Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Εκ του μηδενός/ part 1

Χτισμένο σε ένα τοπίο ειδυλλιακό, ήσυχο σαν την σιωπή όταν οι τουρίστες δεν βρίσκονται εκεί, κρύβοντας μία αρχοντιά και χρώματα πολλά, το Μπελάτζιο θα έκλεβε ακόμη και την ανύπαρκτη καρδιά του πιο δύσκολου ανθρώπου. Ο Μικέλε λοιπόν, εκείνο το βράδυ που για ακόμη μία φορά αδυνατούσε να κοιμηθεί, παρέμεινε στο μπαλκόνι του, έχοντας στο μυαλό του ένα ησυχαστήριο που είχε χρόνια πολλά να απολαύσει για διάφορους λόγους. Ο Έντι είχε καταρρεύσει σε ημιλιπόθυμη στάση στο κρεβάτι του, εξαιτίας της κούρασης, ωστόσο ο ίδιος, με μάτια πελαγωμένα στο απαθές κενό, σκεφτόταν ξανά και ξανά τις όμορφες στιγμές της παιδικής του ηλικίας. Τελικά, αυτό που κατάλαβε ήταν πως το μόντελινγκ, μπορεί να τον είχε οδηγήσει σε μία ραγισμένη κορυφή, του είχε ωστόσο στερήσει στιγμές αληθινές, με ανθρώπους που αγαπούσε. Τώρα, ίσως και να ήταν αργά. Τώρα, ελλόχευε ένα αόρατο ρολόι που βασανιστικά μετρούσε αντίστροφα. Είχε φτάσει στο σημείο να ξεκλέβει μέχρι και την εικόνα του κοιμισμένου Ρωμαίο, σαν να ήθελε να την χορτάσει, σαν να ήθελε να την ρουφήξει έτσι ώστε να αφήσει το ανεξίτηλο ίχνος της στην ψυχή του. Άλλοτε πάλι, φοβόταν μήπως είχε πάψει να αναπνέει.

Στον χρυσοκόκκινο ορίζοντα, ο ήλιος αργά σηκωνόταν. Ήταν ίσως η πιο γαλήνια στιγμή. Η φύση τίναζε τα πέπλα της, κρύβοντας από τα αδηφάγα, ανθρώπινα μάτια, τα μικρά της μυστικά, για να τα φανερώσει ξανά με το ηλιοβασίλεμα.

«Πόση ώρα στέκεσαι βρε καημένε εκεί;» κοντανάσανε ο Έντι που και εκείνος είχε κοιμηθεί ελάχιστα «Θα εξαντληθείς, ούτε νερό δεν ήπιες. Με το να τιμωρείς έμμεσα τον εαυτό σου, δεν θα αλλάξεις τίποτε» ο Μικέλε τον κοίταξε πλαγίως.

«Θα παραιτηθώ από τον χώρο» πρόφερε στα ξαφνικά και ο φίλος του κατάπιε το σάλιο του με φόρα.

«Τι εννοείς; Και εγώ ποιον θα ταλαιπωρώ; Σε ποιον θα ξεσπάω όλες τις φανταχτερές μου ιδέες;» ξαφνικά σοβάρεψε «Ακόμη και με όλα σου τα τατουάζ και παρά την γκρίνια ορισμένων γι' αυτά, έγινες αποδεκτός σε κάθε Οίκο. Έχεις χτίσει ένα τεράστιο όνομα. Φυσικά και έχεις δικαίωμα να κάνεις ένα διάλειμμα μετά από όλα αυτά, όχι όμως και να τα διαλύσεις όλα. Εκτός, αν είναι αυτό που όντως επιθυμείς» ψέλλισε σχεδόν στο τέλος.

«Αυτό που κάποτε επιθυμούσα ήταν να γίνω ψυχολόγος. Ήμουν ένα παιδί που σκεφτόταν πολύ, που βοηθούσε τους άλλους. Ο τομέας αυτός όμως, ήδη σχεδόν από την νεαρή μου ηλικία, με απομάκρυνε ολοένα και περισσότερο σε σημείο που έφτασα να με θεωρούν άμυαλο και μόνο εξαιτίας της δουλειάς μου. Οι ίδιοι μου οι γονείς και πιστεύουν πως μονάχα το σώμα μου είμαι ικανός να πλασάρω σωστά. Τι απαιτήσεις να έχω από τους ξένους;»

«Ξέρεις, δεν είναι αργά για τίποτε. Δεν σε πήραν και τα χρόνια, επιπλέον περιουσία έχεις. Επομένως, οι καλύτερες σπουδές ανοίγονται μπροστά σου» του απάντησε ο Έντι.

«Για την ώρα, αδυνατώ να σκεφτώ το μέλλον, όταν ο αδερφός μου διαθέτει μονάχα παρόν και αυτό μετρημένο»

«Ο αδερφός σου θα ήθελε να συνεχίσεις να ζεις και όχι να μπεις και εσύ σε έναν λάκκο. Όλοι μία μέρα σε κάποιον Παράδεισο θα ανταμώσουμε»

«Θα έρθεις στο Μπελάτζιο;» τον ρώτησε ο Μικέλε.

«Όχι. Αυτές οι στιγμές είναι καθαρά δικές σας. Οφείλετε να τις εκμεταλλευτείτε μονάχοι, ή σαν οικογένεια. Δεν ξέρω, δεν θα ήταν άσχημα να δοκιμάσετε και αυτήν τη συνταγή»

Μία συνταγή βέβαια που από χρόνια είχε φανεί να αποτυγχάνει ή μήπως απλώς είχαν ξεχαστεί τα συστατικά της; Κάποτε, ένα τραγικό γεγονός λειαίνει τις όποιες διαφορές στις σχέσεις. Σε κάνει να δεις βαθύτερα και να εκτιμήσεις τις στιγμές που μονάχα μία φορά θα περάσουν από μπροστά σου. Δεύτερη ποτέ, όχι απολύτως ίδιες τουλάχιστον. Ο Ρωμαίος σηκώθηκε ευδιάθετος. Ίσως να ήταν και ο μόνος. Οι γονείς δεν είχαν κοιμηθεί καθόλου, ο Αλεσσάντρο έφτασε να έχει καπνίσει ως και ένα πακέτο τσιγάρα, ενώ η Βιόλα παρέμενε αμίλητη. Παρά το γεγονός πως μεταξύ τους επικράτησε πολύωρη σιγή, για πρώτη φορά το μυαλό τους έκανε μία επίπονη διαδρομή στο παρελθόν.

«Ήμουν μοναχοπαίδι, που είχε μεγαλώσει σε μία κοινωνία κλειστή. Σε μία κοινωνία έτοιμη να κατακρίνει ακόμη και την παραμικρή πινελιά διαφορετικότητας. Αγαπούσα ιδιαίτερα την μητέρα μου, μα τότε δεν δίστασα να την αφήσω πίσω μου, ακόμη και για πάντα, χάρη στον έρωτα, στην ανάγκη μου να ζήσω με τους δικούς μου κανόνες. Τότε, δεν γνωρίζω αν έφταιγαν τα ατίθασα νιάτα μου, ή η ωριμότητα της ανωριμότητάς μου, μα είχα μία δίψα για περιπέτεια. Μία περιπέτεια την οποία ήθελα να ζήσω όπως την ονειρευόμουν και αυτό το όνειρο, περιλάμβανε και εσένα» κάπου εκεί έκανε μία παύση. Ο Αλεσσάντρο έσβησε ξέπνοα και το τελευταίο τσιγάρο του πακέτου. Είχε βουρκώσει. Τα μάτια του στραφτάλιζαν στο μπρούτζινο φως του ξημερώματος.

«Χαθήκαμε στην πορεία. Χάσαμε το νόημα της ζωής και μαζί μας παρασύραμε και τα παιδιά μας. Τι στο ανάθεμα συνέβη; Πού πήγαν εκείνοι οι νέοι που στην αρχή της κοινής τους πορείας, έτρεχαν ξέγνοιαστοι στις παραλίες της Σικελίας; Που πήγαν εκείνοι οι νέοι που γελούσαν; Που είχαν λόγους σοβαρούς για να χαμογελούν κάθε μέρα; Χάθηκαν ανάμεσα στα φώτα, τα μεγαλεία και την ανάγκη για μία σωστή και αποδεκτή από την κοινωνία εικόνα. Αδιαφορήσαμε για τον Ρωμαίο, είναι δυνατόν να μην είχαμε καταλάβει πως η...πως η αναθεματισμένη θεραπεία δεν πήγαινε καλά; Όσο και αν τον στηρίξαμε οικονομικά, ψυχικά, ποτέ δεν το κάναμε. Ο Ρωμαίος...»

«Σταμάτα!» φώναξε η Βιόλα «Απλά μην πεις λέξη παραπάνω» τον απέτρεψε, όταν είδαν τον Ρωμαίο να πλησιάζει, ελαφρώς χλωμό και βαστώντας στο χέρι μία μικρή βαλίτσα. Δεν ήξεραν τι να του πουν, δεν ήξεραν καν από πού θα ήταν σωστό να αρχίσουν.

«Ειλικρινά, μην το κάνετε αυτό. Μην με αντιμετωπίζετε διαφορετικά. Έχω ανάγκη να νιώσω φυσιολογικός, μιας που δείχνω κιόλας» το χέρι του κινήθηκε στα απαλά του μαλλιά. Πίσω του ακριβώς, φάνηκαν ο Έντι με τον Μικέλε.

«Αμήχανη οικογενειακή συγκέντρωση μυρίζομαι. Ο ηλεκτρισμός που πλανάται στην ατμόσφαιρα, σχεδόν ανασηκώνει τις τρίχες του σβέρκου μου» ο Έντουαρντ τους αγριοκοιτούσε αρχικά «Με όλο το σεβασμό, έχω να σας πω πως τα αγόρια σας, παρά το γεγονός πως έζησαν και ειδικά ο Μικέλε, στα σπλάχνα του κόσμου του χρήματος, παρέμειναν βαθιά ανθρωπιστές. Ο Μικέλε είναι για εμένα αδερφός, μπορεί όχι εξ αίματος, μα της καρδιάς μου, το ίδιο φυσικά και ο Ρωμαίος. Θέλω επίσης να γνωρίζετε πως αν χρειαστείτε κάτι, θα είμαι εδώ για την οικογένειά σας»

Ο Αλεσσάντρο χαμογέλασε, μα έκρυβε μία πικρή γεύση εκείνο το χαμόγελο. Ο Έντι αποχώρησε, μα κάθε του βήμα ήταν ολοένα και πιο βαρύ. Το κορμί του είχε ανατριχιάσει, ενώ με δυσκολία έπνιξε έναν λυγμό. Σαν βρέθηκε έξω, στους απέραντους κήπους, μία γλυκιά συντροφιά τον υποδέχτηκε. Η Γκούφη, με το αθώο της βλέμμα, παρά το μέγεθός της, είχε έναν δικό της τρόπο παρηγοριάς. Ο Έντι την αγκάλιασε σφιχτά, σαν να ήταν το πιο αγαπημένο του πρόσωπο. Έπειτα, αφέθηκε επιτέλους να κλάψει. Η σκυλίτσα δεν θα τον έκρινε. Πάντοτε με την ίδια αγάπη θα τον κοιτούσε, τοποθετώντας το κεφάλι της στο γόνατό του. Έπειτα, θα έμενε στο πλάι του για όσο εκείνος το χρειαζόταν. Ο Μικέλε με τον Ρωμαίο, στέκονταν στο σαλόνι αμίλητοι. Έμοιαζε σαν τα μέλη της οικογένειας αυτής, να σύστηναν εκ νέου τον εαυτό τους. Τότε, σαν μαγνήτης ανάγκης, άπαντες ενώθηκαν σε μία αγκαλιά συγχώρεσης. Γιατί στην ζωή δεν μπορείς να οδεύσεις προς τα εμπρός, αν πρώτα δεν έχεις συγχωρέσει όλα όσα σε έχουν πονέσει στο τότε. Τη μεγαλύτερη αγκαλιά, την πήρε ο Ρωμαίος. Ωστόσο, όπως σκεφτόταν ο Μικέλε ευλόγως, μία αγκαλιά ήταν ικανή να σβήσει τα χρόνια της γονικής απουσίας;

«Θα πάτε στο Μπελάτζιο;» ρώτησε πνιχτά η Βιόλα.

«Ναι» απάντησε κοφτά ο Μικέλε.

«Να πάτε λοιπόν. Εμείς...» ζητούσαν μία σιωπηλή άδεια.

«Είστε ευπρόσδεκτοι στο ίδιο σας το σπίτι» χαμογέλασε ο Ρωμαίος. Εδώ που είχε φτάσει μικροψυχίες δεν χωρούσαν. Κάθε λεπτό θα ήταν πολύτιμο και ο ίδιος ήταν αποφασισμένος, να αποχωρήσει μονάχα με όμορφες στιγμές.

«Θα σας περιμένουμε» συμπλήρωσε αβέβαια και ο Μικέλε.

«Αύριο θα είμαστε εκεί. Σήμερα η μέρα θα είναι δική σας» απάντησε ο Αλεσσάντρο και ένα θαρρείς λευκό σεντόνι σηκώθηκε, έχοντας προστατέψει τελικά τη σχέση τους από τις σκόνες και τις κακουχίες του ακάλυπτου περιβάλλοντος.

Παίρνοντας τρένο από το Μιλάνο και συνεχίζοντας με πλοίο από την διάσημη πόλη Κόμο, τα δύο αδέρφια ένιωθαν απελευθέρωση. Όλων οι μάσκες είχαν πέσει, μα ελλόχευε ο πόνος του αποχωρισμού. Ένα αγκάθι που είχε στριμωχτεί για τα καλά και ενοχλούσε σε κάθε κίνηση. Δρόμοι πλακόστρωτοι, με χοντρό βότσαλο, η θέα της λίμνης και των αρχοντικών σπιτιών, η γαλήνη και τα απίστευτα στενά σοκάκια, μύριζαν αναμνήσεις. Βαρκούλες μικροσκοπικές, βρίσκονταν δεμένες μπροστά από την εκκλησία του Μπελάτζιο. Για λίγο, στο νου του Μικέλε, ήρθε εκείνος ο ανεκδιήγητος γάμος που θα λάμβανε χώρα σε μερικές μέρες. Για κλάσματα, στο μυαλό του σχηματίστηκε η εικόνα της Μαριάντζελα.

«Σταμάτα να νιώθεις ενοχές» ακούστηκε η φωνή του Ρωμαίο, ξαφνιάζοντάς τον.

«Δεν σε καταλαβαίνω»

«Έχεις δικαίωμα στον έρωτα και στην χαρά. Έχεις δικαίωμα στη ζωή Μικέλε και ειλικρινά, θα ήμουν πολύ ευτυχισμένος αν ήξερα πως είσαι και εσύ. Δεν θέλω να περάσουμε χρόνο με θλίψη και κλάμα. Φτάνει πια. Θέλω να με αντιμετωπίσεις σαν να είμαι καλά. Μου το χρωστάς σαν χάρη» προσπάθησε έστω και με αυτόν τον τρόπο να τον πείσει.

«Σ' αγαπώ. Είναι φοβερά εγωιστικό, μα σε αγαπώ τόσο που δεν ήθελα να πας πουθενά, αλλά αντιθέτως επιθυμούσα να το παλέψεις. Θα μου λείψεις. Είσαι αδερφός μου, είσαι κομμάτι μου, η παρέα μου και ο φίλος μου»

Ο Ρωμαίος συγκινήθηκε.

«Τίποτε από όλα αυτά δεν αλλάζει. Ξέροντας πως θα είσαι καλά, θα σε παρακολουθώ χαρούμενος. Χρόνια παλεύω, κάπου κουράστηκα. Οι ίδιοι οι γιατροί μου το είπαν με τρόπο, πως ο οργανισμός μου δεν ανταποκρίθηκε στην τελευταία προσπάθεια. Δεν θέλησαν λοιπόν άλλες θεραπείες που θα με έκαναν αδύναμο, θα μου στερούσαν τα μαλλιά και την όρεξή μου. Θέλω να έχω την πρότερη εικόνα μου και όσο πάει. Είναι δικαίωμά μου»

Βάδισαν μέχρι την προβλήτα, προσπαθώντας να ρίξουν μία ματιά στην απέναντι όχθη που αχνοφαινόταν.

«Θυμάσαι που οργανώναμε διαγωνισμό με τον παππού για το πιο όμορφο και σπάνιο γυαλί της λίμνης;» ρώτησε ο Μικέλε ερχόμενος από την παραλία και βαστώντας στη χούφτα του χρωματιστά, μικρά γυαλάκια.

«Ο Αλφόνσο ήταν ένας άγγελος. Μου έλειψε πολύ και ίσως αυτός να είναι και ένας λόγος που δεν με φοβίζει και τόσο αυτό που έρχεται. Λοιπόν, ας τα αφήσουμε όλα. Τα δροσερά κοκτέιλ, αυτήν την επίσης δροσερή και ξάστερη νύχτα, είναι ότι πρέπει. Ευτυχώς που δεν βρισκόμαστε σε τουριστική περίοδο. Λοιπόν, κουνήσου. Έχει και όμορφες ντόπιες» του έκλεισε το μάτι ο Ρωμαίο.

Ο Μικέλε χαμογέλασε. Τελικά ο αδερφός του διέθετε τρομερή δύναμη. Δύναμη ικανή να σηκώσει όλους τους άλλους, την ώρα που κανείς δεν φαινόταν να είναι πρόθυμος να το κάνει από μόνος του. Θα του χάριζε όμορφες στιγμές. Απόψε θα διασκέδαζαν όπως όταν ήταν έφηβοι.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro