Δικαίωση/ part 3 και Επίλογος
Εξαιτίας του ήχου του μηχανήματος, αλλά και των κραυγών του Φιλίπ, η πόρτα άνοιξε διάπλατα και μέσα εισέβαλαν από την Ζακελίν, μέχρι ιατροί που τους φώναζαν να φύγουν, παλεύοντας ταυτόχρονα να τον επαναφέρουν στη ζωή. Ο Φιλίπ βαστούσε τα αφτιά του με δύναμη, έχοντας ταραχτεί, ενώ η Ζακελίν είχε πέσει στην αγκαλιά της Ελοντί που πάλευε να διατηρήσει την ψυχραιμία της, για να βοηθήσει την φίλη της. Πέντε λεπτά αργότερα, μία ιατρός βγήκε από το δωμάτιο σκυθρωπή και συννεφιασμένη. Η Ζακελίν ξεκίνησε να νιώθει ρίγη και σπασμούς σε όλο της το κορμί. Ένιωθε πως της ανέβαινε πυρετός, ενώ ταυτόχρονα το στομάχι της αναδευόταν επικίνδυνα.
«Λυπάμαι πολύ» ήταν οι μόνες λέξεις που ακούστηκαν. Λέξεις που συχνά έβγαιναν από το στόμα των συγκεκριμένων ανθρώπων, μα για εκείνους που τις άκουγαν, ήταν δυσβάσταχτες.
«Είναι άδικο... Δεν μπορεί...» ξεκίνησε να σιγοψιθυρίζει η Ζακελίν που είχε αφήσει το σώμα της να καταρρεύσει σαν το τσουβάλι στην καρέκλα αναμονής.
Καθώς η Ελοντί καθόταν δίπλα της, με το βλέμμα της αναζήτησε τον Φιλίπ, μα δεν τον βρήκε πουθενά. Τον φώναξε απεγνωσμένα πολλές φορές, μα εκείνος ήδη έτρεχε προς την έξοδο, με προορισμό τους δρόμους. Από το παράθυρο, είδε το ροδαλό χρώμα του ουρανού να φωτίζει απειροελάχιστα τον διάδρομο, ωστόσο η Ζακελίν δίπλα της, είχε απομείνει να κρέμεται άψυχα, σαν το κουφάρι. Την άφησε για λίγο ακόμη ώστε να καταλαγιάσει ο πόνος και το σοκ που είχε υποστεί. Θα έμενε δίπλα της όσες ώρες χρειαζόταν, πάντοτε σιωπηλή, σαν μία παρουσία δύναμης και παρηγοριάς. Δύο ώρες αργότερα, έδωσε τα πρώτα σημασία αντίδρασης.
«Γιατί;» ρώτησε κοιτάζοντας με κόπο την Ελοντί και εκείνη την έσφιξε στην αγκαλιά της.
«Δεν υπάρχει απάντηση. Ο Ντεάν ήταν ένας άνδρας γενναίος, με καρδιά απέραντη και με απόλυτη αγάπη απέναντι στον αδερφό του. Εδώ που φτάσαμε, το μόνο που μπορώ να πω είναι, πως η μνήμη του θα μας φέρνει περηφάνια. Είναι νωρίς όμως. Το ξέρω και θα κάνω για εσένα ό,τι θελήσεις. Έλα να μείνεις στο σπίτι μου, στο ζητώ σαν χάρη» της είπε και ένα ξέπνοο ΄΄ευχαριστώ΄΄ βγήκε από τα αφυδατωμένα χείλη της Ζακελίν.
Με το ζόρι την σήκωσε, ενώ κάθε λίγο ξεσπούσε σε κλάματα. Το ταξί τις άφησε κοντά στην πλατεία. Παρά την πρωινή ψύχρα, η Ζακελίν ήθελε να περπατήσει. Το κρύο που μαστίγωνε το πρόσωπό της και έκανε το δέρμα της να τσούζει, της υπενθύμιζε άχαρα πως ήταν ακόμη ζωντανή. Καθώς βάδιζαν, εκείνη της ζήτησε να περάσει από το σπίτι της και να κάνει ένα μπάνιο για να καθαρίσει την λάσπη από το κορμί της. Η Ελοντί δίστασε. Δεν ήθελε να την αφήσει μονάχη της ούτε λεπτό σε μία τόσο δύσκολη στιγμή.
«Θα είμαι εντάξει. Το πολύ πολύ να ακούσεις τους λυγμούς μου. Το έχω ανάγκη να ξεσπάσω μονάχη μου. Υπόσχομαι πως θα έρθω να σε βρω» της είπε και η Ελοντί άφησε ένα φιλί στο υγρό από τα κλάματα μάγουλό της.
Οι δύο γυναίκες χωρίστηκαν, όταν η Ελοντί φτάνοντας στην πλατεία, ήρθε αντιμέτωπη με ένα ακόμη αποτρόπαιο θέαμα. Τρείς χωριανοί στέκονταν μπροστά από το κρεμασμένο σώμα του Ναπολεόν. Ο άντρας καθώς φάνηκε, πέρασε ένα χοντρό σχοινί γύρω από τον λαιμό του και βρήκε το σημείο ώστε να αφήσει το σώμα του να πέσει, καθοδηγούμενος από τις Ερινύες. Φυσικά κανένας δεν έχυσε δάκρυ για εκείνον. Το θέαμά του πιο πολύ πρόσφερε ευχαρίστηση. Η Ελοντί δεν σταμάτησε ούτε λεπτό παραπάνω. Δεν μπορούσε και δεν ήθελε να κοιτάζει το αποτρόπαιο θέαμα του κρεμασμένου σώματος. Συγκεντρώνοντας δυνάμεις, προχώρησε για το σπίτι της, κοιτάζοντας προς την μεριά της ανατολής. Ο ήλιος που σηκωνόταν σηματοδοτούσε μία νέα αρχή, ένα νέο ξεκίνημα, αφήνοντας πίσω τις σκιές και πληγές του παρελθόντος. Σίγουρα η απώλεια του Ντεάν τους είχε σημαδέψει όλους, όμως ο χρόνος είναι γιατρός. Μπορεί να μην σβήνει την ανάμνηση, μετριάζει όμως έστω και στο ελάχιστο τον πόνο της απώλειας.
Μπαίνοντας στο σπίτι άνοιξε όλα τα παράθυρα, αφήνοντας τις χειμωνιάτικες μυρωδιές και την δροσιά να εισέλθουν. Τακτοποίησε τα πάντα και όταν μπήκε στην κρεβατοκάμαρα, είδε μερικά από τα ρούχα του Πιέρ. Άμεσα τα έβγαλε όλα τακτοποιώντας τα σε μία κούτα. Αν δεν έβρισκε τον ίδιο, θα τα άφηνε στην εκκλησία για εκείνους που είχαν ανάγκη. Έχοντας τελειώσει με όλες τις δουλειές, έβαλε στο φούρνο ένα κοτόπουλο με λίγες πατάτες. Δυσκολευόταν να φάει, καμία όρεξη δεν είχε όμως ακολούθησε μηχανικά τη διαδικασία του μαγειρέματος. Το σπίτι μύρισε και πάλι όμορφα, όταν άκουσε μία φωνή.
«Σ'αγαπώ» ήχησε σε όλο το σπίτι και η σκιερή φιγούρα την αγκάλιασε από πίσω. Εκείνη γύρισε και αντίκρυσε έναν Φιλίπ κομματιασμένο.
«Ανησύχησα» του είπε.
«Μην ανησυχείς για εμένα. Είμαι ένα αγρίμι που έχει μάθει να περιφέρεται παραδομένο στην μοναξιά. Έχασα και το τελευταίο μέλος της οικογένειάς μου, όμως έστω και έτσι κέρδισα την αγάπη του. Μου άφησε μία πολύτιμη κληρονομιά που θα την κουβαλώ μέσα μου για πάντα» της είπε και δάκρυα αυλάκωσαν τα μάγουλά του.
«Θα είμαι εγώ η νέα σου οικογένεια. Όπως είχαμε συζητήσει, εμείς θα γεράσουμε μαζί χτίζοντας ένα όμορφο μέλλον σε διαφορετικά θεμέλια πλέον. Πιο δυνατά αυτή τη φορά. Θα καθίσεις να φάμε μαζί;» τον ρώτησε, όταν άκουσαν το κουδούνι. Στο κατώφλι, φάνηκε μία Ζακελίν, με μάτια πρησμένα.
«Έχετε χώρο για ακόμη έναν;» τους ρώτησε και ο Φιλίπ την αγκάλιασε σφιχτά, αφήνοντάς την να ξεσπάσει ξανά.
-------------------
Οι επόμενες δύο ημέρες, ήταν δραματικές. Στο χωριό πραγματοποιήθηκαν δύο κηδείες. Εκείνη του Ναπολεόν και εκείνη του πολυαγαπημένου Δήμαρχου. Στον Ναπολεόν δεν πάτησε κανείς. Ούτε ένας άνθρωπος δεν βρέθηκε να τον κλάψει, ούτε καν η Ναταλί που υποσχέθηκε πως δεν θα βάλει μαύρο, ούτε για μία ημέρα. Η Ζακελίν, είχε πάρει ηρεμιστικά μιας που δεν κοιμόταν σχεδόν καθόλου και ας έμενε μαζί με την Ελοντί. Καθώς ο κόσμος ήταν συγκεντρωμένος, είδαν από μακριά τον Φιλίπ να πλησιάζει σκυφτός, με ένα λουλούδι για τον αδερφό του. Δεν κοίταξε κανέναν τους, ωστόσο, τα βλέμματα του κόσμου απέναντί του, έπεφταν πιο μαλακά. Η φιγούρα του εξακολουθούσε να προκαλεί δέος, ωστόσο πιο πολύ τον ζύγιζαν για να δουν αν εκείνος τους αποδεχόταν. Βουρκωμένος, γονάτισε χαϊδεύοντας την πλάκα, πάντοτε σιωπηλός.
Τότε, η Ναταλί τον πλησίασε διακριτικά, προσφέροντάς του το χέρι της για να σηκωθεί. Άπαντες κοιτούσαν το θέαμα με κομμένη την ανάσα.
«Λυπάμαι πάρα πολύ γι'αυτό» του ψιθύρισε καθώς εκείνος σηκωνόταν. «Θα ήθελες μήπως να περάσεις από τον φούρνο μου; Έχω φτιάξει φρέσκια πορτοκαλόπιτα. Θυμάμαι πως σου άρεσε» του είπε και τότε τον είδε για πρώτη φορά να χαμογελά αμήχανα.
«Ευχαριστώ» της απάντησε και η Ελοντί δίπλα του ένιωσε την καρδιά της να φτερουγίζει από στιγμιαία χαρά.
Μετά από εκείνη τη δραματική στιγμή, ένα πέπλο ομιχλώδες σηκώθηκε απότομα. Είχε ψιχαλίσει και στο βάθος του κάμπου, διαγραφόταν το ουράνιο τόξο, ευλογία από τον Θεό. Ο Φιλίπ έκανε μικρά, μα σταθερά βήματα επανένταξης στον κόσμο, που φάνηκε να έχει ξεκινήσει να τον αποδέχεται. Συνήθως, πήγαινε στον φούρνο γιατί η Ναταλί είχε πάντοτε για εκείνον, φρέσκα γλυκά. Η Ατζέλικα με την Απολλίν είχαν αποφασίσει να μείνουν και η μικρή ερχόταν τα απογεύματα στο σπίτι του Φιλίπ που ζούσε κανονικά με την Ελοντί. Ένα απόγευμα ωστόσο, άκουσαν τον ήχο του κουδουνιού και στο κατώφλι φάνηκε ένας άνδρας.
«Καλησπέρα σας. Είμαι ο Μισέλ Πατρόν, συμβολαιογράφος του αποθανόντα Ντεάν Λεγκράντ. Είστε ο κύριος Φιλίπ;» τον ρώτησε και εκείνος ένευσε θετικά «Θα μπορούσα να περάσω;» ρώτησε ξανά και η Ελοντί τον συνόδευσε στο σαλόνι.
«Θα θέλατε κάτι να σας ετοιμάσω;» τον ρώτησε και εκείνος αρνήθηκε ευγενικά.
«Έχω έρθει να σας βρω καθώς υπάρχει μία διαθήκη που σας αφορά» τους είπε παραδίδοντάς τους τη διαθήκη και ένα γράμμα, το οποίο θα διάβαζαν με την αποχώρησή του. Καθώς τα μάτια τους έτρεχαν επάνω στις λέξεις, δάκρυα κυλούσαν σιωπηλά.
Η διαθήκη όριζε ως νόμιμο και μοναδικό κληρονόμο του σπιτιού αυτού, τον Φιλίπ. Της Ελοντί της είχε κάνει εντύπωση που ο Νικολά δεν είχε περάσει για το νοίκι του μήνα, ωστόσο τώρα όλα είχαν νόημα. Ακόμη παρέδιδε στον αδερφό του το ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρώ καθώς και τον λογαριασμό της τράπεζας όπου είχε γίνει η κατάθεση, προκειμένου να πάει στον καλύτερο πλαστικό για να βελτιώσει έστω και λίγο την εμφάνισή του. Ο άνδρας τους ευχαρίστησε και με όλες τις διαδικασίες έτοιμες, αποχώρησε αφήνοντάς τους μόνους με το γράμμα.
Αγαπημένε μου αδερφέ,
Σε αποκαλώ ΄΄αδερφό μου΄΄ και τα μάτια μου γεμίζουν δάκρυα και μόνο από την προσφώνηση. Σκοπεύω να σας κάνω έκπληξη τόσο σε εσένα, όσο και στην Ελοντί και να σας ανακοινώσω πως αγόρασα το σπίτι, μεταβιβάζοντάς το όμως σε εσένα. Σε περίπτωση που δεν προλάβω και μου συμβεί κάτι, τροποποίησα την διαθήκη, ώστε να είμαι βέβαιος πως τα θεμέλια της νέας σου ζωής, θα μπουν και με το παραπάνω. Θα ήθελα να σου γνωστοποιήσω, πως με τους γονείς μας δεν έχω και δεν θέλω να έχω, καμία απολύτως σχέση. Πέταξαν τον πιο πολύτιμο φίλο μου, το αίμα μου και αυτό δεν θα τους το συγχωρέσω ποτέ. Ωστόσο, οφείλω και εγώ με την σειρά μου μία συγγνώμη σε εσένα που τόσα χρόνια δεν έκανα το βήμα να σε αναζητήσω και να σε γλιτώσω από την Κόλαση. Σου παραδίδω λοιπόν το σπίτι στο Λουρμαρέν που δικαιωματικά σου ανήκει, μαζί με ένα ποσό για το νέο σου ξεκίνημα. Να ξέρεις, πως για εμένα είσαι ούτως ή άλλως όμορφος, μα αν εσένα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα, το ποσό θα σε βοηθήσει να έρθεις πιο κοντά στο όνειρό σου.
Σε αγαπώ πολύ, ο αδερφός σου.
Οι δυο τους κοιτάχτηκαν προσεκτικά, με μάτια βουρκωμένα. Ο Φιλίπ ήταν ελεύθερος πια και με γερές βάσεις για το νέο του ξεκίνημα. Είχε ένα φύλακα άγγελο που σε όποιον ουρανό και αν ταξίδευε, πάντοτε θα τον ευλογούσε και θα τον πρόσεχε από εκεί ψηλά. Μαζί με την Ελοντί βγήκαν στην αυλή και κοίταξαν το σπίτι. Οι εικόνες πια που μπλέκονταν το μυαλό τους, ήταν φωτεινές και γεμάτες αγάπη και γέλια, ίσως παιδικά γέλια μελλοντικά όταν θα έφερναν στον κόσμο την δική τους οικογένεια. Είχε όμως και η Ελοντί ένα δώρο για εκείνον. Έναν υπέροχο πίνακα, που απεικόνιζε τον ίδιο και τον αδερφό του αγκαλιά ζωγραφισμένο από εκείνη. Μαζί τον κρέμασαν και μαζί με την κίνηση αυτή, γύρισαν την σελίδα στην ζωή τους.
Επίλογος
Ο Φιλίπ, δεν είναι μονάχα ένα φανταστικό πρόσωπο. Υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι, σαν τον Φιλίπ, που μειονεκτούν εμφανισιακά και γίνονται συχνά στόχος κακόβουλων σχολίων. Η ψυχολογική κακοποίηση, δεν γνωρίζει φύλο, μήτε ηλικία και μπορεί να αφορά τόσο την εξωτερική εμφάνιση, όσο και τις σεξουαλικές προτιμήσεις, ή οτιδήποτε άλλο καθιστά έναν άνθρωπο στα μάτια των υπόλοιπων, ΄΄διαφορετικό΄΄. Τι το κακό όμως υπάρχει στην διαφορετικότητα; Γιατί να μην εναρμονιστούμε μαζί της αγκαλιάζοντάς την; Εξάλλου, αυτή η διαφορετικότητα είναι που προσδίδει στην ζωή μας νοστιμιά. Θα ήταν βαρετό αν όλοι μοιάζαμε, αν είχαμε τα ίδια κιλά, τον ίδιο σωματότυπο, ντυνόμασταν το ίδιο, ή είχαμε τις ίδιες προτιμήσεις.
Ας μην απορρίπτουμε και ας μην γυρνάμε λοιπόν την πλάτη μας, σε έναν αντίστοιχο Φιλίπ που μπορεί να χρειάζεται την προσωπική μας στήριξη. Ας σκεφτούμε, πώς θα αισθανόμασταν εμείς, κάθε φορά που οι άνθρωποι θα μας απέρριπταν. Κάθε φορά που θα αποζητούσαμε ένα χαμόγελο και μία αγκαλιά κατανόησης και στήριξης και αντί αυτού θα εισπράτταμε μια πλάτη γυρισμένη. Όχι, δεν θα γίνουμε εμείς αυτή η πλάτη. Δεν θα θρέψουμε το τέρας της θλίψης και της οργής σε καμία ανθρώπινη ψυχή. Το βιβλίο αυτό γράφτηκε, σαν ύμνος στην διαφορετικότητα, την οποία η αγάπη και η αποδοχή, μπορούν να την αγκαλιάσουν τέλεια. Προσφέρετε λοιπόν άφθονη αγάπη, προς τον πλησίον σας που το έχει ανάγκη. Μπορεί να είναι μελαμψός, μπορεί να μιλά άλλη γλώσσα, να μην μπορεί να σας δει, ή να μην έχει άκρα να σας κρατήσει. Μπορεί να έχει περιττά κιλά, ή να ερωτεύεται άτομα του ίδιο φύλου, μα η λέξη μία είναι που τον χαρακτηρίζει. Άνθρωπος.
Αγκαλιάστε λοιπόν τους ανθρώπους, γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευλογία από την προσφορά και την άκριτη αποδοχή.
Σας ευχαριστώ όλους όσους με συνοδεύσατε ως το τέλος. Ελπίζω να σας άρεσε παρα τη στεναχώρια σας για τον Ντεάν και ελπίζω να με ακολουθήσετε και σε επόμενο ταξίδι!Είστε το στήριγμά μου. Θα περιμενω με αγωνια την γνωμη σας!
Σας ευχαριστώ
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro