Για όλα όσα ποτέ δεν θα σου πω
Φώτα. Κόσμος. Εγώ.
Περίεργος τρόπος για να αρχίσει η ιστορία αυτή, δεν νομίζεις;
Βέβαια η ιστορία μας άρχισε με ακόμα πιο περίεργο τρόπο, αλλά πάνε πόσοι μήνες από τότε και ακόμα νιώθω πως γνωριζόμαστε μόλις χθες.
Χθες. Παρελθόν.
Γιατί το μυαλό μου δεν με αφήνει από τα δεσμά του παρελθόντος και εσύ γιατί προχωράς γρήγορα στο παρόν;
Φόβος. Άγχος.
Πίνω το ποτό μου και μια παρέα ανδρών μου ρίχνουν κλέφτες ματιές.
«Ας μου μιλήσει κάποιος», μια φωνή μέσα στο κεφάλι μου φώναζε να γυρίσω. Αφού δεν μου έστειλες μήνυμα, δεν θα έρθεις να με πάρεις.
Πίνω και άλλη μία γουλιά.
Οι σκέψεις μου συναντούν τους ρυθμούς της μουσικής που ακούγεται στο μπαράκι που κατέφυγα για να προστατευτώ τι από εκείνες που με έτρωγαν με κάθε βήμα, τι από το κρύο της πόλης, τι από εσένα και όσο οι αριθμοί αλλάζουν στο κινητό μου, τόσο και εγώ προσπαθώ να με πείσω να μείνω για λίγο ακόμα.
Πως φτάσαμε σε αυτό το σημείο;
Ξαφνικά η βαβούρα μου προκαλούσε τάση για εμετό και το συναίσθημα που έγραφα στα βιβλία μου, άρχισε να με κυριεύει, σαν άλλη πρωταγωνίστρια. Μα δεν είμαι σε μια ξένη πόλη, ούτε περιμένω τον «πρώτο μου» έρωτα. Πως γίνεται εγώ που ζούσα για το συναίσθημα, να μην ξέρω τι νιώθω;
Και άλλη μία γουλιά.
Για ποιον λόγο επέμεινα να βρεθούμε; Αφού νιώθω τόσο χάλια, γιατί κάθομαι ακόμα εδώ και σε περιμένω; Γιατί δεν φεύγω; Γιατί δεν το βάζω στα πόδια; Γιατί δεν πηγαίνω σπίτι; Γιατί μένω εδώ;
Και άλλη μία γουλιά.
Οι αριθμοί κυλάνε επικίνδυνα γρήγορα και έχει περάσει σχεδόν μία ώρα από εκείνη που μου είχες πει πως τελειώνεις την δουλειά, μα ακόμη να φανείς. Άραγε με ξέχασες απόψε;
Άλλη μια γουλιά.
Το κινητό μου φωτίστηκε, κάνοντας με να το προσέξω.
«Που είσαι;» η απάντηση δεν άργησε να φανεί και καθώς τα βήματα μου κατευθύνθηκαν προς την έξοδο, με την καρδιά μου να αντηχεί μέχρι τα αυτιά μου. Γιατί μου είναι τόσο δύσκολο;
Τικ. Τακ.
Το τηλέφωνο μου χτύπησε και οι λέξεις μου χάθηκαν.
«Θα σε περιμένω εκεί».
Το κρύο με κάνει να θέλω να φύγω. Μα τα πόδια μου είναι τόσο παγωμένα για να το κάνω.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε απέναντι και όσο περπατούσα προς το μέρος του, τόσο η ανάσα μου προσπαθούσε να με προειδοποιήσει. Ώσπου μπήκα στο αυτοκίνητο. Ώσπου σε είδα.
Ματιές. Το να κοιτώ την πόλη με τα χιλιάδες της φώτα, με κάνει να μελαγχολώ. Δεύτερη φορά που είμαστε σε αυτή την κατάσταση, εσύ τόσο ήσυχος και εγώ τόσο ταραγμένη.
Φώτα και εμείς.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε και έμεινε να με κοιτάζει για λίγο.
Μάτια με μάτια.
Τα δικά σου μάτια τι να μαρτυρούσαν άραγε, πέρα από απογοήτευση; Το γέλιο μου έσπασε την απόλυτη σιωπή που υπήρχε ανάμεσα μας.
Και έπειτα, φωνές και σκέψεις.
Φωνές. Το να συζητάμε τα ίδια πράγματα, μας φθείρει, δεν νομίζεις; Το να νιώθουμε, μας φθείρει, δεν νομίζεις; Το να νιώθεις, σε κάνει να ξεσπάς, δεν νομίζεις; Το να μην ξέρω τι θέλω, δεν μας μπερδεύει, δεν νομίζεις; Εσύ τι νομίζεις;
Συναισθήματα και λογική. Εσύ είσαι συναισθηματικός. Εσύ πλημμυρίζεις και βουλιάζεις από συναισθήματα μα εγώ που θα πέθαινα για αυτά, δεν μπορώ να νιώσω ούτε λέξη. Καταλαβαίνεις; Δεν νομίζω πως μπορείς να καταλάβεις πλήρως την λογική μου.
Λέξεις και εγώ. Πάντοτε θα εκφραζόμουν περισσότερο γραπτά, πάρα με τις λέξεις σε μια σειρά και αυτές, φωνάζοντας τες ώστε να τις ακούσει κάποιος. Πάντα σκέφτομαι τι θα μπορούσα να πω μα ποτέ δεν το λέω. Μα όχι σήμερα. Όχι απόψε.
Μυαλό σε τάξη. Συναίσθημα σε τάξη.
Για ποιον λόγο φτάσαμε ως εδώ; Για ποιον λόγο σου είπα να βρεθούμε;
Το ονομάζω πρόσχημα.
Μα αρκετά δεν έχουμε φθαρεί; Δεύτερη φορά που είσαι κοντά και μακριά μου.
Ξαφνικά δεν αντέχω άλλο στο αυτοκίνητο. Ξαφνικά η πόρτα ανοίγει. Ξαφνικά περπατάμε προς την λίμνη. Ξαφνικά η επιθυμία να βουτήξω, με καταβάλλει.
«Πληροφοριακά μιλώντας, δεν ξέρω κολύμπι», θα πεις και θα γελάσω, κοιτώντας τριγύρω, μονάχα λίγα βήματα μακριά από το κενό χρώμα της λίμνης. Άλλο λίγο και θα μπορούσα να είμαι νεκρή τώρα.
«Ούτε και γω ξέρω».
Ο αέρας δεν σταμάτησε και το κρύο τον έκανε να κρυώσει, βάζοντας την κουκούλα του. Μα εγώ δεν κρύωνα.
Βήματα και εμείς.
Κάθε φορά που θα είμαι μαζί του, τα βήματα μας θα είναι κοντά και μακριά. Κάθε φορά που θα είμαι μαζί του, θα χορεύουμε στους άδειους δρόμους, θα σχολιάζουμε τα ζευγαράκια, θα γελάμε σαν να μην υπάρχει αύριο και θα με αγκαλιάζει προσπαθώντας να διώξει μακριά την κρίση πανικού μου.
Γιατί να πρέπει να είναι τόσο σοβαρός και τόσο τρελός και γιατί εγώ θα πρέπει να ντρέπομαι και να είμαι τόσο μπερδεμένη με τα συναισθήματα μου;
Αρχή και τέλος. Είναι η δεύτερη φορά που βρισκόμαστε σε αυτή την κατάσταση και το μόνο που κάνουμε είναι να κοιτάζουμε την λίμνη, με τα φωτάκια να με κάνουν να γελάσω με την τραγικότητα της κατάστασης μας. Και εσύ απλά θα με ρωτήσεις γιατί γελάω.
«Είναι όλα τόσο ρομαντικά για να είμαστε έτσι», θα σκεφτώ και θα στο ψελλίσω, σαν να είμαστε σε κάποιο από τα βιβλία μου. Μα η πρωταγωνίστρια έχει ξεμείνει από λόγια και δεν εκφράζεται εύκολα πλέον.
«Έχεις εξαλείψει τον ρομαντισμό», μάλλον αυτό πρέπει να μου είπες μένοντας λίγα βήματα μακριά μου. Κι όμως, εγώ έχω καταστρέψει τον ρομαντισμό;
«Εσύ που λες πως πέθαινες για τα συναισθήματα, πρόσεχε γιατί είναι τελείως διαφορετικό το να ζεις τα συναισθήματα και τον ρομαντισμό από το να ζεις για τα συναισθήματα και για τον ρομαντισμό».
Τα πόδια μου άρχισαν να περπατούν προς την αντίθετη κατεύθυνση.
«Μην με κάνεις να σε κυνηγάω. Γύρνα πίσω».
Όσο απομακρύνομαι ολοένα και πιο μακριά σου, σε νιώθω να περπατάς πίσω μου. Και όμως δεν μας εμποδίζω στο να παίζουμε αυτό το παιχνίδι, όσο και να λες πως κρυώνεις.
«Πήγαινε στο αυτοκίνητο», η θέα της μαύρης λίμνης σε συνδυασμό με τα νερά που χτυπάνε τα βράχια, με ξετρελαίνει.
Τα χέρια σου ακούμπησαν τα δικά μου και άρχισαν να μας οδηγήσουν προς το αυτοκίνητο.
«Ποιος κάνει σαν πεντάχρονο τώρα;».
«Κανένας», ήθελα να του φωνάξω μα ζαλίστηκα καθώς προχωρούσαμε, με εκείνον να βολεύει καλύτερα τα χέρια του πάνω μου.
«Μου προκαλείς ζαλάδα», μια έκφραση που ποτέ δεν θα πω.
Και έπειτα θλίψη, βαριές ανάσες, αγγίγματα και δάκρυα.
Συναισθήματα. Γιατί δεν ανοίγομαι σε κανέναν και γιατί ποτέ δεν λέω ο,τι νιώθω στους δικούς μου ανθρώπους; Παρελθόν.
Εγώ είμαι χαμένη στις πύλες του παρελθόντος, προσπαθώντας να βγω από τον εαυτό μου και να αφεθώ ξανά, μα είμαι τόσο ψυχρή σαν παγόβουνο που δυσκολεύομαι να λιώσω μπρος στα δικά του συναισθήματα. Γιατί πρέπει να βασανιζόμαστε έτσι; Γιατί πρέπει να φοβάμαι να νιώσω;
Ανασφάλειες και το δικό του παρόν. Εκείνος πέφτει και σηκώνεται, ζει και υπάρχει, μα εγώ φανταζω νεκρή. Και κλαίω. Και κλαίω σαν παιδί πάλι, γιατί δεν θέλω αυτή την ζωή. Γιατί με πονάει. Γιατί δεν θα καταλάβει ποτέ πόσο βάρος νιώθω σε όλους και πόσο σκοτάδι κρύβω μπρος στα χρώματα της καρδιάς μου. Μα εκείνος είναι πολύχρωμος, έχει μια ζωή γεμάτη με χρώματα, μια ζωή με βάσανα και εμπόδια αλλά εγώ τι έχω; Γρατσουνιές στην ψυχή. Ενώ εγώ τι έχω; Εγώ έχω μονάχα κάτι φλέβες που ήθελα να κόψω με ξυράφι. Γιατί είμαι πολύ «εγώ» για να υπάρχω.
Στον δρόμο που βαδίζουμε αντί να ανταλλάσσουμε ματιές για το αντίο, εκείνος μου αναλύει την ζωή του με το παρόν και το μέλλον, επιπλήττοντας με που ζω στο παρελθόν. Μα μιλώντας για ανθρώπους και πράγματα που έχουμε δεδομένα και με την όλη συζήτηση για συναισθήματα, στιγμές και αναμνήσεις, θυμήθηκα τον πρώτο μου έρωτα και χαζεύοντας τον να οδηγεί, να μου μιλάει με τέτοιον τρόπο σαν να βγήκε από κάποιο από τα βιβλία μου, κοιτώντας με αραιά και που μέσα στα μάτια, ήθελα να του φωνάξω μόνο μια φράση.
Μα δεν πιστεύω πλέον σε τίποτα. Μα δεν νιώθω πλέον τίποτα.
Γιατί δεν νιώθω πλέον τίποτα;
Το αυτοκίνητο σταματάει κάτω από το σπίτι μου και τον κοιτάζω για τελευταία φορά. Μα δεν μιλάω. Ούτε κάνω κίνηση να φύγω.
Εκείνος βγάζει την ζώνη και με κοιτάει.
«Αντίο», είμαι έτοιμη να πω μα με πονάει αυτή η λέξη και περισσότερο με πονάει να παραδεχτώ πως με πονάει η απουσία του από την ζωή μου.
Έτσι, προσπάθησα να βάλω τις λέξεις σε μια σειρά για να βγάλω ένα νόημα. Μα πόσα που δεν είπα, θα ήθελα να σου πω;
«Θα σου γράψω γράμματα», αυτό που ήθελα να πω είναι πως δυσκολεύομαι να βγάλω τα συναισθήματα μου σε λέξεις που κρέμονται από τον αέρα αντί για τις γραμμές ενός τετραδίου.
Αλλά εκείνος φαινόταν να περιμένει κάτι άλλο από εμένα. Κάτι που ένα απλό «Καληνύχτα», δεν μπορεί να καλύψει.
«Θα ξαναβρεθούμε ή να πούμε αντίο;» το ερώτημα μου τον έκανε να μην μιλήσει. Με πονάει που δεν λέει αν θα τον ξαναδώ και το ξέρει κι ο ίδιος καλά.
Η πόρτα άνοιξε και έμεινα απέξω να τον κοιτάζω. Η στάση του όμως μαρτυρούσε πως κουράστηκε να με κυνηγάει.
«Οι ρόλοι αντιστράφηκαν και αυτή την φορά εσύ είσαι αυτή που πρέπει να με κυνηγήσει».
Το βλέμμα μου περιπλανιόταν τριγύρω και κρεμόταν από τα λόγια του. Μα εκείνος το μόνο που έλεγε ήταν να επαναλαμβάνει τα δικά μου λόγια. Όμως εγώ δεν ήθελα να φύγω.
Και εκείνος περίμενε να πω κάτι.
«Θα κάνεις για πολύ ώρα ερωτική εξομολόγηση στην πόρτα μου;»
Ήθελα τόσο να γελάσω με αυτό που σχολίασε, μα στ' αλήθεια, τι με κρατούσε από το να φύγω μακριά του;
Ούτε εγώ η ίδια ξέρω.
Μα στον δρόμο για το σπίτι μου, η ανάγκη να του φωνάξω μια μονάχα λέξη, με έκανε να παλεύω με θεούς και δαίμονες. Κι αν δεν την εννοώ; Κι αν την λέω απλά για να την πω; Τέσσερις μήνες πέρασαν, γιατί με πονάει να παραδεχτώ όσα νιώθω και γιατί παραμένω με την λογική;
«Άλλωστε όλοι φεύγουν. Κανείς δεν μένει για πάντα».
Το συναίσθημα του πάει κόντρα στην λογική μου, αλλά εκείνος θέλει χρόνο. Τι θέλω πάλι μαζί του;
Πάνω σε όλη αυτή την φουρτούνα που με παρέσυρε στα συναισθήματα του, εγώ σαν παγόβουνο, άρχισα να βυθίζομαι σιγά σιγά.
«Σ-σς», δεν μπορούσα να το πω. Όχι τώρα. Όχι σήμερα. Όχι απόψε.
«Θα στο πω σε άλλη γλώσσα και αν δεν το καταλάβεις, ψάξε το», τα μάτια του με κοιτούσαν και το κρύο είχε μπει στο αυτοκίνητο, μα δεν με νοιάζει.
«Θα στο πω στα Γερμανικά», πέταξα καθώς προσπαθούσα να σκεφτώ κάποια γλώσσα που μπορεί να μην καταλαβαίνει. Μα ποια γλώσσα δεν καταλαβαίνουμε πραγματικά; Την γλώσσα που αρθρώνονται οι λέξεις, την γλώσσα που μιλάνε τα σώματα μας ή την γλώσσα της ψυχής;
Πονάει. Μα θέλω να το πω.
Ακόμη κι ας είναι βλακεία, μπορεί αύριο να μετανιώσω που δεν το είπα.
«Ich liebe dich».
«Το ξέρω».
«Αυτό ήθελα να πω, καληνύχτα».
Η πόρτα έκλεισε γρήγορα και τα βήματα μου με οδήγησαν στην είσοδο της πολυκατοικίας.
Μα δεν με ακολούθησε.
Αν αυτή ήταν σκηνή από κάποιο βιβλίο μου, θα έβαζα τον πρωταγωνιστή να βγει από το αυτοκίνητο και να φτάσει την πρωταγωνίστρια, φιλώντας την. Μα ξεχάσαμε πως μπορεί να μην είναι καν ο δικός μου Ρωμαίος, ούτε ο δικός μου Αχιλλέας, πάρα μόνο ο Πέτρος.
Ξέρεις τι πονάει όμως περισσότερο; Να μένω με την λογική κάθε μέρα και να πεθαίνω μέσα μου ενώ εσύ περνάς «καλά», φθείροντας μας περισσότερο. Ξέρεις τι άλλο με πονάει περισσότερο; Το γεγονός πως βγήκα και περπάτησα στην γειτονιά μου και το μόνο που μου έλειπε ήταν να δω το αυτοκίνητο σου να ανεβαίνει το δρομάκι από το οποίο ερχόμαστε κάθε φορά που με φέρνεις σπίτι.
Μα εσύ δεν θα φανείς.
Λες πως είμαι αδιάφορη για σένα, λες πως δεν νοιάζομαι αλλά ξέρεις τι πονάει περισσότερο από το οτιδήποτε; Η απουσία σου. Αυτό μήπως ξέρεις τι απαραίτητα σημαίνει; Ή μήπως το ψάχνεις σε άλλες αγκαλιές; Ή μήπως το ψάχνεις σε μέρη με κρασί και θέα;
Τελικά τι με πονάει περισσότερο; Το γεγονός πως θα σε χάσω ή το γεγονός πως δεν θα μπορώ να γέρνω προς το μέρος σου και να έχεις μια στοργή στο βλέμμα;
Τι μας φθείρει πιο πολύ; Το μαζί ή το χωριστά; Και γιατί με το χωριστά, μου φαίνεσαι πιο ελκυστικός;
Γιατί δεν μπορώ να ξέρω με σιγουριά τι νιώθω και γιατί εσύ δεν μου δίνεις μια αγκαλιά, μονάχα ένα απλό «πρέπει να σκεφτούμε και οι δυο»;
Δεν ξέρω αν καταλαβαίνεις. Και αν θα καταλάβεις και ποτέ.
Αλλά ήμουν η πρώτη που σου εκμυστηρεύτηκε το τι ακριβώς κρύβεται κάτω από την λογική μου.
Η αγάπη μου.
Και ίσως φοβάμαι να στην δώσω.
~~~
Με πονάει.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro