Ένας Ρωμαίος για την Ιουλιέτα/part 3
Μόλις άνοιξε η πόρτα του παραδοσιακού, μικρού αρχοντικού, στριμωγμένου ανάμεσα σε πολυκατοικίες, η θείας της, την υποδέχτηκε με μία στριγκή κραυγή διφορούμενου νοήματος. Τα μικροσκοπικά της μάτια, φτερούγιζαν πότε στην ανιψιά της και πότε στον εκθαμβωτικό άνδρα που στεκόταν δίπλα της, με ένα απλό, σκούρο κοστούμι και ένα λευκό πουκάμισο. Ο τοξικός της χαρακτήρας, καλλιεργούσε μέσα της τη ζήλια, σε σημείο που η Μαριάντζελα ήταν πλέον πεπεισμένη πως ο θείος της ο Αλφόνσο, δεν ήταν τίποτε άλλο από την υπάκουη μαριονέτα της. Στο βάθος, εκτός από το ειδυλλιακά ευτυχισμένο ζευγάρι, αντίκρυσε και τις κολλητές από την Μπολόνια. Για κάποιον τρομακτικό λόγο, οι δυο γυναίκες και η ξαδέρφη της, είχαν υιοθετήσει το ίδιο στυλ, τόσο στο ντύσιμο, όσο και στο χτένισμα.
«Σάμπα και Υβόν» έκανε στα μουλωχτά τις συστάσεις η Νατάλια και εκείνες έμειναν απλώς να κοιτάζουν τον Μικέλε, σαν τις γάτες το καναρίνι στο κλουβί «Μην τολμήσετε να ζητήσετε φωτογραφία, δεν θα πέσουμε σε αυτό το επίπεδο να της δείξουμε πως ζηλεύουμε» τους ψιθύρισε.
Ο Ένζο χαιρέτησε ελαφρώς θλιμμένα την Μαριάντζελα, της οποίας το βλέμμα πραγματοποίησε ένα αστραπιαίο πέρασμα από μπροστά του. Η διακόσμηση διακρινόταν από οφθαλμοφανή κακογουστιά, με χιλιάδες ψεύτικα άνθη να στολίζουν κάθε ορατό και αόρατο σημείο του σπιτιού. Η μητέρα της επιδόθηκε σε συζητήσεις νοσταλγίας του παρελθόντος, όταν ακόμη ζούσε ο άνδρας της. Κάθε φορά που μιλούσε να εκείνον συγκινούνταν. Η αγάπη τους ήταν μεγάλη και αυτός ήταν και ο σοβαρότερος λόγος που αποφάσισε να περάσει μόνη της το υπόλοιπο της ζωής της. Καθόλη τη διάρκεια του γεύματος, ο Μικέλε είχε περασμένο το ένα του χέρι, γύρω από τους ώμους της. Όλα έβαιναν επιεικώς λίαν καλώς, όταν οι δύο σμέρνες από την Μπολόνια, ξεκίνησαν να σκουντούν επιδεικτικά η μία την άλλη κρυφογελώντας. Σύντομα στο παιχνίδι εισήλθε και η ξαδέρφη της και κατόπιν ακολούθησαν χορωδιακά χαχανητά.
«Μπορείτε να μας αφηγηθείτε και εμάς το ανέκδοτο; Για να κοντεύετε να σκάσετε, θα αξίζει τον κόπο» μουρμούρισε η Μαριάντζελα, μονάχα που αν γνώριζε τι θα ακολουθούσε, θα προτιμούσε να μην έθετε ποτέ τη συγκεκριμένη ερώτηση.
«Όπως πολύ σωστά το έθεσες, το ανέκδοτο ήταν πολύ καλό» έκανε την αρχή η Νατάλια και αρπάζοντας το κινητό της, της το έδωσε.
Κάπου εκεί πάγωσε. Στο εν λόγω βίντεο, το οποίο είχε ταξιδέψει από άκρη σε άκρη στην Ιταλία και σύντομα και εκτός των συνόρων της, απεικόνιζε τον Μικέλε σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, παρέα με εκείνη την καταραμένη ματριόσκα. Η Μαριάντζελα θα την ξεχώριζε από χιλιόμετρα. Μέσα στον πανικό της, συνειδητοποίησε πως ήταν τραβηγμένο από το βράδυ εκείνο, πίσω στην Τοσκάνη. Τους έδειχνε να λύνουν αισθησιακά ο ένας το μπουρνούζι του άλλου. Υπό άλλες συνθήκες, θα της περνούσε αδιάφορο, έπρεπε να της περάσει ακόμη και τώρα, καθώς δεν ήταν μαζί. Τα μάτια της, στάθηκαν για λίγα δευτερόλεπτα στις τρεις σμέρνες και κατόπιν στον Ένζο. Ανατρίχιασε. Μισούσε όσο τίποτε το βλέμμα του οίκτου του, μισούσε να την βλέπει να μικραίνει και να συρρικνώνεται θαρρείς μπροστά του. Τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.
«Φτωχή μου ξαδέρφη, μην ανησυχείς, θα ανατείλει και για εσένα ο ήλιος. Η αλήθεια, μου έμοιαζε αδύνατον να είσαι ζευγάρι με αυτόν τον άνδρα, δεν ταιριάζετε κιόλας. Άστο, θα βρεις κάποιον πιο κοντά σε εσένα»
Ο Μικέλε είχε πάθει σοκ και για εκείνον ήταν διπλό. Αρχικά, είχε κρεμάσει την κοπέλα εκθέτοντάς την με τον χειρότερο τρόπο στους συγγενείς της συμφοράς και έπειτα, αυτή η Άννια από την Μόσχα, ή την Αγία Πετρούπολη ή το Βολοκολάμσκ, τον είχε βιντεοσκοπήσει με αποτέλεσμα να ταξιδέψει το ρεζιλίκι και οι φήμες ως και υπερατλαντικά, δίνοντας τροφή σε σαρκοβόρους δημοσιογράφους και κουτσομπολίστικα περιοδικά. Έσφιξε τις γροθιές του.
«Η Μαριάντζελα έχει θέση δίπλα μου» κατόρθωσε να ψελλίσει στην Νατάλια, η οποία είχε ορθώσει το φρύδι της επιδεικτικά.
«Ε, μονάχα που το δίπλα σου, μοιάζει με αίθουσα θεάτρου, κοινώς έχει άπειρα καθίσματα. Δεν σε παρεξηγώ να ξέρεις, τέτοια ομορφιά είναι κρίμα να μην διανέμεται απλόχερα στον κόσμο»
Η επόμενη κίνηση πραγματοποιήθηκε σε κλάσματα του δευτερολέπτου. Η Μαριάντζελα τινάχτηκε επάνω και αρπάζοντας την τσάντα της, απλώς άνοιξε την πόρτα και έφυγε. Δεν επιθυμούσε να παραμείνει ούτε δευτερόλεπτο, μήτε να κοιτάζει το διαπεραστικό βλέμμα των παρευρισκόμενων. Για την ακρίβεια ήθελε να αναπνεύσει και ο χώρος εκείνος της στερούσε πιεστικά το οξυγόνο. Μόλις βρέθηκε στο πλακόστρωτο πεζοδρόμιο, άκουσε τη φωνή του Μικέλε που καλούσε το όνομά της.
«Μαριάντζελα! Μισό λεπτό!» της φώναξε και εκείνη κοντοστάθηκε. Ούτως ή άλλως, φορώντας ψηλά παπούτσια δεν είχε και πολλές επιλογές δραπέτευσης.
«Τι θέλεις;» τον ρώτησε.
«Να σου εξηγήσω..»
«Δεν υπάρχει λόγος. Άκουσέ με, δεν είμαστε μαζί έτσι και αλλιώς, επομένως δεν έχω το δικαίωμα να σου ζητήσω τα ρέστα. Από την άλλη όμως, από τη στιγμή που συμφωνήσαμε να υποδυθούμε ένα ρόλο και από τη στιγμή που εσύ προφασιζόμενος τα γράμματα και την μυστικοπάθειά σου γύρω από αυτά, δέχτηκες να με ακολουθήσεις και τελικά να αναλάβεις αυτήν την ευθύνη, έπρεπε να είσαι προσεκτικός. Νομίζω πως για ένα μήνα έστω, μπορείς να κρατηθείς μακριά από το κρεβάτι άγνωστων κορασίδων. Αυτή τη στιγμή, δεν έχω τα μούτρα να αντικρύσω κανέναν, ούτε καν την μητέρα μου!» τελείωσε παίρνοντας μία βαθιά ανάσα. Ξαφνικά ο αέρας είχε την αίσθηση κοφτερών λεπίδων. Ο Μικέλε κατέβασε τον κεφάλι του ηττημένος.
«Έχεις δίκιο, μα να ξέρεις πως δεν έγινε τίποτε μεταξύ μας, δεν προχωρήσαμε...»
«Δεν προχωρήσατε ή το κινητό δεν είχε χώρο για μεγαλύτερο βίντεο;» ξαφνικά σταμάτησε. Όχι, αυτή η αντίδραση ήταν λάθος, δεν της χρωστούσε εξηγήσεις «Μικέλε, είτε σου αρέσει είτε όχι, επιθυμώ να συνεχίσω μονάχη μου το ταξίδι. Πήρα άδεια για να ξεκουραστώ και έκτοτε έχω κυριολεκτικά διαλυθεί συναισθηματικά. Μάζεψε τα πράγματά σου, θα τα μαζέψω και εγώ. Μην με ακολουθήσεις» ήταν και οι τελευταίες της κουβέντες, προτού βρεθούν αναγκαστικά στον χώρο του σπιτιού της. Δέκα λεπτά αργότερα, στο σπίτι εισήλθε και η μητέρα της, πετυχαίνοντάς την στην πόρτα.
«Σκόπευες να φύγεις, δίχως να με χαιρετήσεις;» τη ρώτησε εκείνη και η κοπέλα την αγκάλιασε σφιχτά δακρύζοντας. Πίσω της ακριβώς, ο Μικέλε στεκόταν βουβός για πρώτη φορά, με βλέμμα σκοτεινό. Μητέρα και κόρη, αποχαιρέτησαν η μία την άλλη. Τώρα ήταν η σειρά του να ζητήσει συγγνώμη και να αντέξει την μητρική απόγνωση για τη συμπεριφορά του στην μοναχοκόρη της. Αντιθέτως, εκείνη του έκανε σήμα να καθίσει για λίγο προτού φύγει. Έξω ο ήλιος έλαμπε, ήταν μία όμορφη, φθινοπωρινή μέρα, γεμάτη χρώματα και μυρωδιές. Το παντζούρι ήταν ορθάνοιχτο, έχοντας σαν θέαμα το ολοπράσινο κλαδί μίας λεμονιάς, με τους καρπούς της να κρέμονται μυρωδάτους. Εκείνη την πλησίασε και έκοψε ένα λεμόνι. Ξαφνικά, ο μικρός χώρος γέμισε μυρωδιές.
«Καθώς θα έχεις παρατηρήσει, τα στενά σοκάκια δεν μας επιτρέπουν να έχουμε αυλές. Αυτή η λεμονιά ωστόσο, σε πείσμα όλων, αναπτύχθηκε και ψήλωσε μέσα σε μία γλάστρα. Ξέρεις γιατί; Γιατί είχε εμένα που πίστεψα σε αυτήν. Που κάθε μέρα της τόνιζα πόσο όμορφη ήταν και πόσες προοπτικές είχε να γίνει ένα υπέροχο δέντρο. Καθώς βλέπεις, μου ανταπέδωσε αυτήν την πίστη. Σκαρφάλωσε μέχρι το παράθυρό μου για να μου αφήνει τα λεμόνια της. Κάπως έτσι, είναι και οι ανθρώπινες σχέσεις, χρειάζονται πίστη» έκανε μία παύση βλέποντας τον νεαρό φανερά αμήχανο «Θα ήθελες να μου πεις την αλήθεια σχετικά με εσένα και την κόρη μου; Κατάλαβα από την πρώτη στιγμή πως η σχέση σας βρισκόταν ακόμη στην αρχή. Έμοιαζε με την μικρούλα λεμονιά στην γλάστρα. Αρχικά ντροπαλή, μέχρι να ανθίσει κόντρα στον οποιονδήποτε δεν πιστεύει σε εκείνη»
Ο Μικέλε πήρε μία ανάσα.
«Αρχικά, θα ήθελα να σας ζητήσω μία συγγνώμη για τα όσα ψέματα σας είπαμε. Πράγματι, εγώ και η Μαριάντζελα γνωριζόμαστε λίγο καιρό και μάλιστα μέσα από ένα ατυχές περιστατικό. Δεν γνωρίζω αν ήταν ακόλουθός μου κατά την παιδική ηλικία, μα σίγουρα δεν χάρηκε καθόλου κατά την πρώτη μας συνάντηση και ίσως είχε δίκιο. Η ζωή ωστόσο τα έφερε έτσι, όταν και οι δύο αποφασίσαμε πως χρειαζόμασταν ένα διάλειμμα από την καθημερινότητά μας. Για προσωπικούς λόγους, της ζήτησα να την ακολουθήσω στον ταξίδι της για τις διάφορες πόλεις της Ιταλίας, με αντάλλαγμα να τη συνοδέψω στο γάμο της πολυαγαπημένης Νατάλια και του γλυκύτατου Ένζο. Έτυχε ωστόσο αυτό το....η κακιά η στιγμή στην Τοσκάνη. Φυσικά δεν είχα πρόθεση να...»
«Σου αρέσει η κόρη μου;» τον ρώτησε.
«Μα, φυσικά είναι εξαιρετική επαγγελματίας και έχει έναν υπέροχο πλην καυστικό χαρακτήρα»
«Όχι, εννοώ αν σου αρέσει σαν γυναίκα» τον στρίμωξε η Ντιάνα.
Εκείνος κοκκίνισε ολόκληρος.
«Ναι. Ίσως είναι και η πρώτη φορά που αισθάνομαι πως απέναντί μου έχω έναν άνθρωπο αληθινό. Ωστόσο, εκείνη δεν θα γυρνούσε ποτέ της να κοιτάξει έναν άνθρωπο σαν εμένα. Μισεί την διασημότητα και φαντάζομαι πως πιστεύει όλα όσα συνοδεύουν ως φήμες, έναν άνδρα μοντέλο»
«Πιστεύω πως τα συναισθήματα είναι αμοιβαία. Θα σας πρότεινα να βασίσετε τη σχέση αυτή σε αλήθειες. Δεν χρειάζεται να υποκρίνεστε το ζευγάρι. Η έλξη και η αγάπη μήτε γίνονται αντικείμενα υποκριτικής μήτε κρύβονται...» έκανε παύση καθώς ήξερε πως είχε φθάσει η ώρα να τον αφήσει να φύγει «Χάρηκα ειλικρινά που σε γνώρισα. Να προσέχεις και ελπίζω μία μέρα να τα ξαναπούμε»
Ο Μικέλε πραγματοποίησε την αυθόρμητη κίνηση και την αγκάλιασε σφιχτά. Η Ντιάνα ήταν μία υπέροχη γυναίκα που είχε μεγαλώσει μία κόρη μαχήτρια. Ήταν βέβαιος πως δεν θα τον συγχωρούσε ποτέ για εκείνο το βίντεο. Παρασυρμένος από τη γειτονιά Τρανστέβερε, με την χαρακτηριστική τετράγωνη, μαύρη λιθόστρωση, τις μπυραρίες και τα μικρά καφέ, είχε ξεχάσει να φορέσει τα γυαλιά και την κουκούλα του, με αποτέλεσμα να νιώσει την λάμψη του φλας και τρεις φωτογράφους να παλεύουν σαν λυσσασμένα σκυλιά να απαθανατίσουν τη στιγμή του. Οργισμένος, ξεκίνησε να τρέχει με όση μεγαλύτερη ταχύτητα μπορούσε, διασχίζοντας μέσω της γέφυρας τον Τίβερη, με αστραπιαία ταχύτητα. Από εκεί και πέρα, πάλεψε να σκεφτεί πού θα μπορούσε να βρίσκεται εκείνη. Έπρεπε να μιλήσουν. Θυμήθηκε σε μία συζήτησή τους, πως λάτρευε τα πάρκα, καθώς αυτή η πινελιά πράσινου της έλειπε από το Μιλάνο. Κήπους η Ρώμη είχε πολλούς. Θα άφηνε το ένστικτο να τον οδηγήσει.
Εκείνη βρισκόταν οκλαδόν, μαζί με τα πράγματά της στον κήπο με τις νεραντζιές. Ήταν από τα λίγα δέντρα που δεν έχαναν το πράσινο φύλλωμά τους. Καθώς η ιστορία της Ιταλίας κρύβει αρκετούς μύθους, εκείνος ήθελε τον ιδρυτή του Τάγματος Των Δομινικανών, να φέρνει από την Ισπανία μία νεραντζιά από την οποία προήλθαν και δημιουργήθηκαν όλες οι άλλες. Η ώρα περνούσε και η Μαριάντζελα ήταν αποφασισμένη να φτάσει αεροπορικώς στη Βερόνα. Θα προτιμούσε σαφώς το αυτοκίνητο, μα εδώ που είχε φθάσει, ήθελε να εγκαταλείψει τη Ρώμη το συντομότερο δυνατό. Βουρκωμένη, κοιτούσε τα γράμματα του κρυφού αποστολέα. Πόσο θα ήθελε να τον γνωρίσει; Αν πράγματι εκείνος την είχε δει, όπως φανταζόταν με βάση τις περιγραφές, αν ήξερε πού έμενε καθώς τα γράμματα δεν βρέθηκαν τυχαία στο σπίτι της και ας ήταν πεταμένα στο πεζοδρόμιο, τότε γιατί δεν είχε προσπαθήσει να τη γνωρίσει; Μάλλον γιατί ούτε εκείνος ενδιαφερόταν. Τα αλμυρά της δάκρυα, άφησαν το σχήμα της υγρής σταγόνας στον φάκελο, όταν τα μάτια της έπεσαν σε μία ταλαιπωρημένη σκιά που στεκόταν μπροστά της.
«Τι θέλεις εδώ;» τον ρώτησε απότομα και κατόπιν, αναστέναξε «Μικέλε, σου ζήτησα μία χάρη, μονάχα μία. Να με σεβαστείς και να με αφήσεις»
Εκείνος, κοίταξε περίλυπα τον φάκελο με το σπασμένο βουλοκέρι. Ήλπιζε. Εκείνη μάλλον ήλπιζε να συναντήσει τον αποστολέα.
«Γνωρίζω ποιος τα έγραψε» ξαφνικά της πέταξε και την είδε να αναστατώνεται.
«Τι εννοείς;»
«Εννοώ πως γνωρίζω τον αποστολέα. Είναι ο μεγάλος μου αδερφός. Το όνομά του, είναι Ρωμαίο»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro