Κεφάλαιο Τρίτο/ part 2
Καθώς με την οικογένειά του δεν είχαν επαφές έπειτα από τα χθεσινά γεγονότα, επέστρεψε στο διαμέρισμά του στην όμορφη συνοικία Τζιχανγκίρ, σκεπτόμενος ποιο ήταν εκείνο το σοβαρό λάθος που είχε διαπράξει, για να προκαλέσει την οργή του κυρίου Πετράκη. Μπαίνοντας στην κρεβατοκάμαρα, όπου ακούμπησε την επαγγελματική του τσάντα στο πάτωμα, κοιτάχτηκε για λίγο στον καθρέπτη. Τα μοναδικά χαρακτηριστικά του που τον έκαναν να μοιάζει με ανατολίτη, ήταν ίσως τα σαρκώδη χείλη του και τα μεγάλα μάτια του. Κατά τα άλλα, το δέρμα του ήταν σχετικά λευκό για τα δεδομένα της χώρας του και τα μάτια του είχαν εκείνο το υπέροχο κυανό χρώμα, με μικροσκοπικές, γκρίζες γραμμές στο εσωτερικό τους, στοιχείο που τους πρόσδιδε μία πρωτοτυπία.
Γενικότερα, τόσο στα πιστεύω, όσο και στην εμφάνιση, ανήκε στην μερίδα εκείνη του τουρκικού πληθυσμού, που αγαπούσαν την ανάπτυξη και τον εξευρωπαϊσμό της χώρας τους. Ο Κενάν μισούσε τις οπισθοδρομικές ιδέες της οικογένειάς του. Έχοντας φάει ένα λαχματζούν με σαλάτα, πήρε στα χέρια του από την μία το λάπτοπ και από την άλλη την κάρτα της Ιλεάνας. Έχοντας ξεφορτωθεί το αυστηρό του κοστούμι και κυκλοφορώντας στο σπίτι μονάχα με το παντελόνι της φόρμας του, αποφάσισε να της στείλει ένα μέιλ. Εξάλλου ήταν και ο μοναδικός τρόπος για να επικοινωνήσει μαζί της. Η αντίδραση του πατέρα της δεν τον είχε τρομάξει. Απεναντίας είχε δημιουργήσει άθελά του μία μικρή εστία, μία σπίθα εσωτερική που τον ωθούσε προς το μέρος της.
Αθήνα
Από μικρό παιδί, είχα την τάση να σκέφτομαι, πως αποτελούσα ένα κομμάτι παράταιρο στην φαινομενική τελειότητα της οικογένειας. Τις ώρες που τύχαινε να βρεθώ μονάχη μου σε κάποια βόλτα, καθώς το έκανα αρκετά συχνά, σκεφτόμουν τι υπέροχη ιδέα που θα ήταν να έφευγα από όλους και από όλα, δίχως να αφήσω πίσω μου ούτε ένα γράμμα. Να βρεθώ σε μία νέα πόλη, μίας άλλης χώρας, όπως για παράδειγμα τη Βιέννη που την λάτρευα και να ξεκινούσα μία νέα ζωή εκεί, παίρνοντας μονάχα σαν αποσκευή την ελπίδα μου για ένα νέο και καλύτερο ξεκίνημα.
Είχα καθίσει στο παγκάκι ενός πάρκου, όταν ένιωσα το κινητό μου να δονείται, αλλά καθώς δεν εμφανίστηκε στην οθόνη πουθενά η ένδειξη ύπαρξης μηνύματος, άνοιξα απευθείας τα μέιλ και ένιωσα την καρδιά μου να χτυπά σαν τρελή, βλέποντας τα αρχικά του ονόματος του Κενάν. Το άνοιξα με λαχτάρα και ξεκίνησα να το διαβάζω δίχως να χάνω χρόνο.
Καλησπερίζω την μελλοντική ψυχολόγο
Γνωρίζω πως δεν έχει περάσει και πολύς καιρός από το βράδυ που συναντηθήκαμε τυχαία και εσύ με οδήγησες στον λόφο του Φιλοπάππου. Να ξέρεις πως θα ξεκινήσω να διαβάζω βιβλία για την αρχαία Ελλάδα, καθώς όλες σου οι αφηγήσεις, αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για εμένα. Ελπίζω να κατόρθωσα να σε εμπνεύσω και εγώ με τη σειρά μου και να ασχοληθείς τελικά με το επάγγελμα που τόσο πολύ αγαπάς.
Με εκτίμηση, Κενάν Μπουρκάσλι
Τη στιγμή που διάβαζα τις τελευταίες λέξεις, ένα απρόσκλητο χαμόγελο σκαρφάλωσε στα χείλη μου φωτίζοντας το πρόσωπό μου ασυναίσθητα. Ήταν τόσο χαριτωμένο και συνάμα ρομαντικό, ένας άντρας να συνδυάζει σε μερικές γραμμές το ενδιαφέρον με την τυπικότητα. Τότε, μου ήρθε μία τρελή ιδέα. Βρισκόμουν μονάχη μου, είχε νυχτώσει και ψυχή δεν φαινόταν τριγύρω. Αποφάσισα λοιπόν να ρωτήσω τον Κενάν, αν ήθελε να μου δώσει τον αριθμό του τηλεφώνου του, για να μπορέσω να ενεργοποιήσω την κάμερα. Πάντοτε μου άρεσε η ζωντανή επαφή με τους άλλους, την προτιμούσα από τα άψυχα μηνύματα. Περίμενα πέντε ολόκληρα και βασανιστικά λεπτά, όταν επιτέλους ήρθε η απάντηση περιλαμβάνοντας μονάχα τον αριθμό του κινητού του. Παρά το γεγονός πως ο φωτισμός τριγύρω μου ήταν φτωχός και η εικόνα μου δυσδιάκριτη, όταν είδα το πρόσωπό του στην κάμερα, ένιωσα πάλι εκείνο το ύπουλο καρδιοχτύπι, ενώ η αμηχανία ξεκίνησε να κάνει κατάληψη στον τρόπο που μιλούσα, μα και στην γλώσσα του σώματός μου. Εκείνος φορούσε ένα απλό, μαύρο μπλουζάκι και τα μαλλιά του ήταν ελαφρώς ανακατεμένα, σαν να είχαν μπλεχτεί στα δίχτυα του ανέμου.
«Ιλεάνα, σελάμ» τον άκουσα να μου λέει και τον χαιρέτησα με μία χειρονομία «Μα, πού είσαι τέτοια ώρα; Είσαι μόνη σου, γιατί δεν βλέπω κάποιον μαζί σου. Δεν είναι επικίνδυνα για μία κοπέλα;» με ρώτησε και γέλασα.
«Μην φοβάσαι, αλήθεια. Εδώ είναι καλή η γειτονιά και εγώ ήρθα απλώς μία βόλτα» του είπα και τον είδα να πλησιάζει περισσότερο στην κάμερα παιχνιδιάρικα, δήθεν για να δει καλύτερα.
«Έχω την εντύπωση πως έκλαιγες» μου είπε και συνέχισε «συνέβη κάτι;» με ρώτησε και ένιωσα έναν δυσβάσταχτο κόμπο να σκαρφαλώνει ύπουλα στον λαιμό μου.
«Βασικά Κενάν, θα ήθελα να σου ζητήσω συγγνώμη γι'αυτό που είμαι σίγουρη πως συνέβη στην δουλειά σου σήμερα» ξεκίνησα και τον είδα να χαμηλώνει το βλέμμα του.
«Εντάξει, μην ανησυχείς ήταν απλώς μία σύσταση. Ευτυχώς έχω καλό αφεντικό που πιστεύει στις ικανότητές μου. Εγώ λυπάμαι, καθώς μάλλον δημιούργησα πρόβλημα στην οικογένειά σου» μου απάντησε και ένα πικρό χαμόγελο χαράχτηκε στο πρόσωπό μου.
«Αχ, μην είσαι τόσο καλός Κενάν. Ο πατέρας μου φέρθηκε απαίσια και όλα αυτά επειδή...επειδή μας είδε κάπως οικεία και το παρεξήγησε» πρόφερα απεγνωσμένα και αν δεν ήταν ο φωτισμός που ξεγελούσε, θα μπορούσα να ορκιστώ πως είχε κοκκινίσει.
«Η αλήθεια, γνωρίζω πως το γεγονός πως είμαι από εδώ, αποτελεί πρόβλημα. Ωστόσο, γιατί να μην μπορούμε να είμαστε δύο καλοί γνωστοί; Εγώ εκείνο το βράδυ πέρασα πολύ όμορφα μαζί σου και ειλικρινά είχα καιρό να περάσω έτσι ξέγνοιαστα. Από την άλλη, γνωρίζω πως κάτι τέτοιο δεν είναι καθόλου σωστό για τον δεσμό σου. Εγώ όταν είχα την Μπινάζ ήμουν απόλυτα αφοσιωμένος σε εκείνη και..» πήγε να πει, αλλά τον είδα να σωπαίνει απότομα, σαν να είχε μόλις καταλάβει, πως πιθανότατα είχε δώσει παραπάνω πληροφορίες, από αυτές που έπρεπε.
«Με συγχωρείς που ρωτώ, αν θέλεις μου απαντάς. Η Μπινάζ που ανέφερες, είναι η γυναίκα σου;» ρώτησα βαστώντας την ανάσα μου.
«Ναι. Πιο σωστά θα έλεγα, ήταν η γυναίκα μου. Σκοτώθηκε πριν κάποια χρόνια, δεν έχει σημασία πια το πώς, μα το γεγονός πως δεν βρίσκεται εν ζωή. Με συγχωρείς, δεν ξέρω γιατί σου τα λέω όλα αυτά και βαραίνω την ψυχή σου. Έχεις και εσύ τα προβλήματά σου, θέλω να πω δεν με γνωρίζεις, είμαι ένας ξένος και εγώ σε ζαλίζω με δικά μου θέματα, διόλου ευχάριστα» πρόφερε, μα εγώ του έκανα από την κάμερα νόημα να σωπάσει.
«Αν γινόταν, θα ρωτούσα και άλλα για εσένα. Λυπάμαι πολύ για την απώλειά σου και για τον πατέρα μου. Υπόσχομαι να πάρω εγώ τηλέφωνο αύριο στην εταιρεία σου και να τους εξηγήσω πως έγινε λάθος. Ωστόσο, τώρα θα πρέπει να επιστρέψω και εγώ στο σπίτι μου» του εξήγησα και τον είδα να υιοθετεί ξανά το ανήσυχο βλέμμα του.
«Είναι μακριά από εκεί που κάθεσαι;» με ρώτησε.
«Είναι περίπου δέκα λεπτά» απάντησα εγώ.
«Τότε, αν δεν με βαριέσαι πολύ, θα προτιμούσα να σου μιλώ γι'αυτά τα δέκα λεπτά, ώστε να βεβαιωθώ πως επέστρεψες με ασφάλεια» πρόφερε και δεν μπόρεσα να του αρνηθώ. Εξάλλου, με αυτόν τον άνθρωπο θα μπορούσα να μιλώ για ώρες.
Όσο βάδιζα, τον άφηνα να μου περιγράφει στιγμές του από την γειτονική χώρα. Ήταν ένας άνθρωπος που είχε ένα όνειρο κοινό μαζί μου. Να αλλάξει τη ζωή του και να ξεκινήσει από το μηδέν. Ήλπιζα λοιπόν για το δικό του καλό, να είχε το θάρρος να το κάνει και να μην ακολουθούσε το δικό μου μονοπάτι, το οποίο αποτελούταν μονάχα από σκέψεις. Τη στιγμή που γυρνούσα το κλειδί στην πόρτα, τον άκουσα να μου ψιθυρίζει ένα ΄΄καληνύχτα΄΄ και το κενό στο στήθος μου έκανε ξανά την εμφάνισή του, μέχρι την επόμενη φορά που θα τον άκουγα ξανά.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro