Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Να πεθαίνει ο παλαιός σου εαυτός/ part 2 (τέλος)


στη φωτό η Σιένα

Πόσο ξένα θα μπορούσαν να ηχούν δύο ονόματα και τι στο καλό είχε διαδραματιστεί όλα αυτά τα χρόνια μέσα στο ίδιο του το σπίτι; Θυμόταν πως ο πατέρας του ήταν πάντοτε αυταρχικός, μα ποτέ του δεν είχε φανταστεί πως θα μπορούσε ίσως να έχει σηκώσει χέρι στη μητέρα του ή να την έχει αποξενώσει πλήρως από την δική της οικογένεια. Αν είχε κατορθώσει τότε να δραπετεύσει από την φυλακή του σπιτιού της με τον Ρωμαίο, πιθανότατα ο ίδιος σήμερα να μην είχε έρθει στη ζωή, τουλάχιστον όχι με την ίδια ταυτότητα. Η μητέρα του και εκείνος, στέκονταν στους κήπους της βίλας τους στο Μπελάτζιο, την οποία είχε αφήσει ο παππούς του ο Αλφόνσο, τόσο στον ίδιο όσο και στον Ρωμαίο προκειμένου να έχουν μία στέγη ολόδική τους, δίχως τον Αλεσσάντρο πάνω από το κεφάλι τους. Έναν επίγειο Παράδεισο που είχαν λατρέψει και που θα λειτουργούσε πάντοτε ως καταφύγιο και κατάδυση στις πιο γλυκιές, παιδικές τους αναμνήσεις.

Η Μπολόνια δεν ήταν ιδιαίτερα μακριά από το Μιλάνο. Ο Μικέλε θα ταξίδευε για πρώτη του φορά ολομόναχος, δίχως την παραμικρή συντροφιά, ίσως αγκαλιά με έναν ηλεκτρονικό χάρτη που θα του έδειχνε το σπίτι το παραδοσιακό των παππούδων του. Βαμμένο σε ένα έντονο κεραμιδί, με μία μονάχα μικρούλα γλάστρα να εξέχει δίχως λουλούδια από το μπαλκόνι, το σπίτι του φαινόταν καταθλιπτικό. Έμοιαζε σαν να έκρυβε στα σπλάχνα του μία αδιόρατη μελαγχολία, μία ίσως βαριά ιστορία. Τα χέρια του είχαν κυριολεκτικά ιδρώσει. Περισσότερο αισθανόταν σαν ένα ορφανό αγόρι, που θα συναντούσε τους γονείς του για πρώτη φορά. Ήταν και εκείνοι ρίζες του, κομμάτι δικό του, που τόσα χρόνια θεωρούσε πως απλώς τον είχαν απορρίψει. Τρέμοντας, χτύπησε απαλά την πόρτα και βάλθηκε να καρτερά στωικά την απόκριση. Ένα λεπτό αργότερα, η πόρτα υποχωρούσε και στο κατώφλι της, έκανε την εμφάνισή της μία γηραιά κυρία, μικρόσωμη και αδύνατη. Τα χρόνια είχαν λυγίσει το κορμί της, οι κακουχίες και η αγωνία είχαν χαράξει ρυτίδες άτσαλες στο πρόσωπό της, μα ένα πράγμα επάνω της, εξακολουθούσε να έχει τη δική του βούληση και ας είχε με τον καιρό θολώσει. Το βλέμμα της το μελοπράσινο, σχεδόν όμοιο με το δικό του.

Οι δυο τους έμειναν να κοιτάζονται στα μάτια, ανήμποροι να αρθρώσουν λέξεις. Ήταν τόσο βαθιά τα συναισθήματα, που οποιαδήποτε κουβέντα θα έμοιαζε φτωχή. Έπειτα, καθώς υγρά δρομάκια ξεκίνησαν να σχηματίζονται στα μάγουλά τους, έσμιξαν σε μία σφιχτή αγκαλιά που χρόνια τους έλειπε. Ο παππούς του ο Φράνκο δεν περπατούσε πια. Είχε μεγαλώσει πολύ, εξάλλου είχαν αποκτήσει την κόρη τους σε μεγάλη ηλικία σχετικά. Ο Μικέλε προχώρησε προς το μουντό εσωτερικό, για να αντικρίσει τον Φράνκο στο κρεβάτι του να στέκεται καθιστός.

«Σε περίμενε σε αυτήν τη στάση για ώρες. Έχει βαρύνει με τα χρόνια, μα νομίζω πως σήμερα η ζωή, του έκανε ίσως το πιο όμορφο δώρο, όπως και σε εμένα»

«Μην νομίζεις γιαγιά, ήταν και για μένα ανακουφιστικό. Τόσα χρόνια πίστευα πως δεν με θέλατε εξαιτίας του πατέρα μου»

Ο Φράνκο ξερόβηξε.

«Πράγματι, τον πατέρα σου δεν τον θέλαμε. Αγάπησε την ομορφιά της μητέρας σου την εξωτερική μα ποτέ την ψυχή της. Η ανόητη ξέγραψε την ταυτότητά της για χάρη του, απαρνήθηκε την οικογένειά της, μα έπειτα εγκλωβίστηκε, ώσπου δεν μας ξαναμίλησε ποτέ μήτε γνωρίζαμε πού βρισκόταν. Προσπαθήσαμε να επικοινωνήσουμε αλλά αυτός μας είχε αποκλείσει λέγοντάς μας, πως η κόρη μας μας μισούσε και πως η παρουσία μας την έκανε δυστυχισμένη. Φοβηθήκαμε ακόμη και για την ασφάλειά της. Έτσι, εγκαταλείψαμε κάθε προσπάθεια επικοινωνίας αφού απέβαινε μάταια, ευχόμενοι απλώς να είναι καλά. Χάσαμε όλη της τη ζωή, μα και τη δική σας. Μετανιώνω κάθε μέρα γι' αυτό, έπρεπε κάτι να είχα κάνει»

Ο Μικέλε αναστέναξε. Τι θα μπορούσε να τους απαντήσει; Από την μία έβγαινε μία πικρία, από την άλλη είχαν χάσει τα ίχνη τους ώστε να μπορούν να επέμβουν.

«Έγιναν πολλά. Το κυριότερο από όλα είναι....έχασα τον αδερφό μου τον Ρωμαίο» συγκινήθηκε ξανά. Από το βλέμμα τους κατάλαβε πως το γνώριζαν. Ο πόνος της απώλειας ήταν μεγάλος, όπως και η σκέψη τους για την ψυχολογία της κόρης τους.

«Λυπούμαστε για όλα...Δεν προλάβαμε να γνωρίσουμε τον μεγάλο μας εγγονό, εκτός ίσως από μία φωτογραφία» του είπε η Χάνα και από το ξύλινο, ελαφρώς φαγωμένο συρτάρι του κομοδίνου της, έβγαλε μία φωτογραφία με ένα μωρό. Ήταν ο Ρωμαίος λίγους μήνες μετά τη γέννησή του «Ήταν και η τελευταία που λάβαμε προτού όλα σταματήσουν και χάσουμε τα ίχνη της μητέρας σου. Θα επιθυμούσαμε έστω να ταξιδέψουμε ως το Μπελάτζιο, ως το σημείο που βρίσκεται τώρα ο Ρωμαίος. Ήταν ένα γλυκό μωρό από όσο γνωρίζω...Θα μπορούσες ίσως εσύ να μας βοηθήσεις; Ο παππούς σου δυστυχώς δεν περπατά»

Τα ροζιασμένα, ταλαιπωρημένα της χέρια, γεμάτα φακίδες εξαιτίας της ηλικίας, πήραν τα δικά του τα νεανικά και τα χάιδεψαν τρυφερά « Σε είχαμε δει στην τηλεόραση μία φορά, πριν κάποια χρόνια» προσπάθησε να συνεχίσει προτού ξεσπάσει σε κλάματα.

Ο Μικέλε την αγκάλιασε σφιχτά.

«Δεν θέλω να στεναχωριέσαι άλλο. Πέρασαν τα χρόνια, αυτό είναι βέβαιο, μα αν υπάρχει κάτι που διδάχτηκα, είναι πως πρέπει να απολαμβάνουμε τις στιγμές μας για όσο εκείνες διαρκέσουν. Μας δόθηκε η ευκαιρία να συναντηθούμε, επομένως αυτό σημαίνει πως δεν ήταν τελείως αργά. Θα ήθελα ωστόσο να ακούσω την ιστορία σας. Ο παππούς μου ο Αλφόνσο πάντοτε μου αφηγούνταν για τις διώξεις των Εβραίων και τα βάσανά τους. Στο κάτω κάτω, έχω και εβραϊκό αίμα, όπως και να το κάνουμε»

Κάπου εκεί, τον λόγο πήρε ο Φράνκο. Ξαφνικά έμοιαζε σαν να είχε ζωντανέψει. Θες ο ερχομός του εγγονού του, θες η αφήγηση μίας πονεμένης ιστορίας που του θύμιζε τα νιάτα του, είχε βρει το χαμένο του χαμόγελο. Ήταν γέννημα και θρέμα εβραϊκής οικογένειας της Μπολόνια. Ελάχιστα πρόλαβε τα χρόνια της ανεμελιάς, φοιτώντας στο δημόσιο δημοτικό σχολείο της πόλης, προτού να ξεκινήσουν οι φυλετικοί νόμοι του Μουσολίνι και να αποβληθεί ο ίδιος, καταλήγοντας σε ένα σχολείο που είχε βιαστικά και πρόχειρα δημιουργηθεί μέσα σε μία εβραϊκή Συναγωγή. Εξήγησε στον εγγονό του πόσο πολύτιμη είναι η σημερινή ελευθερία που απολαμβάνει, πόσο υπέροχο που έχει τη δυνατότητα να επιλέγει τους φίλους και τους δεσμούς του, που δεν κυκλοφορεί με ένα κίτρινο αστέρι καρφιτσωμένο στα ρούχα του και που η καταγωγή του δεν καθορίζει το ποιος είναι.

«Οι άνθρωποι, τείνουν να θεωρούν δεδομένα, ορισμένα πολύ βασικά αγαθά δίχως τα οποία η ζωή μετατρέπεται σε κολαστήριο. Ένα από αυτά είναι και η ελευθερία. Εμείς έχουμε διδαχτεί να την εκτιμάμε διπλά, έχοντάς την χάσει μαζί με την αξιοπρέπειά μας. Να είσαι ελεύθερος λοιπόν, όχι μόνο στην ζωή μα και στα πιστεύω σου. Να έχεις το μυαλό σου ανοιχτό και το παράθυρο της καρδιάς πάντοτε σε ανάκληση. Μην αφήσεις κανέναν και τίποτε να σε καθορίσει, οι άνθρωποι δεν έχουν ταμπέλες, μα ψυχές. Αυτές είναι που μετράνε και γι' αυτές θα πρέπει να τους μετράς. Για πες μας τώρα, καμία κοπέλα;» ρώτησε ο Φράνκο πονηρά θέλοντας να ελαφρύνει το κλίμα.

Ο Μικέλε χαμογέλασε μελαγχολικά.

«Τα έχω κάνει μούσκεμα. Υπάρχει μία κοπέλα, ωστόσο με όλα όσα έγιναν, με το δράμα που με χτύπησε χάνοντας όχι μόνο τον αδερφό μου, μα παράλληλα και τον φίλο και στήριγμά μου, κλείστηκα στον εαυτό μου και την άφησα στο περιθώριο» τους εξομολογήθηκε.

«Δεν το έκανες επίτηδες. Πέρασες πολλά. Αν σε αγαπά, τότε θα σε περιμένει, ελπίζουμε όχι για πολύ» πρόφερε η γιαγιά του «Πώς γνωριστήκατε;» τον ρώτησαν και τότε, μεταφερόμενος στο παρελθόν, μία ιδέα κατέβηκε στο μυαλό του.

Ένας ανώνυμος αποστολέας έμελλε να ενώσει τους μοναχικούς και άνυδρους από αγάπη και έρωτα δρόμους τους. Ίσως λοιπόν, αυτό που χρειαζόταν, να ήταν ξανά η ύπαρξη ενός αποστολέα, επώνυμου αυτή τη φορά. Η Μαριάντζελα λάτρευε το δίχως άλλο τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα και ο Μικέλε χαμογελώντας, ήλπιζε πως το επόμενο βήμα θα του έβγαινε σε καλό. Οι παππούδες του όντας παραδοσιακοί, ήξεραν πολύ καλά τη σημασία της επιστολής, την ενέργεια των γραμμάτων και την λαχτάρα που δημιουργούσε η αναμονή η μικρή μέχρι να ανοιγόταν ο φάκελος. Την σημερινή εποχή, αυτή τη γλυκιά συνήθεια, είχαν αντικαταστήσει τα άψυχα μηνύματα στο κινητό. Κατά την ταπεινή τους γνώμη, τίποτε δεν μπορούσε να κερδίσει την παράδοση και ο Μικέλε, κάθισε στο στενό μπαλκονάκι, με ένα παραδοσιακό ιταλικό ρόφημα στο φλιτζάνι του, το Bicerin, το οποίο είχε ετοιμάσει η Χάνα με όλη της την αγάπη.

Τα μάτια του ατένισαν νοσταλγικά το μελαγχολικό στενό, του πρώην εβραϊκού γκέτο. Πίνοντας μία γουλιά, ο εσπρέσο, σε συνδυασμό με την σοκολάτα, γαργάλησαν ευχάριστα τον ουρανίσκο του. Ο φωτεινός ήλιος ευλογούσε την πόλη και βαθιά μέσα του, ένιωσε τον Ρωμαίο να χαμογελά ευτυχισμένος. Παίρνοντας στα χέρια του ένα απλό, λευκό χαρτί, ξεκίνησε να γράφει αργά και σταθερά, ξεκινώντας από έναν στίχο του Ρωμαίου.

΄΄ Άμα δεν έρθεις, εδώ μπροστά σου θα πεθάνω. Είσαι της καρδιάς μου η αυγή κατάλαβέ το. Δεν αντέχω πια ό,τι αγαπώ για άλλους να το χάνω.

Σ'αγαπώ θέλεις δεν θέλεις, πίστεψέ το΄΄

«Ένα από τα πολλά βράδια μου, σαν βρέθηκα στη γειτονιά του Ναβίγκλι, συνάντησα την μεγαλύτερη φαν της ζωής μου. Είμαι βέβαιος πως αυτή τη στιγμή χαμογελάς, ή ίσως και γελάς υστερικά εξαιτίας του χαρακτηρισμού αυτού. Αποτελεί ωστόσο όλη την αλήθεια. Εσύ αποδείχτηκες η μεγαλύτερη και πιο αυθεντική μου φαν. Εκείνη που είδε πέραν της εξωτερικής ομορφιάς μου και δεν τρόμαξε από ένα, ίσως απογοητευτικό θέαμα. Σαν βυθίστηκες στον εσωτερικό μου κόσμο, είμαι σίγουρος πως συνάντησες πολλά σκιερά σημεία. Δεν υπήρξα εκείνο το εξωστρεφές νεαρό αγόρι, με την τέλεια, λαμπερή ζωή και την αρμονική οικογένεια. Υπήρξα όμως αυθεντικός και εσύ αγάπησες την κάθε μου ανασφάλεια, στήριξες και σήκωσες στις δικές σου πλάτες το δράμα μου δίχως να με κρίνεις. Συγγνώμη που προσπάθησα να σε κλείσω έξω από αυτό, ίσως ήταν και ο μοναδικός τρόπος αντίδρασης που διδάχτηκα στη ζωή μου. Μαζί σου ωστόσο, ξεκίνησα να αλλάζω, ίσως αργά, μα άλλαξα να είσαι βέβαιη. Έμαθα να εμπιστεύομαι και να μην φοβάμαι να ακουμπώ την καρδιά μου, σε χέρια που πολλές φορές την έχουν χαϊδέψει με τρυφερότητα. Αν εξακολουθείς να επιθυμείς να με υπομένεις, θα ήθελα να βρεθούμε στη Σιένα, στην αναγραφόμενη οδό, στο κάτω μέρος της σελίδας.

Θα σε περιμένω, Μικέλε»

Το έκλεισε σε έναν φάκελο, αποφασίζοντας να το αφήσει στο πεζοδρόμιο, έξω ακριβώς από το σπίτι της, φροντίζοντας ωστόσο να βεβαιωθεί πως θα έφτανε στα χέρια της. Εν συνεχεία, παλεύοντας πάντοτε να παραμείνει κρυμμένος στις προσωπικές του σκιές, πέρασε τυχαία μπροστά από το καφέ του Αντόνιο. Καθώς ήταν σχετικά αργά, ετοιμαζόταν να κλείσει και ο Αντόνιο είχε επιδοθεί στο καθάρισμα των λιγοστών τραπεζιών και των μηχανημάτων του καφέ. Ο Μικέλε έχοντας σταθεί μπροστά ακριβώς, ξερόβηξε τρεις φορές προκειμένου να του τραβήξει την προσοχή.

«Με συγχωρείς για την ώρα, υπάρχει πιθανότητα να μου ετοιμάσεις ένα καπουτσίνο;»

«Φίλε μου, εγώ να σου ετοιμάσω, εσύ θα κοιμηθείς το βράδυ;» τον ρώτησε ο νεαρός γελώντας.

«Έχω έτσι και αλλιώς πολλά βράδια να κοιμηθώ. Τουλάχιστον, θα προλάβω τον αναδυόμενο πονοκέφαλο» αστειεύτηκε, με τον Αντόνιο να ετοιμάζει το ρόφημα και να κατευθύνεται προς το μέρος του. Λίγα μέτρα μακριά του, πάγωσε αναγνωρίζοντάς τον. Το ρόφημα τρέκλισε για λίγο, φλερτάροντας να προσγειωθεί στο πάτωμα.

«Κύριε Μπαρτολίνι; Θα..»

«Θέλατε φωτογραφία; Αυτόγραφο; Καλύτερα το δεύτερο γιατί η αυπνία έχει καταστήσει τον φακό εχθρό μου» Ο Αντόνιο για πρώτη φορά είδε την απόλυτη κούραση να καθρεφτίζεται σε ένα κάποτε φωτεινό πρόσωπο.

«Θα ήθελα να σας συγχαρώ για την επίθεση στον πατέρα σας! Του άξιζε! Συγγνώμη δηλαδή, δεν μου πέφτει λόγος...» ο Μικέλε χαμογέλασε.

«Έχεις ανάγκη μήπως από κάποια βοήθεια;» τον ρώτησε στα ξαφνικά και ο Αντόνιο κοίταξε διακριτικά πίσω του.

«Αν εννοείτε με τα κιβώτια, όχι, είμαι εντάξει σας ευχαριστώ πολύ για το ενδιαφέρον, είστε πολύ ευγενικός»

«Εννοώ αν χρειάζεσαι υπάλληλο» τον διέκοψε ο Μικέλε.

«Μία βοήθεια θα ήταν θεμιτή, γιατί όχι; Έχετε κάποιον να μου προτείνετε;»

«Εμένα! Αγαπούσα πάντοτε τον καφέ, πλέον παραιτήθηκα από το μόντελινγκ προκειμένου να ξεκινήσω σπουδές σε κάτι που αγαπώ. Λοιπόν;» τον ρώτησε και ο Αντόνιο συνέχισε να τον κοιτάζει σαν να μιλούσε άλλη γλώσσα.

«Μα, γιατί; Τι είδους στροφή στην καριέρα σας είναι αυτή; Ωστόσο, όχι απλώς δέχομαι, μα θα κάνω ξανά εγκαίνια μη σου πω. Θα ανοίξουμε και παράρτημα με εσάς για βοηθό! Η ουρά θα τριπλασιαστεί!» πήρε μία ανάσα προτού πεταχτεί έξω και τον αγκαλιάσει σφιχτά «Νομίζω πως αυτό, είναι το πιο τυχερό βράδυ της ζωής μου!» αναφώνησε αγκαλιάζοντάς τον ξανά και κατόπιν σταμάτησε «Εσείς όμως δεν μου φαίνεστε καλά...»

Το χέρι του Μικέλε τοποθετήθηκε στον ώμο του.

«Θα γίνω με τον καιρό» του απάντησε με ένα χαμόγελο.

Ο καιρός ωστόσο, συνήθως βοηθά στην επιφανειακή επούλωση κάποιων τραυμάτων. Ο πόνος απαλύνεται, μα ποτέ δεν χάνεται, μήτε η πεθυμιά. Απλώς μαθαίνεις να ζεις με τις απώλειες και τα τραύματά σου. Η ζωή για την Μαριάντζελα κυλούσε ομαλά, μέχρι το απογευματόβραδο που ανακάλυψε το γράμμα, αυτή τη φορά με το όνομα του αποστολέα να αναγράφεται με κεφαλαία γράμματα. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα σαν ανασηκώθηκε για να κοιτάξει το σκοτεινό δωμάτιο του ξενοδοχείου απέναντί της. Ο Ρωμαίος είχε φύγει, απαλλαγμένος από πόνους και βάσανα, μα δεν έπαυε αυτή η απουσία να συγκινεί σε κάθε μικρή, σε κάθε τυχαία εικόνα δική του. Θυμήθηκε εκείνο το βροχερό βράδυ, όταν ανακάλυψε για πρώτη φορά τα γράμματα, εκείνα με το απαρχαιωμένο χαρτί και το κομψό άλικο βουλοκέρι με το αρχικό R. Πλέον όλα έβγαζαν νόημα σε αυτήν την τόσο παράδοξη ιστορία.

Δίχως να το σκεφτεί δεύτερη φορά, κάθισε στο μικρό της σαλόνι και ξεκίνησε να ανοίγει τον φάκελο προσεκτικά. Τα γράμματα του Μικέλε ξεχύθηκαν μπροστά της, τόσο διαφορετικά από τα σχεδόν καλλιγραφικά του αδερφού του. Η διαφορά ήταν όμως, πως πλέον δεν τον απασχολούσε να αγγίζει την επίπλαστη τελειότητα. Ήθελε να της εκφράσει τα συναισθήματά του, ακόμη και αν κάπου αναγκαζόταν να κάνει μουτζούρες, προκειμένου να σκεφτεί καλύτερα το περιεχόμενο. Σαν πλανήθηκε το βλέμμα της και στην τελευταία λέξη, ένα χαμόγελο στόλισε το πρόσωπό της. Το τηλέφωνο χτύπησε και ο αριθμός της κολλητής της, Νίνα, φάνηκε στην οθόνη.

΄΄Πού σε πετυχαίνω;΄΄ την ρώτησε καθώς έπειτα από την οικογενειακή τραγωδία του Μικέλε, ανησυχούσε για τις συναισθηματικές μεταπτώσεις της φίλης της.

΄΄Στο σαλόνι με...ένα γράμμα στο χέρι΄΄ απάντησε εκείνη αστειευόμενη.

΄΄Μην μου πεις πως σε πήραν χαμπάρι οι απανταχού άγνωστοι αποστολείς;΄΄

΄΄Αυτή τη φορά όχι. Ο αποστολέας φρόντισε και με το παραπάνω να αποκαλύψει την ταυτότητά του. Είναι ο Μικέλε΄΄ της απάντησε για να ακούσει πνιχτές και άναρθρες κραυγές χαράς.

΄΄Μίλα ευλογημένη που είσαι πιο κλειστή και από κακοκλεισμένο όστρακο! Τι σου λέει; Σου κάνει ερωτική εξομολόγηση;΄΄

΄΄Ας πούμε και αυτό μαζί με το γεγονός πως μου ζητά να πάω στη Σιένα, αύριο κιόλας, σε μία οδό που στα σίγουρα κάτι μου θυμίζει΄΄

΄΄Δεν το λες και δίπλα, μα θα πας! Έτσι δεν είναι;΄΄

΄΄Δεν το γνωρίζω με βεβαιότητα. Όπως και να έχει, θα τα πούμε αύριο στο μαγαζί. Οι ευφάνταστε συνταγές μου έλλειψαν ιδιαιτέρως στον κύριο Αρτούρο΄΄

Ο καιρός είχε πλέον ψυχράνει και έτσι η Μαριάντζελα λάτρευε τα πρωινά να ανοίγει τα παραθυρόφυλλα προκειμένου να χαζέψει την ανατολή. Σε αντίθεση με την δύση, υπήρχε κάτι το ανατριχιαστικά γαλήνιο αυτήν την ώρα της ημέρας. Η γνωστή παλέτα των άλικων αποχρώσεων, έγλυφε τον κυανό ορίζοντα και εκείνη για πρώτη της φορά ένιωσε ευγνωμοσύνη για την δυνατότητα που η ζωή της εξασφάλιζε να πετύχει ακόμη μία ανατολή, κάνοντας όνειρα. Οι καθημερινές της συνήθειες, πραγματοποιήθηκαν με έναν μουδιασμένο αυτοματισμό, καθώς η σκέψη της πετούσε αλλού. Το καφέ του Αντόνιο, είχε ευθυγραμμιστεί πλήρως με τα ωράριά της και έτσι η παραγγελία της ήταν έτοιμη και ζεστή, ακριβώς την στιγμή που έφτανε. Μονάχα που εκείνο το πρωινό, ο φίλος της τραγουδούσε μελωδικά, έχοντας υιοθετήσει έναν καταπληκτικό χορευτικό ρυθμό.

«Καλημέρα! Κεφάτος σήμερα» σχολίασε η κοπέλα.

«Απολύτως λογικό. Αφού από μεθαύριο θα εργάζεται μαζί μου ο εν δυνάμει μελλοντικός σου σύζυγος, ο Μικέλε Μπαρτολίνι» της είπε και εκείνη έμεινε να τον κοιτάζει.

«Δεν σε καταλαβαίνω»

«Ο άνθρωπος έκανε ιλιγγιώδη στροφή στην καριέρα του. Πλέον θα σου ετοιμάζει εκείνος το εξπρέσο σου! Γιατί εσπρέσο δεν το αποκαλείς με τίποτε τέτοια ώρα που το παραλαμβάνεις» χαμογέλασε. Εκείνη ετοιμάστηκε να φύγει, όταν άκουσε ξανά τη φωνή του «Μπορεί να αστειεύομαι, ωστόσο φαίνεται ένα καταπληκτικό παιδί. Επίσης μοιάζει τρομερά θλιμμένος, δεν έχει καμία σχέση με το παρελθόν. Νομίζω σε χρειάζεται, όσο και εσύ»

Αν μία φορά σκεφτόταν τα γράμματα κατά τη διάρκεια της νύχτας, είχαν πλέον κάνει σχεδόν αποκλειστική κατάληψη στο νου της. Πιστές στην ώρα της έναρξης λειτουργίας του μαγαζιού και περιτριγυρισμένες από το δαιδαλώδες εμπορικό, την Γκαλερία Βιτόριο Εμμανουέλε Β, η Νίνα και εκείνη ξεκλείδωσαν για να ετοιμάσουν το μαγαζί να υποδεχτεί τους πρώτους πρωινούς πελάτες, με τον κύριο Αρτούρο να είναι εξίσου πιστός στην ώρα του πρωινού του με τα αυγά σκραμπλ και τον καπνιστό σολωμό από τα χαράματα. Ο γηραιός τους πελάτης, πάντοτε κομψά ντυμένος, εισήλθε χαιρετώντας τες με ευγένεια. Μοναχικός, πάντοτε με μία εφημερίδα για συντροφιά και το αιώνιο τραπέζι που είχε θέα στο εσωτερικό του εμπορικού. Η Μαριάντζελα αποφάσισε να εγκαταλείψει για λίγο την κουζίνα και να του προσφέρει εκείνη το πρωινό του για αλλαγή.

«Είσαι ίσως η πιο ταλαντούχα σεφ» άκουσε την ελαφρώς βραχνή του φωνή «Χαίρομαι που σε γνωρίζω και από κοντά» της χαμογέλασε.

«Χαίρομαι και εγώ και σας ευχαριστώ πολύ» το χαμόγελο ίσα που σκαρφάλωνε στα χείλη της.

«Ελπίζω όλα να είναι καλά στη ζωή σου. Σου αξίζει. Ακολούθησε τα όνειρά σου, η ζωή περνά, ο χρόνος μονάχα μπροστά βαδίζει, ποτέ πίσω. Κάποτε όταν με το καλό θα φτάσεις στην ηλικία μου, θα αναπολείς γλυκά τα χρόνια της νιότης σου. Φρόντισε να χτίσεις αναμνήσεις ώστε να γεμίσεις την ψυχή σου με αποθέματα τόσα πολλά, που θα φτάσουν για μέχρι το τέλος»

Συγκινήθηκε για ακόμη μία φορά. Μπαίνοντας στην κουζίνα, κοίταξε τη Νίνα.

«Φύγε τώρα» της είπε η φίλη της «Αν θέλεις να είσαι στην ώρα σου στο ραντεβού, με δεδομένη και την προετοιμασία σου, πήγαινε και εγώ θα καλύψω τη θέση σου, μην ανησυχείς» της χαμογέλασε και η Μαριάντζελα την αγκάλιασε.

«Τι θα έκανα δίχως εσένα;»

«Ε, ίσως δεν θα γνώριζες ποτέ τον Μπαρτολίνι αν δεν σε τραβούσα ως την αστεράτη βραδιά, όπου παραλίγο να τον σκοτώσεις με ένα αθώο γυναικείο καθρεφτάκι» της απάντησε και γέλασαν.

Τρέχοντας, άφησε την ποδιά και της και βγήκε βιαστικά με τον κύριο Αρτούρο να την κοιτάζει χαμογελώντας. Χρόνος δεν υπήρχε μιας και η Σιένα ήταν σχετικά μακριά. Αν έπαιρνε το τρένο, θα βρισκόταν εκεί σε τρεις ώρες. Από το σπίτι της αποφάσισε να μην περάσει. Έχοντας σταθεί σε μία βιτρίνα μπροστά και παλεύοντας να διακρίνει το είδωλό της έστω και θολά, άφησε τα μακριά της μαλλιά να πέσουν σαν τους καταρράκτες στους ώμους της. Ήταν η μοναδική κίνηση που χρειαζόταν. Αυτήν και την κατεύθυνσή της στην πόλη των ιπποτών. Η Σιένα πλέον με τις δεκαεπτά συνοικίες της, είχε μία γαλήνη διαφορετική μακριά από τη βαβούρα των τουριστών. Πλέον, επιθυμούσε ακόμη πιο έντονα να απολαύσει τα μεσαιωνικά της σοκάκια, μέχρι την κεντρική πλατεία. Από μέσα της σκεφτόταν παράδοξα, πως τα πάντα αποκτούσαν άλλη χάρη σαν τα κοιτούσες από ψηλά, όπως τότε στην στέγη του σπιτιού του Φρανσέσκο και της Καρίνα. Με απόλυτη ευλάβεια ακολουθούσε τη διαδρομή ως την αναγραφόμενη διεύθυνση. Κάθε της βήμα της ψιθύριζε κουβέντες γνώριμες, μέχρι που προς μεγάλη της έκπληξη, το σπίτι του γλυκύτατου κυρίου Φρανσέσκο και της οικογένειάς του, ξεπρόβαλε μπροστά της, με τον ίδιο να την καρτερά στην πόρτα με ένα χαμόγελο και μία αγκαλιά διάπλατη.

«Χαίρομαι τόσο πολύ που σε ξαναβλέπω» την αγκάλιασε, ενώ η κόρη του η Ισαβέλα πετάχτηκε αυτομάτως από το εσωτερικό της μονοκατοικίας.

«Ήρθες!» της φώναξε «Σε περιμέναμε! Εντάξει, ο Μικέλε λίγο περισσότερο» χαμογέλασε κάνοντάς την να κοκκινίσει.

«Εννοείτε πως...» πρόφερε ξεψυχισμένα και ελαφρώς αμήχανα.

«Ε,σίγουρα θέλει να σε παντρευτεί αυτή τη φορά» γέλασε η μικρή.

«Ισαβέλα!» τη μάλωσε ο πατέρας της «Εμείς τώρα θα οδηγήσουμε τη δεσποινίδα στην ταράτσα και θα εξαφανιστούμε».

«Θα γίνουμε αόρατοι δηλαδή;» ρώτησε η μικρή.

«Κάτι τέτοιο»

Η Μαριάντζελα ένιωσε να τρέμει σε κάθε της βήμα. Η καρδιά της έχανε χτύπους διαρκώς, μέχρι που ανεβαίνοντας στην ταράτσα, τη στιγμή του ηλιοβασιλέματος, αντίκρυσε τον Μικέλε να στέκεται όρθιος με βλέμμα στον ορίζοντα, φορώντας ένα λευκό πουκάμισο και βαστώντας ένα τριαντάφυλλο στο χέρι. Στη θέα της χαμογέλασε τρυφερά και την πλησίασε τείνοντας το χέρι του.

«Ήρθες» πρόφερε σαν διαπίστωση «Με έκανες πολύ ευτυχισμένο. Για μία στιγμή φοβήθηκα πως σε είχα χάσει» ψέλλισε με ελαφρώς κατεβασμένο βλέμμα.

«Ποτέ δεν με έχασες» του απάντησε και εκείνος της πρόσφερε το λουλούδι.

«Κανονικά αξίζεις μία ντουζίνα, μα τα λουλούδια μαραίνονται και αυτό κάποτε με στεναχωρεί. Προτιμώ ό,τι σου προσφέρω να μένει αθάνατο και αναλλοίωτο στον χρόνο, όπως οι αναμνήσεις και οι στιγμές. Το τριαντάφυλλο είναι με βεβαιότητα το αγαπημένο μου άνθος και η προσφορά του συμβολική» Εκείνη τον αγκάλιασε σφιχτά. Ήξερε πολύ καλά τι δυνάμεις έκρυβε μία αγκαλιά. Σε ένα τραπεζάκι, βρισκόταν έτοιμο ένα δείπνο παραδοσιακό «Μίλησα με τον Φρανσέσκο μόλις κατόρθωσα λίγο να σταθώ στα πόδια μου. Ήθελα απόψε να είναι όλα τέλεια για εμάς» κόμπιασε «Ίσως να μην είμαι καλός στα λόγια, μα θα ήθελες να γίνεις η κοπέλα μου και επίσημα; Όπου μας βγάλει ο δρόμος, όποιος και να είναι, εγώ επιθυμώ να μοιραστώ τον δικό μου μαζί σου»

Η Μαριάντζελα χαμογέλασε τη στιγμή που έπινε μία γουλιά κρασί από την πολυφημισμένη Τοσκάνη.

«Φυσικά και θέλω. Θέλω να μοιραστώ εξίσου τον δρόμο μου και να χτίσουμε μαζί έναν κοινό. Θέλω να αποτελώ κομμάτι σου στα δύσκολα και στα εύκολα. Μην με κλείνεις έξω όταν αισθάνεσαι πως βρίσκεσαι κοντά στον γκρεμό. Ποτέ δεν θα σε κρίνω, μονάχα θα σε στηρίξω»

«Υπόσχομαι να μην συμβεί αυτό ποτέ ξανά. Στη ζωή μου δεν μου είχε τύχει στο παρελθόν να πρέπει να μοιραστώ ίσως το χειρότερο δράμα της ζωής μου με κάποια κοπέλα. Φοβήθηκα πως ίσως με εγκαταλείψεις, όπως όλες. Είχα δώσει τόσα κομμάτια της καρδιάς μου, που πίστευα πως έτσι θα την προφύλασα και ας είχα δηλώσει πως σε αγαπούσα. Συγγνώμη»

«Τέλειωσαν όλα αυτά. Μη ζητάς συγγνώμη, πέρασες πολλά»

«Τελείωσαν. Αποφάσισα να κάνω μία νέα αρχή» της είπε μειδιώντας.

«Στο καφέ του Αντόνιο;» τον ρώτησε γελώντας.

«Αυτό επιθυμούσα εκείνη τη στιγμή και το ακολούθησα. Θα ξεκινήσω άμεσα να ψάχνω για σπουδές στο επάγγελμα που αγαπώ. Το μόντελινγκ αποτελεί παρελθόν. Έχασες και την ευκαιρία της εκτύπωσής μου σε χαρτί υγείας. Ίσως όμως αν τους λείψω πολύ, τελικά να το κάνουν» γέλασε. Ήταν τόσο όμορφος σαν τον φώτιζε η ευτυχία και το γλυκό σούρουπο.

«Σκέφτομαι να κάνω και εγώ μία νέα αρχή. Να ανοίξω εστιατόριο»

«Θα είμαι ο πρώτος σου πελάτης και θα βοηθήσω στη διαφήμιση» πετάχτηκε «Θα φτιάξουμε κουρτίνες με το όμορφο προσωπάκι μου» την πείραξε και καθώς την κοιτούσε να χαμογελά, λύγισε τα πόδια του σκύβοντας μπροστά, προκειμένου να κλέψει τη γεύση των χειλιών της «Πόσο μου είχες λείψει» μουρμούρισε πάνω από τα φιλιά τους. Ήταν σχεδόν αδύνατον να κρατηθούν μακριά. Με τρόπο σηκώθηκαν για να ατενίσουν την πόλη αγκαλιά. Ο Μικέλε την κοίταξε μέσα στα μάτια, με την Σιένα να αντανακλάται μέσα τους «Σ' αγαπώ» της ψιθύρισε και τα κορμιά τους ενώθηκαν ξανά, ψιθυρίζοντας υποσχέσεις μελλοντικές. Απόψε, θα της έκανε έρωτα ως το ξημέρωμα. Είχε φροντίσει για όλα, για μία μέρα μακριά από την καθημερινότητα, αξέχαστη, με νέες γνωριμίες όπως εκείνη της οικογένειας του Φρανσέσκο, που θα κρατούσαν μία ζωή.

Κανείς δεν γνώριζε το μέλλον. Αποτελούσε στα σίγουρα μία έκπληξη. Αν κάτι ωστόσο είχαν διδαχτεί και οι δύο, αυτό ήταν να κυνηγούν τις στιγμές γεμίζοντας το άλμπουμ της ζωής τους με εικόνες και αναμνήσεις. Κανένα συναίσθημα δεν διαρκεί για πάντα. Μήτε η ευτυχία, μήτε ο πόνος. Αυτό όμως είναι που κάνει τη ζωή να αξίζει. Η γλυκόπικρη γεύση της που θα σε κάνει να εκτιμήσεις ακόμη και τα πιο δεδομένα πράγματα. Στην καρδιά του Μικέλε πάντοτε θα υπήρχε το αγκάθι της απώλειας, όπως και στην ψυχή της Μαριάντζελα. Ο χρόνος ωστόσο  θα κυλούσε αμείλικτα, και το ρολόι θα μετρούσε αντίστροφα διαγράφοντας τον φυσικό κύκλο της ζωής, με τους δυο τους να έχουν αποφασίσει να τον διανύσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. 



Και κάπου εδώ φτάσαμε στο τέλος. Ξέρω πως δεν ήταν μια ιστορία με ερωτικα δράματα ή έντονη για να κρατησει το ενδιαφέρον. Μου βγήκε λιγο διαφορετική. Παρόλα αυτα εύχομαι σε όσους της διαβασατε να σας άρεσε. Θα χαρώ πολύ να μου πείτε μία γνώμη, αν φυσικά το επιθυμείτε. Να είστε καλά και σας ευχαριστω για τον χρόνο σας.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro