Η Παγίδα/ part 5
Για λίγο ξάπλωσε πίσω και ξεκίνησε να δοκιμάζει με όρεξη την αχνιστή σούπα που του είχε ετοιμάσει. Η Ελοντί τον άφησε να ξεκουραστεί και εκείνος επεξεργάστηκε αρχικά το δεμένο του χέρι που τον πονούσε ελαφρώς και έπειτα τον χώρο γύρω του.Πόσα χρόνια είχε άραγε να ξαπλώσει σε ένα φυσιολογικό κρεβάτι; Μόλις ένιωσε καλύτερα, σηκώθηκε με κόπο και στάθηκε ξανά μπροστά από τον καθρέπτη της κρεβατοκάμαρας. Μπροστά του βρίσκονταν σκορπισμένα τα καλλυντικά της και το άρωμά της. Για λίγο το πήρε στα χέρια του θέλοντας να χορτάσει την μυρωδιά τη δική της και κατόπιν, κοιτάχτηκε ξανά. Πρώτα, γύρισε προς την καλή του μεριά. Αν τον κοιτούσε κάποιος από το πλάι, τον έλεγε όμορφο. Τη στιγμή όμως που κούνησε το κεφάλι του προς την αντίθετη κατεύθυνση, αντίκρυσε και πάλι το τέρας. Μηχανικά, έξυσε το πηγούνι του και έκλεισε τα μάτια του. Η Ελοντί δεν τον έβλεπε έτσι, δεν είδε ποτέ και κανένα τέρας μπροστά της. Όταν τα άνοιξε ξανά, την αναζήτησε για να την δει τελικά να βρίσκεται στο δωμάτιο με τις ζωγραφιές και να δημιουργεί μοναδικά όπως εκείνη ήξερε καλύτερα. Για λίγο σκέφτηκε πόσο άδικος υπήρξε μαζί της στην αρχή που τόλμησε να την τρομάξει, παραμορφώνοντας την ζωγραφιά της. Ωστόσο, όλα αυτά ανήκαν στο παρελθόν, έπρεπε να ανήκουν εκεί και μόνο εκεί. Πατώντας σχεδόν στις μύτες των ποδιών του, στάθηκε από πίσω της και χαμήλωσε το κεφάλι του τόσο, όσο να νιώσει την ανάσα του στον λαιμό της.
Την είδε να χαμογελά, δίχως να ταράζεται, μα χωρίς να στρέψει καθόλου το βλέμμα της σε εκείνον, τον ρώτησε :
«Νιώθεις καλύτερα;».
Ωστόσο, ποτέ της δεν πήρε απάντηση με λόγια, καθώς ένα τρυφερό φιλί προσγειώθηκε στον λαιμό της και ύστερα ακόμη ένα. Η Ελοντί, έγειρε το κεφάλι της στο πλάι απολαμβάνοντας τα χάδια και τα φιλιά του, όταν άκουσε επιτέλους την φωνή του.
«Συγγνώμη αν σε τρόμαξα στην αρχή, ή αν υπήρξα απότομος μαζί σου. Δεν σου άξιζε» της είπε και εκείνη τότε, στράφηκε προς την μεριά του και τον κοίταξε παιχνιδιάρικα.
«Και τι μου αξίζει δηλαδή;» τον ρώτησε με ένα κρυφό χαμόγελο.
«Σε έναν άγγελο αξίζουν μάλλον τα καλύτερα. Αξίζει βασιλική μεταχείριση» της είπε και είδε τα κυανά του μάτια να λάμπουν από χαρά και από έρωτα. Κατόπιν, γονάτισε μπροστά της και ακούμπησε τα χέρια του επάνω στα πόδια της. «Προσπάθησα πολύ να το πολεμήσω. Όλο αυτό που νιώθω για εσένα. Αρχικά, όταν μπήκες σε αυτό το σπίτι και σε είδα, μου τράβηξες την προσοχή. Βλέπεις, πολλά ζευγάρια έχουν μετακομίσει, ή προσπαθήσει να μετακομίσουν εδώ, αλλά κανένας άνθρωπος δεν είχε το φως το δικό σου. Αρχικά δεν ήμουν σίγουρος και όταν κατέβηκες στο σαλόνι για να ανοίξεις σε αυτούς τους άγριους, βρήκα την ευκαιρία και γλίστρησα στα δωμάτια για να σας ψάξω. Τότε, έπεσα επάνω σε αυτόν τον χώρο και ομολογώ πως μου άρεσε που βρήκα ακόμη έναν καλλιτέχνη σαν εμένα. Εκφράζομαι και εγώ μέσα από τις ζωγραφιές μου. Ωστόσο, πάλεψα να σε τρομοκρατήσω, πιο πολύ γιατί φοβόμουν εμένα, παρά εσένα. Φοβόμουν την τωρινή μου κατάληξη, πως θα παλέψεις να με τραβήξεις έξω από το λαγούμι μου και δεν ήξερα αν ήμουν έτοιμος. Έβλεπα εκείνον να σε αγκαλιάζει και να σε φιλά, ενώ εγώ το μόνο που μπορούσα να κάνω, ήταν να σε ζωγραφίζω, πάντοτε με εμένα σαν σκιά να στέκω δίπλα σου. Δεν μπορώ να ζωγραφίσω τον εαυτό μου, δεν τολμώ, όχι ακόμη. Όλα μου τα σκίτσα, απεικόνιζαν εμένα και εσένα. Πότε στην εξοχή, πότε στο μπαλκόνι αυτού του σπιτιού να στεκόμαστε αγκαλιασμένοι κοιτάζοντας το πορφυρό ηλιοβασίλεμα, πότε...» πήγε να της πει, μα τότε άξαφνα, σαν να κόπηκε μαχαίρι η φωνή του, έμεινε να την κοιτάζει έντονα και διεισδυτικά.
Δίχως να διακόπτει την οπτική τους επαφή, σηκώθηκε με αργές κινήσεις και πήρε το χέρι της τοποθετώντας το πίσω από την μέση του. Η Ελοντί, είχε αφεθεί εντελώς, μεθυσμένη από τα συναισθήματα και τη στιγμή, σε σημείο που ανταποκρινόταν στα θέλω και τις κινήσεις του, σαν μαριονέτα, αδιαμαρτύρητα. Το άλλο του χέρι, το έχωσε στα μαλλιά της ανακατεύοντάς τα απαλά και μυρίζοντας την φρεσκάδα τους.
«Ειλικρινά, δεν ξέρω αν μου αξίζει όλο αυτό, αν εσύ μου αξίζεις, μα δεν αντέχω. Θέλω να το ζήσω, να το νιώσω, μαζί σου. Σε αγαπώ Ελοντί...Ίσως και να σε αγάπησα από την πρώτη στιγμή που σε είδα» της εξομολογήθηκε και εκείνη κοίταξε φανερά συγκινημένη, αυτόν τον τόσο εύθραυστο άντρα, που ενώ κάποιες στιγμές φάνταζε τρομακτικός με την συμπεριφορά του, αυτή τη στιγμή ήταν μονάχα ένα άβγαλτο αγόρι. Εκείνος συνέχισε να την χαϊδεύει τρυφερά, μέχρι που επιτέλους πήρε η ίδια την πρωτοβουλία, να πιάσει το τραυματισμένο του χέρι απαλά και να του κάνει νόημα να την ακολουθήσει. Ο Φιλίπ, ελευθέρωσε ένα ντροπαλό χαμόγελο κοκκινίζοντας ολόκληρος και σπάζοντας την οπτική επαφή για δευτερόλεπτα. Μαγνητισμένος, την ακολούθησε βαδίζοντας προς την κρεβατοκάμαρα, με το μυαλό του να έχει αδειάσει, ξεχνώντας την ύπαρξη του Ντεάν, ακόμη και του χωριού ολόκληρου. Έμοιαζε να έχει μεταφερθεί σε μία ολότελα διαφορετική διάσταση, σε έναν δικό του κρυφό Παράδεισο φτιαγμένο μονάχα για δύο. Εκείνον και την υπέροχη κοπέλα που στεκόταν δίπλα του.
Τότε, έπιασε τον εαυτό του να τρέμει. Τον λόγο δεν τον γνώριζε ακόμη, ήταν πολλά τα συναισθήματα που χόρευαν στην ψυχή του. Η Ελοντί, τον έβαλε να καθίσει στο κρεβάτι και στάθηκε μπροστά του, ξεκινώντας να αφαιρεί αργά αργά τα ρούχα της, με κινήσεις σχεδόν χορευτικές και αισθησιακές. Ο Φιλίπ είχε μείνει να την κοιτάζει, έκθαμβος από την ομορφιά της. Μια ομορφιά την οποία ένιωθε πως ήθελε να την κάνει να ανθίσει ακόμη περισσότερο. Όταν εκείνη έμεινε γυμνή μπροστά του, το χέρι του κινήθηκε απαλά από το στήθος, κατά μήκος του σώματός της. Κατόπιν, την τράβηξε κοντά του και απιθώνοντας ένα παρατεταμένο φιλί στο ύψος της κοιλιάς της, τοποθέτησε για λίγο το κεφάλι του τρυφερά αναστενάζοντας.
«Σ'αγαπώ» της ψιθύρισε ξανά και αφού σηκώθηκε, ξεκίνησε να αφαιρεί τα κουρέλια που είχε για ρούχα, πάντοτε κοιτάζοντάς την μέσα στα μάτια. Ίσως, βαθιά μέσα του να είχε την ανασφάλεια, μήπως διέκρινε σε εκείνη οίκτο, ή ίσως φόβο για την εξωτερική του εμφάνιση. Προς μεγάλη του ανακούφιση ωστόσο, διέκρινε μονάχα αγάπη.
Πλέον, στεκόταν και εκείνος ολόγυμνος μπροστά της. Παρά την ενόχληση του χεριού του, βάζοντας δύναμη την σήκωσε στην αγκαλιά του, με εκείνη να τυλίγει τα πόδια της γύρω από την μέση του. Τρυφερά, την τοποθέτησε στο κρεβάτι χαϊδεύοντας το πρόσωπό της. Είχε άγχος αρκετό και η ταχυπαλμία δεν τον είχε εγκαταλείψει ούτε για μία στιγμή. Η Ελοντί το κατάλαβε και προσκάλεσε τα χείλη του να συναντήσουν τα δικά της, κατευθύνοντας τα χέρια της χαμηλά στην μέση του, δίνοντάς του με έμμεσο τρόπο το θάρρος να συνεχίσει. Έχοντας τοποθετηθεί ανάμεσά της, ο έρωτάς τους ξεκίνησε με αργές και χαλαρές κινήσεις δίχως να σπάνε το φιλί τους. Ο Φιλίπ, ένιωθε πως βρισκόταν σε μία θάλασσα συναισθημάτων που δρόσιζε την ψυχή του και όταν ακούμπησε το κεφάλι του για λίγο στο πλάι, δίχως να σταματά τις κινήσεις του, τα μάτια του βούρκωσαν, κάνοντας την Ελοντί να σφίξει την λαβή των χεριών της γύρω από το γυμνό του σώμα, σε μία απεγνωσμένη αγκαλιά.
Λίγο αργότερα, οι δυο τους βρίσκονταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι, με εκείνον να σχηματίζει νοητά σχέδια στην πλάτη της και έπειτα να τα ντύνει με φιλιά.
«Θέλω να είμαι μαζί σου» του ψιθύρισε η Ελοντί και τον άκουσε να αναστενάζει. «Ο κόσμος είναι απέραντος Φιλίπ και πίστεψέ με, εκεί έξω υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι με προβλήματα, που δεν κρίνονται από κανέναν. Δεν χρειάζεται να μείνουμε εδώ. Μπορούμε να επιστρέψουμε στο Παρίσι. Ξέρω πως σου ζητώ πολλά, όμως άφησέ με να κάνω όνειρα» του είπε και γύρισε προς την μεριά του.
«Είμαι όχι απλώς ερωτευμένος μαζί σου, αλλά και δεμένος πλέον. Δεν αντέχω ούτε στην ιδέα να σ 'αγγίξει ποτέ κάποιος άλλος. Υπόσχομαι να προσπαθήσω να πραγματοποιήσω τα όνειρά σου. Μου δίνεις δύναμη να πιστεύω σε εμένα αλλά και σε εσένα. Η αγάπη είναι βάλσαμο για την ψυχή μου και θα σου είμαι υπόχρεος μέχρι να πεθάνω» της είπε και εκείνη τον σκούντησε απαλά.
«Μαζίθα γεράσουμε» του είπε κάνοντάς τον να γελάσει, μέχρι που ακούστηκε το κουδούνιτης πόρτας.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro