Roma e sempre Roma/ part 1
Υπάρχει ένας μύθος ρομαντικός, ο οποίος υποστηρίζει πως αν ρίξεις ένα κέρμα στο νερό της Φοντάνα ντι Τρέβι, τότε θα επιστρέψεις για ακόμη μία φορά πίσω στην αιώνια πόλη, τη Ρώμη. Για να πετύχει ωστόσο η μαγική σου ευχή, θα πρέπει η πλάτη σου να είναι γυρισμένη προς το μέρος του σιντριβανιού και το νόμισμα να το πετάξεις πάνω από τον ώμο σου. Η Μαριάντζελα ωστόσο, ήξερε πολύ καλά πως πάντοτε θα επέστρεφε μιας και η μητέρα της ζούσε εκεί. Η Ρώμη πάντοτε θα ηταν η Ρώμη και ίσως μαζί με το εξίσου ρομαντικό και διαφορετικό Παρίσι, να βγάζουν προς τα έξω εκείνη τη γλυκόπικρη γεύση, που σε ωθεί να αναμετρηθείς με τον εαυτό σου, να ερωτευτείς και ίσως να γυρίσεις σελίδα στη ζωή σου. Κάθε μικρό και μεγάλο σοκάκι, κάθε μεσαιωνικό και ιστορικό κτήριο, σου παρουσιάζει με μία απαλότητα την ματαιοδοξία των ανθρώπων, οι οποίοι μέσα από τις πράξεις τους, συμπεριφέρονται σαν να πρόκειται να ζήσουν για πάντα. Βλέποντας ωστόσο αυτά τα κτήρια, θεατές ενός τεράστιου κομματιού της ανθρώπινης ιστορίας, αντιλαμβάνεσαι πως ο κύκλος σου είναι πολύτιμος για να τον σπαταλάς δίχως να του προσδίδεις ουσία και αξία.
Στο τελευταίο της βράδυ στην Τοσκάνη, είχε έρθει αντιμέτωπη με ένα παράξενο συναίσθημα, το οποίο κατάπνιξε, προτού προλάβει να αναδυθεί. Ο Μικέλε δεν είχε επιστρέψει ακόμη στο διπλανό δωμάτιο και προφανώς η κοπέλα είχε αντιληφθεί, πως είχε περάσει τη βραδιά του με τις Ρωσίδες καλλονές. Εκείνη πάλι, είχε τηλεφωνήσει στη Νίνα, συζητώντας μαζί της λεπτομερώς για την σύντομη περιπέτεια του ταξιδιού της και παρακάμπτοντας εσκεμμένα ορισμένα σημεία που θα μπορούσαν να την κάψουν. Στο εδώ και τώρα, βρισκόταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, με το σεληνόφως να εισέρχεται από το παράθυρό της. Στο βάθος οι αμπελώνες δέσποζαν σαν μικρές σκιές, δίνοντας σχήματα περίτεχνα στους λοφίσκους. Μην έχοντας τι να κάνει, αποφάσισε να ανοίξει για ακόμη μία φορά το προσκλητήριο, διαβάζοντάς το προσεκτικά, προκειμένου να προετοιμαστεί ψυχολογικά για όλα όσα θα ακολουθούσαν. Το μάτι της κατρακύλησε στο όνομα του γαμπρού, που τυχαία διέθετε το ίδιο ακριβώς με την προηγούμενη σχέση της. Δίχως όμως να φέρνει στο νου της κάποια αντίδραση της κολλητής της της Νίνα, το προσπέρασε, φτάνοντας στο επίθετο της οικογένειάς του. Αυτό δεν το είχε προσέξει την τελευταία φορά που το κοίταξε βιαστικά για τις λεπτομέρειες.
΄΄Να πάρει!'' σχεδόν ούρλιαξε, έχοντας πλέον την βεβαιότητα πως ήταν ολομόναχη στο δωμάτιο τόσο το δικό της, όσο και του Μικέλε ΄΄Δεν γίνεται! Από όλη την Ιταλία, την Ευρωπαϊκή Ένωση, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Αρκτικό Κύκλο, τις ερήμους της Σαχάρα και τους βεδουίνους της Ιορδανίας, αυτή η ξαδέρφη μου έπεσε επάνω στον Ένζο! Στον πρώην δικό μου Ένζο!΄΄
Το δωμάτιο ξεκίνησε ευθύς να γυρίζει και η θερμοκρασία του σώματός της να ανεβαίνει. Αυτό ήταν. Πουθενά δεν θα πήγαινε. Θα προσπερνούσε την Ρώμη ως προορισμό, όσο και αν επιθυμούσε να δει τη μητέρα της και θα συνέχιζε κανονικά το ταξίδι της στη Βενετία και στη Βερόνα στα βόρεια. Ακόμη και αν είχαν χωρίσει με τον Ένζο, ακόμη και αν ήταν ένα ναρκισσιστικό κάθαρμα, το να βρεθεί να του ρίχνει κουφέτα και άνθη στον γάμο του, πήγαινε πολύ. Κάποτε τον είχε ερωτευτεί. Ο Ένζο που θυμόταν, ήταν ένας άνδρας αέρινος, ηλιοκαμένος πάντοτε σχεδόν, με σγουρά, καστανά μαλλιά και αμυγδαλωτά μάτια. Η ευθυμία του, η αγάπη του για την μαγειρική και ο ρομαντισμός που απέπνεε, αποτέλεσαν εκείνα τα μαγικά συστατικά που του πρόσδιδαν τη νοστιμιά, την τόσο λατρεμένη εκ μέρους της Μαριάντζελα. Ήταν η πρώτη της σοβαρή σχέση, για την οποία είχε αφεθεί να ονειρευτεί. Προερχόμενη από μία αγαπημένη οικογένεια και έχοντας ως πρότυπα τους γονείς της, ονειρευόταν να αποκτήσει κάποτε και εκείνη μία σχέση παρόμοια. Μπορεί να ήταν ακόμη νέα, στα εικοσιεπτά της, ωστόσο αυτό το προσκλητήριο της τρύπησε την καρδιά. Γιατί ποτέ και κανένας Ένζο, δεν εμφανίστηκε τίμια να της εξομολογηθεί, πως η σχέση τους είχε τελειώσει. Προτιμούσε να την αποφεύγει, προτιμούσε να αφήνει τα συναισθήματα να βαλτώνουν και να καταστρέφονται, να γειώνει τα όνειρά της, παρά να της πει την αλήθεια. Καθώς φάνηκε, η εξίσου ναρκισσιστική της ξαδέρφη, η Νατάλια, ήταν το ιδανικό έτερον ήμισυ.
Μέσα στη σιγαλιά, ακούστηκε η πόρτα η διπλανή του Μικέλε. Βαρύθυμα, κάθισε στο μονό του κρεββάτι και άφησε το σμιλεμένο του κορμί να ακουμπήσει στο βαμβακερό στρώμα. Είχε γαλουχηθεί και εκείνος με τη σειρά του με λογής λογής κομπλιμέντα. Όλες οι γυναίκες τον ποθούσαν για την εμφάνισή του, όπως και εκείνη η καλλονή που τον προσκάλεσε στο δωμάτιό της. Όλα αυτά όμως, τον είχαν κουράσει και κάποτε σκεφτόταν πόσο τυχερός είχε σταθεί ο αδερφός του. Τουλάχιστον εκείνου, του είχαν δοθεί ευκαιρίες, τον είχαν ερωτευτεί γι' αυτό που ήταν. Ως και οι ίδιοι του οι γονείς, δεν έλαβαν υπόψιν τους ποτέ το μυαλό του. Το μοναδικό πράγμα που κοίταξαν, ήταν το περιτύλιγμα. Ο μοναδικός που διέφερε, ήταν ο παππούς του ο Αλφόνσο που τον ορμήνευε να ακολουθήσει το όνειρό του, όποιο και αν ήταν αυτό. Όμως ο Αλφόνσο δεν υπήρχε πια και ο Μικέλε απλώς ακολουθούσε τα χνάρια αυτού που ήξερε να κάνει καλύτερα. Σαν είδε μπροστά του την ενδιάμεση πόρτα, μπήκε στον πειρασμό να την χτυπήσει, μα τελευταία στιγμή το μετάνιωσε. Ακόμη και η Μαριάντζελα ίσα που τον ανεχόταν. Εκείνος όμως έπρεπε να κάνει αυτό το ταξίδι, έπρεπε να ακολουθήσει τα γράμματα, μα αδυνατούσε να της εξηγήσει το γιατί. Ήταν σκληρό και επίπονο. Στην αρχή δεν ήταν βέβαιος, μα καθώς το σκεφτόταν, όλα έβγαζαν νόημα για τον αποστολέα. Ήδη το βουλοκέρι ήταν ένα αδιάσειστο στοιχείο, μία απόδειξη της ταυτότητας του μυστηριώδη άνδρα.
Το ξημέρωμα τους βρήκε και τους δύο άυπνους σχεδόν, τον καθένα βυθισμένο στις δικές του σκέψεις. Η Μαριάντζελα είχε φτιάξει τη βαλίτσα της, αυτή τη φορά με προορισμό τον ιταλικό βορρά. Δεκάρα τσακιστή δεν έδινε για τον γάμο, έτσι με αυτόν τον τρόπο θα απάλλασσε και τον Μικέλε από το αναγκαστικό καθήκον, να παραστήσει τη σχέση της. Όντας έτοιμη, χτύπησε διακριτικά την ενδιάμεση πόρτα. Ο νεαρός άνοιξε ημίγυμνος, με τα μαλλιά του ακόμη βρεγμένα. Οι μαύροι κύκλοι δέσποζαν ολοκάθαρα κάτω από τα μάτια του. Για λίγο, το ανδρικό του άρωμα χώθηκε ύποπτα στα ρουθούνια της, προξενώντας έναν παράλογο και παράτολμο χτύπο. Οι δυο τους κοιτούσαν ο ένας μέσα στα μάτια του άλλου για μερικά βασανιστικά δευτερόλεπτα, δίχως λέξεις, μέχρι που ο νεαρός έκανε την αρχή, παλεύοντας να ακουστεί φυσιολογικός.
«Καλημέρα, είσαι έτοιμη;» την ρώτησε ξεροβήχοντας.
«Καλημέρα. Κάποιος δεν έκλεισε κυριολεκτικά μάτι» σχολίασε στην αρχή παρατηρώντας τους μαύρους κύκλους «Έτσι είναι αυτά. Η διασημότητα προκαλεί αυπνίες» του πέταξε σχεδόν γρυλίζοντας και τον είδε να παίρνει ευθύς στάση άμυνας, σταυρώνοντας τα χέρια του μπροστά από το στήθος.
«Κάποια μάλλον δεν ξύπνησε καλά, μα δεν ευθύνομαι εγώ γι' αυτό. Καλύτερα εξάλλου να μένεις ξύπνιος από την καλοπέραση, παρά από τις ανασφάλειες. Σε άκουγα που μούγκριζες όλη τη νύχτα» ξεκίνησε την επίθεση.
«Από απόλαυση ήταν» ύψωσε το φρύδι της.
«Τόσο εύκολα τη βρήκες, ή αναγκάστηκες να ξεπέσεις στο self service;» πέταξε την κακία για να την δει να κοκκινίζει ολόκληρη.
«Άκουσε Μπαρτολίνι...»
«Μικέλε» τη διέκοψε.
«Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Αποφάσισα να μην πάω στη Ρώμη και να μην παρευρεθώ στον γάμο» δήλωσε.
«Θα μπορούσα να μάθω τον λόγο;»
«Ο λόγος είναι πως ξεκίνησα την άδειά μου με σκοπό να ξεκουραστώ και να περάσω καλά και όχι φυσικά για να εξουθενωθώ ψυχικά. Όταν έριξα μία ματιά της πρόσκλησης στο μαγαζί, στο Μιλάνο, δεν πρόσεξα τις λεπτομέρειες και θεώρησα τυχαίο το όνομα του γαμπρού»
«Και τελικά;» επέμεινε ο Μικέλε.
«Τελικά ο τυχερός ανήρ που ανθοστολίζεται για να πάρει την ξαδέρφη μου, είναι ο πρώην αρραβωνιαστικός μου» τελείωσε και τον είδε να γουρλώνει τα μάτια «Καθώς αντιλαμβάνεσαι, θα προτιμούσα να το αποφύγω»
Για λίγο εκείνος το σκέφτηκε.
«Στη θέση σου δεν θα το απέφευγα. Στην τελική δεν ήσουν εσύ εκείνη που τον άφησε ξεκρέμαστο» πάλεψε να την πείσει, μα εκείνη δεν άκουγε.
«Όχι, Μικέλε. Στον γάμο δεν θα παρευρεθώ. Αν υπάρχει ένας λόγος που εξακολουθώ ίσως να σκέφτομαι την επίσκεψή μου στη Ρώμη, αυτός είναι η μητέρα μου. Ωστόσο, δεν χρειάζεται να με ακολουθήσεις. Ίσως αν πάρω το τρένο, να βρεθώ εκεί σε μερικές ώρες. Επίσης, σε απαλλάσσω και από όποιο θέατρο ήσουν αναγκασμένος να παίξεις» του ανακοίνωσε βαστώντας την ανάσα της.
«Μα, πρέπει να έρθω» προσπάθησε να την πείσει για την εξαγριώσει ακόμη περισσότερο.
«Εντάξει, όλο αυτό πρέπει κυριολεκτικά να σταματήσει. Ή θα μου εξηγήσεις τι στο καλό συμβαίνει ή όλη μας η διαδρομή διακόπτεται εδώ» τον απείλησε.
Ο Μικέλε ξεφύσησε.
«Δεν μπορώ. Μα τω Θεώ δεν μπορώ να σου εξηγήσω, μονάχα να αρκεστώ στο να δηλώσω πως είναι εξίσου σημαντικό και για εμένα, να ακολουθήσω αυτή τη διαδρομή» πρόφερε.
«Τότε κάνε το μόνος σου! Βαρέθηκα πια με τα μυστικά! Είδα πού με οδήγησαν. Λοιπόν, θέλω να μου πεις την τιμή του δωματίου. Από εκεί και πέρα, ο καθένας θα ακολουθήσει τη δική του πορεία. Έχεις τους προορισμούς»
Τον είδε να θυμώνει.
«Τότε, δώσε μου τα γράμματα!» απαίτησε.
«Δεν είσαι εσύ ο παραλήπτης, μα εγώ! Έχεις τις διαδρομές. Χάρηκα για την σύντομη γνωριμία μας κύριε Μπαρτολίνι και καλά να περνάτε με τον θίασό σας τον αμέτρητο»
«Ζηλεύεις;» τη ρώτησε ήδη εκνευρισμένος. Ρυάκια υγρά κυλούσαν από τα βρεγμένα του μαλλιά, στο πρόσωπό του και από εκεί στον ολόλευκο λαιμό του.
«Δεν έχω τίποτε να ζηλέψω από εσάς» τον διαβεβαίωσε.
«Δεν θα το έλεγα. Πετάς διαρκώς προτάσεις διφορούμενες, οι οποίες εμπεριέχουν και μία κριτική προς το πρόσωπό μου σχετικά με χθες. Πέρασα υπέροχα, εξάλλου καμία γυναίκα δεν μένει ανικανοποίητη στο πλάι μου, κάτι βέβαια που εσύ μήτε θα μάθεις, μήτε θα βιώσεις» έκανε ένα βήμα πίσω « Τελικά έχεις δίκιο. Καλύτερα να τραβήξει ο καθένας τον δρόμο του» ετοιμάστηκε να κλείσει την πόρτα « Α, το δωμάτιο είναι πληρωμένο. Για εμένα το ποσό θεωρείται αμελητέο εξάλλου, κάτι σαν τα ρέστα που αφήνω καθημερινά για τον καφέ μου!» της έκλεισε την πόρτα και η Μαριάντζελα ξεφύσησε. Τίποτε απολύτως δεν πήγαινε καλά. Το μόνο θετικό που της είχε συμβεί, ήταν ίσως η απόφαση να μην πατήσει σε εκείνον τον καταραμένο γάμο.
Καλώντας ταξί, μιας και βρισκόταν στη μέση του πουθενά, μεταφέρθηκε στον σταθμό του τρένου. Οι εναλλασσόμενες εικόνες θα την βοηθούσαν. Η παλιά γειτονιά της μητέρας της, στην Τρανστέβερε, την καρτερούσε για να την γεμίσει αναμνήσεις, λουλούδια, δαιδαλώδη σοκάκια και σπίτια στο χρώμα της ώχρας. Φυσικά είχε πλέον εξελιχθεί σαν τόπος,φιλοξενώντας από καφέ και εστιατόρια, μέχρι μπαράκια. Επίσης, καθώς ήταν Κυριακή, είχε το περιθώριο να απολαύσει την μοναδική υπαίθρια αγορά, μαζί με την μητέρα της χαζεύοντας τις αντίκες και τα υπόλοιπα αντικείμενα προς πώληση. Της είχε λείψει πολύ η μητρική αγκαλιά. Τέσσερις ώρες σχεδόν μετά, έχοντας αποχαιρετήσει τη γλυκιά Τοσκάνη με της μυρωδιά των αμπελώνων, βρέθηκε να βαδίζει κοντά στον ποταμό Τίβερη, σέρνοντας μαζί και την ασήκωτη βαλίτσα της. Ξεφυσώντας, κατόρθωσε να φτάσει στο σπίτι της μητέρας της, με τη χαρακτηριστική μπουγάδα να κρέμεται μετέωρη. Κλειδιά φυσικά είχε για να ανοίξει, μονάχα που όταν η παλαιά πόρτα υποχώρησε, βρέθηκε μπροστά στο θέαμα της μητέρας της, να χασκογελά ανέμελα με τους...μελλόνυμφους.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro