Η γιορτή της κολοκύθας/ part 6
Υπήρχε μία γωνιά του σπιτιού που παρέμενε ξεχασμένη από τα χρόνια. Ήταν ίσως το μοναδικό σημείο που είχε γλιτώσει από τις λαίμαργες γλώσσες της πυρκαγιάς που είχε ξεσπάσει εκείνο το φρικτό βράδυ. Πλέον έμοιαζε περισσότερο με μικρό αποθηκάκι, όπου ο Φιλίπ είχε φυλάξει μερικά αντικείμενα. Ένα από αυτά ήταν ένα μικρό μπαλάκι του τένις, βρώμικο και μισοκαμένο, όπως επίσης και ένα τετράδιο του οποίου οι σελίδες παρέμεναν κολλημένες μεταξύ τους χρόνια τώρα. Ο ίδιος δεν έβρισκε κανένα απολύτως νόημα, ούτε λόγο ύπαρξής τους. Εξάλλου τόσα χρόνια τα είχε απλά εναποθέσει εκεί, στον μικρό υπόγειο χώρο και δεν είχε γυρίσει να τα κοιτάξει δεύτερη φορά, σαν να τα φοβόταν. Σαν να πίστευε πως ήταν τα ίδια μία παράξενη χρονομηχανή που αν τα άγγιζε, θα τον οδηγούσαν πίσω, στο παρελθόν και στην καθημερινότητα εκείνων των άσχημων χρόνων.
Ωστόσο, για κάποιον παράξενο λόγο, κάτι τον έτρωγε έντονα για πρώτη φορά στη ζωή του, κάνοντας τα χέρια του να οδηγηθούν σε αυτά τα διασωθέντα από την φωτιά αντικείμενα.Τρέμοντας, πήρε πρώτα το βρώμικο μπαλάκι και το κοίταξε μερικές φορές. Θυμόταν ολοκάθαρα, πως το είχε εντοπίσει τυχαία στην αυλή ενός παιδιού ένα απόγευμα, για την ακρίβεια την ώρα που σουρούπωνε. Ποτέ στην ζωή του δεν είχε πολλά παιχνίδια, η γιαγιά του δεν του αγόραζε, εκτός από έναν χρόνο που ήταν Χριστούγεννα και είχε αναγκαστεί να του φέρει το δώρο που είχε αγοράσει για εκείνον ο Πατέρας Αυγουστίνος, ο οποίος για να σιγουρευτεί πως θα έφτανε στα χέρια του μικρού και άρα στον τελικό προορισμό του, είχε συνοδεύσει ο ίδιος την γιαγιά του μέχρι το σπίτι, ώστε να εξασφαλίσει την παράδοσή του. Επομένως, τα μόνα δώρα ήταν ένα αυτοκίνητο, δώρο του ιερέα, το οποίο κάηκε στην φωτιά και αυτό το τόπι του τένις, το οποίο θεωρήθηκε μάλλον άχρηστο από τον ιδιοκτήτη του και έτσι βρέθηκε πεταμένο στην αυλή.
Για ώρες ολόκληρες το κοιτούσε, προσπαθώντας πότε πότε να το πετάξει στον τοίχο και έπειτα να το πιάσει, παλεύοντας να καταστήσει τον εαυτό του λίγο πιο φυσιολογικό και ανθρώπινο στα μάτια της Ελοντί. Σκεφτόταν τα λόγια της, πως έπρεπε να ανέβει κάποια στιγμή επάνω στο σπίτι και να διεκδικήσει την θέση του στον κόσμο, την οποία είχε ολοφάνερα και άδικα στερηθεί. Για εκείνον όμως, ένα τέτοιο σενάριο φάνταζε αν όχι αδύνατον, τότε σίγουρα τρομερά δύσκολο και ψυχοφθόρο. Ακόμη και το βήμα που έκανε να την πλησιάσει, φανερώνοντας τα συναισθήματά του και κάνοντας μία γρήγορη κίνηση να την φιλήσει, τώρα του φαινόταν παράτολμο και πρωτόγονο. Από πού είχε αντλήσει το θάρρος και τι στο καλό σκεφτόταν; Πώς θα ζούσαν μαζί αυτοί οι δύο και το κυριότερο, τι είδους ζωή θα έκανε αυτή η κοπέλα μαζί του; Γιατί της είχε δώσει υποσχέσεις που αδυνατούσε να κρατήσει; Ναι, ήθελε να την δει ευτυχισμένη και ειλικρινά θα έκανε τα πάντα γι'αυτό. Ωστόσο μαζί του, αυτή η ευτυχία θα είχε μία προσωρινότητα.
Στην αρχή, θα ήταν όλα υπέροχα, ωστόσο μελλοντικά μαύρα σύννεφα θα τους σκέπαζαν και το ήξερε. Δεν θα μπορούσαν να έχουν φυσιολογικές στιγμές όπως όλα τα ζευγάρια. Ο ίδιος, ονειρευόταν στα σίγουρα να κάνουν βόλτες αγκαλιά, ακόμη και μέρα μεσημέρι στα ατελείωτα πάρκα, κάθε εποχή, καθώς η ομορφιά της φύσης στην επαρχία δεν γνώριζε όρια και εποχές. Το κάθε της κοστούμι ανάλογα με την στιγμή του χρόνου, άλλαζε φαντάζοντας μοναδικό. Ονειρευόταν επίσης να ταξίδευαν μαζί γνωρίζοντας τον κόσμο, ή τελοσπάντων να έπιναν ένα ζεστό ρόφημα σε κάποιο γραφικό καφέ, κοντά στον Πύργο του Άιφελ. Για εκείνον ωστόσο, κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο. Η Ελοντί, εκτός από εσωτερική ομορφιά, είχε και εξωτερική. Ο κόσμος θα την κοιτούσε πάντοτε παράξενα, με αυτό το αφόρητο βλέμμα που ακροβατούσε ανάμεσα στην λύπηση και το ξάφνιασμα. Θα σιγοψιθύριζαν πίσω από την πλάτη της, πως καταδικάστηκε δίπλα σε ένα τέρας, εκείνη η λυγερόκορμη και όμορφη σαν Νύμφη κοπέλα. Όχι. Αν την αγαπούσε πραγματικά, έπρεπε να πάψει να βάζει το εγώ του μπροστά. Καθώς ήξερε πως η Ελοντί δεν θα δεχόταν μία τέτοια εξήγηση, έπρεπε να της πει ψέματα και ας τον μισούσε. Μελλοντικά θα την προστάτευε από μία μίζερη ζωή.
Σηκώθηκε ανόρεχτα και κατευθύνθηκε στον διάδρομο που οδηγούσε προς την πιο κοντινή έξοδο στο κυρίως σπίτι. Κάπου εκεί κοντοστάθηκε, καθώς άκουσε το τραγούδι της που είχε πλημμυρίσει τον χώρο. Η ανάσα του έγινε πιο κοφτή και ένας λυγμός εγκατέλειψε τα πνευμόνια του για να παλέψει να βγει. Στην προσπάθειά του να τον πνίξει, δεν κατόρθωσε να εμποδίσει τα δάκρυα που κύλησαν αβίαστα από τα μάτια του. Με το ένα του χέρι, πάλεψε να τα σκουπίσει, όταν κατάλαβε πως στεκόταν μπροστά από έναν καθρέπτη. Τότε διαπίστωσε πως στην κίνηση να σκουπίσει τα δάκρυά του, το ένα του χέρι ερχόταν σε επαφή με κανονικό δέρμα, ενώ το άλλο με μία παραμορφωμένη πέτσα. Γιατί ο Θεός δεν τον έπαιρνε στον Παράδεισο; Τι είδους νόημα είχε η δυστυχισμένη του ύπαρξη; Με όλες αυτές τις σκέψεις να κάνουν τον θυμό μέσα του να κοχλάζει, πέταξε το τετράδιο που βαστούσε με φόρα στον τοίχο. Εκείνο προσγειώθηκε με έναν γδούπο ανοίγοντας στα δύο για πρώτη φορά και ελευθερώνοντας ένα χαρτί. Ο Φιλίπ βαριανασαίνοντας το πλησίασε και το σήκωσε αργά από το πάτωμα κοιτάζοντάς το με προσοχή και στενεύοντας τα μάτια του.
Ήταν μία φωτογραφία τόσο βρώμικη που αδυνατούσες να διακρίνεις τον εικονιζόμενο. Με αγωνία την πήρε και άνοιξε μία μικρή βρυσούλα που είχε φτιάξει και η οποία στην ουσία υπολειτουργούσε. Με προσοχή απόλυτη και ευλάβεια, έβρεξε ένα πανί βρώμικο και ξεκίνησε να ξεπλένει την εικόνα, μέχρι που του φανερώθηκε το πρόσωπο ενός αγοριού και από πίσω μία ημερομηνία με καλλιτεχνικά γράμματα. Ο Φιλίπ κοίταξε τα συγκεκριμένα γράμματα πολύ προσεκτικά, αναγνωρίζοντας με σχετική ευκολία τον γραφικό χαρακτήρα της γιαγιάς του, η οποία συχνά έγραφε πράγματα σε ένα τετράδιο προσπαθώντας να απασχοληθεί τις στιγμές που δεν μαγείρευε. Κατόπιν, κοίταξε προσεκτικά το αγόρι της φωτογραφίας και κάλυψε το μισό του πρόσωπο με το χέρι του. Για λίγο τρόμαξε και πισωπάτησε, καθώς αν εξαιρούσες το γεγονός πως η φυσιολογική εμφάνιση απλωνόταν σε όλο του το πρόσωπο, το αγόρι του έμοιαζε τρομερά, όταν ήταν και εκείνος στην ίδια ηλικία. Από πίσω, ήταν γραμμένη η τοποθεσία ΄΄Σαλόν Ντε Προβάνς΄΄ όπου πιθανότατα και είχε τραβηχτεί η συγκεκριμένη φωτογραφία.Ο Φιλίπ γνώριζε πως το συγκεκριμένο μέρος δεν ήταν καθόλου μακριά από το Λουρμαρέν. Ωστόσο, ποιο ήταν εκείνο το αγόρι που τυχαία του έμοιαζε τόσο πολύ;
--------------------------
Παλεύοντας να συνηθίσει τις νέες συνθήκες, ο Πιέρ βρισκόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του κοιτάζοντας το ταβάνι για τουλάχιστον μία ολόκληρη ώρα. Μέχρι να γινόταν τελείως καλά, έμενε στο μικρό, παραδοσιακό ξενοδοχείο της Ζακελίν η οποία ωστόσο δεν είχε ανέβει στο δωμάτιό του, ούτε για μία στιγμή. Όλες τις εξυπηρετήσεις τις έκανε η μητέρα της, ή οι δύο κοπέλες που δούλευαν εκεί. Με την Ελοντί τα πράγματα παρέμεναν στάσιμα, καθώς εκείνη του έλεγε ένα τυπικό ΄΄καλημέρα΄΄, ενώ όσες φορές είχε παλέψει να της πιάσει την κουβέντα, εκείνη τον διέκοπτε αμέσως. Πώς είχαν γίνει έτσι οι δυο τους; Είχαν ξεκινήσει την σχέση τους όμορφα, με όνειρα κοινά και όρεξη πολύ για την πραγματοποίησή τους. Είχαν πάρει από κοινού την απόφαση να φύγουν από τον θόρυβο της μεγαλούπολης και να αράξουν σε ένα λιμάνι διαφορετικό, όπως το μικρό και γραφικό χωριό του Λουρμαρέν. Ωστόσο, αυτή απόφαση κόστισε την ίδια τους την σχέση, ξεκινώντας να δημιουργεί ρήγματα.
Από την ώρα που ο Φιλίπ έκανε αισθητή την παρουσία του ξεκίνησαν οι καβγάδες τους. Έπειτα, εκείνος οδηγήθηκε ευκολότερα στην παγίδα της αναζήτησης του πάθους του έντονου, στην αγκαλιά μίας πανέμορφης γυναίκας, η οποία τον έκανε για λίγο να ξεχνά και να διαγράφει τόσο την φρικτή παρουσία εκείνου του άντρα που στην ουσία συγκατοικούσε μαζί τους, όσο και τα προβλήματα που υπήρχαν ανάμεσα σε εκείνον και την Ελοντί. Όλη αυτή η παράνομη σχέση, του είχε δημιουργήσει έναν εθισμό, ενώ ο τίτλος του απαγορευμένου, τον έκανε να την αποζητά ακόμη περισσότερο χάνοντας την ουσία και την αγάπη της Ελοντί. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν θα το άφηνε να συνεχιστεί. Θα έκανε ό,τι μπορούσε για να βγάλει αυτό το φρικιό από την μέση, καθώς ήταν απολύτως βέβαιος πως γλυκοκοιτούσε την κοπέλα που ανήκε σε εκείνον και μόνο.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro