Ένας Ρωμαίος για την Ιουλιέτα/ part 1
piazza mattei
''Μην μου το κάνεις αυτό νεράιδά μου. Πίστεψε σε εμένα και στ' ορκίζομαι δεν θα πονέσεις. Εσύ είσαι κάθε βράδυ στα όνειρά μου. Πήγαινε τώρα μέσα, την αγγελική στολή σου να φορέσεις΄΄
Το διπλό της κρεβάτι, έμοιαζε τώρα με πολεμικό πεδίο. Ο Μορφέας είχε κλειδωθεί έξω από τις σκέψεις της, καθώς όλα τα έθιμα έκαναν παρέλαση στο μυαλό της. Η τρομακτική περίπτωση να τα ακολουθούσαν κατά γράμμα οι νεόνυμφοι, της προκαλούσε τρόμο. Κοινώς, η γρουσουζιά την κυνηγούσε σε κάθε δυνατό και αδύνατο βήμα, χειρότερα και από τη σκιά της, από την οποία τουλάχιστον τα βράδια, απαλλασσόταν. Σαν να μην έφταναν αυτά, ήταν υποχρεωμένη να παριστάνει το ερωτοχτυπημένο περιστέρι για τα αδηφάγα μάτια περιέργειας τόσο της μητέρας της, όσο και της στρεβλής νοητικά ξαδέρφης της. Οι πρωινές ηλιαχτίδες, αδύναμα τρύπωναν από τα ξύλινα παντζούρια και το κορμάκι της πάλεψε να ισιώσει, φοβούμενο πως θα έρθει σε σύγκρουση με το θέαμα του Μικέλε που ημίγυμνος, ήταν ξαπλωμένος δίπλα της, κρυμμένος πίσω από το τείχος των μαξιλαριών. Τα μάτια της, αυτοβούλως κινήθηκαν στο πλάι. Τα ανακατεμένα του μαλλιά και η γαλήνια έκφρασή του, έβγαζαν μία αθωότητα, με την Μαριάντζελα να παλεύει να ξεδιαλύνει το προσωπείο της αγνότητάς του.
Με τρόπο σηκώθηκε, όταν τον ένιωσε να αναδεύεται και εν συνεχεία να καρφώνει τα μάτια του νυσταγμένα επάνω της.
«Καλημέρα» μουρμούρισε και για λίγο επικράτησε μία ανατριχιαστικά αμήχανη σιωπή.
«Είναι τόσο τρομακτικό το πρωινό μου θέαμα;» σχεδόν ψέλλισε σαν τον είδε να συνεχίζει να την κοιτάζει ατάραχος.
«Είναι τόσο...απλά όμορφο θαρρώ»
«Συγγνώμη;»
«Σχεδόν ποτέ δεν έχω κοιμηθεί με γυναίκα δίπλα μου, δεν είχα πολλούς σοβαρούς δεσμούς στη ζωή μου, μα κάποτε, μου είχε τύχει μία φορά, εξαιτίας της κούρασης, να αποκοιμηθώ. Το επόμενο πρωί, βρήκα μία ολοζώντανη κούκλα να με καρτερά. Είχε βαφτεί και χτενιστεί σαν να πήγαινε στα όσκαρ. Αυτό, το βρίσκω λιγάκι ανούσιο. Είναι όμορφο η γυναίκα να διαθέτει ορισμένες φυσικές στιγμές και να μην νιώθει άβολα γι΄αυτό» κόμπιασε λίγο «Να υποθέσω πως θα πρέπει να κάνουμε θεαματική έξοδο από εδώ;»
«Να το υποθέσεις»
«Σωστά, εκτός από ζευγάρι, εσύ υπήρξες χρόνια ερωτευμένη μαζί μου» την πείραξε δείχνοντας την αφίσα της παιδικής του ηλικίας. Η Μαριάντζελα ετοιμάστηκε να του απαντήσει, όταν τον είδε να σηκώνεται φορώντας απλώς τα απαραίτητα.
«Στροφή και αλλάζω» τον επέπληξε ξεκινώντας να ντύνεται, παραδομένη στην ανιδεότητα πως εκείνος ξέκλεβε ορισμένες ματιές.
Του άρεσε που η Μαριάντζελα ήταν μία γυναίκα απλή και που φυσικά δεν προερχόταν από τον χώρο του μόντελινγκ. Τον έκανε να θέλει να ανοιχτεί περισσότερο, μα κάθε φορά που το επιχειρούσε, συναντούσε ένα αδιαπέραστο τείχος. Έτοιμοι και οι δύο κινήθηκαν προς το σαλόνι, όταν η κοπέλα ένιωσε το χέρι του να κατηφορίζει απαλά και να μπλέκεται με το δικό της. Υπό άλλες συνθήκες θα αντιδρούσε, μα η μητέρα της καραδοκούσε στη γωνία.
«Καλώς τους. Πώς κοιμηθήκατε;»
«Σαν να μας πάτησε το μετρό. Κοινώς, ούτε η βλεφαρίδα μας δεν κουνήθηκε, τόση ήταν η κούραση» απάντησε η κοπέλα.
«Το στρώμα ήταν υπέροχο επίσης» σχολίασε ο Μικέλε και η Μαριάντζελα ετοιμάστηκε να ρουφήξει το εσπρεσάκι της, όταν χτύπησε το κουδούνι και στο κατώφλι εμφανίστηκε η Νατάλια. Αποτέλεσμα, ο εσπρέσο να εκτιναχθεί στο μέτωπό της και ο Μικέλε να προστρέξει σε βοήθεια, όσο πιο χαριτωμένα μπορούσε.
«Καλημέρα» πρόφερε η Νατάλια δαγκωμένα. Η Μαριάντζελα πρόσεξε πως φορούσε μία καρφίτσα σε σχήμα βέλους, παραδοσιακό έθιμο για το ζευγάρι που θα παντρευόταν, προκειμένου να διώχνει μακριά την κακή ενέργεια και αύρα.
«Ήταν, παρελθοντικός χρόνος» ήρθε η απάντηση.
«Κοίτα, ξέρω πως ποτέ δεν ήμασταν κοντά...» άρχισε η ξαδέρφη της.
«Και είπες να παντρευτείς τον πρώην αρραβωνιαστικό μου για να γεφυρώσεις το χάσμα μας. Το κατάφερες. Κουβαλήθηκα ως εδώ για διακοπές και σε φορτώθηκα στο πρόγραμμα, για την ώρα αγόγγυστα» γρύλισε.
«Είναι σώφρον να τις στείλεις για νυφικό μαζί;» ψιθύρισε ο Μικέλε στην Ντάρια που στεκόταν και χάζευε αμήχανα τον καβγά της κόρης της.
«Μην τις αφήσεις για πολύ. Ας είσαι κάπου εκεί κοντά, έστω..»ψέλλισε η μητέρα της, όταν τις είδε να αναχωρούν, με την Μαριάντζελα να κοιτάζει τον νεαρό.
«Μην ανησυχείς, έχω την δική μου λίστα, θυμάσαι;» σχολίασε εκείνος με θυμηδία.
Σαν ξεγλίστρησε για ακόμη μία φορά στην πρωτεύουσα, ένιωσε ένα κρύο αεράκι να περικυκλώνει το κορμί του. Δίχως καθυστέρηση, τηλεφώνησε στον αδερφό του που το σήκωσε αμέσως.
«Ωπ, πρωί πρωί; Νόμιζα πως οι διακοπές για εσένα θα σήμαιναν ξεκούραση»
«Πώς είσαι;» τον ρώτησε απευθείας.
«Είμαι καλά, πολύ καλύτερα, είναι εδώ και ο Έντι. Μάλλον δεν μπορεί δίχως εσένα. Ως και οι βούρτσες του έχουν μαραζώσει»
«Γιατί το έκανες;» ρώτησε ξανά ο Μικέλε.
«Ποιο πράγμα;» χαμογέλασε έστω και αόρατα.
«Ξέρεις» έσκουξε.
«Εγώ δεν έκανα τίποτε. Απόλαυσε το ταξίδι και την...καλή συντροφιά. Θα μιλήσουμε ξανά»
Προσπαθούσε να μην του θυμώσει. Περνώντας μπροστά από το Καπιτώλιο, θυμήθηκε πως στο απέναντι μπαλκόνι, σύμφωνα με την ιστορία, έβγαζε τους λόγους του ο Μουσολίνι. Τελικά η ανθρωπότητα είχε ζήσει μεγάλες στιγμές φρίκης, ωστόσο έμοιαζε σαν το πάθημα να μην είχε γίνει ακριβώς μάθημα. Το αισθανόταν σε κάθε του βήμα, ειδικά εκείνος που είχε από την μητέρα του, εβραϊκή καταγωγή και ας είχε γεννηθεί στην Ιταλία. Φυσικά, με δική της απόφαση, προκειμένου να παντρευτεί τον Αλεσσάντρο, τον πατέρα του, βαφτίστηκε Χριστιανή, πράγμα που εξόργισε τους γονείς της και έκτοτε, έπαψαν να έχουν σχέσεις. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Μικέλε μεγάλωσε με τον Αλφόνσο και την Κάρλα, τους γονείς του πατέρα του. Κάποτε, στα βάθη του χρόνου και με την μητέρα του να κάνει στα νιάτα της καριέρα στο μόντελινγκ, η αγάπη και ο έρωτας των γονιών του χάθηκε. Στη μέση μπήκε το χρήμα, κάνοντάς τους να ξεχάσουν από πού ξεκίνησαν. Ο Μικέλε, είχε ανατραφεί με την Καθολική Χριστιανική θρησκεία, μα ο γλυκός Αλφόνσο του υπενθύμιζε πως είχε και ένα ακόμη κλαδί να επιλέξει αν το επιθυμούσε. Φυσικά αυτό το ανέφερε και στα δύο αδέρφια, μα ο μικρός ήταν πάντοτε φιλοπερίεργος, με τον μεγάλο να μην νοιάζεται καθόλου. Στο βάθος προτιμούσαν να μην αναφέρουν, αυτό το κομμάτι της καταγωγής τους. Ο Μικέλε ωστόσο, πάντοτε άκουγε με προσοχή τις ιστορίες για τα βάσανα της καταγωγής της μητέρας του.
Ανάμεσα από την Κάμπο ντε Φιόρι και την Πιάτσα Βενέτσια, υπήρχε η εβραϊκή συνοικία της Ρώμης, ίσως από τις πιο ατμοσφαιρικές της . Παντού υπήρχαν μικρά, παλαιά μαγαζιά αλλά και μοντέρνα καταστήματα με vintage ρούχα. Η Πιάτσα Ματτέι είχε χτιστεί τον δέκατο έκτο αιώνα και για λίγο κοντοστάθηκε στο σιντριβάνι με τις γλυπτές χελώνες. Κοίταξε την ώρα. Είχε περάσει και καθώς οι σχέσεις ήταν έκρυθμες μεταξύ των δύο γυναικών, όφειλε να τρέξει προς το κατάστημα των νυφικών, αν επιθυμούσε να τις βρει αρτιμελείς.
Πράγματι, η Μαριάντζελα βασανιζόταν στη θέα της ξαδέρφη της να κάνει πασαρέλα, σαν περήφανο παγώνι μπροστά της, υπενθυμίζοντάς της με κάθε δυνατό τρόπο, την απώλεια του Ένζο.
«Αυτό;» την ρώτησε και τινάχτηκε.
«Σου προσθέτει όγκο. Όχι δηλαδή πως δεν υπάρχει ήδη, μα λειτουργεί σαν μεγεθυντικός φακός» μουρμούρισε η Μαριάντζελα, όταν είδαν τον Μικέλε να εισέρχεται σαν σίφουνας στο μαγαζί.
«Δόξα τω Θεώ ζείτε!» αναφώνησε και οι πωλήτριες πάγωσαν.
«Κύριε Μπαρτολίνι; Εσείς είστε;»
«Δυστυχώς δεν έχω σωσία...» γκρίνιαξε χαμηλοφώνως για να τις δει σαν σμέρνες να τον περικυκλώνουν, με βλέμμα στο οποίο ελλόχευε η παράκληση για μία έστω φωτογραφία.
«Τελικά, αγάπη μου, βγάζεις από τον κόσμο τα ζωώδη ένστικτα» χαμογέλασε η Μαριάντζελα βλέποντάς τον εξαφανισμένο, από το γυναικείο πηγάδι που σκιζόταν για μία αναμνηστική φωτογραφία, ή αυτόγραφο.
«Δεν ζηλεύεις; Θέλω να πω, τον κυνηγάνε μονίμως γυναίκες, όπου και να σταθεί» πρόφερε η Νατάλια με νόημα.
«Δεν έχει ανάγκη. Τα μάτια μου, μην σου πω κάθε όργανό τους ξεχωριστά, είναι παραδομένα επάνω της» συμπλήρωσε ο Μικέλε και οι πωλήτριες αναστέναξαν ταυτοχρόνως.
Η Μαριάντζελα μειδίασε και αφηρημένη, σηκώθηκε προκειμένου να χαζέψει για πρώτη φορά τα όμορφα φορέματα, τα οποία σηματοδοτούσαν την ημέρα έναρξης ενός νέου κεφαλαίου στη ζωή μίας κοπέλας. Κάποτε, ήταν πεπεισμένη πως την σελίδα θα την γυρνούσε μαζί με τον Ένζο. Αποκαρδιωμένη, χάιδευε τα ακριβά υφάσματα, όταν είδε τον Μικέλε να αρπάζει ένα απλό σχετικά νυφικό, δίχως πολλά στολίδια, το οποίο παράλληλα έκρυβε μία παραδοσιακή ομορφιά και μαγεία.
«Θα ήταν όμορφο επάνω σου» ξερόβηξε και την είδε να καγχάζει.
«Θα το έχω στο μυαλό μου» πρόφερε ελαφρώς πικραμένη.
«Θα το δοκίμαζες;» τη ρώτησε και οι πωλήτριες έγειραν προς το μέρος της, αδημονώντας για την απάντηση.
«Πες ναι και ας καταπατήσεις όλα τα έθιμα!» πρόφερε η πιο θαρραλέα και ο Μικέλε της χάρισε το πιο λαμπερό χαμόγελο.
«Καλά. Έχε το νου σου στην...κλώσα της διπλανής κουρτίνας» σχολίασε πικάντικα.
«Αν της είχες χαρίσει τόση ώρα ένα ειλικρινές κομπλιμέντο, θα είχε τελειώσει η διαδικασία» την πείραξε και κάθισε, προκειμένου να την απολαύσει.
Μερικά αγκομαχητά, τον προειδοποίησαν για την πάλη της διάσημης σεφ, με το νυφικό φόρεμα. Ο νεαρός φυσικά ανυπομονούσε να δει τον νικητή. Πέντε λεπτά αργότερα και ελαφρώς αναψοκοκκινισμένη, εξήλθε η Μαριάντζελα με το μαλλί της λυτό, να πέφτει σαν καταρράκτης στους λεπτοκαμωμένους της ώμους. Το βλέμμα της αντάμωσε με το δικό του και ένας χτύπος χάθηκε και από τις δύο καρδιές. Κάπως έτσι ονειρευόταν το βλέμμα του μελλοντικού συζύγου της, στην δική της ξεχωριστή μέρα, γεμάτο θαυμασμό και τρυφερότητα, ακόμη και αν δεν είχε πει ούτε μισή λέξη. Ο Μικέλε σηκώθηκε και την πλησίασε. Το χέρι του παραμέρισε τα μαλλιά της.
«Να σας βγάλουμε μία φωτογραφία;» ζήτησαν οι κοπέλες του μαγαζιού και οι δυο τους ένευσαν θετικά.
Με μία κίνηση, εκείνος την σήκωσε στην αγκαλιά του. Σαν από μόνα τους, τα μέτωπά τους ενώθηκαν. Τα μάτια του κατηφόρισαν στα χείλη της εκ νέου. Τα είχε κοντά του, τόσο κοντά. Η ανάσα της τον γαργαλούσε, το παράτολμο χτυποκάρδι του, έκανε τα πόδια του να λυγίσουν. Παρασυρμένος από τη στιγμή, απαλά, τα γεύτηκε για δευτερόλεπτα, όσα και το ΄΄κλικ΄΄ της φωτογραφίας.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro