Το σπίτι μου και το σπίτι σου/ part 1
Στη φωτό το βλέμμα του Φιλίπ
Τίποτε στην ζωή αυτή, δεν έχει μονάχα μία όψη. Τα πάντα είναι πολύπλευρα και πολυδιάστατα, κάτι που προσδίδει και μία ανάλογη μαγεία στον κόσμο. Αυτή όμως η οπτική γωνία των πραγμάτων, μερικές φορές τρομάζει και απορρίπτεται δίχως προσπάθεια να γίνει κατανοητή. Η Ελοντί ωστόσο, ήταν μία νέα και φρέσκια κοπέλα, γεμάτη όνειρα και αθωότητα, σε σημείο να φαντάζει τελικά παράταιρη στην μικρή κοινωνία του Λουρμαρέν, που βομβαρδιζόταν από κακοτοπιές. Αυτό όμως που αρνούνταν οι κάτοικοι πεισματικά να κατανοήσουν, ήταν πως η αλλαγή προς το καλύτερο, ξεκινούσε πρώτα από μέσα μας, από εμάς τους ίδιους. Όταν δουλεύουμε σκληρά και καθημερινά με τον εαυτό μας, προκειμένου να αυτοβελτιωθούμε, είναι βέβαιο πως αυτή η προσωπική πρόοδος, θα μεταφερθεί και στις πράξεις μας, άρα και στην κοινωνία στην οποία ζούμε.
Λίγο πριν πάρει τον δρόμο για τον μικρό ναό του χωριού και έχοντας επιστρέψει από την δουλειά σχετικά κουρασμένη, η Ελοντί αποφάσισε να αναλάβει μερικές, επείγουσες δουλειές του σπιτιού, προκειμένου να είναι καθαρό. Έστρωσε το κρεβάτι σιγοτραγουδώντας έναν χαρούμενο σκοπό και κατόπιν αποφάσισε να ξεκινήσει το σφουγγάρισμα, πρώτα από τον επάνω όροφο. Έχοντας τελειώσει σχετικά γρήγορα από τα δωμάτια και με το ευχάριστο άρωμα του γιασεμιού να ποτίζει τα ρουθούνια της και να γαληνεύει την ψυχή της, ξεκίνησε τον διάδρομο, όταν όντας αφηρημένη, γλίστρησε στα νερά και έπεσε με φόρα και με την πλάτη στον τοίχο, τοποθετώντας τελευταία στιγμή για αντίσταση τα δύο της χέρια.
Παλεύοντας να σηκωθεί όπως όπως, παρατήρησε πως ο τοίχος που συνδεόταν με τον υπόλοιπο σχηματίζοντας γωνία, είχε υποχωρήσει.
΄΄ Με πόση φόρα προσγειώθηκα τελοσπάντων;΄΄ αναρωτήθηκε όταν με το χέρι της πλησίασε διστακτικά το άνοιγμα και ξεκίνησε να το ψηλαφίζει.
Βάζοντας λίγη δύναμη στα δάχτυλά της, ο τοίχος υποχώρησε κι άλλο, εμφανίζοντας ένα χαώδες και σκοτεινό άνοιγμα. Παρατώντας το σφουγγάρισμα, κινήθηκε καμπουριαστά μέχρι εκεί, όταν προς μεγάλη της έκπληξη, διαπίστωσε πως μέσα στο άνοιγμα, υπήρχαν υπόγειες, μεταλλικές σκάλες που οδηγούσαν στο πουθενά και σε άγνωστα μονοπάτια. Κοιτάζοντας για λίγο πίσω της και προσπαθώντας να αφουγκραστεί τον χώρο για τυχόν θορύβους, ξεκίνησε να χτυπά ελαφρώς όλον τον τοίχο κατά μήκος του διαδρόμου, διαπιστώνοντας, πως ήταν κούφιος.
Τότε, τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, καθώς ξεκίνησε να συνδέει κάποια φαινόμενα με το γεγονός πως μέσα στο σπίτι, υπήρχε ουσιαστικά και ένα δεύτερο, κρυφό. Επιστρέφοντας ξανά στο άνοιγμα, πιάστηκε από την σιδερένια κουπαστή και ξεκίνησε να κατεβαίνει αργά και με προσοχή τα σκαλοπάτια. Όσο βάθαινε η κατάβαση και το φως του διαδρόμου χανόταν, τόσο εκείνη αγωνιούσε. Συνεχίζοντας τον δρόμο, είδε λάμπες παλιές, χρυσοποίκιλτες να κοσμούν τους τοίχους γύρω της, σαν να πρόκειται για κάποιο παλιό αρχοντικό. Η σκόνη είχε κατακαθίσει σε κάθε πιθανό και απίθανο σημείο, όταν τα σκαλιά τελείωσαν και εκείνη βρέθηκε σε ένα υπόγειο άνοιγμα. Όταν έστρεψε το βλέμμα της προς τα πάνω, είδε χιλιάδες σκαλωσιές να οδηγούν σε διάφορα μέρη, πιθανότατα του σπιτιού. Η Ελοντί συνέχισε να προχωρά σε έναν στενόμακρο διάδρομο, όταν είδε κρεμασμένο ένα καθρέπτη, ο οποίος είχε διαλυθεί σε χιλιάδες κομμάτια, αντανακλώντας έτσι, μία στρεβλή εικόνα του προσώπου της.
Συνεχίζοντας την επικίνδυνη διαδρομή σε μία παραλλαγή της Κόλασης, καθώς ο τοίχος είχε μουντά χρώματα, ενώ σε αρκετά σημεία, έμοιαζε καμένος, η Ελοντί πρόσεξε μία απόκοσμη, βενετσιάνικη μάσκα που κρεμόταν από μία κλωστή στον τοίχο στα δεξιά της. Τότε, συνειδητοποίησε πως είχε περάσει σε ένα άλλο βασίλειο, σκοτεινό και οργισμένο. Εκείνο του Φιλίπ. Παλεύοντας να κρατήσει σταθερή ακόμη και την ανάσα της, είδε ένα τραπεζάκι μισοφαγωμένο και επάνω του μία ζωγραφιά με κάρβουνο. Μπορούσε να ξεχωρίσει αυτό το υλικό από χιλιόμετρα. Ήταν δύσκολο να χρησιμοποιηθεί, μα για όποιον ήταν δεξιοτέχνης, προσέδιδε μία ζωντάνια και μία ζεστασιά στα σκίτσα. Πάνω ακριβώς από το φτωχικό τραπεζάκι, κρεμόταν ένα μισοσπασμένο φως και η Ελοντί πλησίασε για να παρατηρήσει το σκίτσο.
Η κοπέλα που απεικονιζόταν, φορούσε το ίδιο με εκείνη φόρεμα. Για την ακρίβεια αγνάντευε τον ορίζοντα από το παράθυρο, όπως συνήθιζε να κάνει και η ίδια τα περισσότερα δειλινά που έμενε στο σπίτι.
΄΄Εγώ είμαι΄΄ σκέφτηκε κοιτάζοντας την ζωγραφιά με θαυμασμό, αλλά και φόβο. Ήταν τόσο ζωντανή, θαρρείς και έβλεπε φωτογραφία. Τη στιγμή όμως που ετοιμάστηκε να την αγγίξει, ένα χέρι της την άρπαξε στον αέρα. Μπροστά της, στεκόταν μία φιγούρα ψηλή, ντυμένη στα ολόμαυρα, της οποίας το πρόσωπο ήταν καλυμμένο με την γνωστή πλέον μάσκα, αλλά με ύφος οργισμένο αυτή τη φορά.
«Τι κάνεις εδώ; Πες μου τώρα, πώς βρέθηκες εδώ» τόνισε απειλητικά την κάθε του κουβέντα, κάνοντας την κοπέλα να τρομοκρατηθεί.
«Συ-συγγνώμη. Φιλίπ; Εσύ είσαι; Είσαι ζωντανός;» ξεκίνησε να τον ρωτά τρέμοντας.
«Συγγνώμη αν σου χάλασα το όνειρο του φαντάσματος. Τώρα όπως είσαι, θέλω να σηκωθείς και να φύγεις. Αυτό είναι το σπίτι μου και σου απαγορεύω να βρίσκεσαι εδώ. Μου αρκεί που έχεις εγκατασταθεί, εσύ και το ανυπόφορο ταίρι σου στο υπόλοιπο. Δεν ξέρω πώς στο ανάθεμα ανακάλυψες έναν από τους πολλούς δρόμους που οδηγούν εδώ κάτω, αλλά εάν τον φανερώσεις στον οποιονδήποτε, σου υπόσχομαι πως θα πάρεις μία γεύση από την οργή μου, Ελοντί» τελείωσε και εκείνη ξεκίνησε να πισωπατά.
«Φιλίπ, δεν το έκανα επίτηδες. Σφουγγάριζα και γλίστρησα και..» πήγε να πει, μα την διέκοψε.
«Γύρνα πίσω στους ζωντανούς Ελοντί. Δεν έχεις καμία δουλειά εδώ κάτω. Σήμερα, θα σε πιστέψω πως πράγματι ήταν τυχαίο. Εξάλλου, κανένας μέχρι τώρα δεν έχει ανακαλύψει το σπίτι μου, το βασίλειό μου και εσύ, δεν διστάζεις να λες αλήθειες. Φύγε λοιπόν και μην ξαναγυρίσεις ποτέ, ούτε καν για να κοιτάξεις πίσω σου» τελείωσε και η κοπέλα ξεκίνησε να τρέχει ανεβαίνοντας αυτή τη φορά με εκπληκτική ταχύτητα μέχρι την κορυφή.
Πίσω της, ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος και ο τοίχος έκλεισε ξανά. Για λίγο, έκατσε οκλαδόν στο πάτωμα, προκειμένου να αναλογιστεί, τι είχε μόλις συμβεί. Η φωνή του, είχε μείνει χαραγμένη στο μυαλό της, καθώς παρά τον θυμό του, η χροιά της είχε μία ζεστασιά. Επίσης, ξεκίνησε να δικαιολογεί το φαινόμενο να μπορεί να εμφανίζεται και να εξαφανίζεται ανοίγοντας εσωτερικούς τοίχους μέσα στο σπίτι με εκπληκτική ταχύτητα. Ήταν ζωντανός, γι' αυτό δεν υπήρχε αμφιβολία, καθώς φορούσε ένα ελαφρύ άρωμα εσπεριδοειδών. Γιατί όμως προτιμούσε να τον νομίζουν όλοι πεθαμένο;
Ταραγμένη ακόμη, φόρεσε την ζακέτα της και βγήκε έξω. Η φθινοπωρινή βροχή, έκανε την μυρωδιά του εδάφους βαριά και έντονη. Τα σύννεφα ταξίδευαν σε χαμηλή απόσταση από το έδαφος και εκείνη βημάτισε μέχρι την εκκλησία. Ο Άγιος Ανδρέας καρτερούσε κάθε πονεμένη ψυχή που είχε ανάγκη από λίγη ανάπαυση. Ο πατέρας Αυγουστίνος προσευχόταν σιωπηλά και εκείνη άφησε το σώμα της να πέσει σε ένα κάθισμα.
«Θα πρέπει να είσαι η Ελοντί» άκουσε την γλυκιά φωνή του γεράκου, καθώς την πλησίαζε για να καθίσει δίπλα της. «Συννεφιασμένη σε βλέπω, όμως πες μου. Ο Άγιός μας έκανε το θαύμα του να πάρει μακριά σου, έστω και ένα βάρος;» ρώτησε ο πατέρας Αυγουστίνος καλοσυνάτα.
«Ξέρετε, ζω στο σπίτι εκείνο του θρύλου. Πρόσφατα μετακομίσαμε και...Η αλήθεια είναι πως συμβαίνουν παράξενα πράγματα» ξεκίνησε εκείνη κάνοντας τον ιερέα να την κοιτάξει χαμογελαστός.
«Παράξενα; Μα, γιατί;» ρώτησε δήθεν από άγνοια.
«Πατέρα, κρατάτε μυστικά; Νιώθω πως θέλω να μιλήσω κάπου» του είπε και εκείνος της έπιασε το χέρι με το δικό του.
«Από εδώ μέσα, τίποτε δεν δραπετεύει, εκτός από τον Φιλίπ» της είπε χαμογελαστά και εκείνη τον κοίταξε.
«Ώστε, γνωρίζετε...» πήγε να του πει.
«Φυσικά και γνωρίζω τον νεαρό Φιλίπ. Ίσως από την πρώτη στιγμή σχεδόν που ήρθε στον κόσμο. Τότε, που η γιαγιά του τον έφερε στον ναό τυλιγμένο με κάτι βρώμικες κουβέρτες, προκειμένου να μου ζητήσει αρχικά να τον αφήσει εδώ. Εγώ όμως, λυπήθηκα το νεογέννητο που με τόση ψυχρότητα είχαν αφήσει οι δικοί του γονείς. Για εμένα η εγκατάλειψη είναι αμαρτία και οι γονείς του αδικαιολόγητοι. Συμβούλεψα την γιαγιά του να το πάρει και ο Θεός θα της έδινε κουράγιο στον δύσκολο δρόμο που την καρτερούσε» ξεκίνησε την αφήγηση και η Ελοντί ένιωσε την καρδιά της να χορεύει στο στήθος της από αγωνία.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro