Από το Παρίσι, στο Λουρμαρέν/ part 2
Καθώς η διαδρομή θα ήταν ατελείωτη, αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν το αυτοκίνητο και να κάνουν πολλές στάσεις και διανυκτερεύσεις ώστε να απολαύσουν για τα καλά την Γαλλία και να μείνουν προς το τέλος της διαδρομής τους στην όμορφη και ονειρική Λυών, η οποία βρισκόταν στο σημείο που συναντιούνται ο ποταμός Ροδανός με τον Σον στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας. Η Ελοντί αισθανόταν ήδη ανάλαφρη και ο Πιέρ μπορούσε να το διακρίνει στα χαρακτηριστικά του προσώπου της που είχαν γλυκάνει. Οι δυο τους, πήραν το τελεφερίκ, για να απολαύσουν μία μαγευτική ανάβαση στο λόφο που κατέληγε στην εκκλησία προστάτιδα της πόλης, την οκταγωνική Βασιλική Νοτρ Ντάμ, με τα εντυπωσιακά βιτρώ και ψηφιδωτά, ενώ προς το τέλος της βόλτας τους αποφάσισαν να απολαύσουν ένα υπέροχο γεύμα στην παλιά πόλη, δοκιμάζοντας τα δικά τους χειροποίητα λουκάνικα.
Η Ελοντί χαιρόταν που επιτέλους είχε εγκαταλείψει τους ρυθμούς της μεγαλούπολης και απολάμβανε την όμορφη συντροφιά του Πιέρ κάνοντας όνειρα για το μέλλον και ίσως για μία οικογένεια.
«Από αύριο που επιτέλους θα βρισκόμαστε στο Λουρμαρέν, ξεκινάμε και την επίσημη μετακόμιση. Ευτυχώς οι βαλίτσες χώρεσαν τα περισσότερα από τα πράγματά μας. Τα άλλα θα μας τα στείλουν οι δικοί μου λίγο πριν παραδώσουν το διαμέρισμα» ακούστηκε η φωνή του Πιερ, κάνοντάς την να τον προσέξει καθώς το βλέμμα της το είχε στραμμένο στη φωτογραφική της μηχανή.
«Η αλήθεια, θα μας φανεί κουραστικό το αυριανό ταξίδι, αλλά δεν πειράζει, αξίζει τον κόπο» του απάντησε και μαζί σηκώθηκαν για να επιστρέψουν στο ξενοδοχείο, όπου και θα έμεναν για να ξεκουραστούν εξαιτίας της διαδρομής που τους περίμενε.
Την επομένη και έπειτα από ταξίδι αρκετών ωρών, ο αέρας είχε πλέον γλυκάνει και η μυρωδιά της εξοχής έμπαινε από τα παράθυρα. Η Ελοντί είχε κρεμάσει το χέρι της παιχνιδιάρικα έξω από το ανοιχτό παράθυρο σαν να ήθελε να κλείσει στη γροθιά της τις εικόνες και τις μυρωδιές. Μπροστά τους στην κοιλάδα, το πέτρινο χωριουδάκι τους υποδεχόταν ηλιόλουστο και οι κάτοικοί του είχαν βγει στην πλατεία για να το απολαύσουν. Οι δρόμοι ήταν σχετικά στενοί και το αυτοκίνητο προχωρούσε με προσοχή. Η μονοκατοικία που έψαχναν, ήταν λίγο έξω από το χωριό, στο τέλος ενός στενού δρόμου. Ευτυχώς για εκείνους, δίπλα ακριβώς από το σπίτι υπήρχε άπλετος χώρος προκειμένου να αφήσουν το αυτοκίνητο.
Η αυλόπορτα ήταν μεταλλική και λίγο σκουριασμένη, αλλά κατά τα άλλα ο κήπος ήταν περιποιημένος και η κεντρική του πόρτα ορθάνοιχτη. Στο κατώφλι, τους καρτερούσε ένας σχετικά ηλικιωμένος και χαμογελαστός κύριος, ο οποίος τους χαιρετούσε πρόσχαρα.
«Καλημέρα, καλοωσήρθατε» τους είπε με ένα χαμόγελο να κοσμεί το γερασμένο του πρόσωπο. «Με λένε Νικολά και είμαι ο ιδιοκτήτης. Σας περίμενα και έτσι αποφάσισα να ανοίξω για λίγο το σπίτι προκειμένου να αεριστεί και να φύγει η μυρωδιά της κλεισούρας» τους είπε καθώς έμπαιναν όλοι μαζί στο παραμυθένιο εσωτερικό του. «Λοιπόν πώς σας φαίνεται;» τους ρώτησε μόλις το ζευγάρι του συστήθηκε.
«Είναι όμορφο και πολύ καθαρό» ξεκίνησε η Ελοντί. «Επίσης είναι πολύ χαρούμενο» συνέχισε και εκείνος κούνησε το κεφάλι του καταφατικά με ευχαρίστηση.
«Θα θέλατε να σας ξεναγήσω και έπειτα να φωνάξω τον βοηθό μου για να σας μεταφέρει τα πράγματα;» τους ρώτησε ξανά με ενδιαφέρον ειλικρινές και φυσικά δέχτηκαν με την μία.
Στον κάτω όροφο, ήταν ένα ζεστό σαλονάκι με υφασμάτινους καναπέδες στο χρώμα της άμμου και μία κουνιστή, ξύλινη καρέκλα. Φυσικά υπήρχε και ένα υπέροχο, σκαλιστό τζάκι το οποίο θα λειτουργούσε σύμφωνα με τις δικές τους επιθυμίες. Στον ίδιο χώρο και με ένα απλό διαχωριστικό, βρισκόταν η κουζίνα, με παραδοσιακή, επαρχιακή διακόσμηση και στο βάθος, υπήρχε μία ξύλινη, στριφογυριστή, πλατιά σκάλα που οδηγούσε σε τρείς κρεβατοκάμαρες και δύο λουτρά στον επάνω όροφο. Το ένα πιο μικρό και το άλλο που βρισκόταν στο δωμάτιό τους κολλητά, ήταν αρκετά ευρύχωρο θα έλεγε κανείς. Τα πάντα γύρω τους, τους θύμιζαν χωριό, ενώ από το δωμάτιό τους, είχαν θέα στην πίσω αυλή η οποία ήταν ελαφρώς στενόμακρη και φιλοξενούσε μερικά οπωροφόρα δέντρα. Στην θέα της, η Ελοντί άφησε ένα τρυφερό φιλί στα χείλη του Πιέρ.
«Το νιώθεις και εσύ; Είναι Παράδεισος» του είπε, ωστόσο εκείνος όντας αφηρημένος και βυθισμένος στις δικές του σκέψεις, έθεσε μία ερώτηση που γυρνούσε στο μυαλό του.
«Κύριε Νικολά, γιατί οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες έφυγαν τρέχοντας από εδώ;» ρώτησε και ο ιδιοκτήτης φάνηκε να παγώνει για λίγο και κατόπιν να ανακτά την ψυχραιμία του με το πρόσωπό του να καθρεπτίζει την θλίψη.
«Η αλήθεια είναι πως όλες αυτές οι χαζές δεισιδαιμονίες του χωριού, με έχουν καταστρέψει. Αυτό το σπίτι, ανήκε πριν κάποια χρόνια σε μία γριά γυναίκα και μάλλον τον εγγονό της. Τονίζω την λέξη ΄΄μάλλον΄΄ γιατί αυτό το παιδί αμφιβάλλω πως το είχε δει στ' αλήθεια κάποιος. Τώρα σας μιλώ πριν από περίπου είκοσι χρόνια. Η γυναίκα λοιπόν αυτή πέθανε και έμεινε ο νεαρός από όσο ξέρω, για τον οποίο ακούγονταν περίεργα πράγματα. Αρχικά πως ήταν τέρας και επικίνδυνος, πως κυκλοφορούσε τα βράδια στα κρυφά, πως ήταν μάγος και ειλικρινά αν συνεχίσω να το ψάχνω, μπορεί να φτάσω και σε σημείο να σας πω πως τον αποκαλούσαν και Σατανά. Τελοσπάντων. Όλες αυτές οι φήμες γύρω από το πρόσωπό του φούντωναν μέρα με τη μέρα και το χωριό κόχλαζε σαν την λάβα του ηφαιστείου. Αποτέλεσμα αυτού, ήταν να αρπάξει ένα βράδυ φωτιά το σπίτι και να μην μείνει τίποτε απολύτως όρθιο. Η ζημιά ήταν τόσο μεγάλη που δεν καταφέραμε να ξεχωρίσουμε τα αποκαΐδια. Από τότε, αυτός ο νεαρός δεν φάνηκε ποτέ ξανά και λίγο αργότερα ξεκίνησαν τα παραφυσικά φαινόμενα, ή τουλάχιστον οι μπούρδες που ισχυρίζονται οι χωριανοί, καθώς ήταν ολοφάνερο πως το βράδυ της πυρκαγιάς, ο άνθρωπος κάηκε ζωντανός. Προσωπικά, επειδή ενδιαφέρθηκα για το σπίτι και μπήκαμε με το συνεργείο όταν το αγόρασα για να το φτιάξω ξανά από την αρχή, έψαξα κάθε γωνιά. Το σπίτι δεν διαθέτει υπόγειο ή σοφίτα, είναι μονάχα ό,τι βλέπετε. Εγώ και το συνεργείο μου το ψάξαμε σπιθαμή προς σπιθαμή. Ωστόσο, εξαιτίας του ότι η πυρκαγιά ήταν κακόβουλη, ή έτσι πιστεύουν, όλοι φοβούνται πως το πνεύμα το οργισμένο του Φιλίπ, έτσι τον έλεγαν τον νεαρό, περιφέρεται τις νύχτες αναζητώντας εκδίκηση. Αν με ρωτάτε, κάθε μικρός τόπος έχει την δική του ιστορία, έτσι και αυτός. Εγώ το αγαπώ το σπίτι και ουδέποτε έχω παρατηρήσει κάτι παράξενο. Μάλιστα μία φορά κοιμήθηκα ένα βράδυ εδώ, προκειμένου να ανακαλύψω το πολυφημισμένο φάντασμα. Μάταια όπως αντιλαμβάνεστε, καθώς τίποτε δεν συνέβη» ολοκλήρωσε την αφήγηση.
«Μην ανησυχείτε κύριε Νικολά. Είμαστε παριζιάνοι με ανοιχτό μυαλό. Δεν πιστεύουμε σε σκοτεινά παραμύθια» πετάχτηκε η Ελοντί.
«Όμως ο Φιλίπ υπήρξε» συμπλήρωσε ο Πιέρ που ήταν λίγο πιο συγκρατημένος.
«Φυσικά. Ο Φιλίπ ήταν κάτοικος αυτού του χωριού, αλλά ειλικρινά δεν ξέρω τίποτε άλλο. Ίσως να ήταν άρρωστος γιατί σπάνια έως ποτέ δεν τον είχαμε δει ζωντανά να βαδίζει στο χωριό. Κυρίως την γιαγιά του που και εκείνη δηλαδή, απέφευγε να μιλά γι' αυτόν. Φαινόταν βασανισμένος άνθρωπος. Ποιος ξέρει τι περνούσε» τελείωσε ο Νικολά και όλοι μαζί βγήκαν έξω για να μεταφέρουν τις βαλίτσες τους στο εσωτερικό του σπιτιού με την βοήθεια των δύο νεαρών που είχε φωνάξει και που όπως πληροφορήθηκαν στην πορεία, ήταν οι υιοί μίας οικογένειας που έμενε σε μία μικρή μονοκατοικία λίγα μονάχα μέτρα από τη δική τους.
Τα παιδιά ήταν πολύ εξυπηρετικά και πρόσχαρα όπως και ο Νικολά και κατά πώς φαινόταν, όπως και οι περισσότεροι κάτοικοι αυτού του ειδυλλιακού τόπου σε σημείο που η προηγούμενη ιστορία ηχούσε παράφωνα πλέον στα αυτιά της κοπέλας. Ποιος ξέρει άλλωστε το παρελθόν του συγκεκριμένου ανθρώπου, που έφτασε σε τέτοιο σημείο αυτήν τη μικρή κοινωνία; Το απόγευμα πήρε τη θέση του πρωινού και το φως του ήλιου που είχε χάσει λίγη από τη λάμψη του, έντυνε με μία μυστηριακή ατμόσφαιρα το εσωτερικό του σπιτιού.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro