαδίσω στα χνάρια του Ρωμαίου» του απάντησε και τον είδε άξαφνα να ταράζεται στο άκουσμα αυτού του ονόματος. Γρήγορα ωστόσο επανήλθε, καθώς το θεώρησε μία τυχαία σύγκριση.

«Δεν θα σε καθυστερήσω, απλώς επιθυμώ να σου κάνω μία πρόταση, που γνωρίζω πως ήδη θεωρείται απορριπτέα, ωστόσο θα την κάνω. Ας ανταλλάξουμε δωμάτια. Είσαι κουρασμένη από μία σκληρή δουλειά και έχεις έρθει να ηρεμίσεις. Δεν είναι όμορφο να έχεις θέα τον τοίχο» πρότεινε και την είδε να χαμογελά αχνά.

«Ευχαριστώ για τη σκέψη, μα είμαι εντάξει» έκανε μία παύση καθώς τον προσπερνούσε «Λοιπόν, τα...λέμε» τον χαιρέτησε αμήχανα.

«Ναι, τα λέμε» της απάντησε και για λίγο βρέθηκε ολομόναχος.

Σαν βγήκε από το ξενοδοχείο και βαδίζοντας προς την διαβόητη πλατεία Ντελ Κάμπο, φόρεσε τα γυαλιά του καθώς και την κουκούλα από το μονόχρωμο φούτερ του. Τα στενά, πλακόστρωτα δρομάκια, οι μυρωδιές της ιταλικής κουζίνας και πολλές φορές οι φωνακλάδες συμπατριώτες του, ήταν μερικά από τα στοιχεία που του είχαν λείψει στην αναζήτηση μίας φυσιολογικής ζωής. Μπορεί να είχε στο μυαλό του το πλάνο των γραμμάτων, μα δεν είχε καμία αξία να παρακολουθεί τα αξιοθέατα μονάχος του. Αν εξαιρούσες τον Έντι και τον Ρικ, άλλους φίλους δεν είχε και ας ήταν διάσημος. Οι γυναίκες, τις περισσότερες φορές καλοστεκούμενα μοντέλα, ενθουσιάζονταν με την εμφάνιση, μα κυρίως τη φήμη του και τον πολιορκούσαν διαρκώς, δίχως στην ουσία να τρέφουν αισθήματα αληθινά. Ήταν ίσως ο μοναδικός λόγος που παλαιότερα είχε ζηλέψει τον αδερφό του. Εκείνος είχε κατορθώσει να τραβήξει έναν δρόμο αθέατο ζώντας αυθεντικά την κάθε του στιγμή. Πόσο θα ήθελε να μπορούσε να αγαπηθεί και εκείνος αυθεντικά, επιτρέποντάς στον εαυτό του να δείξει την πραγματική του αξία, μία αξία που δεν θα πήγαζε από το περίβλημα το εξωτερικό, αλλά από την πνευματική ουσία.

Η Μαριάντζελα από την άλλη, έπινε το εσπρέσσο της που σαν βάλσαμο κυμάτιζε στον ουρανίσκο της. Θέα της είχε το Παλάτζο Πούμπλικο. Καθώς ο νεαρός που τη σέρβιρε είχε γεννηθεί εκεί, της εξήγησε πως δύο φορές το χρόνο, λάμβαναν χώρα ιπποδρομίες με αληθινά μεταμφιεσμένους ιππότες. Στο τέλος, εκτός φυσικά από ένα γενναίο φιλοδώρημα, βγήκαν μαζί φωτογραφία. Ο νεαρός Μαρτσέλο, την είχε συμπαθήσει πολύ και της ευχήθηκε στο ταξίδι της, να κατορθώσει να βρει τον έρωτα επιτέλους. Η αλήθεια ήταν πως περισσότερο το έκανε για εκείνη, για να ξεφύγει.

Τα γράμματα του γλυκού και μυστηριώδους άγνωστου στριφογύριζαν στο μυαλό της διαρκώς, καθώς και όλες του οι κουβέντες που αναφέρονταν στις απλές δραστηριότητες της καθημερινότητάς της. Το είχε βρει ρομαντικό να την προσέξει κάποιος και μάλιστα να αντλήσει ευτυχία από κάτι τόσο απλό, τη στιγμή που ο Ένζο δεν έδινε σημασία, ούτε καν στις μεγάλες της επιτυχίες, όντας αφοσιωμένος στον εαυτό του αποκλειστικά. Δίχως να το καταλάβει, στη σκέψη εκείνου του Ρωμαίου, ένιωσε την καρδιά της να χτυπά. Με βλέμμα ονειροπόλο, διέσχισε τα σοκάκια, επισκέφτηκε τον καθεδρικό ναό με τα υπέροχα βιτρό του και τα έργα του Μιχαήλ Άγγελου και του Ντονατέλο, ενώ δεν αντιστάθηκε στη δοκιμή ενός τιραμισσού. Τα πάντα έμοιαζαν όμορφα, αν και υπήρχε στα ξαφνικά μία ενοχλητική ησυχία. Αυτή η συνειδητοποίηση την τρόμαξε. Από την αρχή ήταν ούτως ή άλλως αποφασισμένη να πορευτεί μονάχη της και όμως, αυτός ο Μπαρτολίνι για ακόμη μία φορά, της χαλούσε έτσι ύπουλα τα σχέδια αν και απών. Χτενίζοντας ανέμελα με τα δάχτυλά της τα μαλλιά, αποφάσισε να ενδώσει στον πειρασμό των πολυφημισμένων κρασιών της Τοσκάνης πίνοντας στην υγεία του κρυφού της αποστολέα.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro