Η μάσκα της αθωότητας/ part 4
Ξαφνιασμένοι και οι δύο, πήδηξαν ευθύς έξω από το παγωμένο νερό και αλληλοκοιτάχτηκαν για μερικά δευτερόλεπτα.
«Νομίζω πως το παιχνίδι πρέπει να τελειώσει κάπου εδώ. Έχει κρύο και είσαι βρεγμένη. Πρέπει να επιστρέψουμε στο σπίτι» της είπε ο Φιλίπ και εκείνη του χαμογέλασε πονηρά.
«Δηλαδή, εσύ είσαι στεγνός; » τον ρώτησε, ωστόσο σαν απάντηση πήρε απλώς έναν αναστεναγμό. Οι δυο τους βάδισαν με κατεύθυνση την μονοκατοικία, ωστόσο ένα ζευγάρι μάτια τους παρακολουθούσε από απόσταση.
Πέρασαν το κατώφλι, για να τους καλωσορίσει η ζεστασιά του μικρού αρχοντικού. Στα μάτια της Ελοντί, είχε πάρει πλέον άλλες διαστάσεις. Το ένιωθε πιο πολύ σαν δικό της σπίτι, σαν εκείνη τη μονοκατοικία που είχε δει στο διαδίκτυο, απαλλαγμένη από τους μύθους που έπεφταν επάνω της σαν σάβανο. Τώρα στα δικά της μάτια, φάνταζε σαν εκείνο το σπίτι το ονειρεμένο που υπό άλλες συνθήκες θα φιλοξενούσε τις ευτυχισμένες στιγμές τις δικές της και του Πιέρ.
«Τι σκέφτεσαι; » άκουσε τη φωνή του Φιλίπ ο οποίος βρισκόταν μπροστά από το αναμμένο τζάκι παλεύοντας να ζεσταθεί.
Η Ελοντί τον πλησίασε μηχανικά, αφαιρώντας τα παπούτσια και τις κάλτσες της που ήταν βρεγμένα. Αέρινα έκατσε δίπλα του οκλαδόν, απολαμβάνοντας τη ζεστή ατμόσφαιρα που της πρόσφεραν οι φλόγες.
«Σκέφτομαι πως το σπίτι έχει αλλάξει. Δεν φαντάζει πια απειλητικό. Καμία σκιά δεν παλεύει να μας καταπιεί, όπως στην αρχή» του απάντησε και τον είδε να παραμένει σιωπηλός μην δίνοντας καμία απολύτως απάντηση. Παρά το γεγονός πως δεν κάλυπτε πια το πρόσωπό του, αισθανόταν αμήχανα δίπλα της και αυτό μπορούσε να το νιώσει, καθώς ο νεαρός πάλευε να κρύψει στις σκιές την παραμορφωμένη πλευρά του προσώπου του. Τα βρεγμένα του ρούχα τον έκαναν να τρέμει παρά τη ζέστη που ανέδιδε το τζάκι.
«Μήπως θα ήταν καλύτερα να βάλεις κάτι στεγνό;» πρόφερε η Ελοντί.
«Δεν έχω άλλα ρούχα» της απάντησε.
«Μπορώ να σου δανείσω κάτι του Πιέρ για την ώρα μόνο...» πήγε να του πει για να τον δει να οργίζεται.
«Δεν θέλω τίποτε δικό του. Προτιμώ να μείνω γυμνός μέσα στο χιόνι, παρά να φορέσω ένα ρούχο που του ανήκει» της γρύλισε και πλησιάζοντας πιο κοντά στο τζάκι, ξεκίνησε με αργούς ρυθμούς να αφαιρεί το μαύρο του ένδυμα και να το τοποθετεί κοντά στη φωτιά για να στεγνώσει.
«Θα πάω να σου το πλύνω και θα στο επιστρέψω φρέσκο» του είπε η κοπέλα καλοσυνάτα και εκείνος δέχτηκε.
Για λίγο, τον άφησε μονάχο του να κοιτάζει τις φλόγες που χοροπηδούσαν παιχνιδιάρικα στο τζάκι. Τα συναισθήματά του, ξεκίνησαν να τον πνίγουν και άξαφνα, ο πύρινος χορός τον κατάπιε, γυρίζοντάς τον σε εκείνο το τρομακτικό βράδυ. Θυμόταν το εξαγριωμένο πλήθος να έχει μαζευτεί έξω από την πόρτα του χτυπώντας την μανιασμένα. Άλλοι, είχαν μαζί τους για όπλα τους τις τσουγκράνες και τα σκαλιστήρια του κήπου τους. Προτού εξαφανιστεί μέσα από τους τοίχους, θυμάται τον εαυτό του να αναρωτιέται το γιατί. Τι κακό είχε κάνει τελοσπάντων και αυτός ο κόσμος δεν τον χωρούσε; Ήταν η δυσμορφία του έγκλημα, ή μία κατάρα που βάραινε τους δικούς του μονάχα ώμους; Θυμόταν τις φλόγες να τυλίγουν το εσωτερικό του σπιτιού και τον ίδιο να πνίγεται από τις αναθυμιάσεις στοιβαγμένος σε μία γωνιά του δικού του, σκοτεινού βασιλείου. Έπειτα, το κενό. Μάλλον είχε λιποθυμήσει, ωστόσο και να πέθαινε, δεν θα το καταλάβαινε κανείς. Στον κόσμο ο θάνατός του, θα αποτελούσε για όλους λύτρωση, αφού θα είχαν αποτινάξει από πάνω τους το βάρος της ύπαρξής του.
Στη σκέψη αυτή, δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια του και με το χέρι του, ψηλάφισε μηχανικά την ανάγλυφη επιφάνεια του προσώπου του, σκουπίζοντας παράλληλα και εκείνο το δάκρυ, όταν ένιωσε ένα απαλό άγγιγμα στον ώμο του. Για λίγο ξαφνιάστηκε και οι μύες του σώματός του σφίχτηκαν. Η Ελοντί που είχε μόλις επιστρέψει και τον βρήκε κουλουριασμένο να πενθεί, το αντιλήφθηκε, καθώς είδε την μυϊκή σύσπαση της πλάτης του. Τότε, σαν από μόνο του, το χέρι της κινήθηκε ξεκινώντας να εξερευνά το ημίγυμνο σώμα του άνδρα που είχε μπροστά της. Ήταν όμορφο, καλοσχηματισμένο με δέρμα απαλό. Οι κινήσεις της, ήταν σχεδόν κυκλικές κατά μήκος της πλάτης του και οι δυο τους είχαν μείνει έτσι για αρκετή ώρα. Εκείνος να κοιτάζει τις φλόγες του τζακιού που χόρευαν μπροστά του, απολαμβάνοντας τα χάδια της και εκείνη μηχανικά να συνεχίζει να τον αγγίζει, μην μπορώντας να καταλάβει το γιατί.
Τότε, για πρώτη φορά μετά από αρκετή ώρα, αποφάσισε να την κοιτάξει. Δεν ήξερε από πού είχε αντλήσει αυτό το θάρρος και το κουράγιο. Με αργές κινήσεις, έστρεψε ολόκληρο τον κορμό του, με τα κυανά του μάτια να παραμένουν καρφωμένα στα δικά της. Δειλά σήκωσε το χέρι του και ξεκίνησε να εξερευνά το πρόσωπό της. Η Ελοντί δεν κινήθηκε, δεν ήθελε. Αυτό το χάδι λατρείας, είχε πολύ καιρό να το νιώσει και η ψυχή της το αποζητούσε σαν τρελή. Τα χέρια του Φιλίπ, ξεκίνησαν να κατηφορίζουν στον λαιμό της και εκείνη κλείνοντας τα μάτια της έγειρε ελαφρώς προς το μέρος του, μέχρι που τα μέτωπά τους ενώθηκαν. Ένιωθε την ανάσα του να γίνεται ολοένα και πιο γρήγορη, εξαιτίας του άγχους. Η Ελοντί χαμογέλασε, ώστε να το αισθανθεί και ο ίδιος και να νιώσει καλύτερα. Για λίγο έμειναν με τα πρόσωπά τους ενωμένα, εκείνον να αναρωτιέται πώς ήταν δυνατόν να μην της προκαλεί αποστροφή και εκείνη να φαντασιώνεται πως βρίσκεται στο χείλος ενός γκρεμού. Ένα βήμα θα ήταν αρκετό ώστε να μην υπάρξει ποτέ ξανά επιστροφή και ήταν έτοιμη να το κάνει. Μία αόρατη δύναμη την τραβούσε.
Με τα χέρια της, έκλεισε το πρόσωπό του και ένωσε τα χείλη της με τα δικά του. Αυτή η κίνηση κυριολεκτικά τον ξάφνιασε, ωστόσο δεν έκανε πίσω ούτε για μισό λεπτό. Δεν ήξερε αν ήταν όνειρο που θα τελείωνε με τις πρώτες πρωινές ηλιαχτίδες, μα ήθελε διακαώς να το ζήσει δίχως τύψεις. Ανταπέδωσε το ζεστό και τρυφερό φιλί της, αφήνοντάς την να τον οδηγήσει μέχρι εκεί που ήθελε. Τα δυο του χέρια, αγκάλιασαν σφιχτά τη μέση της και με απαλές κινήσεις, κινήθηκε προς την μεριά της. Η κοπέλα περνώντας τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του, τον τράβηξε και άλλο προς το μέρος της, ξαπλώνοντας πίσω, με εκείνον να είναι από πάνω της, βαστώντας στα χέρια του τα δικά της. Κανένας από τους δύο δεν έκανε κίνηση να σπάσει το φιλί τους, σαν να ήταν ζωτικής σημασίας. Η Ελοντί, συνέχισε να χαϊδεύει την γυμνή του πλάτη, φτάνοντας μέχρι την μέση του και εκείνος, με το βλέμμα του καρφωμένο στο δικό της, πέρασε τα χέρια του με μαεστρία, κάτω από την μπλούζα που φορούσε, δίχως να της αφαιρεί τα ρούχα.
Η Ελοντί, ένιωθε την καρδιά της να σφυροκοπά, σε σημείο να πονέσει το στήθος της, ωστόσο η πραγματικότητα την καρτερούσε στην γωνία. Έπρεπε να μιλήσει με τον Πιέρ και να του εξηγήσει πως παρά το γεγονός πως η σχέση τους είχε ξεκινήσει με τις καλύτερες προδιαγραφές, τελικά δεν είχε κατορθώσει να αντέξει.
«Τι σκέφτεσαι;» της ψιθύρισε ο Φιλίπ στα χείλη ακουμπώντας κατόπιν το κεφάλι του στο στήθος της.
«Σκέφτομαι πολλά πράγματα. Όλο αυτό, Θεέ μου, μοιάζει σαν να το περίμενα μία ζωή. Δεν είχα φανταστεί ποτέ μου, πως η έλξη θα μπορούσε να είναι τόσο ισχυρή...Τρέμω σχεδόν» του απάντησε χαμηλόφωνα και εκείνος άφησε ακόμη ένα φιλί στα χείλη της.
«Για εμένα, είναι το μεγαλύτερο δώρο που θα μπορούσε να μου κάνει ο Θεός. Αυτό που έζησα, το θεωρώ τόσο απίθανο που σχεδόν με τρομάζει. Ευχαριστώ για την στιγμή που μου χάρισες, δεν γνωρίζω αν την άξιζα. Να ξέρεις, πως από εμένα είσαι ελεύθερη, δεν τολμώ να σου ζητήσω τίποτε, παρά το γεγονός πως κάθε φορά που θα σε βλέπω στην αγκαλιά του, η καρδιά μου θα ραγίζει. Δεν ξέρω τι μου συμβαίνει, μα δεν μπορώ να χαλιναγωγήσω αυτά που αισθάνομαι για εσένα»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro