Η γιορτή της κολοκύθας/ part 1
Κάπου εκεί πίστεψε, πως το τέλος του είχε έρθει και απείχε μονάχα μία ανάσα. Ο πόνος του βγαλμένου του ώμου τον τρέλαινε και τα βαριά βήματα του Φιλίπ, ολοένα και πλησίαζαν. Τότε, ένα χέρι τον άρπαξε με βία και τον έσυρε σε όλο το διάδρομο πηγαίνοντας ολοένα και πιο βαθιά σε αυτόν τον ομολογουμένως, αθέατο μέχρι στιγμής κόσμο. Η όρασή του είχε θολώσει εξαιτίας του πόνου. Η διαδρομή τους φαινόταν να φτάνει σε κάποιο τέλος, μιας που το πλάσμα τον παράτησε και κατόπιν κατευθύνθηκε σε ένα στρογγυλό, ξύλινο τραπέζι. Μα αργές κινήσεις, έκατσε στην καρέκλα μπροστά του σταυρώνοντας τα χέρια του.
«Εσύ, θα πρέπει να είσαι ο καινούργιος παλιάτσος του χωριού, καθώς ο παλιός μας τελείωσε. Δεν άντεξε την φρικτή ιστορία που σκεπάζει αυτόν τον τόπο και μην μπορώντας να βρει κάποια λύση, την κοπάνησε. Βλέπεις όταν τα πράγματα δυσκολεύουν, το μόνο εύκολο είναι να καταθέτεις τα όπλα και να υποχωρείς, ρίχνοντας σε άλλους την ευθύνη. Στην προκείμενη περίπτωση, άφησε εσένα να βγάλεις το φίδι από την τρύπα και όταν μιλώ για φίδι, δεν εννοώ φυσικά τον βιαστή που κυκλοφορεί ανενόχλητος στο χωριό, εννοώ εμένα, καθώς εγώ είμαι το πρόβλημα όλων. Δεν γεννήθηκα όμορφος και τέλειος για να έχω εξασφαλίσει μία θέση μέσα στον κόσμο. Η σιχαμερή η μάνα μου με έβγαλε ελαττωματικό και με πέταξε στη γιαγιά μου, η οποία αν δεν ήταν θρήσκα και δεν φοβόταν μήπως μετά τον θάνατό της, το τομάρι της καβουρδιστεί στην Κόλαση, θα με είχε στα σίγουρα πετάξει σε κάποιο πηγάδι. Αρκετά όμως μιλήσαμε για εμένα, είναι αγένεια. Για πες μου δήμαρχε, τι στο καλό γύρευες στο σπίτι μου;» τον ρώτησε ενώ ταυτόχρονα με το δεξί του πόδι, πατούσε το σημείο του σπασίματος του ώμου του Ντεάν.
Ο νεαρός μπροστά του, πάλεψε να αναπνεύσει καθώς ο πόνος τον εμπόδιζε ακόμη και να βγάλει κάποια άναρθρη κραυγή.
«Απαντήσεις» του είπε κοφτά, σχεδόν δακρύζοντας και ο Φιλίπ άφησε να του ξεφύγει ένα γρύλισμα, σαν άγριου ζώου.
«Απαντήσεις σχετικά με το πόσο τερατόμορφη είναι η μούρη μου, ή σχετικά με το πόσα παιδάκια έχω φάει, ή σκοτώσει;» ξεκίνησε να τον ειρωνεύεται και ο Ντεάν απελπίστηκε.
«Ξέρεις, ήταν λάθος μου να σε ενοχλήσω, εγώ δεν ήθελα..» πήγε να του πει.
«Σκάσε, γιατί μα τον Θεό, θα σου βγάλω και το άλλο σου χέρι» του ούρλιαξε ο Φιλίπ και αρπάζοντάς τον από τον σβέρκο τον σήκωσε και τον έσυρε μέχρι μία καρέκλα για να κάτσει, με τον ίδιο να παίρνει θέση ακριβώς απέναντί του. Ο Ντεάν είχε ιδρώσει, ενώ το πρόσωπό του είχε υιοθετήσει μία ωχρή απόχρωση. «Ας ξεκινήσουμε από την πρώτη σου απορία που είμαι βέβαιος πως σε βασανίζει έντονα. Το πώς μοιάζω. Ειλικρινά δεν γνωρίζω αν έχεις μεγάλη φαντασία, ή ας πούμε δυνατό στομάχι για να αντέξεις την όψη μου. Θα ξεκινήσουμε πρώτα με την Κόλαση και έπειτα, θα σου παρουσιάσω τον Παράδεισο» ξεκίνησε να του λέει και ειλικρινά ο Ντεάν δεν ήξερε τι τον περίμενε στη γωνία.
Η μάσκα της Βενετίας που απεικόνιζε την οργή, ξεκίνησε αργά να τραβιέται, μέχρι που έμεινε το πρόσωπό του, καλυμμένο ακόμη από μία μαύρη κουκούλα και προστατευμένο από τις σκιές. Τότε, μέσα από το θαμπό φως ξεπρόβαλε μία πλευρά παραμορφωμένη και ζαρωμένη. Το μοναδικό πράγμα που εξακολουθούσε να αποτελεί στολίδι, ήταν τα όμορφα μάτια του που έμοιαζαν απελπιστικά στου Ντεάν. Όταν το πρόσωπο με τις δύο όψεις αποκαλύφθηκε πλήρως, ο Ντεάν πάγωσε. Μπροστά του, είχε πράγματι έναν άνδρα με δύο όψεις τελείως διαφορετικές. Ωστόσο η μία του έμοιαζε υπερβολικά. Θα έλεγε κανείς, πως θα μπορούσαν να είναι και δίδυμοι.
Για λίγο, έμειναν να αλληλοκοιτάζονται δίχως να μιλούν, με τον Φιλίπ να αντιλαμβάνεται βαθιά μέσα του την ομοιότητα, ωστόσο να αδυνατεί να το αποδώσει στον αδερφικό τους δεσμό, καθώς δεν γνώριζε.
«Να ξέρεις ένα πράγμα δήμαρχε. Τίποτε απολύτως δεν δίνεται δίχως αντάλλαγμα. Σου φανέρωσα το πρόσωπό μου, για να γνωρίζεις απόλυτα το ποιος είμαι, όπως επίσης πρέπει να γνωρίζεις πως το χωριό το ξέρω τόσο καλά, όσο την παλάμη του χεριού μου. Αυτό σημαίνει, πως οτιδήποτε λαμβάνει χώρα εδώ, το γνωρίζω. Ο τόπος εκτός από καταραμένος, είναι και μικρός. Γνωρίζω λοιπόν, πως ετοιμάζονται για έφοδο στο σπίτι μου. Εσύ θα πρέπει να το αποτρέψεις αυτό, αλλιώς να ξέρεις πως θα είσαι ο πρώτος που θα βγάλω από τη μέση, όσα εμπόδια και αν μου βάλεις. Τα χρόνια τα πολλά της μοναξιάς με έχουν διαμορφώσει και ανάλογα. Είμαι ας πούμε ένας πολύ σπουδαίος ταχυδακτυλουργός και ακροβάτης. Ξέρω πώς να κινούμαι στις σκιές και το να σε βγάλω από τη μέση, δεν θα μου είναι καθόλου δύσκολο» τελείωσε και του Ντεάν το σάλιο, είχε σχεδόν στεγνώσει.
«Δεν πας καλά μου φαίνεται...» ήταν η μόνη απάντηση που του έδωσε, επηρεασμένη και εκείνη από τα λόγια των γονιών του.
«Ώστε τώρα το χωριό διαδίδει πως δεν είμαι καλά και στα λογικά μου; Πού πήγε η φήμη του πεθαμένου;» έθεσε την ερώτηση στριμώχνοντάς τον.
«Με απειλείς πως θα με βγάλεις από τη μέση...» του γρύλισε ο Ντεάν και ο Φιλίπ σηκώθηκε όρθιος κόβοντας κύκλους γύρω του.
«Το κακό με εσάς τους ανθρώπους, είναι πως δεν δείχνετε κατανόηση, ούτε συμπάθεια. Αν ήσουν στη θέση μου, θα είχες κάνει ήδη φόνο κύριε δήμαρχε. Εγώ ζω σε μία κοινωνία που ποτέ της δεν με αποδέχτηκε, μία οικογένεια που με πέταξε επειδή ήμουν τέρας και μία γιαγιά που μου έριχνε ένα πιάτο φαγητό, σαν να ήμουν σκυλί, μονάχα για να μην πεθάνω. Όλα αυτά ποιος θα τα καταλάβει; Αυτός λοιπόν, είναι ο όρος της συμφωνίας μας. Θα σταματήσεις τους χωριανούς και από εδώ θα βγεις ζωντανός» τελείωσε και ο Ντεάν ξεροκατάπιε.
Με πολύ κόπο, προσπάθησε να σηκωθεί, ωστόσο ο πόνος του κρεμασμένου και άψυχου χεριού του, ήταν αφόρητος. Ο ιδρώτας δεν είχε σταματήσει λεπτό να τρέχει από το πρόσωπό του και ο Φιλίπ τον κοίταξε πλαγίως.
«Πλησίασε» τον διέταξε κοφτά και εκείνος υπάκουσε «Αυτό θα σε πονέσει πολύ, επομένως δάγκωσε αυτό το κομμάτι ύφασμα κλέφτη» του μούγκρισε και η επόμενή του κίνηση, ήταν να αρπάξει τον ώμο του νεαρού και με μία επιδέξια κίνηση να τον βάλει στη θέση του, με τον Ντεάν να φτάνει σε σημείο λιποθυμίας. Ωστόσο, το επόμενο δευτερόλεπτο το χέρι του μπορούσε να κουνηθεί κανονικά.
«Ε, ευχαριστώ. Νομίζω..» ακούστηκε ψιθυριστά η φωνή του Ντεάν και αμέσως κινήθηκε προς τον σκοτεινό διάδρομο, έτοιμος να φύγει.
«Τον δρόμο θα στον δείξω εγώ. Ωστόσο, καθώς δεν σου έχω καμία απολύτως εμπιστοσύνη, θα σου κλείσω τα μάτια, προκειμένου να εξασφαλίσω την μυστικότητα των δικών μου διόδων επικοινωνίας» τελείωσε και με ένα πανί του έκλεισε τα μάτια, οδηγώντας τον από ένα συγκεκριμένο μονοπάτι, κατευθείαν στην αυλή. Τότε ευθύς ελευθέρωσε την όρασή του τραβώντας του το μαντίλι και εν συνεχεία εξαφανίστηκε, σαν να είχε γίνει καπνός. Ο Ντεάν στεκόταν μονάχος του στην αυλόπορτα μην μπορώντας να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί. Μα, ποιο ήταν τελοσπάντων εκείνο το πλάσμα;
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro