Η γιορτή της κολοκύθας/part 5
Βρέθηκαν ξαφνικά μόνοι τους σε ένα σπίτι, στο δικό του σπίτι. Για τον Φιλίπ, αυτή η απλή και καθημερινή κανονικότητα, ενός φυσιολογικού ανθρώπου, ήταν κάτι πέρα από τα όρια της φαντασίας του. Στεκόταν παγωμένος κοιτάζοντας μία την Ελοντί και μία τον χώρο γύρω του, σαν να πάλευε να τον αναγνωρίσει. Το ένστικτό του, τον οδηγούσε για ακόμη μία φορά στις καταπακτές και στα λαγούμια του, εκεί που βασίλευαν οι σκιές και η σιωπή. Φοβόταν και μαζί ένιωθε την συγκίνηση της ευτυχίας. Όχι της επίπλαστης, της αληθινής. Τη στιγμή εκείνη, ξέσπασε σε κλάματα, σε λυγμούς που μεταμορφώνονταν σε κραυγές. Έμοιαζε με εκείνα τα κακοποιημένα σκυλιά που δέχονται για πρώτη φορά χάδι στη ζωή τους και το μυαλό το αναγνωρίζει σαν χτύπημα, παρά την ευχαρίστηση που νιώθει το σώμα.
«Δεν μου αξίζει..» φώναζε μέσα από λυγμούς, μέχρι που σύρθηκε σε έναν καθρέπτη μπροστά κοιτάζοντας το είδωλό του. Το παραμορφωμένο κομμάτι του προσώπου του ήταν εκεί, τον κοιτούσε με ειρωνεία, τον χλεύαζε θα έλεγε κανείς. «Είμαι ένα τέρας που δίπλα μου όλοι γίνονται δυστυχισμένοι» συνέχισε το παραλήρημα και η Ελοντί έτρεξε και χώθηκε στην αγκαλιά του.
«Σε παρακαλώ Φιλίπ. Σε ικετεύω, δώσε στον εαυτό σου μία ευκαιρία. Ζήσε. Σου αξίζει και αυτό είναι το σπίτι σου. Διεκδίκησε την θέση σου στον κόσμο γιατί το αξίζεις» πάλεψε να τον πείσει ενώ το σώμα του τρανταζόταν ακόμη από τους λυγμούς.
«Φοβάμαι. Δεν έχω υπάρξει ποτέ μου άνθρωπος, παρά ένα ον με παραμορφωμένη ανθρώπινη όψη. Δεν έχω κοινωνικοποιηθεί, δεν έχω μορφωθεί και η πολυκοσμία με φοβίζει» της είπε με όλη τη δυστυχία να αντικατοπτρίζεται στο πρόσωπό του.
«Θα τα μάθεις όλα, βήμα βήμα» τελείωσε εκείνη και ακούμπησε το μέτωπό της στο δικό του.
----------------------
Η κυρία Ναταλί κατάκοπη, είχε αρχίσει να ανησυχεί για ακόμη μία φορά για τον άνδρα της. Αυτός ο άνθρωπος υπήρξε ανέκαθεν ένα αίνιγμα. Η ίδια ήταν μία γυναίκα που ποτέ της δεν είχε σπουδάσει και είχε περάσει όλη της τη ζωή στο σπίτι δίπλα στη μητέρα της, η οποία της έλεγε πως το μόνο πράγμα που έπρεπε να κάνει, αν ήθελε να προκόψει, ήταν να μάθει να μαγειρεύει καλά. Μετά το σχολείο λοιπόν, συνόδευε τη μητέρα της σε όλο το πρόγραμμα μαγειρικής του σπιτιού, από γλυκά έως αλμυρά. Αντιθέτως ο Ναπολεόν είχε σπουδάσει σε σχολή μαγειρικής εκτός του χωριού, για την ακρίβεια στην πρωτεύουσα, έχοντας στα χέρια του πολύ δυνατά χαρτιά, προκειμένου να ανοίξει έναν δικό του, ποιοτικό φούρνο και τελικά να αφήσει ιστορία. Οι δυο τους γνωρίστηκαν και παντρεύτηκαν, ενώ ένωσαν τις δυνάμεις τους και αποφάσισαν να τρέξουν την μικρή επιχείρηση μαζί.
Ωστόσο, υπήρχε κάτι στον Ναπολεόν που ήταν παράξενο. Η Ναταλί είχε δεχτεί πως ο άνδρας της υπνοβατούσε και αρκετά βράδια έβγαινε να τον ψάξει στην αυλή, καθώς όταν γυρνούσε, αρκετές φορές είχε επάνω του χώματα. Με τα χρόνια όμως, το δέχτηκε σαν κομμάτι της καθημερινότητάς του. Σήμερα εκείνος είχε αργήσει να φανεί, λέγοντας πως θα πήγαινε να δει την οικογένειά του, τους γέρους γονείς του που έμεναν λίγο έξω από το Λουρμαρέν, απομονωμένοι στον κάμπο. Ιδρωμένος και ελαφρώς βρεγμένος, μπήκε στο μαγαζί και η Ναταλί τον κοίταξε πλαγίως.
«Πού στο καλό ήσουν επιτέλους; Έφαγα τους τόπους, γινόταν χαμός εξαιτίας της γιορτής που έρχεται και εσύ δεν απαντούσες ούτε καν στα τηλέφωνα» γαύγισε εκείνη και ο Ναπολεόν, έσπευσε να ζητήσει συγγνώμη.
«Αφού με ξέρεις πως δεν τα πάω καλά με την τεχνολογία» της απάντησε τρυφερά και εκείνη πρόσεξε την ύπαρξη χώματος για ακόμη μία φορά στα ρούχα του.
«Ήθελα να ήξερα πού στο καλό κυλιέσαι σαν το γουρούνι! Πάλι είσαι γεμάτος χώματα!» βρυχήθηκε.
«Βοηθούσα την μητέρα μου στον κήπο αγάπη μου» πάλεψε να την ηρεμήσει, όταν είδαν τον Πιέρ να περπατά με δυσκολία και να περνά έξω ακριβώς από την πόρτα του μαγαζιού τους με το κεφάλι σκυφτό. Του Ναπολεόν τα μάτια γυάλισαν και ένα μειδίαμα απόκοσμο, αυλάκωσε το πρόσωπό του.
Αμέσως έτρεξαν έξω φωνάζοντάς τον.
«Κύριε Πιέρ!Είστε καλά; Χρειάζεστε βοήθεια;» ρώτησε πρώτη η Ναταλί με τον ίδιο να θέλει να συνεχίσει την πορεία του, δίχως να κάνει στάση. Τελικά, κοντοστάθηκε για λίγο κοιτάζοντάς τους βλοσυρά.
«Το φάντασμά σας από ότι φαίνεται, νίκησε. Με πέταξε έξω» τους είπε και εκείνοι αλληλοκοιτάχτηκαν.
«Αχ, ήμασταν σίγουροι πως ο εφιάλτης θα αναβίωνε. Ούτε μία ημέρα γιορτής δεν μπορούμε να χαρούμε οι καταραμένοι» έσκουξε η Ναταλί και ο Πιέρ κάγχασε.
«Καλά, αλήθεια με δουλεύετε μήπως;» τους πέταξε και εκείνοι αλληλοκοιτάχτηκαν ξανά μπερδεμένοι. «Δεν υπάρχει κανένα φάντασμα που να πάρει! Είναι άνθρωπος κανονικός! Ζει και έχει σάρκα και οστά και δυστυχώς ένα βαρύ χέρι. Εκείνος με σακάτεψε! Ο Σατανάς! Σας ξεγέλασε όλους και αυτό οφείλω να του το αναγνωρίσω» τελείωσε και η Ναταλί αισθάνθηκε μία τάση λιποθυμίας. Ο Ναπολεόν έτρεξε ευθύς αμέσως να της φέρει μία καρέκλα, παγωμένος και πάλλευκος εξαιτίας του σοκ.
«Αγόρι μου, αυτό που λες δεν γίνεται. Το σπίτι κάηκε ολοσχερώς. Δε έμεινε τίποτε όρθιο. Το έψαξαν οι αρχές! Δεν γίνεται να έχει επιζήσει» ξεκίνησε.
«Και όμως. Δεν ξέρω ούτε και εγώ ειλικρινά πώς επέζησε, αλλά αυτός ο άνθρωπος είναι ταχυδακτυλουργός, είναι μαέστρος και αλαφροπάτητος σαν φάντασμα. Ωστόσο, είναι άνθρωπος και έχω ορκιστεί πως θα τον βγάλω από τη μέση» τελείωσε με τις δύο τελευταίες κουβέντες του να βγαίνουν σαν απόηχος των βαθυτέρων σκέψεών του.
Τότε τα μάτια του Ναπολεόν στένεψαν. Είχε βρει τον τέλειο σύμμαχο σε μία μάχη με έναν θνητό και όχι με ένα εξαγριωμένο πνεύμα. Ο Φιλίπ, ό,τι και να ήταν, είχε τον τίτλο του δίκαιου τιμωρού και αυτό ο Ναπολεόν το γνώριζε και μάλιστα πολύ καλά. Κυνηγούσε τα κακοποιά στοιχεία και εκδικούταν τους πάντες για την συμπεριφορά τους, εκτός από την Ζακελίν. Αχ, την κοπέλα με τις πλούσιες καμπύλες και το ζουμερό, νεανικό κορμί, σχεδόν αψεγάδιαστο. Χρόνια την κυνηγούσε σαν λυσσασμένη ύαινα, αλλά ποτέ του δεν τα είχε καταφέρει. Ήταν αυτός ο αναθεματισμένος ο Φιλίπ στην μέση που του χάλαγε τα σχέδια. Ωστόσο, αυτός ο απαίσιος μύθος γύρω από το πρόσωπό του που είχε εξαγριώσει τους χωριανούς, τον βόλευε. Είχε άλλοθι σε κάθε του προσπάθεια ενάντια στον μάγο-βιαστή, που μόνο στην σκέψη του, όλοι ανατρίχιαζαν. Αυτή η σκιερή φιγούρα, η παραμορφωμένη, τα είχε καταφέρει τελικά και τους είχε μετατρέψει όλους σε μαριονέτες. Αλλά ως εδώ. Θα αναλάμβαναν δράση.
«Πρέπει να μαζέψουμε το χωριό και να τους πούμε την αλήθεια. Θα πραγματοποιηθεί μία δεύτερη καύση μαγισσών κατά πώς φαίνεται όπως στον Μεσαίωνα. Είναι ένας και είμαστε πολλοί. Η κοπέλα σου όμως, τι απέγινε;» τον ρώτησε και τον είδε να δυσκολεύεται να απαντήσει.
«Έμεινε πίσω, αλλά αυτό είναι δικό της δικαίωμα. Όταν το σπίτι θα είναι άδειο και η Ελοντί στη δουλειά, θα κάνουμε έφοδο και θα τον καταστρέψουμε. Ούτε στα χαρτιά αυτού του κόσμου δεν πρέπει να υπάρχει. Οι γονείς του τον πέταξαν και καλά έκαναν δηλαδή οι άνθρωποι» είπε ο Πιέρ.
«Ω, ναι και εγώ το θυμάμαι και ας ήμουν πολύ νέος. Έφυγαν νύχτα από δω σαν τους κλέφτες» τελείωσε, ωστόσο πίσω ακριβώς από το μαγαζί, ο Ντεάν είχε ακούσει ολόκληρη τη συζήτηση. Στην καρδιά του είχε αποτυπωθεί η λέξη ΄΄Πέταξαν΄΄. Για λίγο μαζεύτηκε φέρνοντας στο μυαλό του και τα λόγια της Ζακελίν. ΄΄Σε κανένα πλάσμα δεν άξιζε να το πετάξουν σαν σκουπίδι, πόσο μάλλον στον αδερφό του΄΄. Θα αναζητούσε τελικά μονάχος του την άκρη του νήματος, δίχως καμία βοήθεια.
Επειδή σας αγαπώ και για να πω ενα καλοκαιρινό αντιο, σας ανέβασα και αυτό το κεφάλαιο λιγο πριν τις βαλίτσες. Θα υπάρξει συνέχει στις 2 Σεπτεμβρίου!Μέχρι τότε, να περνατε τελεια και πολλά φιλιά!
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro