Όταν οι μάσκες πέσουν/ part 3
H οργή του πλήθους έβραζε, όταν ξαφνικά εμφανίστηκαν ο Πιέρ με τον Ναπολεόν, έχοντας αφαιρέσει και εκείνοι τις μάσκες από τις στολές που φορούσαν. Όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο, ο Πιέρ είχε αλλάξει την στολή του αφού πλέον το σατανικό τους σχέδιο είχε τεθεί σε εφαρμογή. Βλέποντας όλη αυτήν την αναταραχή, πλησίασαν σχετικά διακριτικά, ζητώντας να μάθουν τι ακριβώς είχε συμβεί.
«Μα καλά δεν τα μάθατε;» τους ρώτησε η Ναταλί, η οποία εξακολουθούσε να βρίσκεται σε κατάσταση σοκ. «Η Ζακελίν αγνοείται εδώ και ώρα, ενώ μία συγχωριανή μας εντόπισε κομμάτι από το ύφασμα που φορούσε πολύ κοντά στο σπίτι του καταραμένου» απάντησε εκείνη ξέπνοα.
«Όταν εγώ σας τα έλεγα, εσείς δεν με πιστεύατε. Με έσπασε στο ξύλο και επιτέλους βγάλτε από το μυαλό σας την ιδέα του φαντάσματος. Ο Φιλίπ είναι άνθρωπος με σάρκα και οστά που τόσα χρόνια είχε υιοθετήσει ένα ρόλο τιμωρού και σας τρομοκρατούσε. Πάρτε ό,τι διαθέτετε και επιτέλους ας βάλουμε ένα τέλος στην ύπαρξή του τέρατος!» φώναξε ο Πιερ και το χωριό ξεκίνησε τις ζωώδεις επευφημίες.
«Ο Φιλίπ δεν είναι τέρας και να τον αφήσετε ήσυχο. Κάποιο λάθος θα έχει γίνει. Ο Φιλίπ δεν είναι ικανός να κάνει κακό ούτε σε μυρμήγκι» φώναξε η Ελοντί προσπαθώντας να ακουστεί πάνω από το εξαγριωμένο πλήθος, μα κάθε της προσπάθεια έπεφτε στο κενό. Ο κόσμος ήταν έτοιμος να δώσει ένα τέλος σε αυτήν την ιστορία και ξεκίνησε από την πλατεία του χωριού με κατεύθυνση το τελευταίο σπίτι που όλα αυτά τα χρόνια παρέμενε τυλιγμένο στο μυστήριο.
Ο Ντεάν με την Ελοντί, είχαν μείνει μονάχοι τους πίσω, ενώ ο πατέρας Αυγουστίνος είχε για λίγο επιστρέψει στην εκκλησία. Προσπαθούσαν να καταλάβουν τι πραγματικά είχε συμβεί, καθώς δεν δέχονταν ούτε στο ελάχιστο την υπόθεση, πως ο νεαρός Φιλίπ θα μπορούσε ποτέ να είναι υπεύθυνος για μία απαγωγή και μάλιστα της καλύτερης, ίσως και μοναδικής φίλης που είχε στο χωριό. Στο μυαλό τους γυρνούσε δίχως αμφιβολία η ιδέα πως υπήρχε πιθανότητα αυτοί οι δύο, ο Πιέρ με τον Ναπολεόν, να έχουν την αποκλειστική ευθύνη για τα όσα είχαν συμβεί. Μισούσαν τον Φιλίπ και γι' αυτό δεν χωρούσε αμφιβολία.
«Πρέπει να πάμε στο σπίτι από έναν πιο σύντομο δρόμο» της είπε ο Ντεάν. «Πρέπει να προλάβουμε και να ειδοποιήσουμε τον Φιλίπ, καθώς κάτι μου λέει πως βρίσκεται ήδη σε κίνδυνο, τόσο όσο η Ζακελίν. Θα τους προλάβουμε» είπε αποφασιστικά ο Ντεάν και η κοπέλα δίχως αντιρρήσεις τον ακολούθησε μέσα από το δάσος, σε ένα αυτοσχέδιο μονοπάτι που ο άνδρας φάνηκε να γνωρίζει με λεπτομέρεια. Η καρδιά της σφυροκοπούσε σε κάθε της βήμα και η ανάσα της έμοιαζε να κόβεται συχνά εξαιτίας της αγωνίας.
------------------------------
Ο Φιλίπ, ένιωθε το κεφάλι του να τον πονά τρομερά και προσπάθησε να ανακαλέσει στην μνήμη του τα τελευταία γεγονότα λίγο πριν χάσει εντελώς τις αισθήσεις του. Βρισκόταν πεσμένος μπρούμυτα στο σαλόνι του σπιτιού του, ενώ εξακολουθούσε να φορά εκείνη την αποκριάτικη στολή με την οποία είχε παρευρεθεί στην γιορτή της κολοκύθας. Κάπου εκεί, τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Σηκώθηκε με κόπο, μουδιασμένος ακόμη, ενώ με μία αμήχανη κίνηση , πέρασε το χέρι του πάνω από τα χείλη του διαπιστώνοντας πως τα στόλιζε ακόμη το ξεραμένο αίμα. Άραγε, είχε πράγματι βρεθεί στην γιορτή, ή ήταν αποκύημα της φαντασίας του; Ποιος τον είχε φέρει στο σπίτι και γιατί ήταν χτυπημένος; Πού ήταν η Ελοντί;
Μπροστά σε όλες αυτές τις απορίες οι οποίες συγκεντρώνονταν μέσα στο μυαλό του κοχλάζοντας σαν την λάβα του ηφαιστείου, μούγκρισε εκνευρισμένος και πιάνοντας με το ένα του χέρι την άκρη ενός καναπέ, σηκώθηκε με κόπο. Κατόπιν, άναψε το κεντρικό φως του σαλονιού, όταν φωνές εξαγριωμένες ακούστηκαν από μακριά αναβιώνοντας τον χειρότερο εφιάλτη του. Τον εφιάλτη εκείνης της καταραμένης νύχτας, η οποία τον οδήγησε σε μία ακόμη πιο μίζερη ζωή, κλεισμένο στο μπουντρούμι του ίδιου του του σπιτιού. Απόψε οι φωνές τον δίκαζαν και πάλι μεταμορφώνοντάς τον σε εκείνον τον καταδικασμένο αποδιοπομπαίο τράγο, σε εκείνον τον τραγικό κυματοθραύστη των ανασφαλειών, της φοβίας και της άρνησης, αυτής της μικρής κοινωνίας.
Με αποφασιστικότητα κατευθύνθηκε μπροστά από έναν σχεδόν ολόσωμο καθρέπτη. Αυτή τη φορά δεν θα έκρυβε το πρόσωπό του. Στο ανάθεμα πλέον να πήγαινε αυτή η άθλια ζωή του που ήταν αναγκασμένος να την ζήσει έτσι. Από το τζάμι του παραθύρου, μπορούσε να δει το πλήθος που πλησίαζε. Ας ήταν λοιπόν. Απόψε θα γραφόταν επιτέλους ένα τέλος με εκείνον να υποκύπτει αμαχητί. Η Ελοντί δεν βρισκόταν δίπλα του, μήτε ο Ντεάν. Ήταν μονάχος του. Οι κραυγές πλησίαζαν όλο και περισσότερο, μέχρι που είδε τους πρώτους να κοντοστέκονται μπροστά από την μάντρα του, φοβούμενοι να κάνουν το βήμα και να περάσουν μέσα. Αυτό του δημιουργούσε ομολογουμένως μία εσωτερική ευφορία, να βλέπει τον φόβο να καθρεπτίζεται στα μάτια τους. Ωστόσο, αυτή τη φορά το παιχνίδι θα το έπαιζε διαφορετικά. Θα παρουσιαζόταν μπροστά τους με την αληθινή του εμφάνιση. Εκείνη την τερατόμορφη που έδινε τροφή στο μίσος και τους φόβους τους. Με την καρδιά του να χτυπά σε γρήγορους ρυθμούς, άνοιξε επιτέλους την πόρτα και αντίκρυσε το πλήθος κατάματα. Ένα πλήθος που αίφνης πισωπάτησε και έμεινε να τον κοιτάζει για αρκετή ώρα σιωπηλό, παραδομένο μάλλον στο σοκ.
Η Ελοντί με τον Ντεάν συνέχιζαν την γρήγορη διαδρομή τους στο μονοπάτι εκείνο, όταν άκουσαν φωνές και κατάλαβαν, πως είχαν φτάσει πολύ αργά. Ταυτόχρονα όμως με εκείνους, στο χωριό είχαν έρθει για επίσκεψη, η μικρή Απολλίν με την Ατζέλικα. Προχωρούσαν μονάχες τους στην πλατεία, όταν είδαν τα φαγητά και τα ποτήρια παρατημένα λες και είχε συμβεί κάτι κακό, αναγκάζοντας τον κόσμο να φύγει ατάκτως. Η Ατζέλικα με μία έκδηλη αμηχανία να σκεπάζει τις κινήσεις της, προχώρησε προς την χαρακτηριστική, γοτθική εκκλησία, όπου βρήκε στο προαύλιο τον πατέρα Αυγουστίνο να κλαίει. Η Απολλίν έτρεξε αμέσως στην αγκαλιά του και ο γέροντας, αναγνωρίζοντάς την , άνοιξε τα χέρια του για να την υποδεχτεί με θέρμη. Αυτό το κοριτσάκι το είχε μεγαλώσει σχεδόν από βρέφος και παρά τις αντιξοότητες στο οικογενειακό περιβάλλον, είχε εξελιχθεί σε ένα υπέροχο παιδί.
«Παππούλη γιατί κλαις;» τον ρώτησε με την χαρακτηριστική παιδική της φωνή.
«Κλαίω γιατί ο κόσμος είναι άδικος και γιατί αυτό το μέρος δεν αντέχει να σηκώνει άλλες αμαρτίες στην πλάτη του. Απόψε, φοβάμαι πως θα συμβεί κάτι τραγικό που θα στιγματίσει τον τόπο αυτόν για πάντα. Είσαι όμως παιδί, μην σε βαραίνω με τέτοια σκληρά πράγματα» της είπε και η Απολλίν βούρκωσε.
«Η μαμά ήθελε να έρθουμε για την γιορτή. Εγώ ωστόσο, ήθελα να δω τον Φιλίπ» του είπε και ο πατέρας Αυγουστίνος κοίταξε πλαγίως την Ατζέλικα, η οποία ωστόσο δεν άντεχε να τον κοιτάζει στα μάτια. Εκείνος, την πλησίασε και έκατσε δίπλα της διακριτικά.
«Υπάρχει μήπως κάτι που θα ήθελες να μοιραστείς μαζί μου;» την ρώτησε και εκείνη σιωπηλή κούνησε αρχικά το κεφάλι της αρνητικά. «Να ξέρεις, πως δεν θα σε κρίνω. Δεν είναι δική μου δουλειά άλλωστε. Εγώ, έχω ως σκοπό μου να βοηθώ τους ανθρώπους και να τους απαλλάσσω από τα βάρη της ψυχής τους. Θα ήμουν ανόητος λοιπόν αν σε έκρινα. Αντιθέτως, είμαι εδώ για να μοιραστείς μαζί μου ό,τι σε βασανίζει και αν μπορώ, να σε βοηθήσω» της είπε και για πρώτη φορά την είδε να στρέφει το βλέμμα της προς το μέρος του. Στο κουρασμένο της πρόσωπο, διαγραφόταν μία υποψία χαμόγελου, σαν να τον ευγνωμονούσε γι' αυτό.
«Κανένας δεν μου έχει μιλήσει έτσι, ποτέ» του είπε ντροπαλά.
«Γιατί κανένας δεν έχει εμπεδώσει ακόμη πως ουδείς αναμάρτητος» της απάντησε ο πατέρας Αυγουστίνος και συμφώνησαν να μπουν στον ναό για να ξεκινήσει μία εξομολόγηση που θα κατόρθωνε να απαλύνει την ψυχή της Ατζέλικα, δίνοντας ελπίδα σε αυτόν τον τόπο για γαλήνη.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro