Σκιαγραφώντας Συναισθήματα/ part 2
Το επόμενο πρωί, η Ελοντί βρισκόταν ήδη στην κουζίνα ετοιμάζοντας το πρωινό το δικό της και του Πιέρ. Η ίδια λάτρευε την σπιτική μαρμελάδα και τα πορτοκάλια της αυλής ήταν τα καταλληλότερα για μία τέτοια συνταγή. Όλο το σπίτι, είχε υιοθετήσει την γλυκόπικρη μυρωδιά τους, όταν εμφανίστηκε ο Πιέρ συνεπαρμένος, αφήνοντας ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλο της κοπέλας.
«Νιώθεις καλύτερα;» τον ρώτησε εκείνη μαγκωμένα και ο νεαρός της χαμογέλασε.
«Η μυρωδιά μου έφτιαξε τη διάθεση, παρά το γεγονός πως οδεύουμε προς τον χειμώνα» της είπε και βουτώντας το ένα του δάχτυλο στο μικρό κατσαρολάκι, κράτησε το βλέμμα του καρφωμένο στο δικό της «Και όχι μόνο η μυρωδιά» της είπε σε ένα πονηρό τόνο και με αργές κινήσεις, την προέτρεψε να αφήσει την κατσαρόλα με τη μαρμελάδα για λίγο στην άκρη και να τον ακολουθήσει στη κρεβατοκάμαρα.
Κανένας από τους δύο δεν γνώριζε ωστόσο, πως στις σκιές καραδοκούσε πάντοτε ένα οργισμένο, κυανό βλέμμα. Ήταν ο Φιλίπ, ο οποίος τα πρωινά του τα περνούσε σχεδόν πάντοτε κρυμμένος από τα αδηφάγα βλέμματα των ανθρώπων, χωμένος στη σκοτεινιά του υπόγειου λαβυρίνθου που είχε δημιουργήσει μέσα στο ίδιο του το σπίτι, φοβούμενος να διεκδικήσει την ίδια του τη ζωή. Μόλις αντίκρισε το θέαμα του ζευγαριού να απολαμβάνει στιγμές καθημερινές μαζί, ένιωσε ένα τσίμπημα οργής και αηδίας στην ψυχή του. Πώς μπορούσε αυτός ο άνδρας να εκμεταλλεύεται τα συναισθήματα της Ελοντί; Πώς ήταν δυνατόν να αλλάζει τα κορμιά που αγγίζει τόσο εύκολα; Και εκείνος; Εκείνος ήταν καταδικασμένος να μην απολαύσει ποτέ και τίποτε. Να έχει πάντοτε τον ρόλο του κομπάρσου, σε ένα θέατρο του παραλόγου που ήταν όλη του η ζωή.
Με φόρα κατέβηκε κάποια εσωτερικά, μεταλλικά σκαλοπάτια, που πρόχειρα είχε δημιουργήσει για να μπορεί να βρίσκεται οπουδήποτε επιθυμούσε μέσα στο σπίτι. Στο διάβα του, ετοιμαζόταν να καταστρέψει για ακόμη μία φορά κάποιο κάτοπτρο, ωστόσο την τελευταία στιγμή μετάνιωνε. Ήταν έτοιμος να αποσυρθεί στο λαγούμι του, όταν μπήκε στον πειρασμό να ακολουθήσει το ζευγάρι μέχρι τον διάδρομο που βρίσκονταν οι κρεβατοκάμαρες. Τότε, άκουσε τις σιγανές κραυγές απόλαυσης και την κοφτή ανάσα που έβγαινε από το στόμα της Ελοντί τη στιγμή που έκανε έρωτα με εκείνον. Τον άνδρα που την είχε πληγώσει με τον χειρότερο τρόπο και ας είχε πλήρη άγνοια εκείνη.
Ο θυμός σκαρφάλωσε για ακόμη μία φορά στον λαιμό του, σχηματίζοντας έναν κόμπο που του έφραζε την αναπνοή. Προκειμένου να αποφύγει να ξεσπάσει, έτρεξε κάτω στο υπόγειο και κλείστηκε εκεί, με μόνη του συντροφιά μία παλιά λάμπα που έφεγγε ακόμη πάνω από το κεφάλι του. Τοποθετώντας το πρόσωπό του ανάμεσα στα χέρια του, πάλεψε να ηρεμήσει. Τι στο καλό του συνέβαινε πια; Τι ήταν εκείνο το παράξενο συναίσθημα που είχε νιώσει στο άκουσμα της ευχαρίστησης της Ελοντί; Ήταν ζήλια. Ζήλευε τον Πιέρ που είχε τη δυνατότητα να την αγγίξει, να την κυκλοφορήσει και να της προσφέρει όλα όσα χρειαζόταν μία φυσιολογική σχέση. Γιατί ο Πιέρ, στα μάτια των υπόλοιπων, ήταν φυσιολογικός, παρά την απάτη του, ενώ ο ίδιος δεν ήταν.
Απελπισμένος, κοίταξε μία ζωγραφιά που κρεμόταν θλιβερά και άψυχα από τον τοίχο. Πλησίασε ανόρεχτα και την πήρε στα χέρια του ξεκινώντας να την επεξεργάζεται. Απεικόνιζε ένα κορίτσι και ένα αγόρι, ή μάλλον, έναν νεαρό. Οι δυο τους, είχαν στραμμένο το βλέμμα τους στον ορίζοντα και στην απεραντοσύνη του. Ο νεαρός φορούσε μαύρα και κουρελιασμένα ρούχα, ενώ η κοπέλα, ένα όμορφο, μακρύ φόρεμα στο χρώμα των ζουμερών ροδάκινων του καλοκαιριού. Στην δική του τη ψυχή και φαντασία, είχε ονειρευτεί εκείνον και την Ελοντί, να κοιτάζουν το πιο όμορφο δειλινό, με θέα πάντοτε το κάστρο. Σε καμία από τις ζωγραφιές του δεν απεικόνιζε το πρόσωπό του. Πάντοτε όλα τα σκίτσα που αφορούσαν στιγμές δικές του, που ονειρευόταν να μπορεί να ζήσει, παρουσίαζαν τον ίδιο με γυρισμένη την πλάτη. Δεν τολμούσε ούτε καν να ζωγραφίσει την εμφάνισή του.
Ωστόσο, όλες του οι ζωγραφιές, όλες του οι σκέψεις και τα όνειρα, παρέμεναν απραγματοποίητα. Δεν έκανε ποτέ του μεγάλα σχέδια, δεν τολμούσε, το θεωρούσε μάλλον ύβρις. Ωστόσο, κάθε φορά που μία λάμψη αμυδρή φαινόταν να ρίχνει το φως της ελπίδας στη μουντή του καθημερινότητα, η μοίρα ερχόταν για να τον προσγειώσει, όπως είχε γίνει και τότε, χρόνια πριν, που είχε ερωτευτεί στα κρυφά, το πιο όμορφο κοριτσάκι του χωριού. Ήταν εκείνο το επεισόδιο, όπου θέλοντας να της αποδείξει πως το σπίτι του δεν ήταν στοιχειωμένο και ο ίδιος δεν είχε κέρατα στο κεφάλι του, είχε κατορθώσει να την τρομοκρατήσει χειρότερα και να γίνει αντικείμενο χλευασμού για πολλά χρόνια. Κανένας δεν θέλησε να του δώσει μία ευκαιρία να τον μάθει, κανένας δεν θέλησε να διαβάσει την ψυχή του, εκτός ίσως από την καλοκάγαθη και πεισματάρα κοπέλα, την Ζακελίν.
Εκείνη επέμενε να προσπαθεί να τον πλησιάσει και να του εξομολογείται τα προσωπικά της προβλήματα, καθώς γνώριζε πως ποτέ του δεν θα την έκρινε. Έπειτα, υπήρχε και η πράα μορφή του πατέρα Αυγουστίνου που απέπνεε μία δύναμη και μία σταθερότητα. Με το μυαλό του να παίρνει περίεργες στροφές, ξεκόλλησε το σκίτσο σκίζοντάς το στα δύο και πετώντας το επάνω στο τραπέζι.
---------------------------
Η Ζακελίν είχε ετοιμαστεί για την δουλειά της, με μία ελαφριά καθυστέρηση καθώς είχε αργήσει να ξυπνήσει, με αποτέλεσμα να βρει πέντε κλήσεις και ένα φωνητικό μήνυμα από την μητέρα της που της έλεγε πως υπήρχαν δύο πρωινές αφίξεις και πως αν δεν ήταν η ίδια παρούσα να τους εξυπηρετήσει, θα είχαν σηκωθεί να φύγουν. Κατόπιν, ακολουθούσε ένας μαμαδίστικος μονόλογος, όπου της τόνιζε τα ελαττώματά της, με το μεγαλύτερο εκείνο του πρωινού ξυπνήματος, αλλά και τρόπους βελτίωσής της. Η Ζακελίν καθώς την είχε μάθει πλέον, αποφάσισε να μην δώσει ιδιαίτερη σημασία. Φόρεσε ένα ζεστό φούτερ και από πάνω μία μάλλινη κάπα, καθώς ο καιρός είχε ξεκινήσει να κρυώνει και τα πρωινά, το αεράκι ήταν κάτι παραπάνω από δροσερό για τα δικά της δεδομένα.
Βγαίνοντας και ανοίγοντας την μικρή της αυλόπορτα, άκουσε μία φωνή να την καλεί. Γυρνώντας αμέσως το κεφάλι της, αντίκρυσε τον Ντεάν ο οποίος κατευθυνόταν με τη σειρά του στο φούρνο προκειμένου να αγοράσει κανένα φρέσκο κρουασάν από τον κύριο Ναπολεόν.
«Καλημέρα» της είπε χαμογελώντας και της Ζακελίν της ξέφυγε από μέσα της μία βρισιά. ΄΄Ακόμη δεν είχε ξημερώσει ο Θεός την ημέρα και εκείνος την είχε βαφτίσει ήδη καλή. Μα ποιος νόμιζε πως ήταν τελοσπάντων; Δηλαδή, επειδή διέθετε ένα κυριολεκτικά εκτυφλωτικά χαμόγελο, μία κάτασπρη οδοντοστοιχία, τσαχπίνικα λακκάκια που του προσέδιδαν μία επιπλέον ομορφιά και δύο υπέροχα κυανά μάτια, θεωρούσε πως όλες οι γυναίκες θα έπεφταν στα πόδια του; Ε, λοιπόν είχε πολύ μεγάλο θράσος και αυτοπεποίθηση που θα του την έκοβε για τα καλά΄΄
«Για να το λέτε» ήρθε η κοφτή της απάντηση κάνοντάς τον να κοντοσταθεί για λίγο μπροστά της κοιτάζοντάς την και χαμογελώντας.
«Μα, τι είναι αυτό που σε κάνει να αμφιβάλεις για την ομορφιά της ημέρας;» τη ρώτησε ευγενικά και συνέχισε. «Δεν είναι ανάγκη να μου μιλάς στον πληθυντικό, με κάνεις και νιώθω γέρος. Επίσης το γεγονός πως είμαι δήμαρχος δεν σημαίνει τίποτε απολύτως» τελείωσε ωστόσο η Ζακελίν συνέχισε να τον κοιτάζει παγωμένα.
«Τα κακά συναπαντήματα κύριε, είναι εκείνα που μου προκαλούν τις αμφιβολίες για την καλή έκβαση της ημέρας. Και τώρα, θα με συγχωρέσετε, αλλά θα πρέπει να πάω στο φούρνο και κατόπιν στη δουλειά γιατί έχω αργήσει τρομερά» πρόφερε εκείνη, μα τη στιγμή που ετοιμαζόταν να φύγει, ο Ντεάν τη σταμάτησε.
«Θα μπορούσα να σε συνοδέψω; Γιατί και εγώ πηγαίνω στο φούρνο» της είπε χαμογελαστά, με τα υπέροχα λακκάκια του να εμφανίζονται ξανά στο πρόσωπό του.
«Καλά που μου το είπατε. Τελικά θυμήθηκα πως έχωξεκινήσει δίαιτα για να μπω στα ρούχα του φεστιβάλ της κολοκύθας πουδιοργανώνουμε κάθε χρόνο. Δεν πειράζει λοιπόν, άλλη φορά. Δεν χανόμαστε σε έναντόσο δα τόπο» πρόφερε εκείνη και τινάζοντας το πλούσιο, σπαστό της μαλλί μεστόμφο, αποχώρησε με τον αέρα του νικητή.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro