Η γιορτή της κολοκύθας/ part 2
Στη φωτό ο Ντεάν
H Ελοντί βρισκόταν στο νοσοκομείο, πλάι στον Πιέρ, καρτερώντας επιτέλους το εξιτήριο. Οι γιατροί τους μιλούσαν συμβουλεύοντάς τους τι να προσέχουν και τι όχι, ωστόσο η κοπέλα ήταν ολότελα βυθισμένη στις δικές της σκέψεις.
«Όλα καλά;» άκουσε άξαφνα την φωνή του Πιέρ που την τίναξε από την ονειροπόλησή της.
«Όλα μία χαρά. Είσαι έτοιμος να επιστρέψουμε στο σπίτι;» τον ρώτησε όπως πάντα καλοσυνάτα, ωστόσο τον είδε να διστάζει προσπαθώντας να σκεφτεί την απάντηση.
«Αν εννοείς σωματικά, θαρρώ πως δεν έχω καμία άλλη επιλογή. Ψυχικά ωστόσο, δεν είμαι ούτε στο ελάχιστο έτοιμος» πρόφερε εκείνος μορφάζοντας.
Οι δυο τους πήραν ταξί κατευθυνόμενοι στην πετρόχτιστη μονοκατοικία, που τώρα έστεκε σιωπηλή και σκιερή, κάτω από το λυκόφως του φθινοπωρινού πρωινού. Ο Πιέρ, τη στιγμή που εισήλθε στο σπίτι, μέσα του ξεκίνησε να αναβιώνει όλος αυτός ο εφιάλτης που είχε ζήσει στα χέρια εκείνου του ειδεχθούς πλάσματος, το οποίο κατά πώς φαινόταν είχε κερδίσει την προσοχή της Ελοντί. Ευθύς πήρε δύο παυσίπονα και έκατσε στον καναπέ του σαλονιού, με το τζάκι να σιγοκαίει απέναντί του. Η Ελοντί τον πλησίασε και έκατσε δίπλα του.
«Πιέρ, θα ήθελα να μιλήσουμε καθώς μαζί ξεκινήσαμε αυτό το ταξίδι, προκειμένου να αλλάξουμε την ζωή μας και την καθημερινότητά μας. Τελικά μαζί με όλα αυτά, αλλάξαμε και εμείς. Εσύ από την δική σου πλευρά, δεν είσαι πλέον εκείνος ο γλυκός και ανέμελος νεαρός άνδρας που γνώρισα. Έχεις μετατραπεί σε έναν άνδρα κρυψίνους, τον οποίο αδυνατώ πλέον να διαβάσω. Αδυνατώ να δω τα θέλω σου, καθώς αυτή η ανεμελιά έχει δώσει την θέση της σε ένα διαρκές άγχος και μην μου το αρνηθείς, γιατί το νιώθω. Ωστόσο, θα μπορούσα να πω ακριβώς το ίδιο και για εμένα, πως δεν είμαι πλέον η ίδια» ξεκίνησε και εκείνος την πλησίασε ακουμπώντας το πρόσωπό του στον ώμο της και δίνοντάς της ένα αέρινο φιλί στον λαιμό. Ένα φιλί που όμως έγινε αντιληπτό από εκείνα τα κυανά μάτια που βρίσκονταν καρφωμένα πάνω τους.
Η Ελοντί χαμογέλασε ξέπνοα και ελαφρώς τραβήχτηκε.
«Γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε μία νέα αρχή; Εμείς οι δύο έχουμε περάσει πολλά και έχουμε κάνει όνειρα ατελείωτα με σκοπό μία μέρα να τα πραγματοποιήσουμε» της είπε και ειλικρινά στο σημείο αυτό η Ελοντί τον λυπήθηκε.
«Γιατί δεν νιώθω πλέον το ίδιο. Τα συναισθήματά μου, έχουν αλλάξει» του είπε και ο Πιέρ ένιωσε να παγώνει, καθώς κάπου βαθιά μέσα του, καταλάβαινε τι εννοούσε.
«Είναι εκείνος, έτσι;» την ρώτησε γρυλίζοντας ελαφρώς και τρίζοντας τα δόντια του «Είναι αυτό το αναθεματισμένο φρικιό που ζει εδώ μέσα; Μα καλά, πώς αντέχεις την όψη του; Πώς είναι δυνατόν να πλησιάζεις έναν άνθρωπο ψυχικά ασταθή που έχει τρομοκρατήσει ένα ολόκληρο χωριό και που ζει σαν φάντασμα μέσα σε αυτό το σπίτι; Το κυριότερο όμως είναι, πως αυτό το κάθαρμα με ξυλοκόπησε και φημολογείται πως ασελγεί στις γυναίκες» της πέταξε εξοργίζοντάς την.
«Αυτά που λες, είναι μονάχα οι αναμασημένες φήμες που κυκλοφορούν σε αυτό εδώ το μέρος που διόλου τον γνωρίζει. Τουλάχιστον εγώ, είμαι ειλικρινής μαζί σου Πιέρ. Φυσικά μπορώ και τον κοιτάζω στα μάτια γιατί είναι όμορφος παρά την ιδιαιτερότητά του. Αντιθέτως εσύ, απορώ πώς μπορείς και κοιτάζεις εμένα στα μάτια, καθώς μην νομίζεις πως δεν έχω καταλάβει τα βλέμματα που ανταλλάζατε μαζί με την Ατζέλικα, όταν είχε έρθει στο σπίτι μας, όπως επίσης και το γεγονός πως μαράζωσες επειδή μάζεψε τα πράγματά της και έφυγε. Δεν έχω αποδείξεις στα χέρια μου, αλλά το γυναικείο μου ένστικτο σπανίως κάνει λάθος. Έτσι λοιπόν όπως ήρθαν τα πράγματα, θα πρέπει να σκεφτούμε την πορεία μας από εδώ και μπρος. Το ενοίκιο το πληρώνουμε και οι δύο, ωστόσο δεν μπορούμε να μένουμε για πάντα στον ίδιο χώρο. Σε αγάπησα Πιέρ και σε αγαπώ ακόμα και αν δεν στάθηκες ειλικρινής απέναντί μου, ή τουλάχιστον έτσι νομίζω. Δεν θα ήθελα να τσακωθούμε, αλλά ο καθένας από εμάς να τραβήξει τον δικό του δρόμο, όποιον επιλέξει. Εγώ επέλεξα τον δικό μου και θα επιθυμούσα να παραμείνω στο σπίτι» του είπε και εκείνος είχε ιδρώσει ολόκληρος.
Κάπου εκεί κατάλαβε το τραγικό του λάθος. Πως αγαπούσε την Ελοντί γιατί ήταν μία κοπέλα ξεχωριστή και ηθική που περνούσε όμορφα, ωστόσο εκείνος αντί να βοηθήσει την σχέση αυτή, έκανε ό,τι μπορούσε για να πετύχει τελικά το αντίθετο. Ωστόσο, αυτό που ειλικρινά δεν μπορούσε με τίποτε να χωνέψει, είναι πως την είχε χάσει από έναν άνδρα παραμορφωμένο και ψυχικά άρρωστο. Αυτό ο εγωισμός του αδυνατούσε να το σηκώσει και θα έκανε ό,τι μπορούσε προκειμένου να βγάλει από την μέση το συγκεκριμένο πλάσμα. Για την ώρα ωστόσο, θα διατηρούσε τις προθέσεις του κρυφές.
«Θα επιθυμούσα να παραμείνω και εγώ στο σπίτι μέχρι τουλάχιστον να γίνω καλά. Ως τότε, ποιος ξέρει; Μπορεί να σε έχω πείσει πως άλλαξα και να μου δώσεις μία δεύτερη ευκαιρία. Νομίζω πως όλοι την δικαιούμαστε» τελείωσε και με πολύ κόπο ανέβηκε τα σκαλιά με τη βοήθεια της Ελοντί και ξάπλωσε στο κρεβάτι τους.
Από την άλλη ο Φιλίπ, έχοντας δει εκείνο το τρυφερό φιλί στο λαιμό της, είχε εγκαταλείψει το σπίτι με προορισμό το δάσος και ένα μικρό, ξύλινο σπιτάκι που αποτελούσε το καταφύγιό του και σχεδόν κανένας δεν το γνώριζε. Αυτή η σχέση, ήταν καταδικασμένη και έπρεπε να το πάρει απόφαση. Η Ελοντί ήταν στην κυριολεξία η χαρά της ζωής και δεν της άξιζε να περάσει μία ζωή μαρτυρική εξαιτίας του. Αν ο κόσμος μάθαινε την συμπάθειά της προς το πρόσωπό του, θα στρεφόταν στα σίγουρα εναντίον της με μανία. Επιπλέον, αν αποφάσιζε να ζήσει μαζί του, θα έπρεπε να καταδικαζόταν να βγαίνει πάντοτε μονάχη της δίχως καμία συνοδεία, σαν να μην υπάρχει εκείνος δίπλα της. Το μουντό πρωινό, έδωσε τη θέση του στο ξέσπασμα μία δυνατής μπόρας και ο Φιλίπ στεκόταν στο παράθυρο κοιτάζοντας τις χοντρές σταγόνες της βροχής που έπεφταν με φόρα στα τζάμια.
-----------------------
Η Ζακελίν βάδιζε αμέριμνα με την ομπρέλα στο χέρι, κατευθυνόμενη στον φούρνο για να πάρει έναν ζεστό καφέ στο χέρι, όταν από μακριά, είδε τον Ντεάν να βαδίζει εξίσου προς το Δημαρχείο κουτσαίνοντας. Για λίγο πάλεψε να στρέψει αλλού την προσοχή της, αλλά το άτιμο το βλέμμα της είχε κολλήσει στον άνδρα εκείνο που περπατούσε σκυφτός, ρίχνοντάς της απλώς ένα πλάγιο βλέμμα και κατόπιν συνεχίζοντας την προγραμματισμένη του πορεία. Εκείνη πήρε τον καφέ της στο χέρι, παραγγέλνοντας ακόμη έναν και κατόπιν βλαστημώντας σιωπηλά με τα ηλίθια τερτίπια της καρδιάς της, κατευθύνθηκε στο Δημαρχείο, χτυπώντας ελαφρώς την πόρτα του νεοκλασικού κτιρίου. Λίγα λεπτά αργότερα, εμφανίστηκε ο Ντεάν βρεγμένος στο κατώφλι και εκείνη έχασε έναν χτύπο. Τα σκούρα, καστανά του μαλλιά έσταζαν νερά και το πουλόβερ του το καφέ σκούρο είχε βραχεί. Ο ίδιος την κοιτούσε έκπληκτος και με ευγένεια της έκανε νόημα να περάσει.
«Πώς είσαι έτσι;» ήταν η πρώτη της κουβέντα και εκείνος γέλασε.
«Καλά, ήρθες ως εδώ για να με ρωτήσεις αυτό το πράγμα; Δεν είχα υπολογίσει την μπόρα και δεν κρατούσα ομπρέλα. Αν τώρα μιλάς για το βάδισμά μου, απλώς έπεσα και χτύπησα» της απάντησε και εκείνη μαζεύτηκε ελαφρώς δίνοντάς του τον καφέ.
«Δεν ξέρω πώς τον πίνεις, μα ελπίζω τουλάχιστον να σε ζεστάνει» πρόφερε σιγανά, τόσο που ίσα που ακούστηκε. Άφησε το χάρτινο ποτήρι στο τραπέζι μπροστά του και έμειναν να κοιτάζονται για λίγο, με τον Ντεάν να έχει καρφώσει τα ζωηρά, κυανά του μάτια επάνω της.
«Για κάποια που με αντιπαθεί τόσο, της οφείλω ένα ευχαριστώ για την χειρονομία» της είπε και χαμογέλασαν αμήχανα. Κατόπιν, το χέρι του κινήθηκε προς την μεριά των μαλλιών της σπρώχνοντας προς τα πίσω μία τούφα. Ένα βήμα του ήταν αρκετό, για να βρεθεί να την φιλά τρυφερά, με τα χείλη του να βρέχουν τα δικά της.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro