Η Παγίδα/ part 6
Ντύθηκαν στα γρήγορα, με τον Φιλίπ να κάνει σήμα στην Ελοντί να ανοίξει εκείνη την πόρτα. Παρά το γεγονός πως τον μάλωσε με το βλέμμα της, συμβουλεύοντάς τον να ξεκινήσει να βγαίνει από το καβούκι του, δέχτηκε ωστόσο να αναλάβει εκείνη τον ρόλο της οικοδέσποινας. Πλησιάζοντας προς την πόρτα, την άνοιξε δειλά, για να αντικρίσει το σχεδόν μόνιμα χαμογελαστό πρόσωπο της καλύτερης φίλης που είχε κάνει σε αυτό το μέρος. Η Ζακελίν, πήδηξε κυριολεκτικά στην αγκαλιά της, κοιτάζοντας παράλληλα στα κλεφτά για την φιγούρα του Φιλίπ.
«Πού είναι το φάντασμα της Όπερας;» ρώτησε δυνατά για να την ακούσει «Εσύ μην ντρέπεσαι, πλησίασε» διέταξε στον αέρα και η Ελοντί, είδε έναν Ντεάν να ξεπροβάλει διστακτικός. Για λίγο έμεινε να τον κοιτάζει έντονα, σε σημείο που τον έκανε να κατεβάσει το βλέμμα του στη γη εξαιτίας της αμηχανίας. «Ήρθαμε για να δούμε τον Φιλίπ. Ο Ντεάν βασικά, ωστόσο θεώρησε πως θα ήταν καλύτερη ιδέα, αν ερχόμουν μαζί του. Ξέρεις, κάποιος πρέπει να αναλάβει και τον ρόλο του κυματοθραύστη» τελείωσε, ωστόσο μόλις έκαναν την κίνηση να μπουν, άκουσαν γρήγορα βήματα να κατευθύνονται προς το μέρος τους.
Τότε, μπροστά τους φάνηκε ένας Φιλίπ, για πρώτη φορά απαλλαγμένος από την κουκούλα και με ρούχα καθαρά που του είχε αφήσει η Ελοντί. Ωστόσο, η εμφάνισή του σε συνδυασμό με το σκοτεινό του βλέμμα και με τον εμφανή θυμό που κόχλαζε, τον έκαναν τρομακτικό. Ο Ντεάν τον κοίταξε διστακτικά, ωστόσο η Ζακελίν πάλεψε να μπει από νωρίς στο πετσί του ρόλου που είχε αναλάβει.
«Φιλίπ, δεν ξεκινάς καλά» τον μάλωσε χαριτωμένα, ωστόσο εκείνος την κοίταξε αυστηρά.
«Τι γυρεύει αυτός εδώ μέσα;» την ρώτησε, μα τον λόγο πήρε τώρα ο Ντεάν.
«Ήρθα για να σε δω και να σου μιλήσω» πρόφερε και ο Φιλίπ κάγχασε.
«Να μου μιλήσεις; Άργησες, μονάχα καμιά εικοσαριά χρόνια, μην σου πω και πολύ περισσότερα. Τι συμβαίνει Ντεάν; Αισθάνθηκες οίκτο για τον δύσμορφο αδερφό σου;» τον ρώτησε με ειρωνεία.
«Δεν είναι έτσι, Φιλίπ. Δεν γνώριζα την αλήθεια για εσένα και οφείλω να σου παραδεχτώ ανοιχτά, πως αρχικά είχα έρθει με κακούς σκοπούς εδώ. Ωστόσο, δεν άφησα να με παρασύρουν τα λόγια και η πλύση εγκεφάλου χρόνων ατελείωτων. Δεν ξέρω τι άλλο πρέπει να σου πω, ή πώς να σου το πω. Νοιάζομαι για εσένα. Δεν σε γνωρίζω, δεν είχα την τύχη αυτή εξαιτίας των υπέροχων γονιών μας, μα θεωρώ ή θέλω να πιστεύω πως ποτέ δεν είναι αργά» τελείωσε μασώντας τα λόγια του, ενώ παράλληλα η φωνή του έτρεμε ελαφρώς και χανόταν.
«Δεν έχω ανάγκη την συντροφιά σου και τον οίκτο σου. Φύγε και παράτα με ήσυχο!» του φώναξε και εξαφανίστηκε μέσα στο σπίτι με τις δύο κοπέλες να τον κοιτάζουν θλιμμένα.
«Λυπάμαι Ντεάν, μα δεν θα είναι καθόλου εύκολο. Θα πάω να του μιλήσω εγώ αν θέλεις» δήλωσε η Ελοντί προσπαθώντας να τον κάνει να νιώσει καλύτερα. Εκείνος ξεφύσησε αγανακτισμένος και της είπε :
«Δεν περίμενα ποτέ πως θα είναι εύκολο. Είναι πολλά τα χρόνια που έχουν περάσει. Μας χώρισαν από βρέφη και ο Φιλίπ είχε την χείριστη μεταχείριση σε σχέση με εμένα. Έμαθε να κρύβεται από τον κόσμο, να τον φοβάται. Παραλίγο να καεί ζωντανός και όλα αυτά εξαιτίας μίας ουλής στο πρόσωπο. Όχι λοιπόν, θα μιλήσω εγώ στον αδερφό μου. Ξέρω πού πήγε και ας μην έχω σαφέστατα την ευελιξία να τον προλάβω» τους ανακοίνωσε, ωστόσο η Ζακελίν στάθηκε μπροστά του κόβοντάς του τον δρόμο.
«Ντεάν, χαίρομαι και απολαμβάνω το θάρρος σου, ωστόσο σε παρακαλώ μην πας εκεί κάτω. Φοβάμαι την αντίδρασή του, είναι απρόβλεπτος» ξεκίνησε η Ζακελίν τις ικεσίες, δίχως όμως αποτέλεσμα.
«Αδιαφορώ, ειλικρινά. Άσε που το έχω ξανακάνει» ανακοίνωσε εκείνος αφήνοντάς τες άφωνες και με φόρα ξεκίνησε να ανεβαίνει στον δεύτερο όροφο, ενώ ταυτόχρονα άκουγε από μακριά τις φωνές και τα παρακάλια τους.
Ψαχουλεύοντας για λίγο τον τοίχο, βρήκε εκείνο το άνοιγμα που θα τον οδηγούσε κυριολεκτικά στα Τάρταρα. Όση ώρα σκεφτόταν τι είχε δημιουργήσει αυτός ο άνθρωπος, προκειμένου να επιβιώσει, ένα επιφώνημα θαυμασμού ήταν έτοιμο να σκαρφαλώσει στα χείλη του, ωστόσο αυτό που είχε προτεραιότητα τώρα, ήταν να μπορέσει να κατέβει την κακοτράχαλη, σιδερένια σκάλα. Μετά μεγάλης δυσκολίας, πάτησε τα πόδια του στη γη, ακολουθώντας έπειτα εκείνον τον στενόμακρο διάδρομο. Αυτή τη φορά, είχε την ευκαιρία να παρατηρήσει καλύτερα τις μάσκες που κρέμονταν και τα διαλυμένα κάτοπτρα που στόλιζαν τους τοίχους, όταν η απότομη κίνηση μίας σκιερής φιγούρας του έκοψε την ανάσα.
«Φιλίπ, θέλω να μιλήσουμε. Δώσε μου έστω την ευκαιρία» ξεκίνησε να τον παρακαλά.
«Σου είπα να φύγεις και δεν βλέπω να το σέβεσαι. Δεν σε θέλω εδώ. Δεν έχεις θέση ούτε στο σπίτι μου, ούτε δίπλα μου. Έμαθα να μην εμπιστεύομαι κανέναν, εκτός από την Ζακελίν και τώρα την Ελοντί. Δεν ξέρεις πώς είναι να είσαι δακτυλοδεικτούμενος από μωρό. Να σε κοιτάζουν με φρίκη, η γιαγιά να ντρέπεται για εσένα, ενώ ταυτόχρονα να παρακαλά να περάσει ο καιρός για να έρθει να βρει το άλλο της εγγόνι. Τότε δεν καταλάβαινα την προσμονή της. Νόμιζα πως ήθελε απλώς να σηκωθεί και να φύγει. Τώρα όμως όλα βγάζουν νόημα. Ήθελε να φύγει από το τέρας, για να αγκαλιάσει τον όμορφο εγγονό της. Εκείνον, για τον οποίο θα μπορούσε να νιώσει περηφάνια, που θα τον κυκλοφορούσε επιτέλους έξω καμαρώνοντας, που θα του αγόραζε παγωτό και παιχνίδια, τη στιγμή που εγώ σάπιζα μέσα στη μοναξιά μου. Όλα αυτά, είναι πολλά για να τα καταπιώ και να τα συγχωρέσω. Σε μισώ....» ψέλλισε στο τέλος, μα ο Ντεάν είδε τα μάτια του να έχουν βουρκώσει από τον πόνο και την ένταση.
Το ίδιο όμως είχαν πάθει και τα δικά του. Είχαν θολώσει από τα δάκρυα μπροστά στο δράμα του αδερφού του.
«Εγώ όμως δεν σε μισώ...» του ψιθύρισε, εξοργίζοντάς τον.
«Σκάσε!Σου είπα πως θέλω να φύγεις. Σταμάτα να με πιέζεις να βγάλω έναν εαυτό, ο οποίος θα ταιριάξει απόλυτα με την εμφάνισή μου» του γρύλισε.
«Δεν πάω πουθενά, αν..» πήγε να του πει, μα δεν πρόλαβε, καθώς μία μπουνιά προσγειώθηκε στο πρόσωπό του, πλημμυρίζοντας το στόμα του με μία γεύση μεταλλική.
Ο Ντεάν για λίγο ζαλίστηκε και παραπάτησε, αρπάζοντας την τελευταία στιγμή την άκρη του ξύλινου, μισοφαγωμένου τραπεζιού. Με το χέρι του, άγγιξε το πρόσωπό του βλέποντας το αίμα να στάζει, ωστόσο και πάλι δεν πτοήθηκε. Μπροστά του, ο Φιλίπ του είχε γυρίσει την πλάτη, έχοντας καμπουριάσει και ζαρώσει σε μία γωνιά. Κάθε λίγο, έβλεπε την πλάτη του να τραντάζεται από λυγμούς και συγκεντρώνοντας όση δύναμη του είχε απομείνει τον πλησίασε για ακόμη μία φορά, ακουμπώντας το χέρι του στην πλάτη του.
«Αν αυτό σε κάνει να νιώσεις καλύτερα και απαλύνει τον πόνο σου έστω και στο ελάχιστο, τότε χτύπησέ με ξανά» του είπε και ο Φιλίπ γύρισε αργά το κεφάλι του, για να κοιτάξει αμίλητος το ματωμένο πρόσωπο του αδερφού του. «Συγγνώμη αδερφέ, που δεν μπόρεσα νωρίτερα να σε βοηθήσω. Εγώ είμαι το τέρας υποθέτω, όχι εσύ...» συνέχισε ο Ντεάν όταν είδε το χέρι του Φιλίπ να υψώνεται ξανά, με το πρόσωπό του να το αυλακώνει η οργή και ετοιμάστηκε για ακόμη ένα χτύπημα. Με μάτια βουρκωμένα, έμεινε να τον καρτερά, μέχρι που η γροθιά σταμάτησε χιλιοστά από το πρόσωπό του και προσγειώθηκε στο τραπέζι με φόρα. Ύστερα ακόμη μία, μέχρι που ο Φιλίπ ξεκίνησε να κοπανά με μανία το ξύλο, ματώνοντας σχεδόν τα χέρια του και τον Ντεάν να επεμβαίνει στο τέλος και να τον σταματά. Αυτή τη φορά, θα άφηνε τις κινήσεις του και τις πράξεις να μιλήσουν. Βαστώντας γερά τους καρπούς του αδερφού του, οι δυο τους αφέθηκαν στο πάτωμα. Ο Φιλίπ μόρφασε, εξαιτίας της πληγής στον καρπό και ο Ντεάν κοιτάζοντάς την, κατάλαβε αμέσως. Και πάλι όμως επέλεξε να σωπάσει και να κοιτάξει τον Φιλίπ στα μάτια. Το επόμενο βήμα, ήταν μία απότομη κίνηση, με εκείνον να χώνει στην αγκαλιά του και να βαστά γερά τον παραμορφωμένο του αδερφό, ξεσπώντας σε κλάματα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro