Να πεθαίνει ο παλαιός σου εαυτός / part 1
΄΄Γλυκοχάραμα και της καρδιάς μου αυγή, κατέβα και έλα μαζί στο άσπρο άλογό μου. Όπου είμαστε θα είμαστε μαζί, αλλιώς εδώ μπροστά σου θα πιώ το κόνιό μου΄΄
Ρωμαίος
Για όλα υπάρχει λύση στη ζωή, αρκεί να μην σχετίζεται με κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας. Οι άνθρωποι, είναι απολύτως λογικό να ζουν ρυθμισμένοι στον μικρόκοσμό τους και σε προβλήματα που με μία πρώτη ματιά φαντάζουν φασαριόζικα, μα που με τον καιρό έστω και επίπονα, λύνονται. Για όσο κάποιος έχει δικαίωμα στο όνειρο, τα πάντα θα είναι δυνατά. Ο Ρωμαίος από ένα σημείο και μετά δεν είχε και αυτό ήταν κάτι που ο Μικέλε το συνειδητοποίησε λίγο πριν τελειώσουν όλα. Ζητώντας να μείνει μονάχος του, τακτοποιώντας και κλείνοντας νοητά ένα προς ένα όλα τα συρτάρια της ζωής του, ξεκίνησε να παίρνει τις αποφάσεις που επιτέλους πήγαζαν μέσα από τα δικά του θέλω. Ήξερε πολύ καλά πως ήταν η αδυναμία της μητέρας του, ανεξάρτητα από το επάγγελμά του ή την εμφάνισή του. Ήξερε επίσης πως αυτή τη στιγμή χρειαζόταν στήριξη. Η κηδεία είχε τελεστή σε κλειστό, αυστηρά οικογενειακό κύκλο, δίχως την παραμικρή ύπαρξη κάμερας. Το σώμα του αδερφού του θα έμενε για πάντα στο Μπελάτζιο, εκεί που αγαπούσε περισσότερο και από όπου πήγαζαν οι πιο ευχάριστες αναμνήσεις και των δύο.
Η Μαριάντζελα είχε παρευρεθεί και στεκόταν στο πλευρό του Έντι και του Ρικ. Εκείνοι την είχαν πείσει να έρθει λέγοντάς της, πως ο Μικέλε καταβάθος την είχε ανάγκη και ας χρειαζόταν λίγο χρόνο. Εκτός αυτού ωστόσο, την επόμενη μέρα, ήταν ο γάμος της ξαδέρφης της. Φυσικά δεν τόλμησε να αναφέρει τίποτε στον Μικέλε. Ήταν εμφανές και λογικό πως δεν θα ερχόταν λόγω πένθους. Φορώντας ένα ολόμαυρο σύνολο, από εκείνα που αγαπούσε μιας και τα σκούρα χρώματα τον ακολουθούσαν μία ζωή, ο Μικέλε την πλησίασε δείχνοντας χλομός και άυπνος. Ο πατέρας του καθόλη τη διάρκεια της κηδείας στεκόταν μονάχος του, απομονωμένος από τα μέλη της οικογένειάς του. Φίλοι κολλητοί του Ρωμαίου είχαν παρευρεθεί, ρωτώντας τον Μικέλε αν χρειαζόταν το οτιδήποτε. Πλησιάζοντας τώρα την κοπέλα και τους κολλητούς του Έντουαρντ και Ρικάρντο, μειδίασε πικρά.
«Γνωρίζω πως συμφώνησα να παρευρεθώ στον γάμο της ξαδέρφης σου, ίσως υπό άλλες προϋποθέσεις, μα δυστυχώς...»
«Ούτε να το συζητάς. Δεν το σκέφτηκα στιγμή...» του ψέλλισε.
«Χρειάζομαι λίγο χρόνο και εμείς...»
«Δεν πειράζει Μικέλε. Πάρε όσο χρόνο χρειάζεσαι. Ακόμη και αν όλη μας η περιπέτεια έκλεισε με τον τελευταίο μας προορισμό στη Βερόνα, δεν θα άλλαζα ούτε μία μέρα, ούτε μία στιγμή. Για έναν μήνα σχεδόν, έζησα όλα όσα στέρησα από τον εαυτό μου. Βγήκα έξω από τα όρια που είχα χαράξει ως σήμερα και πέρασα υπέροχα γνωρίζοντας τις ομορφιές της χώρας μου, ακόμη και αν δεν είχα θέα πάντα τους λόφους της Τοσκάνης» του είπε και εκείνος χαμογέλασε.
«Ήταν που ήθελες να το παίξεις ιππότης της Σιένα και να μην καταδεχτείς να ανταλλάξουμε δωμάτια» μειδίασε αμυδρά, ωστόσο βλέποντας τη μητέρα του να πλησιάζει συντετριμμένη, ζήτησε με τρόπο ΄΄συγγνώμη΄΄ και αποσύρθηκε για να την συνοδεύσει στο σπίτι της.
Η Μαριάντζελα γνώριζε πως όλη της η οικογένεια βρισκόταν εξίσου στο Μπελάτζιο, έχοντας νοικιάσει για την γαμήλια τελετή μία από τις βίλες του 18ου αιώνα, τη Μπαλμπιανέλλο. Περιτριγυρισμένη από κήπους μαγευτικούς και πυκνά δάση, λεπτά πεύκα και ψηλά κυπαρίσσια, έμοιαζε με κόσμημα. Η νύφη θα έφτανε ως τα πέτρινα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στους ιταλικούς κήπους, με βάρκα, ενώ είχαν κανονίσει να την συνοδεύσουν μουσικοί. Για τις φίλες της Νατάλια, Σάμπα και Υβόν, λέξεις δεν υπήρχαν για να τις περιγράψουν μιας που ο φιόγκος στην μπροστινή πλευρά του φορέματός τους επισκίαζε ακόμη και τα ξασμένα τους μαλλιά.
Οι καλεσμένοι ήταν κανονισμένο να μείνουν εντός της βίλας και η Μαριάντζελα επισκέφθηκε το ναρκοπέδιο μία μέρα πριν από τον γάμο. Βλέποντας τους υπερβολικούς στολισμούς, σε σημείο που η ισορροπία με το φυσικό τοπίο χαλούσε, αναστέναξε βαριά. Κάποτε, πριν κάποια χρόνια, ο Ένζο που είχε ερωτευτεί ήταν ένας απλός άνθρωπος. Έτσι πίστευε. Από ένα σημείο και μετά έκαναν όνειρα και για την δική τους μέρα. Θα λάτρευε την ιδέα ενός γάμου στην λίμνη Κόμο, υπό διαφορετικές προϋποθέσεις. Ο στολισμός θα ήταν λιτός και απόλυτα εναρμονισμένος με την φυσική ομορφιά γύρω της. Μονάχα οι ανθισμένες αζαλέες και υπέροχες φτέρες, σε συνδυασμό με την μαγευτική θέα που έκλεινε στην αγκαλιά της βουνό και θάλασσα, αρκούσαν για να κόψουν την ανάσα και της πιο κοφτερής ματιάς. Έχοντας σταθεί στον κήπο, πρόσεξε πως το ζευγάρι φωτογραφιζόταν σε ένα τεχνητό μπαλκονάκι, δίπλα ακριβώς από τα γαλήνια νερά της λίμνης. Εκείνη τους προσπέρασε επιδέξια, δίχως να αντιληφθεί πως το βλέμμα του Ένζο την είχε εντοπίσει. Στο εσωτερικό, έπεσε επάνω στη μητέρα της.
«Νόμιζα πως τελικά δεν θα ερχόσουν» της είπε «Τι έχει συμβεί;» την ρώτησε ξαφνιασμένη βλέποντας όλη αυτή την αόρατη σκιά να καλύπτει το πρόσωπό της.
«Έχουν συμβεί πολλά. Ίσως εξαιτίας της έλλειψης, δημοσιογραφικής κάλυψης, να αποτρέψαμε τον κόσμο να εισχωρήσει επιπλέον στη ζωή του Μικέλε» μουρμούρισε εκείνη.
«Εισχώρησε ήδη αρκετά. Οι ειδήσεις δεν έχουν σταματήσει να δείχνουν ξανά και ξανά την εικόνα με τη γροθιά που μοίρασε ο νεαρός σου φίλος στον πατέρα του» την κοίταξε με υψωμένο φρύδι. Όπως άπαντες είχαν φανταστεί πως θα γινόταν, η Ρίνα παλεύοντας να πάρει αξιέπαινα την εκδίκησή της, είχε κόψει μέσω του μοντάζ όλη την προηγούμενη σκηνή της συμπεριφοράς του Αλεσσάντρο στον γιό του. Τελικά, όπως συμπέρανε η Μαριάντζελα, οι γυναίκες όταν αποφάσιζαν κάποτε να πάρουν εκδίκηση, σκηνοθετούσαν με μαεστρία το εκάστοτε ΄΄έγκλημα΄΄.
«Μην πιστεύεις λέξη. Ο Ρωμαίος πέθαινε και ο εικονιζόμενος κύριος, προσπαθούσε να χορτάσει τα αδηφάγα, δημοσιογραφικά στόματα. Καλά του έκανε ο Μικέλε»
«Πέθαινε; Ποιος;» ρώτησε η Ντιάνα εμφανώς ταραγμένη.
«Ο μεγάλος του αδερφός. Χρόνια ήταν άρρωστος, ίσως είχε φτάσει μάλλον η στιγμή να βρει την δική του προσωπική γαλήνη, όπως και εγώ» έκανε την αρχή «Για χρόνια ολόκληρα έσκυβα το κεφάλι και γυρνούσα την πλάτη μου περιφρονητικά στα δικά μου θέλω. Σε επισκέφτηκα στη Ρώμη και παρά το γεγονός πως δεν έπρεπε να δεχτώ να έχω οποιαδήποτε ανάμειξη στον γάμο της Νατάλια, εγώ τη συνόδευσα στα νυφικά. Η μοναδική μου ανασφάλεια ήταν η έλλειψη ενός συνοδού. Φυσικά όλα αυτά άλλαξαν πια. Έδωσα στον εαυτό μου την επιλογή της εμπειρίας να ανοίξει τα φτερά του, παγώνοντας την καθημερινή εργασία για ώρες ατελείωτες. Μου δόθηκε η ευκαιρία να μείνω και λίγο μόνη μου, αντιλαμβανόμενη ποιες είναι οι αληθινές αξίες στη ζωή και μαθαίνοντας φυσικά να αρνούμαι οτιδήποτε δεν με ευχαριστεί. Τα βήματα του ταξιδιού μου, θα με οδηγούσαν έτσι και αλλιώς στον τελευταίο μου προορισμό που ήταν το Μπελάτζιο. Ωστόσο, δεν θα παραστώ στο γάμο και αυτό επιθυμώ να το σεβαστείς. Γνωρίζω πως ίσως αισθανθείς μοναξιά, γνωρίζω πως έπειτα από τον χαμό του μπαμπά τίποτε δεν ήταν εύκολο για εσένα, ειδικά με το γεγονός πως μένουμε σε διαφορετικές πόλεις με μεγάλη απόσταση μεταξύ τους» για λίγο έκανε παύση, βλέποντας τη μητέρα της να χαμογελά.
«Πράγματι ο χαμός του πατέρα σου αποτέλεσε ένα τεράστιο συναισθηματικό σοκ για εμένα. Όταν για χρόνια ζεις με τον άνθρωπό σου που τον ξέρεις από πολύ νεαρή ηλικία, όταν έχετε μοιραστεί ακόμη και τον ερχομό ενός παιδιού, όταν γεμίζει το σπίτι με την παρουσία του, το γέλιο του, μα και τις ιδιομορφίες του, δυσκολεύεσαι να προσαρμοστείς στα νέα δεδομένα και στο κενό που αφήνει πίσω του. Αυτό όμως, αυτή η δυσκολία προσαρμογής, θα έπρεπε να αποτελεί δικό μου πρόβλημα. Σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να απαιτήσω από εσένα....να σου ζητήσω...» κόμπιασε και η Μαριάντζελα την αγκάλιασε σφιχτά.
«Σώπα, μην στεναχωριέσαι»
«Στεναχωριέμαι γιατί φέρθηκα εγωιστικά» πήρε μία βαθιά ανάσα και συνέχισε « Θυμάσαι που όταν ήσουν μικρότερη, θαύμαζες την πεισματάρα λεμονιά που ξεπρόβαλε ελάχιστα από το παράθυρό μας;» την ρώτησε και εκείνη κούνησε θετικά το κεφάλι της, ελαφρώς συγκινημένη στην επαναφορά τη στιγμιαία της ανάμνησης «Λοιπόν, όταν βρισκόσασταν στη Ρώμη με τον Μικέλε και τον πέτυχα μόνο, του αφηγήθηκα τα πάντα σχετικά με το συγκεκριμένο δέντρο, που σε πείσμα όλων, μα πάνω από όλα, σε πείσμα της ανυπαρξίας μίας αξιοπρεπούς αυλής, εκείνη μεγάλωσε και έδωσε καρπούς γερούς και μυρωδάτους και ας είχε ως μοναδική πηγή ζωής μία γλάστρα. Μέσα από αυτό, αντιλαμβανόμαστε πως θα μας έρθουν δυσκολίες στο διάβα μας, δυσκολίες που για άλλους ίσως μοιάζουν απροσπέλαστες. Σε πείσμα όλων όμως, εμείς οφείλουμε να συνεχίζουμε το κυνήγι του ονείρου μας για να φτάσουμε όσο πιο ψηλά μπορούμε. Όπως λοιπόν και η λεμονιά, έτσι και εσύ, δεν θέλω σε καμία περίπτωση να διστάσεις. Αν δεν επιθυμείς να παρευρεθείς στον γάμο, πολύ απλά να μην το κάνεις. Όσο για τον νεαρό Μικέλε, δώσε του χρόνο. Φαίνεται πως έχει περάσει πολλά, πως αναζητά και αυτός τα πατήματά του. Η δήθεν οικογενειακή λάμψη κατέρρευσε και μάλιστα σχεδόν δημοσίως. Έχει πολλά να διαχειριστεί, ωστόσο πιστεύω πως νοιάζεται για εσένα. Μιλά το ένστικτο της μάνας» της έκλεισε το μάτι.
Η Μαριάντζελα την αγκάλιασε για μία τελευταία φορά. Έχοντας τινάξει το βάρος από επάνω της, κίνησε να φύγει προτού πέσει επάνω στον Ένζο. Με το κυανό σκούρο κοστούμι του και τα περιποιημένα του μαλλιά, ήταν όμορφος έτσι όπως έπεφταν επάνω του οι αδύναμες αχτίδες του λυκόφωτος. Η στιγμή σε ένα παράλληλο σύμπαν θα ήταν ίσως ειδυλλιακή, μα όχι στο σήμερα.
«Μαριάντζελα, καλησπέρα» της ψιθύρισε ελαφρώς αμήχανα, αγγίζοντας τον καρπό της για να μην φύγει «Ήρθες για...»
«Όχι, Ένζο. Βρισκόμουν για προσωπικές μου διακοπές στο Μπελάτζιο και απλώς επιθυμούσα να πω δύο κουβέντες με την μητέρα μου, αυτό είναι όλο. Παρόλα αυτά σας εύχομαι να ζήσετε. Ήταν η επιλογή που έκανες, δίχως φυσικά να λογαριάσεις τότε τη δική μου καρδιά. Φρόντισε να φανείς αντάξιος για μία φορά και να την στηρίξεις μέχρι το τέλος» πρόφερε εκείνη αυστηρά και τον είδε να κατεβάζει το κεφάλι.
«Δεν σου ζήτησα ποτέ μία αξιοπρεπή συγγνώμη για όλα αυτά» ψέλλισε και έκανε ένα βήμα προς το μέρος της «Είσαι πολύ όμορφη απόψε» την κοίταξε, ξυπνώντας την οργή της. Το γνώριζε πολύ καλά εκείνο το καταραμένο βλέμμα. Την είχε κάποτε σαγηνεύσει και παρασύρει, αλλά όχι πια.
«Τι κάνεις;» τον ρώτησε κοφτά.
«Ένα κομπλιμέντο. Δεν δικαιούμαι;» την ρώτησε και εκείνη τίναξε τα χέρια της μακριά.
«Δεν θα αλλάξεις ποτέ. Χαίρομαι που με γλίτωσες και σου χρωστώ ένα τεράστιο ευχαριστώ, καθώς δεν θα σε φορτωθώ στη δική μου τη ζωή!»
Τις φωνές τους άκουσε φυσικά η Νατάλια, η οποία με το ίδιο κοφτερό βλέμμα που υιοθετούσε σαν την έβλεπε, πλησίασε επιθετικά.
«Τι συμβαίνει εδώ; Ελπίζω να μην μου τον συγχύσεις μία μέρα πριν την πιο όμορφη της ζωής του» γρύλισε.
«Στη θέση σου δεν θα έπαιρνα και όρκο» την ειρωνεύτηκε και είδε τον Ένζο να μπαίνει μπροστά της «Φρόντισε γενικά να έχουν οι πόρτες ένα μεγάλο ύψος, ώστε να μπορείς να χωράς με άνεση»χαμογέλασε σατανικά εκείνη.
«Δεν είμαι δα και δύο μέτρα» ήρθε η απάντηση η αφελής από τη Νατάλια.
«Εσύ με βεβαιότητα όχι, κάτι άλλο όμως, ελαφρώς κοκάλινο, θα χρειάζεται τον αέρα του, την άνεσή του όσο και να πεις....» τελείωσε η Μαριάντζελα και γυρνώντας τους την πλάτη, ξεκίνησε να απομακρύνεται ακούγοντας μία στριγκή κραυγή. Αυτή με βεβαιότητα θα ανήκε στη θεία της και στην αιώνια αδεξιοσύνη που τη συνόδευε παντού. Η ίδια είχε αποφασίσει να μείνει για ένα τελευταίο βράδυ στο Μπελάτζιο και την επομένη θα βρισκόταν ξανά στους δρόμους του Μιλάνου. Φάρος της ζωής της, θα γίνονταν τα γράμματα και εκείνη η λίστα, η οποία αν και απλή σχετικά, δεν κατόρθωσε να πραγματοποιηθεί από τον γλυκό της αποστολέα. Αυτό θα της θύμιζε πάντοτε πως έπρεπε να κυνηγά τα όνειρά της με το ίδιο πάθος, ακόμη και αν κάποια δεν κατόρθωναν να πραγματοποιηθούν.
Ο Μικέλε από την άλλη, βρισκόταν στον κήπο της βίλας τους, δίπλα από τα νερά της λίμνης, ξαπλωμένος στο γρασίδι με θέα τον άλικο, εξαιτίας του δειλινού, ουρανό. Η Γκούφη βρισκόταν ακουμπισμένη στα πόδια του. Ο γιγαντόσωμος σκύλος είχε αντιληφθεί τον θρήνο του και έτσι πρόσφερε απλόχερα την συμπαράστασή της. Η μητέρα του συγκέντρωνε τυχόν ρούχα του Ρωμαίου. Ακόμη ήταν νωρίς για να τα αποχωριστεί ο αδερφός του. Ο πατέρας του δεν είχε επιστρέψει και κάτι τέτοιο φάνταζε καλύτερο και για τους δύο. Μέσα στη σιγαλιά, μέσα από το απαλό θρόισμα των φύλλων, τα βήματα της Βιόλα του απέσπασαν την προσοχή. Ως και η Γκούφη ορθώθηκε για να τεντωθεί έπειτα νωχελικά.
«Μπορούμε να μιλήσουμε;» τον ρώτησε και τον είδε να νεύει θετικά με την ματιά του χαμένη κάπου στους παραδείσους του ορίζοντα «Είναι καιρός να αναφερθούμε στους άλλους παππούδες σου, τους Εβραίους παππούδες εννοώ»
«Και τι έχουμε δηλαδή να πούμε; Πως απλά δεν μας ήθελαν;» γρύλισε εκείνος.
«Όχι, δεν ήταν έτσι ακριβώς. Πράγματι, αντιπάθησαν τον πατέρα σου από την πρώτη στιγμή που τον είδαν. Τότε, αδυνατούσα να καταλάβω τον λόγο, πράγμα που δικαιολόγησα, όταν ξεκίνησε να δείχνει το αληθινό του πρόσωπο. Εκείνος έκοψε κάθε δίοδο επικοινωνίας μου μαζί τους, με έβαλε να τους πω πως θα βαφτιστώ Χριστιανή καθώς δεν δεχόταν την εβραϊκή μου καταγωγή. Οι παππούδες σου πικράθηκαν, πιο πολύ γιατί εγώ άλλαξα για να παντρευτώ αυτόν τον άνθρωπο που με έβαλε στον πλούτο και ταυτόχρονα ρούφηξε και την τελευταία μου σταγόνα ενέργειας. Τους απαγόρευσε να επικοινωνούν, λέγοντας πως τους μισώ. Μου το απαγόρευσε επίσης. Όταν προσπάθησα να διαφύγω με τον Ρωμαίο τότε γεννημένο, ευθύς με βρήκε. Αυτό που ακολούθησε, δεν έχει σημασία πια. Πάντοτε υπάκουγα, ήμουν το τέλειο πρότυπο συζύγου»
Ο Μικέλε την κοίταξε θλιμμένα.
«Φοβήθηκα πως είχες γίνει ίδια. Πάντοτε ήταν ψυχρός μαζί μας, πάντοτε ήθελε να έχει τον τελευταίο λόγο. Αυτό το θυμάμαι, όπως και το ξύλο στον Ρωμαίο, όταν τον είχε παρακούσει. Όμως, δεν έπρεπε να παρατήσεις την οικογένειά σου. Δεν ξέρεις καν αν ζουν πια...»
«Φρόντισα να μάθω στα κρυφά. Ζουν εκεί που γεννήθηκα, στη Μπολόνια, εκεί που ο παππούς σου έζησε ορισμένα χρόνια σκοτεινά, μα θαρρώ πως εκείνος θα στα εξηγήσει καλύτερα αν και ενενήντα πλέον»
«Μίλησες μαζί του δηλαδή;» κόμπιασε ο Μικέλε.
«Χθες...Είπαμε πολλά, πάρα πολλά και θα τα πούμε και από κοντά. Πρώτα όμως θέλει να δει εσένα, όπως και η γιαγιά σου»
«Πώς τους λένε;» ρώτησε ο νεαρός.
«Είναι ο Φράνκο και η Χάνα, η μητέρα μου»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro