Κεφάλαιο Τέταρτο/ part 2
Αθήνα
Βαδίζοντας προς την πλατεία του Κολωνακίου προκειμένου να συναντήσω τον Έκτορα, έλαβα ένα μήνυμα από την Άρτεμις, η οποία με καλούσε να πάμε για καφέ μετά το κοστούμι και να συζητήσουμε μία πικρή ιστορία που ονομαζόταν μπάτσελορ. Για κάποιον λόγο, το θεωρούσα ανούσιο, ωστόσο οι φίλες μου είχαν αποφασίσει να μου χρυσώσουν το χάπι, δίνοντάς του ένα άλλο όνομα, εκείνου των διακοπών με τις κολλητές. Φυσικά δέχτηκα μετά χαράς, ωστόσο τους τόνισα πως η συνάντησή μας θα πραγματοποιούνταν αργότερα μιας και με καλούσε η στιγμή της επιλογής κοστουμιού. Έπειτα από το απότομο κλείσιμο του τηλεφώνου από τον Κενάν, αλλά και με την είδηση ενός τόσο σοβαρού θέματος, ήθελα απεγνωσμένα να του στείλω έστω ένα μήνυμα και να τον ρωτήσω αν ήταν όλα εντάξει. Αυτός ο άντρας, αντιμετώπιζε κυριολεκτικά, σοβαρά προβλήματα και πιέσεις, ενώ προσφάτως είχε βιώσει μία φρικτή απώλεια στη ζωή του. Παρ 'όλα αυτά, στο κατά τα άλλα θλιμμένο του πρόσωπο, κυριαρχούσε πάντα ένα έστω και επίπλαστο χαμόγελο. Σκεπτόμενη τις απανωτές του τραγωδίες, παρηγορούσα τον εαυτό μου πιστεύοντας, πως σε αυτήν την απρόβλεπτη ζωή, καραδοκούσαν και χειρότερα. Ήταν τότε που από μακριά, είδα τον Έκτορα να πλησιάζει χαμογελαστός προς το μέρος μου, λάμποντας ολοένα και περισσότερο σε κάθε του βήμα.
«Έτοιμη πριγκίπισσα της ζωής μου;» με ρώτησε και φυσικά ένευσα θετικά.
«Μου υποσχέθηκες ωστόσο να ξεχωρίζεις ως γαμπρός. Όχι πάλι ένα απλό μαύρο κοστούμι σαν τους σερβιτόρους, ή σαν όλους τους υπόλοιπους καλεσμένους» διαμαρτυρήθηκα.
«Βρε αγάπη μου όμως, το κυανό σκούρο και το μαύρο, είναι ιδιαίτερα κομψά χρώματα» μου απάντησε.
«Ναι, αλλά συνηθισμένα» αντέτεινα, ωστόσο δεν είχα επιλογή. Όπως δεν θα ήθελα να μου επιβάλλουν το είδος του νυφικού που θα φορούσα, έτσι έπρεπε να σεβαστώ και εγώ με τη σειρά μου την δική του επιλογή.
Η αλήθεια είναι πως περάσαμε όμορφα. Τον έβλεπα να βγαίνει με το εκάστοτε κοστούμι και χαμογελούσα στο γεγονός πως εκείνη την ημέρα, θα με περίμενε στην εκκλησία. Για εμένα το μυστήριο του γάμου, ήταν πολύ σημαντικό. Τότε ακριβώς, για κάποιον παράξενο λόγο, δημιουργήθηκε στο μυαλό μου η απορία, για το αν ήμουν πραγματικά σίγουρη για την απόφαση να πραγματοποιήσω το επόμενο βήμα μαζί του. Ο γάμος προκειμένου να είναι πετυχημένος, απαιτεί τουλάχιστον γερά, ακλόνητα θεμέλια. Η εικόνα των πεθερικών μου, των αδερφών του Έκτορα και της οικογένειάς μου, ξεπήδησαν ξαφνικά από το υποσυνείδητό μου και μαζί τους, σε μία άλλη σκοτεινή άκρη του μυαλού μου, δέσποζε εκείνος ο θλιμμένος άνδρας από την Τουρκία. Για λίγο θύμωσα με τον ίδιο μου τον εαυτό. Ήμουν αχάριστη. Η οικογένειά του με λάτρευε, τα έξοδα που είχαν πραγματοποιηθεί για την πιο ευτυχισμένη μας ημέρα, ήταν κυριολεκτικά αμέτρητα και τώρα ο Έκτορας, καρτερούσε από εμένα μία γνώμη έχοντας βγει από το δοκιμαστήριο.
«Είναι υπέροχο» αναφώνησα με ένα βεβιασμένο χαμόγελο.
«Ιλεάνα, νομίζω πως είσαι ελαφρώς στον κόσμο σου» διαμαρτυρήθηκε, ωστόσο κανένας μας δεν έδωσε συνέχεια.
Φεύγοντας, ανοίξαμε συζήτηση για την σημερινή μας ημέρα.
«Εγώ έκατσα και τακτοποίησα λιγάκι το σπίτι» του είπα.
«Και εγώ είχα πάει στο γραφείο μου για μία επείγουσα δουλειά. Ξέρεις πως είναι αυτά τώρα, αρκετές φορές οι λογιστές είναι απαραίτητοι ακόμη και Κυριακές και αργίες» μου πέταξε χιουμοριστικά.
«Εγώ θα βγω με τα κορίτσια, για να συζητήσουμε για το μπάτσελορ. Θέλουμε να φύγουμε άμεσα, γιατί ειδικά εγώ αν το καθυστερήσω περισσότερο, προβλέπω στο τέλος να μην πηγαίνω ποτέ μου» του είπα.
«Τι έχεις στο μυαλό σου;» με ρώτησε
«Κάποιο ελληνικό νησί και οφείλω να ομολογήσω πως τα αγαπώ αυτήν την περίοδο που είναι πιο ήσυχα, παρά το καλοκαίρι. Θα είναι και πιο οικονομικά για τις κοπέλες, άσε που θα μας κάνει σχεδόν ανοιξιάτικο καιρό και από ο,τι φαίνεται, έτσι θα συνεχίσει. Σκοπεύω να τους προτείνω να πάμε το σαββατοκύριακο που μας έρχεται» τελείωσα και ο Έκτορας με φίλησε τρυφερά.
«Όπως επιθυμείς. Εγώ με τους φίλους μου θα κανονίσουμε λίγο αργότερα» τον άκουσα να μου λέει και η αλήθεια γνώριζα, πως ο Έκτορας είχε δύο κολλητούς, εκ των οποίων, ο ένας μου ήταν λίαν αντιπαθής.
Τον έλεγαν Μιχάλη και ήταν εκείνος ο τύπος άνδρα, που αγαπούσε το σώμα του πάνω από οτιδήποτε άλλο, ενώ περνούσε πιο πολλές ώρες μπροστά από τον καθρέπτη, ακόμη και από μία γυναίκα. Το δέρμα του ήταν πάντοτε γυαλιστερό, εξαιτίας των διαφόρων σκευασμάτων με τα οποία νυχθημερόν αλειφόταν. Όσο για το επίπεδό του, σίγουρα έφθανε το αβυσσαλέο βάθος του ωκεανού, κοινώς ήταν πολλά χιλιόμετρα κάτω από το επιτρεπτό όριο ανοχής της βλακείας. Το χειρότερο σημείο από όλα, ήταν το ιδιαίτερο δέσιμο που είχε αναπτυχθεί ανάμεσα σε εκείνον και τον Έκτορα. Ένα βράδυ που μας είχε συνοδεύσει και μία από τις δικές μου κολλητές, η Ήλια, στη θέα του και μόνο είχε κατανοήσει απόλυτα το ποιόν του, τονίζοντάς μου όσο πιο διακριτικά μπορούσε, πως πιθανότατα και ο Έκτορας ενέκρινε έμμεσα τον χαρακτήρα του, μιας και ο Μιχάλης ήταν κομμάτι της καθημερινότητάς του. Η συγκεκριμένη βραδιά είχε κυλήσει με περιπέτειες, υποβρύχια και με τον εν λόγω κύριο να πραγματοποιεί στενό μαρκάρισμα στην κολλητή μου, η οποία λίγο έλλειψε να τον αφήσει δίχως δέρμα στο πρόσωπο.
Μαζί όλες, είχαμε πει να συναντηθούμε στο Σύνταγμα και από εκεί να ανέβουμε στον τελευταίο όροφο των Public, καθώς απόψε το θέαμα της πανσελήνου θα κοσμούσε τον ανοιξιάτικο ουρανό. Μόλις με είδαν, έτρεξαν και με αγκάλιασαν σφιχτά, με την καροτομάλλα φίλη μου να τσιρίζει υστερικά. Πάντοτε έτσι γινόταν, ειδικά όταν είχαμε καιρό να τα πούμε. Αμέριμνες καθίσαμε και φυσικά οι γνωστές ερωτήσεις έπεσαν στο τραπέζι σαν το πιο πολύτιμο χαρτί της τράπουλας.
«Πώς ήταν η φάση με το κοστούμι;» ρώτησε η Ήλια, η οποία ήταν η μποέμ της παρέας μας.
«Η φάση» της απάντησα τονίζοντας την λέξη για να γελάσουμε «Ήταν ενδιαφέρουσα. Βέβαια, η αλήθεια είναι πως εγώ επέμενα να κάνει επιτέλους την διαφορά, προτιμώντας ένα άλλο χρώμα, πέρα από το μπλέ σκούρο και το μαύρο, μα ο Έκτορας όπως πάντα, προτιμά τα τετριμμένα» πρόφερα και χαμογέλασε στραβά κοιτάζοντας την Άρτεμις.
«Σιγά μην έπαιρνε το ρίσκο αυτός ο χαλβάς, που μπροστά του ο εβδομηντάρης πατέρας μου φαίνεται τζόβενο. Με το συμπάθιο φιλενάδα, αλλά ξέρεις πως έχω δίκιο» απάντησε η Ήλια για να φάει ένα σκούντημα από την Άρτεμις υπό του τραπεζιού.
«Ούτε εγώ δεν εκφράζομαι τόσο χύμα» την μάλωσε για να ξεσπάσουμε σε γέλια.
«Εντάξει, ένα δίκιο το έχετε. Ήταν και αυτός από το πρωί στο γραφείο του, ξέρετε πως είναι όταν είσαι λογιστής» τους είπα και τις είδα να αλληλοκοιτάζονται.
«Η αλήθεια είναι πως δεν ξέρουμε πώς είναι όταν είσαι λογιστής, αλλά αυτό που στα σίγουρα γνωρίζουμε είναι πως ο Έκτορας είχε πάει στην δική σου εταιρεία. Τον πετύχαμε τυχαία» μου είπε η Άρτεμις και για λίγο παραξενεύτηκα.
«Μονάχα μην μας πεις πως πέρασε να πει ένα απλό γεια, καθώς και οι τρείς γνωρίζουμε πως τα γραφεία σας, δεν βρίσκονται σε κοντινή απόσταση το ένα από το άλλο, πράγμα που σημαίνει πως η συνάντηση θα έπρεπε να είχε κανονιστεί από πριν. Διαφωνείς;» με ρώτησε η Άρτεμις και ειλικρινά δεν ήξερα τι να απαντήσω.
«Τότε, γιατί να μην μου αναφέρει τίποτε;» τις ρώτησα.
«Η απάντηση κυμαίνεται από ένα απλό συμπέρασμα, πως ξέκλεψε λίγο χρόνο και απλώς πέρασε να χαιρετήσει, μέχρι το σύνθετο συμπέρασμα, πως ειπώθηκαν κάποια πράγματα, τα οποία θέλουν να κρατήσουν μακριά σου. Μην με ρωτήσεις όμως τι, δεν διαθέτω τόση φαντασία. Ωστόσο, προτείνω να το βάλουμε το θέμα για λίγο στην άκρη και να πιάσουμε αυτό που μας καίει. Πού θα ήθελες να πάμε για να γιορτάσουμε το κρέμασμά σου;» με ρώτησε ξανά η Άρτεμις καρτερώντας με προσμονή την ιδέα μου.
«Έχω μία πρόταση» άκουσα την φωνή της Ήλιας και οι δυο μας στρέψαμε το βλέμμα κατευθείαν επάνω της «Τι θα λέγατε να πάμε στο εξοχικό μου στη Κω; Είναι αρκετά μεγάλο και επίσης, θα γλιτώσουμε τα έξοδα της διαμονής» πρόφερε και φυσικά συμφώνησα.
Ήταν μία υπέροχη ιδέακαι θα μπορούσαμε να μείνουμε για αρκετές μέρες, αν φυσικά τα κορίτσια είχανάδεια. Ευθύς ενώσαμε τα χέρια, σαν μία φιλική χειραψία συμμαχίας και ξεκινήσαμε να ονειρευόμαστε τις μελλοντικέςμας περιπέτειες στο ειδυλλιακό ελληνικό νησί.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro