Κεφάλαιο Τέταρτο/ part 5
Για λίγο έμειναν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο, ενώ ο Μετίν ξεκίνησε να σκέφτεται πως αν συνέχιζε αυτήν την κουβέντα, σύντομα θα έβρισκε μπελάδες. Για καλή του τύχη, τον διέκοψαν οι φωνές των δύο φίλων του.
«Sonunda!» άκουσε τη φωνή του Κενάν «Μα, πού χάθηκες στα ξαφνικά;» συνέχισε να τον ρωτά στα τούρκικα, μέχρι που ο Μετίν του έκανε νόημα να μιλήσει στα αγγλικά.
«Βοηθούσα τη δεσποινίδα να αποφύγει ένα ελληνικό αρπακτικό» τους είπε και ο Κάλιχ γέλασε.
«Ναι, μας βγήκε ιππότης της ανατολής. Εγώ είμαι ο Κάλιχ. Εσείς δεσποσύνη σε κίνδυνο, πώς ονομάζεστε;» την ρώτησε κάνοντάς την να γελάσει.
«Είμαι η Ήλια και να ξέρεις, πρώτη φορά βλέπω ξανθό Τούρκο» σχολίασε πειράζοντάς τον.
«Φταίει το γεγονός πως δεν παρακολουθείς δικά μας σίριαλ. Αυτός είναι ο Κενάν» τον σύστησε και η Ήλια ξαφνικά πάγωσε.
«Κάτσε, όταν λες Κενάν, εννοείς τον κύριο που είχε έρθει στην Ελλάδα πριν καμιά εβδομάδα;» ρώτησε ξαφνιασμένη και είδε και τον Κενάν να ξαφνιάζεται επίσης.
«Θα αφήσω τον ίδιο να απαντήσει, γιατί δεν την γνωρίζω την πληροφορία» πρόφερε ο Κάλιχ.
«Ναι, εγώ είμαι. Εσύ...είσαι φίλη της Ιλεάνας;» την ρώτησε ντροπαλά.
«Ναι, ναι! Αδερφική φίλη και η Ιλεάνα είναι εδώ μαζί μας! Λοιπόν, Μετίν μιας που σου χρωστώ την σωτηρία μου, ελάτε να σας κεράσω» τους είπε, ενώ άξαφνα είδε το πρόσωπο του Κενάν να φωτίζεται.
«Σε πρόλαβε το παλικάρι. Μας χρωστά κέρασμα για την δική του σωτηρία» πετάχτηκε ο Μετίν.
«Εγώ προτείνω να αλληλοκεραστούμε από έναν γύρο σφηνάκια για να είναι όλοι ευχαριστημένοι» κατέληξε ο Κάλιχ για να δει τον Μετίν να τον κοιτάζει πλαγίως μιας που δεν τα πήγαινε καλά με το αλκοόλ.
-----------------------------------------------------------------
Οι τέσσερίς τους, προχώρησαν κατά μήκος της παραλίας πλησιάζοντας εν συνεχεία στο μπαρ, μα όταν τελικά βρέθηκαν στο οπτικό μου πεδίο, έμεινα άναυδη στη θέα του Κενάν. Αν αυτό δεν ήταν γραφτό από την μοίρα, δεν ήξερα πώς αλλιώς να το δικαιολογήσω.
«Καλέ, τα γειτονάκια παρέα με ένα τρίτο» άκουσα την φωνή της Άρτεμις, μα τα δικά μου μάτια είχαν καρφωθεί σε εκείνες τις δύο απέραντες θαρρείς κυανές χάντρες, που στόλιζαν το πρόσωπο του άντρα απέναντί μου.
Μακριά από την πίεση της Αθήνας και από τα αδιάκριτα βλέμματα, νιώσαμε και οι δύο ελεύθεροι να προβούμε σε μία κίνηση που ήμασταν και τότε έτοιμοι να κάνουμε, με τη διαφορά πως διστάσαμε για ευνόητους λόγους. Με ένα απλό χαμόγελο, ο Κενάν προχώρησε προς το μέρος μου και με αγκάλιασε σφιχτά. Το ίδιο φυσικά έκανα και εγώ, με τα χέρια μου να οργώνουν κυριολεκτικά την πλάτη του και με το άρωμά του να αυξάνει επικίνδυνα τους χτύπους της καρδιάς μου.
«Χαίρομαι τόσο πολύ που ανταμώνουμε ξανά» τον άκουσα να μου ψιθυρίζει μέσα από την αγκαλιά μας και τελικά βρεθήκαμε και οι έξι καθισμένοι στο μπαρ, να ανταλλάσσουμε τις απόψεις μας. Για την ακρίβεια, εγώ βρισκόμουν δίπλα στον Κενάν, η Ήλια κοντά στον Μετίν και τελευταία, είχε μείνει η Άρτεμις, η οποία κοιτούσε αναγκαστικά τον Κάλιχ.
Σε αντίθεση με τους άλλους δύο, ο Κάλιχ ήταν ένας νεαρός καστανόξανθος, ο οποίος διατηρούσε το πρόσωπό του ξυρισμένο και αυτό του προσέδιδε μία όψη νεανική. Είχε καστανά μάτια και πολύ λευκό δέρμα. Για την ακρίβεια, επάνω του έκαναν παρέλαση τα χρώματα του φθινοπώρου. Με την πρώτη ματιά, έδινε την εντύπωση ενός ανθρώπου ξέγνοιαστου και πρόσχαρου, στον οποίο η ζωή τα είχε χαρίσει όλα απλόχερα. Γιατί όχι άλλωστε, καθώς μιλώντας, εξηγούσε τα ταξίδια που είχε κάνει, ενώ οι δύο φίλοι του τον πείραζαν πως άλλαζε τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, πράγμα που και ο ίδιος παραδεχόταν δίχως συστολές. Ακόμη ήταν νωρίς για να τελειώσει η βραδιά και κάποια στιγμή, ο Κάλιχ είχε χαθεί για να κατευθυνθεί στην παραλία, εκεί όπου τα φώτα δεν έφθαναν, με την δικαιολογία πως ήθελε να κάνει ένα τσιγάρο.
Η Άρτεμις, βλέποντας πως οι υπόλοιπες είχαν βρει τον συνομιλητή τους και καθώς κάπνιζε και η ίδια, ακολούθησε τον Κάλιχ, τον οποίο βρήκε ξαπλωμένο σε μία πλαστική ξαπλώστρα της παραλίας.
«Λοιπόν, τελικά ο αριθμός των ατόμων, μου κλήρωσε εσένα» ξεκίνησε η κοπέλα για να σπάσει τον πάγο.
«Μα γιατί δεσποινίς το λέτε έτσι; Δεν σας κάνω; Η αλήθεια, ασχέτως του τι λέω, δεν είχα σκεφθεί ποτέ στη ζωή μου να αποκτήσω σχέση με κάποια κοπέλα εκτός της χώρας μου. Μην με παρεξηγείς, δεν το λέω ρατσιστικά, απλώς οι διαφορές της κουλτούρας είναι μεγάλες. Ωστόσο δεν σου κρύβω πως με ιντριγκάρει η ιδέα» της είπε και την κοίταξε δήθεν έντονα για να την πειράξει «Μην φοβάσαι, δεν είμαι ο κλασσικός κάφρος που σε ξεμοναχιάζει και σου την πέφτει» πρόφερε κοιτάζοντας μπροστά προς την κατεύθυνση του ορίζοντα και του φεγγαριού που δημιουργούσε σκιάσεις ενώ ταυτόχρονα καθρέπτιζε το φως του στη θάλασσα.
«Η αλήθεια, αν κρίνω από τις αφηγήσεις σου, έχεις ζήσει μία πολύ πλούσια ζωή και έχεις κερδίσει πολλές εμπειρίες. Φυσικά, δεν αναφέρομαι αποκλειστικά στις γυναίκες» του απάντησε η Άρτεμις, μα ο νεαρός δεν γύρισε το βλέμμα του προς την μεριά της. Φαινόταν αρκετά αμήχανος.
«Μερικές φορές, τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως φαίνονται επιφανειακά. Υπάρχει βάθος. Εγώ για παράδειγμα, φαίνομαι πιθανότατα ως ένα καλομαθημένο πλουσιόπαιδο που κάνει τη μεγάλη ζωή, ωστόσο η αλήθεια είναι εντελώς διαφορετική» ξεκίνησε και η Άρτεμις έκατσε στην διπλανή του ξαπλώστρα, για να μπορεί να τον κοιτάζει καλύτερα.
Ως ψυχολόγος, αντιλαμβανόταν πως ο άντρας απέναντί της, χρησιμοποιούσε τη μάσκα του χαρούμενου και κούλ τύπου, προκειμένου να μην επιτρέψει στην αλήθεια να ξεγλιστρήσει επισκιάζοντας την καθημερινότητά του.
«Κοίταξε, καταλαβαίνω πως προσπαθείς να μου εξομολογηθείς κάτι, το οποίο σε δυσκολεύει ή πιθανότατα σε φέρνει σε αμήχανη θέση. Δεν χρειάζεται όμως να μου δώσεις κάποια εξήγηση. Είναι η πρώτη φορά που σε βλέπω και πιθανότατα και η τελευταία. Επομένως δεν μου χρωστάς τίποτε. Μην χαλάς την αποψινή διάθεσή σου» πρόφερε η κοπέλα και εκείνος χαμογέλασε μελαγχολικά.
«Ίσως το γεγονός πως είσαι μία άγνωστη, την οποία πιθανότατα και δεν θα ξαναδώ, να μου δίνει περισσότερη ώθηση. Κάποια στιγμή πρέπει να δεχτώ μερικά πράγματα για το δικό μου το καλό» της είπε και τότε, τον είδε να πιάνει με τα δύο του χέρια το μπατζάκι του παντελονιού του δεξιού του ποδιού και να το σηκώνει. Η Άρτεμις, προσπάθησε να κρύψει ελαφρώς την έκπληξή της, μπροστά στη θέα του τεχνητού του μέλους «Είναι απαίσιο, έτσι;» τη ρώτησε με πίκρα, μα εκείνη δεν πτοήθηκε.
«Δεν ξέρω τι εννοείς, μα εγώ δεν βλέπω τίποτε το απαίσιο» του απάντησε και εκείνος για πρώτη φορά, την κοίταξε πλαγίως.
«Σε ευχαριστώ γι' αυτό. Ίσως και να είχα ανάγκη την συγκεκριμένη κουβέντα» της είπε.
«Το εννοώ. Δεν υπάρχει τίποτε το απαίσιο και καλά θα κάνεις, να το δεις και εσύ» τον παρότρυνε και εκείνος κατεβάζοντας το μπατζάκι του αργά, ανακάθισε εμβαθύνοντας στο βλέμμα της
«Πριν από πολλά χρόνια, εγώ ήμουν μόλις πέντε και η μεγαλύτερη αδερφή μου εφτά. Ήμασταν στο δρόμο και περπατούσαμε μαζί με τον μπαμπά. Ακόμη δεν είχε αυτήν την εταιρεία στην οποία εργάζομαι, ήμασταν μία σχετικά φτωχή οικογένεια. Στεκόμασταν λοιπόν σε ένα φανάρι για να περάσουμε, όταν η αδερφή μου ξέφυγε από τον πατέρα μου και πήγε να διασχίσει το δρόμο. Σε δευτερόλεπτα, είδα το αυτοκίνητο να έρχεται από την απέναντι μεριά. Αν δεν έτρεχα να την προστατέψω, θα την σκότωνε. Το αμάξι χτύπησε εμένα, μου έλιωσε το πόδι μου. Με πήγαν στο νοσοκομείο, αλλά εκεί μας είπαν πως θα το έχανα. Πως δεν μπορούσε να σωθεί. Είχα πανικοβληθεί. Με μία μητέρα άρρωστη στο σπίτι και τα έξοδα για τα φάρμακά της, ο πατέρας μου για αρκετό καιρό δεν μπορούσε να μου αγοράσει τεχνητό μέλος και κυκλοφορούσα με πατερίτσες και τα παντελόνια μου κομμένα και ραμμένα. Στο σχολείο, έπαψα να παίζω ποδόσφαιρο. Με θεωρούσαν ανίκανο, ή κουτσό, όπως με αποκαλούσαν συχνά οι συνομήλικοι. Τα αγόρια με κορόιδευαν και εγώ επέστρεφα με κλάματα στο σπίτι. Λίγες μέρες αργότερα, η μητέρα μου πέθανε και ο πατέρας μου ξεκίνησε να αναζητά δουλειά καλύτερη. Πήγε σε μία εταιρεία, ύστερα από πολύ ψάξιμο και όταν έμαθαν την ιστορία μου, το αφεντικό του προσφέρθηκε να μου αγοράσει ένα τεχνητό μέλος για να μπορώ να βαδίζω σαν τους άλλους και να μην είμαι πια ο κουτσός, ο ανίκανος ή ο σακάτης. Βέβαια, μετά με αποκαλούσαν λέγκο, μα θαρρώ πως ακουγόταν καλύτερο σε σχέση με το σακάτης. Ο πατέρας μου, έμαθε πολλά από το αφεντικό του και ξεκίνησε τις προσπάθειες να ανοίξει τη δική του εταιρεία και τα κατάφερε. Το ένα έφερε το άλλο και τα λεφτά ξεκίνησαν να ρέουν άφθονα, με εμένα και την αδερφή μου να πηγαίνουμε Λονδίνο για σπουδές. Εκείνη έμεινε εκεί και εγώ γύρισα. Με τις γυναίκες, δεν ένιωσα ποτέ μου άνετα. Δύο με είχαν αφήσει, όταν με είδαν γυμνό. Το κορμί μου τους προκαλούσε αποστροφή μάλλον. Ευγενικά είχαν απομακρυνθεί, επομένως και εγώ αρκέστηκα από τότε στην μία βραδιά και ποτέ δίχως το παντελόνι μου. Ακούγεται ανόητο το ξέρω» τελείωσε και η Άρτεμις, αν και ήθελε να κλάψει εξαιτίας της συγκίνησης, ως ψυχολόγος είχε μάθει να το ελέγχει. Εξάλλου, από τους ασθενείς της, είχε ακούσει και πολύ χειρότερες και δακρύβρεχτες ιστορίες.
«Είσαι ένας υπέροχος άνθρωπος Κάλιχ και το σώμα σου δεν θα έπρεπε να αποτελεί εμπόδιο. Είναι η ζωντανή απόδειξη του θάρρους και της μεγαλοψυχίας σου. Δεν είναι όλοι τόσο δυνατοί. Όσοι και όσες δεν μπορούν να σε δεχτούν, τότε καλύτερα για εσένα, να φεύγουν νωρίς» του είπε και εκείνος κάρφωσε τα καστανά του μάτια στα δικά της.
Με το ένα του χέρι χάιδεψε το μάγουλό της και ας ήξερε πως ήταν νωρίς για μία τέτοια κίνηση.
«Θέλω να σε φιλήσω» ήταν το μόνο που της είπε, περιμένοντας να πάρει την άδειά της.
* επιτέλους
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro