Εκ του μηδενός/ part 2
Η Μαριάντζελα όλο το βράδυ δεν μπόρεσε να κοιμηθεί έπειτα από την επίσκεψή της στο σπίτι του Μικέλε. Η βαλίτσα στεκόταν εκεί, καρτερώντας τον επόμενο προορισμό. Μέσα της είχε καταλάβει πως κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά, πως ίσως ο Μικέλε την χρειαζόταν. Εξάλλου, ακόμη και αν το θέμα του συνοδού στον γάμο βούλιαξε, εκείνος είχε φανεί πρόθυμος να την βοηθήσει. Το Μπελάτζιο ήταν ένα ειδυλλιακό ησυχαστήριο, ίσως και κάτι περισσότερο. Η απαράμιλλη ομορφιά του την καλούσε να το εξερευνήσει ως την επόμενη στάση. Έπειτα, θα ολοκλήρωνε την διαδρομή της με την Βενετία και τη Βερόνα, μονάχη της ή με παρέα δεν είχε καμία σημασία. Η ανατολή την βρήκε πιο σίγουρη από ποτέ, να κατευθύνεται αρχικά στο καφέ του Αντόνιο και κατόπιν στον κεντρικό σταθμό του Μιλάνο, προκειμένου να πάρει το τρένο για Κόμο. Ο Αντόνιο ως γνήσιος οπαδός του Μπαρτολίνι, γνώριζε σχεδόν τα πάντα για την ζωή του μοντέλου, κυρίως εξαιτίας των απανταχού αδιάκριτων παπαράτσι, οι οποίοι ήταν πάντοτε κάτι παραπάνω από πρόθυμοι να βγάλουν στη φόρα τα ενδοοικογενειακά μυστικά.
«Καλημέρα» άκουσε την φωνή της Μαριάντζελα.
«Καλώς την» άκουσε και την δική του. Στον αέρα φτερούγιζε μία αμηχανία, μία κατήφεια. Ως και το θέμα του γάμου τους είχε ξεχάσει κατά πώς φαινόταν «Επόμενος προορισμός;» την ρώτησε.
«Το Μπελάτζιο και γενικά η λίμνη Κόμο» στο άκουσμα αυτής της δήλωσης, το αφρόγαλα τινάχτηκε στον αέρα.
«Είσαι μεγάλη ψυχή! Να πας. Ο Μικέλε σε έχει ανάγκη και ας σε παντρεύτηκε στα ψεύτικα»
«Και εσύ πώς γνωρίζεις πως με έχει ανάγκη;» ρώτησε εκείνη.
«Τον βρήκε κάτι τραγικό...» η Μαριάντζελα είχε αρχίσει να πιστεύει πως πιθανότατα η ίδια ζούσε σε κάποιο παράλληλο σύμπαν από όπου ήταν ικανή να παρακολουθεί μεν την επίγεια ζωή, μα δίχως να γνωρίζει δε οτιδήποτε την αφορούσε.
«Είσαι γνώστης της τραγικότητας του γεγονότος;» τον ρώτησε.
«Μακάρι να ήμουν ο μοναδικός. Φημολογείται, πως ο αδερφός του δεν είναι ιδιαιτέρως καλά στην υγεία του. Σε μία φωτογραφία από το Μπελάτζιο, φαίνεται αδυνατισμένος, χλωμός ίσως»
Στο άκουσμα αυτής της είδησης, ξαφνικά όλα τα γεγονότα άρχισαν να συνδέονται. Τα γράμματα αποτέλεσαν την πηγή μίας βαθιάς επιθυμίας. Μίας επιθυμίας για ένα οδικό ταξίδι που ο Ρωμαίος εξαιτίας του προβλήματος της υγείας που τον ταλάνιζε, δεν θα είχε την ευκαιρία να πραγματοποιήσει. Έπειτα, η επιμονή του Μικέλε να την ακολουθήσει, είχε τις ρίζες της στην τελευταία επιθυμία του αδερφού του. Ο Μικέλε γνώριζε πως δεν ήταν καλά και επιθυμούσε διακαώς να βαδίσει στα χνάρια του. Ασυναίσθητα, έκανε ένα βήμα πίσω ξεχνώντας ακόμη και τον μυρωδάτο καφέ του Αντόνιο. Η εικόνα του Ρωμαίο, αδυνατισμένη, ελαφρώς χλωμή, με δύο μεγάλα μάτια τα οποία πλαισίωναν σχεδόν πάντοτε σκιές, της ράγισε την καρδιά. Όχι, δεν θα τον άφηνε ολομόναχο, μα πρώτα, έπρεπε να τον πλησιάσει και να του επιτρέψει αργά, να ρίξει επιτέλους τα τείχη εκείνα που τους κρατούσαν χώρια.
Το ταξίδι μέχρι το Κόμο, κύλησε στη σιωπή. Μετά τον χαμό του πατέρα της, κάθε απώλεια σχεδόν, την συγκλόνιζε. Όφειλε ωστόσο να το διαχειριστεί καθώς ακόμη και εκείνη, ήταν μέρος της ζωής. Το Μπελάτζιο ωστόσο, δεν αποτελούσε απλώς μέρος της ζωής, αλλά την ζωή την ίδια μετά θάνατον, κοινώς έναν επίγειο Παράδεισο. Η πρώτη εικόνα που αντίκριζε κανείς, ήταν το λιμανάκι, ενώ ολόγυρά του τα σπίτια απλώνονταν σαν κορδέλα γραφική, στα χρώματα κυρίως της ώχρας. Τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες, η απουσία των τουριστών δημιουργούσε μία όαση ψυχής, ένα μέρος για να θέσεις τον εαυτό και τους προβληματισμούς σου απέναντί σου, ανοίγοντας διάλογο και ξετρυπώνοντας λύσεις. Το Μονοπάτι του Οδοιπόρου ήταν εκείνη η διαδρομή, στο τέρμα της οποίας άγγιζες τον Θεό. Τα αδέρφια Μπαρτολίνι, πήγαιναν πολύ συχνά εκεί και από πολύ νεαρή ηλικία μαζί με τον αξιαγάπητο Αλφόνσο, ο οποίος δεν έχανε λεπτό από την αφήγηση ιστοριών για πειρατές, ή υπερφυσικά πλάσματα που δήθεν κατοικούσαν στα δάση.
Στο σήμερα, τα αδέρφια δεν ανέβαιναν ολομόναχα. Οι γονείς ακολουθούσαν στο πλάι τους, για πρώτη φορά με γέλιο. Η οικογένεια, παρά το δράμα που σαν πλάκα σεισμική απειλούσε να την ρίξει κάτω, έμοιαζε πιο ενωμένη από ποτέ, ίσως για πρώτη φορά. Με την βοήθεια του Μικέλε, ετοίμασαν ένα όμορφο πρωινό, αποφασίζοντας να το δοκιμάσουν με θέα την κυανή λίμνη που λαμποκοπούσε σαν διαμάντι. Εκείνος παρέμενε αμήχανος. Δεν είχε την ωριμότητα του Ρωμαίο, ο οποίος έβλεπε την ζωή από διαφορετική πλέον σκοπιά. Ο Μικέλε έκρυβε την αντίδραση της πίκρας και ουκ ολίγες φορές, παρά το εμφανώς ευχάριστο κλίμα, δεν έπαυε να έρχεται σε σύγκρουση με τον πατέρα του. Ταυτόχρονα, η Μαριάντζελα που είχε αφιχθεί, τακτοποιούνταν στο γλυκό αρχοντικό που θα την φιλοξενούσε για την επόμενη εβδομάδα. Καλυμμένο με αναρριχητικά φυτά, της είχε κάνει εντύπωση από την πρώτη στιγμή που το είχε αντικρύσει σε φωτογραφία. Υπήρχαν στιγμές που το μυαλό της τριγυρνούσε στον συνταξιδιώτη της και στους έντονους διαλόγους που χάριζαν εκείνη την πικάντικη γεύση στην περιπέτειά της. Ήταν όμορφο να ταξιδεύεις μόνος, όμως η καλή παρέα επιχρύσωνε την ήδη καλοσμιλεμένη επιφάνεια.
Ρωτώντας στην υποδοχή για τοπικές δραστηριότητες, της έκαναν αναφορά και στο Μονοπάτι του Οδοιπόρου το οποίο βρισκόταν απέναντι από το Μπελάτζιο. Σαν είδε φωτογραφίες, δεν το σκέφτηκε δεύτερη φορά. Θα καληνύχτιζε κάθε ψηλό υπόδημα και θα καλωσόριζε τα όμορφα αθλητικά της. Η οικογένεια Μπαρτολίνι, αποφάσισε να αποσυρθεί για λίγο με τους δύο όμως νεαρούς να μένουν πίσω. Είχαν απειλήσει φυσικά τους φωτογράφους και δημοσιογράφους να κρατήσουν τις αποστάσεις τους και να τους χαρίσουν ήρεμες, ιδιωτικές στιγμές.
«Εντάξει, για το χθεσινό μπαράκι δεν θα αφήσω κανένα σχόλιο» πρόσφερε ο Μικέλε σαν ήταν πεσμένος στη γη μαζί με τον Ρωμαίο.
«Να είσαι ευτυχισμένος που δεν μάζεψες τα κομμάτια σου από διαφορετικά σημεία» χαμογέλασε ο αδερφός του «Πώς το αντέχεις;» τον ρώτησε και ομολογουμένως πρώτη φορά καλούνταν να απαντήσει σε μία τέτοια απορία.
«Δεν είναι τυχαίο που οι σταρ του Χόλυγουντ καταντούν προσκυνητές του αλκοόλ και της σκόνης. Μερικές φορές όλη αυτή η δημοσιότητα, σου δημιουργεί την ψευδαίσθηση πως κυκλοφορείς γυμνός και πως ο καθένας μπορεί να διαβάσει την ιστορία σου, όσο καλά και αν πασχίζεις να την κρύψεις»
«Νιώθεις καλύτερα τώρα που αποφάσισες να σταματήσεις;»
«Φυσικά. Δεν το μετάνιωσα ούτε μία στιγμή. Μπορώ να πω πως άργησα και αυτό με θυμώνει. Στην ζωή δεν πρέπει να φτάνουμε στο απροχώρητο, ώστε να λαμβάνουμε αποφάσεις» άκουσε τον Μικέλε να μουρμουρίζει.
«Τουλάχιστον, δεν είναι αργά. Ακόμη είσαι νέος. Άντλησε τα θετικά επακόλουθα του πρώην επαγγέλματός σου. Σου χάρισε την οικονομική δυνατότητα να σπουδάσεις αυτό που αγαπάς»
«Έχεις δίκιο» του είπε φωναχτά ΄΄Μα η δική σου θέση στην αποφοίτησή μου, θα είναι κενή και τι νόημα έχουν οι στιγμές αν δεν μπορείς να τις απολαύσεις με όσους αγαπάς΄΄ σκέφτηκε.
«Πάντοτε έχω, αλλιώς δεν θα κέρδιζα επάξια τη θέση του σοφού, μεγάλου αδερφού» του χάιδεψε τα μαλλιά και ξεκίνησε να αποχωρεί «Θα παραμείνεις;» τον ρώτησε.
«Για λίγο ακόμη»
«Μαγειρεύω εγώ σήμερα» του έκλεισε το μάτι ο Ρωμαίο.
«Το καταστροφικό θα ήταν να μαγείρευε η μαμά, η οποία ακούει την λέξη κατσαρόλα και ανοίγει λεξικό ή την αναζητά στην μετάφραση μέσω του διαδικτύου»
Ο Ρωμαίο γέλασε και του Μικέλε του άρεσε να γίνεται η αιτία της ευτυχίας του αδερφού του. Μόλις βεβαιώθηκε πως είχε απομακρυνθεί αρκετά, σηκώθηκε όρθιος και κοίταξε το τοπίο γύρω του. Το κυανό με το πράσινο. Θυμήθηκε εκείνο το μονοπάτι που διέσχισαν με τις ελιές, σχεδόν ακροβατώντας στην άκρη του γκρεμού. Κάποτε, είχε το χέρι του Αλφόνσο να βαστά προστατευτικά το δικό του. Να του εξιστορεί θαλασσινούς μύθους και θρύλους για πειρατές δυνατούς. Ο ίδιος όμως ένιωθε αδύναμος. Στο ένα και μοναδικό παγκάκι, στεριωμένο στην άκρη, άφησε το κορμί του να καταρρεύσει. Τα δάκρυα ξεπήδησαν αβίαστα, τα συγκρατούσε ώρα τώρα. Το πρόσωπό του κρύφτηκε στις υγρές του παλάμες, όταν μέσα στο σκοτεινό τούνελ που απαρηγόρητα είχε κλειστεί, ένιωσε ένα χάδι στην πλάτη του. Το κορμί του τινάχτηκε ξαφνιασμένο, όταν μπροστά του είδε την Μαριάντζελα να στέκει χαμογελαστή, σαν απαστράπτουσα Νύμφη καταμεσής του δάσους.
Η πρώτη ενδόμυχη αντίδραση, ήταν να παλέψει να σηκώσει τους αιώνιους τοίχους της άμυνας. Τότε όμως διαπίστωσε πως ήταν πολύ κουρασμένος για κάτι τέτοιο. Εξάλλου, το κατακόκκινο πρόσωπό του αδυνατούσε να του προσφέρει κάλυψη. Τα μελοπράσινα μάτια του αναζήτησαν τρομοκρατημένα τα δικά της. Φοβόταν να την κοιτάξει μήπως και συναντούσε μέσα της τον οίκτο. Όταν όμως το μόνο που διαφάνηκε ήταν μία ενδόμυχη ενσυναίσθηση, τα χαρακτηριστικά του μαλάκωσαν και το κορμί του κινήθηκε από μόνο του. Με δύο δρασκελιές την πλησίασε και χώθηκε στην αγκαλιά της. Η καρδιά της ξεκίνησε να χτυπά γοργά, στους δικούς της ρυθμούς, τα χέρια της τυλίχτηκαν γύρω από τον λαιμό του, ενώ το δικό του πρόσωπο παρέμενε κρυμμένο σε ένα σημείο που μύριζε σπίτι. Γιατί η Μαριάντζελα ήταν για εκείνον το προσωπικό του καταφύγιο.
«Σε ευχαριστώ τόσο που είσαι εδώ, που δεν με εγκατέλειψες παρά το γεγονός πως έκανα ό,τι ήταν δυνατό για να σε απομακρύνω. Πίστεψα, πως θα μπορούσα να το διαχειριστώ ολομόναχος όλο αυτό, μα έκανα λάθος. Κάθε μέρα που περνά, νιώθω ολοένα και πιο ανίσχυρος, πιο μόνος...»
Εκείνη τον κοίταξε με τον πιο πολύτιμο τρόπο, με αγάπη.
«Ποτέ μου δεν θα σε κρίνω, ποτέ μου δεν θα σε χτυπήσω τη στιγμή της ανάγκης σου. Είμαι εδώ για να σε στηρίξω και αν ποτέ θελήσεις να το μοιραστείς μαζί μου, θα βρίσκομαι στο υπέροχο αρχοντικό με το αναρριχητικό φυτό»
Για λίγο τον είδε να χαμογελά, προτού η φωτεινή του έκφραση σβήσει και πάλι.
«Ο αδερφός μου, χρόνια πολεμά με τον καρκίνο. Τα τελευταία νέα δεν ήταν καλά, δεν ανταποκρίθηκε στις θεραπείες. Έχει δοκιμάσει τα πάντα, μα κουράστηκε και έτσι...απλώς απολαμβάνουμε τον χρόνο που μας απομένει» έκανε παύση καταπίνοντας ηχηρά τον λυγμό του «Όμως αυτό με σκοτώνει....Την μία μέρα θα τον έχω εδώ να γελάμε και την άλλη....θα αποτελεί ανάμνηση» δεν την κοιτούσε στα μάτια.
«Το ίδιο κάποτε είχα σκεφτεί και εγώ με την απώλεια του πατέρα μου την ξαφνική. Μάλιστα είχα πει πως αν το γνώριζα, θα φρόντιζα να κάνω κάθε στιγμή μας πολύτιμη. Εσύ έχεις αυτό το μοναδικό πλεονέκτημα. Γνωρίζω πως η λέξη σου ηχεί παράξενα, ίσως ειρωνικά, μα κάνεις λάθος. Με τα δεδομένα που έχεις, πορεύσου με τον πιο όμορφο τρόπο. Φόρτωσε στιγμές μίας ζωής σε ένα εικοσιτετράωρο» του είπε.
Ο ήλιος είχε ξεκινήσει αργά την κάθοδο, ο αέρας άρχισε να ψυχραίνει. Η Μαριάντζελα κοίταξε προς την κατεύθυνση της επιστροφής.
«Θα πας στον γάμο;» την ρώτησε στα ξαφνικά εκείνος.
«Το σκέφτομαι» του απάντησε μονολεκτικά σχεδόν.
«Τότε, θα ήθελα να σε συνοδέψω στ' αλήθεια. Θα ήθελα να σταθώ δίπλα σου σαν τον συνοδό που εσύ θα έχεις επιλέξει γιατί το επιθυμείς πραγματικά, δίχως καμία παρέμβαση από...θηλυκές τρίτες παρουσίες. Μόνο εγώ και εσύ μέχρι εκείνη την ημέρα. Τι λες;»
Η Μαριάντζελα κοκκίνισε.
«Μονάχα αν μου υποσχεθείς πως θα πείσεις τον Ρωμαίο να πραγματοποιήσει μαζί μας ένα μικρό ταξιδάκι από την λίστα των επιθυμιών του. Θα ήθελα να πάμε όλοι μαζί στη Βενετία. Νομίζω λίγη διασκέδαση πριν το κοσμικό γεγονός, θεωρείται απαραίτητη»
Ο Μικέλε χαμογέλασε πλατιά.
«Είμαστε σύμφωνοι!»
ήρθα και πάλι!Ευχομαι αυτή η ιστορία να σας έχει κερδίσει!Ευχαριστώ όσους την διαβάζετε!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro