Από το Παρίσι, στο Λουρμαρέν/ part 3
Το ζευγάρι πέρασε όλο το απόγευμα σχεδόν τακτοποιώντας τα πράγματά του. Οι υπέροχες, σκαλιστές, αυτοκρατορικές θα έλεγε κανείς ντουλάπες, είχαν μεγάλη χωρητικότητα, εκτός του γεγονότος πως ήταν πολλά τα δωμάτια. Κατάκοποι πλέον και οι δύο, άκουσαν το κουδούνι της πόρτας και ο Πιέρ έκανε σήμα στην κοπέλα πως θα κατέβαινε ο ίδιος να ανοίξει. Πίσω από την ακόμη κλειστή πόρτα, άκουγε φωνές χαρούμενες και όταν την άνοιξε, μπροστά του στέκονταν δύο γυναίκες και ένας άντρας κρατώντας ένα κέικ οι μεν, ενώ η πιο νεαρή κοπέλα κοντά στην ηλικία της Ελοντί, βαστούσε κάτι μαγειρευτό.
«Καλησπέρα» πρόφερε ο Πιέρ ελαφρώς αμήχανα.
«Καλησπέρα! Είμαστε οι καινούργιοι σας γείτονες και είπαμε να περάσουμε να σας χαιρετήσουμε και να σας φέρουμε κάτι να φάτε μιας που η πρώτη ημέρα είναι πάντοτε δύσκολη. Με λένε Ζακελίν» του είπε η κοπέλα και εκείνος την χαιρέτησε πρόσχαρα, μέχρι που εμφανίστηκε στο κατώφλι και η Ελοντί που τους καλωσόρισε όλους μέσα στη χαρά και την υποχρέωση για την ευγενική τους χειρονομία. Το μεγάλο σε ηλικία ζευγάρι, ήταν η Ναταλί και ο Ναπολεόν. Όλοι τους έμεναν στα σχεδόν διπλανά σπίτια. Το νεαρό και πρωτοεμφανιζόμενο στο χωριό ζευγάρι, τους ζήτησε να περάσουν στο εσωτερικό μα τους είδε για λίγο να διστάζουν, σαν να υπήρχε μπροστά τους ένας αόρατος τοίχος που τους έκοβε την είσοδο.
«Μην ανησυχείτε, είναι όλα εντάξει» τους καθησύχασε η Ελοντί και η Ζακελίν την ακολούθησε πρόσχαρη.
«Και εγώ έτσι πιστεύω. Ελάτε βρε παιδιά, πρέπει επιτέλους να σταματήσουμε με αυτήν την ιστορία. Είναι κρίμα και για τους νέους μας γείτονες» τους συμβούλεψε η νεαρή κοπέλα και το μεγαλύτερο ζευγάρι ένευσε με κατανόηση.
«Μην ανησυχείτε. Ο Νικολά, ο ιδιοκτήτης μας μίλησε για αυτήν την ιστορία. Εμείς δεν πιστεύουμε στα φαντάσματα» τους είπε ο Πιερ και η Ελοντί αφού έκατσε για λίγο με τους νέους γείτονες σερβίροντάς τους τσάι, σηκώθηκε για να τακτοποιήσει ακόμη λίγο το δωμάτιό της. Η Ζακελίν προσφέρθηκε να την βοηθήσει και οι δυο τους έπιασαν κουβέντα σχετικά με την ζωή στο Παρίσι και τις δουλειές εκεί, αλλά και σχετικά με την κολλητή της την Σοφί. Η Ελοντί ανυπομονούσε να της δείξει την ζωγραφιά της Μονμάρτης, αγκαλιά με την φίλη της που την είχε αφήσει στην κρεβατοκάμαρά της. Μπαίνοντας μαζί οι δύο κοπέλες, είχαν ένα ύφος ανέμελο με την Ελοντί να αναζητά παντού εκείνη τη ζωγραφιά.
«Μα ήμουν βέβαιη πως την είχα αφήσει στο κρεβάτι» ξεκίνησε να μουρμουρίζει μονάχη της, μέχρι που φώναξε τον Πιέρ, ο οποίος επίσης επέμενε πως την είχε δει εκεί την τελευταία φορά.
«Κάπου θα την άφησες πάνω στις μετακινήσεις, μην ανησυχείς. Με την ησυχία μας θα την βρούμε» τη διαβεβαίωσε ο Πιέρ απιθώνοντας ένα φιλί στο κεφάλι της.
Η Ελοντί άφησε το σώμα της να πέσει στο κρεβάτι άνευρα, με τον Πιέρ να επιστρέφει στους καλεσμένους και την νέα της γνωριμία να παλεύει να την καθησυχάσει. Η κοπέλα ωστόσο δεν γνώριζε πως η Ελοντί είχε το ελάττωμα να μην σταματά την αναζήτηση μέχρι να βρεθεί το χαμένο αντικείμενο. Έτσι, ξεκίνησαν να ανοίγουν μερικές ντουλάπες, ενώ η Ζακελίν κοιτούσε και στα υπόλοιπα δωμάτια δίχως ωστόσο κανένα αποτέλεσμα.
«Ειλικρινά, μοιάζει να έχει κάνει φτερά» έσκουξε η κοπέλα και για μερικά δευτερόλεπτα, το μυαλό της στράφηκε στον παράξενο μύθο που σκέπαζε το χωριό. «Τι γνώμη έχεις για την ιστορία που λέγεται εδώ;» ρώτησε την Ζακελίν στα ξαφνικά, η οποία φάνηκε για λίγο να προβληματίζεται.
«Θα είμαι ειλικρινής μαζί σου, δεν ξέρω πού σταματά η αλήθεια και πού ξεκινά το ψέμα. Τον νεαρό που ζούσε εδώ, ελάχιστες φορές τον είχα πετύχει τυχαία. Όσο ζούσε η γιαγιά του, έβγαινε εκείνη για τα ψώνια της ημέρας και τις ανάγκες του σπιτιού. Μετά, ξεκίνησαν κάτι παράξενες φήμες πως είναι βαμπίρ και φοβάται το φως, πως είναι μάγος, ή Σατανιστής που κυκλοφορεί τα βράδια αρπάζοντας νεαρές γυναίκες. Όλο αυτό, με τον καιρό γιγαντωνόταν, ενώ υπήρχαν άνθρωποι που υποστήριζαν με πάθος πως μία φορά που είχαν κοιτάξει στο παράθυρο αυτού του σπιτιού, είχαν δει τον Άρχοντα της Κολάσεως αυτοπροσώπως. Εντάξει, νομίζω πως υπερβάλαν και ήταν βαθύτατα επηρεασμένοι από όλες αυτές τις φήμες, αλλά το ποτήρι ξεχείλισε και η φωτιά τύλιξε το σπίτι με μανία. Θυμάμαι να έχει συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου. Άλλοι φώναζαν με χαρά, άλλοι έστεκαν αγκαλιασμένοι μπροστά στην τραγωδία και μονάχα εγώ μαζί με άλλα τέσσερα παιδιά της ηλικίας μου πασχίζαμε να σβήσουμε ό,τι μπορούσαμε, μέχρι που ήρθε η πυροσβεστική. Φυσικά, δεν έμεινε τίποτε απολύτως όρθιο. Από τότε, δεν φάνηκε ποτέ ξανά στο παράθυρο η φιγούρα του θρυλικού Φιλίπ, ούτε ακούστηκε ξανά κάτι για εκείνον. Αυτά όμως που ακολούθησαν ήταν πολύ χειρότερα, καθώς έπειτα αρκετές αυλές βρέθηκαν την επόμενη ημέρα κατεστραμμένες και κάποιες πόρτες βαμμένες με κόκκινα, απειλητικά μηνύματα. Ο θρύλος ζωντάνεψε και καθώς οι καταστροφές δεν είχαν τελειωμό, οι κάτοικοι για να ζητήσουν συγχώρεση από την ταραγμένη του ψυχή, άφηναν έξω από το σπίτι φαγητό κάθε βράδυ. Από τότε, τα βίαια επεισόδια κόπασαν. Αυτή ήταν συνοπτικά η ιστορία ωστόσο προτιμώ να μην αναφέρομαι και πολύ σε αυτήν. Στο τέλος ούτως ή άλλως η αλήθεια θα λάμψει όποια και να είναι» ολοκλήρωσε η κοπέλα και η Ελοντί την κοιτούσε αδυνατώντας να πιστέψει στα αυτιά της και διακρίνοντας έναν διαρκή δισταγμό σαν να μην ήθελε να αποκαλύψει όλη την αλήθεια.
«Άφηνες και εσύ φαγητό;» την ρώτησε ντροπαλά η Ελοντί.
«Ναι, αλλά πάντοτε την επόμενη μέρα το έβλεπα εκεί. Δεν το πήρε ποτέ του. Το φάντασμα του Φιλίπ εννοώ. Μάλλον η μαγειρική μου είναι σε άσχημο επίπεδο» χαμογέλασε και οι δύο κοπέλες σηκώθηκαν για να αποχαιρετήσουν τους γείτονες και η Ζακελίν να επιστρέψει στο σπίτι της.
Μόλις έμειναν εκ νέου μόνοι τους με τον Πιερ, αποφάσισαν να αφήσουν τις υπόλοιπες δουλειές για το αυριανό απόγευμα, καθώς το πρωί θα πήγαιναν να γνωρίσουν επιτέλους τα νέα τους αφεντικά. Ευτυχώς το σπίτι είχε δύο τηλεοράσεις και μάλιστα η μία βρισκόταν στο σαλόνι. Ο Πιέρ λοιπόν, πήγε να ετοιμάσει το αγαπημένο τους τσάι με κανέλα και πορτοκάλι, το οποίο το είχαν φέρει από το Παρίσι.
«Πώς σου φάνηκαν οι νέοι μας γείτονες;» ρώτησε ανάλαφρα η Ελοντί και ο Πιέρ κατάπιε μία γουλιά από το ζεστό και μυρωδάτο του ρόφημα.
«Ήταν πολύ καλοί, ευγενικοί και κοινωνικοί. Θαρρώ πως αυτό είναι κάποιο από τα καλά του να μένεις σε ένα μικρό μέρος. Γνωρίζεις τους γύρω σου καλύτερα και αν κάτι χρειαστείς, έχεις μία πόρτα να χτυπήσεις σε στιγμή ανάγκης» της απάντησε ο νεαρός και εκείνη κούρνιασε στην αγκαλιά του.
«Ακόμη δεν κατάφερα να βρω τη ζωγραφιά. Με την Ζακελίν ψάξαμε παντού» του ανακοίνωσε περίλυπα και τον είδε να χαμογελά.
«Το ΄΄παντού΄΄ να υποθέσω πως δεν περιλαμβάνει και την δεύτερη κρεβατοκάμαρα που βρίσκεται ακριβώς δίπλα από την δική μας. Η ζωγραφιά ήταν ακριβώς εκεί, επάνω στο έπιπλο που βρίσκεται μπροστά από τον καθρέπτη» της απάντησε και η Ελοντί τινάχτηκε επάνω.
«Εντάξει, μου κάνεις πλάκα Πιέρ. Το πρώτο δωμάτιο που έψαξα, ήταν αυτό» του είπε και εκείνος πάλεψε να την καθησυχάσει.
«Εντάξει αγάπη μου, συμβαίνουν αυτά. Μπορεί απλώς να μην το πρόσεξες. Τι θα έλεγες να πηγαίναμε για ύπνο τώρα; Αύριο θα είναι μία πολύ κουραστική μέρα για μας» της είπε και εκείνη ένευσε καταφατικά.
Τη στιγμή που τα φώτα όλα έσβησαν στο σαλόνι, η Ελοντί κινήθηκε ασυναίσθητα προς το παράθυρο. Μπορεί να μην είχαν ακριβώς απέναντι κάποιο σπίτι, αλλά στα διαγώνια που υπήρχε η προτελευταία μονοκατοικία του στενού, είδε μία γυναίκα να αφήνει έξω από την πόρτα της ένα μικρό καλάθι και κατόπιν να κοιτάζει προς το μέρος του σπιτιού κάνοντας τον σταυρό της και μπαίνοντας ξανά μέσα. Μπροστά στο θέαμα αυτό, η κοπέλα ένιωσε άβολα παρά το γεγονός πως δεν πίστευε καθόλου σε όλες αυτές τις ιστορίες. Το ζήτημα βέβαια με την ζωγραφιά της Μονμάρτης, της είχε κινήσει το ενδιαφέρον, ωστόσο θα μπορούσε πράγματι να θεωρηθεί ένα τυχαίο γεγονός. Σημασία είχε, πως την είχε βρει και αύριο θα αγόραζε μία όμορφη κορνίζα, ανάλογη με τον χώρο και τα έπιπλα και θα την τοποθετούσε.
Έχοντας ξαπλώσει, ο μόνος ήχος που ακουγόταν και αυτός μακρινός, ήταν εκείνος των πλασμάτων της εξοχής. Η Ελοντί είχε επικεντρώσει εκεί την προσοχή της, προκειμένου να κατορθώσει να κοιμηθεί, ωστόσο εξαιτίας της υπερέντασης της μετακόμισης και αλλαγής περιβάλλοντος, ένιωθε να βασανίζεται στριφογυρνώντας διαρκώς. Στο τέλος, αποφάσισε να σηκωθεί και ακροπατώντας, κατευθύνθηκε στο διπλανό δωμάτιο όπου είχε τοποθετήσει το σκίτσο και μερικά ακόμη εργαλεία ζωγραφικής και σκιτσογραφίας. Άναψε ένα πολύ μικρό φωτάκι και έφερε στο νου της εικόνες από την ζωή στο Παρίσι. Τους γονείς της, τους φίλους τα μέρη και φυσικά τον Πιερ. Διστακτικά πήρε το μολύβι και ξεκίνησε να ζωγραφίζει σχηματίζοντας γραμμές που σιγά σιγά έπαιρναν μορφή, ώσπου μέσα από τον διπλανό καθρέπτη, ένιωσε πως πέρασε και χάθηκε μία σκιά. Δευτερόλεπτα αργότερα, αισθάνθηκε στο δέρμα της και τον αέρα που αφήνει πίσω της μία γρήγορη φυγή. Με μία κίνηση, άνοιξε όλα τα φώτα μα κανένας απολύτως δεν στεκόταν μπροστά της. Παρατώντας το έργο της ξεκίνησε να κάνει κύκλους νευρικά μέσα στο δωμάτιο, μα τα πάντα ήταν στη θέση τους. ΄΄Τελικά, έχω και εγώ μεγάλη φαντασία΄΄ συλλογίστηκε.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro