Κατακερματισμένο είδωλο/part 2
Ο νεαρός την εναπόθεσε προσεκτικά σε ένα ράντζο και κατόπιν απομακρύνθηκε βαστώντας το χέρι του, σαν λαβωμένο ζώο. Η Ελοντί ανασηκώθηκε με κόπο και ξεκίνησε να περιεργάζεται τις μετρημένες του κινήσεις, καθώς ήταν ολοφάνερο πως δεν ένιωθε καθόλου άνετα με την παρουσία της. Τον είδε να τυλίγει με ένα βρώμικο πανί το ματωμένο του χέρι και ειλικρινά, η καρδιά της σκίρτησε. Σε κανέναν άνθρωπο δεν άξιζε αυτή η ζωή. Όλοι είχαν δικαίωμα στην ευτυχία. Δίχως να βγάλει άχνα, σηκώθηκε με κόπο και ξεκίνησε να τον πλησιάζει, ενώ ο ίδιος παρέμενε σχεδόν ακίνητος και με γυρισμένη την πλάτη του.
«Τουλάχιστον, άφησέ με να περιποιηθώ λίγο όλα αυτά τα κοψίματα. Μπορεί να μολυνθούν αν δεν τα προσέξεις» του είπε χαμηλόφωνα, κάνοντας πάντοτε προσεκτικές κινήσεις.
Ο Φιλίπ, στράφηκε απότομα προς το μέρος της, αιφνιδιάζοντάς την, πάντοτε φροντίζοντας να βρίσκεται στις σκιές.
«Δεν χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Τόσα χρόνια τα κατάφερα μία χαρά, γλιτώνοντας το τομάρι μου ακόμα και από την πυρκαγιά. Για την ακρίβεια και εγκαύματα να πάθαινα η ζωή μου διόλου διαφορετική θα ήταν» ξεστόμισε με πικρία και η κοπέλα πήρε το θάρρος να του θέσει μία ερώτηση.
«Τι σημαίνει για εσένα η μάσκα; Είναι κάτι που χρησιμοποιείς αρκετά συχνά» τον ρώτησε και ένιωσε την ανάσα του να βγαίνει βαριά.
«Η μάσκα έχει πολλές έννοιες, ωστόσο το νόημα είναι πάντοτε το ίδιο. Απεικονίζει κάτι ψεύτικο ένα προσωπείο, μία κάλυψη, μία απόκρυψη της αλήθειας. Όλοι το κάνουμε, εκτός από εμένα. Εγώ δεν κρύβομαι από την αλήθεια μου. Ξέρω ποιος είμαι, ποια είναι τα ελαττώματά μου. Εγώ κρύβομαι από τον κόσμο, που διαρκώς φορά μάσκες. Έναν κόσμο που με απέρριψε από την πρώτη στιγμή που ήρθα στη ζωή. Πρώτα οι ίδιοι μου οι γονείς με εγκατέλειψαν και έπειτα, η γιαγιά μου με φορτώθηκε αγόγγυστα, γιατί πολύ απλά φοβόταν την τιμωρία από τον Θεό» έκανε μία παύση και η Ελοντί ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται μπροστά σε αυτήν την εξομολόγηση.
Παριστάνοντας ωστόσο την ανίδεη, τον ρώτησε ξανά:
«Ποιος είναι ο λόγος που οι γονείς σου σε άφησαν; Ήσουν ένα μικρό αγγελούδι. Πώς τους πήγε η καρδιά να προβούν σε μία τέτοια ενέργεια;»
«Γιατί στο πρόσωπό μου, δεν είδαν ποτέ έναν άγγελο, αλλά τον σατανά. Αυτό δεν αρέσει σε κανέναν γονιό που είναι πλούσιος πολύ, με μία απίστευτη φήμη σε όλο το Λουρμαρέν. Από το να χάσουν λοιπόν την φήμη τους, προτίμησαν να με πετάξουν δίνοντας στην γιαγιά μου αρκετά χρήματα ως αντάλλαγμα για να με δεχτεί. Γιατί δεν είμαι όμορφος Ελοντί, αλλά ένα τέρας. Έχω ματώσει πολλές φορές το πρόσωπό μου, στην προσπάθεια να ξεκολλήσω το δέρμα μου ώστε να μην το βλέπω άλλο, να μην υπάρχει» ολοκλήρωσε ξέπνοα τον θλιβερό του μονόλογο, με την πλάτη του πάντοτε γυρισμένη προς εκείνη και την ίδια να στέκεται μαρμαρωμένη πίσω του μην γνωρίζοντας τι να πει για να απαλύνει τον πόνο της ψυχής του. Έναν πόνο που χρόνια ολόκληρα, κατάτρωγε τα σωθικά του, ροκάνιζε με βουλιμία την έννοια της ευτυχίας του.
Τότε, προέβη σε κάτι τολμηρό, τόσο για τα δεδομένα τα δικά της, όσο και για τα δικά του. Πλησίασε τα τρεμάμενα χέρια της και αγκάλιασε από πίσω την μέση του ακουμπώντας το πρόσωπό της στην πλάτη του. Ένιωσε όλους του τους μύες να τεντώνονται και από τα έγκατα της ψυχής του θαρρείς και αναδύθηκε ένας σιγανός λυγμός. Η αγκαλιά της παρηγοριάς όμως, ήταν για την Ελοντί μία ολωσδιόλου ανθρώπινη κίνηση που ο καθένας την είχε ανάγκη σε μία δύσκολη στιγμή. Ο Φιλίπ δεν κουνήθηκε καθόλου από τη θέση του, μονάχα έμεινε εκεί, ακίνητος, γέρνοντας ελαφρώς μπροστά σε δείγμα αμηχανίας και άμυνας.
«Θα μου πεις τώρα, γιατί εμφανίζεις την μάσκα;» τον ρώτησε η κοπέλα θέλοντας να σπάσει εκείνη την άβολη σιωπή που βασίλευε ανάμεσά τους.
«Δεν μπορώ» της είπε με φωνή που έτρεμε.
«Έχει να κάνει μαζί μου; Θεωρείς μήπως πως προσποιούμαι σε κάτι;» τον ρώτησε ξανά.
«Όχι Ελοντί, ωστόσο δεν είναι δική μου δουλειά να σου δείξω την αλήθεια. Θα την ανακαλύψεις κάποια στιγμή, μονάχα που εύχομαι να μην είναι αργά. Ωστόσο, η ώρα πέρασε και αν αισθάνεσαι καλύτερα, τότε θα πρέπει να σε ανεβάσω στο σπίτι για να μπορέσεις να φύγεις» της είπε και εκείνη χαμογέλασε καθώς απομακρυνόταν και πάλι από κοντά του.
«Η αλήθεια είναι, πως η ορθοστασία δεν θα βοηθήσει καθόλου την μέση μου σήμερα. Θα τηλεφωνήσω στη Ζακελίν και θα ζητήσω άδεια μόνο για σήμερα. Θα ήθελα ωστόσο να μου κάνεις μία χάρη» του είπε.
«Αναλόγως» άκουσε την διστακτική του απάντηση.
«Θέλω να ανέβεις και εσύ μαζί μου να σου πλύνω τουλάχιστον τις πληγές και αν έχεις όρεξη να σου φτιάξω κάτι να φας. Από την στιγμή που επέλεξες να ζεις στην αθέατη πλευρά του κόσμου, άσε με να σε βοηθήσω τουλάχιστον» του είπε και τον άκουσε να μουγκρίζει σιγανά εξαιτίας της δυσαρέσκειας.
Τη στιγμή που ανέβαιναν επάνω, η Ελοντί τηλεφώνησε στην Ζακελίν προκειμένου να ζητήσει άδεια. Η κοπέλα το σήκωσε αμέσως, με την γνώριμη, ζεστή φωνή της.
«Ζακελίν; Καλημέρα, η Ελοντί είμαι. Θα μπορούσα να έχω μία μέρα άδεια; Ξέρεις μου συνέβη ένα μικρό ατύχημα. Γλίστρησα και χτύπησα άσχημα τη μέση μου» της είπε η κοπέλα.
Από την άλλη άκρη της γραμμής, ξεκίνησε ένας χείμαρρος ερωτήσεων.
«Θεέ μου Ελοντί, είσαι καλά; Να ανησυχήσω μήπως; Χτύπησες πολύ;» ξεκίνησε η φίλη της τις απανωτές ερωτήσεις.
«Είμαι καλά, απλώς δεν μπορώ να σταθώ πολύ ώρα όρθια, όπως το απαιτεί και η δουλειά άλλωστε. Σου υπόσχομαι πως αύριο θα επανορθώσω ακόμη και με υπερωρίες» της είπε η Ελοντί και η Ζακελίν γέλασε.
«Ειλικρινά, μην με βλέπεις σαν το αυστηρό αφεντικό σου, αλλά σαν συνεργάτη καλύτερα. Δεν χρειάζεται να κάνεις καμία υπερωρία και αν ποτέ δηλαδή χρειαστεί, θα πληρωθείς και ανάλογα. Ωστόσο, σαν να πιάνω στον αέρα μία ευφορία. Όλα καλά με τον Πιέρ;» την ρώτησε ελαφρώς δύσπιστα και η Ελοντί σκυθρώπιασε, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να φανεί μέσω του τηλεφώνου.
«Τα ίδια όπως τα ξέρεις» της είπε.
«Άρα είναι άλλος ο λόγος ευφορίας! Ανυπομονώ να πάμε για καφέ να μου τα πεις. Χαίρομαι που άντεξες τον Φιλίπ και τη μυστηριώδη παρουσία του, ή απουσία του και έτσι δεν θα χρειαστεί να αποχωριστώ ακόμη μία φίλη» πρόφερε με χαρά η Ζακελίν και τότε η Ελοντί της έθεσε την πολυπόθητη ερώτηση :
«Πιστεύεις στ' αλήθεια πως ο Φιλίπ είναι ένα εκδικητικό φάντασμα;» ρώτησε με τον νεαρό που άκουγε τόση ώρα την συνομιλία, να αφήνει να του ξεφύγει ένα γέλιο.
«Ωπ! Ελοντί ποιος γέλασε; Ο Πιέρ μήπως; Ή ο...Όχι μην μου πεις...»ξεκίνησε να πανικοβάλλεται.
«Δε θα πεις λέξη και σε κανέναν» την μάλωσε η Ελοντί, ωστόσο ο Φιλίπ για κάποιον λόγο, είχε εμπιστοσύνη στο συγκεκριμένο κορίτσι. Είχε δείξει από πολύ μικρή το ποιόν της.
«Όχι! Τι να πω δηλαδή; Πως πίνεις καφέ με το φάντασμα του Φιλίπ; Και για να έχουμε το καλό ερώτημα, γιατί δεν αγγίζει τα φαγητά μου; Έχω κάθε δικαίωμα να μάθω, να προετοιμάζομαι αν είναι να ανοίξω σπίτι μία μέρα, ή να μην μπω καν στον κόπο» της είπε και γέλασαν.
«Ξέχασα να στο αναφέρω. Ο Φιλίπ δεν θεωρεί πως του χρωστάς κάτι. Αυτός είναι ο λόγος» τελείωσε η κοπέλα και η Ζακελίν ξεφύσησε με ανακούφιση.
Οι δυο τους έκλεισαν το τηλέφωνο με τον νεαρό να μένει πάντοτε σε απόσταση.
«Η Ζακελίν...» τον άκουσε να ψιθυρίζει πιο πολύ στον εαυτό του. «Είναι καλή φίλη. Να την αγαπάς γιατί της αξίζει. Ποτέ της δεν έκανε διακρίσεις και εκείνη τη μέρα, ή καλύτερα εκείνο το φρικτό βράδυ, είχε έρθει με ένα λάστιχο που είχε αρπάξει από τον κήπο του απέναντι εδώ ακριβώς και προσπαθούσε να σβήσει τη φωτιά. Πνιγόταν, έβηχε, αλλά το πάλεψε τη στιγμή που οι εξαγριωμένοι κάτοικοι την έβριζαν και την έσπρωχναν, λέγοντάς της πως πρέπει να καεί επιτέλους ο Σατανάς» πρόφερε με πικρία ο Φιλίπ και η Ελοντί, πήρε ένα βρεγμένο, καθαρό πανί για να πλύνει λιγάκι τις πληγές του.
Εκείνος έτεινε το χέρι του προς το μέρος της. Ήταν ένα όμορφο, ανδρικό χέρι, ζεστό και απαλό. Η κοπέλα με αργές κινήσεις περιποιούταν τα τραύματα, με την ματιά της να ξεφεύγει στα κυανά δικά του μάτια. Τα μόνα που φαίνονταν, πάνω από την κάλυψη του προσώπου του. Τότε, πήρε το θάρρος να θέσει ακόμη μία ερώτηση.
«Πώςξεκίνησαν όλα;»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro