Κεφάλαιο Τέταρτο/ part 1
Με σήμα κατατεθέν, ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου, το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού και γενέτειρα του Ηροδότου, το Μπόντρουμ, αποδείχτηκε η τέλεια επιλογή, προκειμένου να ξεφύγει από την στρεσογόνα καθημερινότητά του. Καθώς ο συγκεκριμένος προορισμός, ήταν ιδιαίτερα τουριστικός ακόμη και τους μήνες του χειμώνα ή της άνοιξης, ο Κενάν είχε αποφασίσει να μείνει σε ένα κεντρικό ξενοδοχείο, αφήνοντας εκεί το αυτοκίνητό του. Στο κέντρο, γνώριζε τα κατάλληλα μαγαζιά για να φάει παραδοσιακό φαγητό της χώρας του, αλλά και να γευτεί το πιο απίθανο κιουνεφέ. Μία ωραία εικόνα, την οποία ωστόσο συναντούσε και στην Ιστανμπούλ, ήταν οι γυναίκες, οι παραδοσιακά ντυμένες με χωριάτικες φορεσιές, καθισμένες σε μαξιλάρες, μπροστά στις αντίστοιχες βιτρίνες των μαγαζιών, να φτιάχνουν τοπικά εδέσματα, όπως το μαντί και το γκιοζλεμέ.
Ένα από τα σημαντικότερα μνημεία, το οποίο ο Κενάν είχε σκοπό να επισκεφθεί άμεσα, ήταν το κάστρο του Αγίου Πέτρου και φυσικά το περίφημο Μαυσωλείο. Ωστόσο, φθάνοντας τελικά στην παραθαλάσσια πόλη και αφήνοντας τα πράγματά του στο ξενοδοχείο, προτίμησε να χαθεί στα στενά της, πίνοντας τούρκικο καφέ και τρώγοντας ένα λαχταριστό καζάν ντιπί, προτού χαθεί στο πολύβουο παζάρι της, με τις έντονες μυρωδιές από τα μπαχαρικά. Του άρεσε η επαφή με τον κόσμο και που και που την αποζητούσε, προτού επιστρέψει ξανά στην σιγουριά της μοναξιάς του και σε μία βόλτα στην παραλία, την ώρα που ο ήλιος έδυε. Καθώς η τουριστική περίοδος δεν είχε ξεκινήσει, έφθασε ως την άκρη, εκεί που το κύμα χτυπούσε με μανία στην ακρογιαλιά Στο σημείο αυτό κάθισε κάτω αργά, βγάζοντας τα παπούτσια του και βυθίζοντας τα γυμνά του πόδια στην βρεγμένη από την αλμύρα της θάλασσας άμμο. Κοίταξε το κινητό του και παραδόξως διαπίστωσε πως οι μόνες κλήσεις που είχε, ήταν από τον κολλητό και αδερφικό του φίλο, τον Μετίν. Σιχαινόταν να τσακώνεται μαζί του, καθώς οι δυο τους, είχαν μεγαλώσει από μικροί μαζί, είχαν μοιραστεί όνειρα πολλά και επίσης, ο Μετίν γνώριζε την επιθυμία του Κενάν να επισκεφθεί κάποια στιγμή το Μπόντρουμ. Νιώθοντας τύψεις για την απότομη αποχώρησή του από το νοσοκομείο, αποφάσισε να τον καλέσει πίσω, απαντώντας επιτέλους σε μία από τις εκατοντάδες κλήσεις του.
«Κενάν, είσαι καλά;» άκουσε την ανήσυχη φωνή του φίλου του.
«Είμαι καλά Μετίν, νομίζω φαντάζεσαι πού βρίσκομαι» του απάντησε ο Κενάν δίχως να έχει υπολογίσει το αίσθημα της έκπληξης που του προκλήθηκε, σαν είδε τη φιγούρα του να τον πλησιάζει από μακριά. Δίχως σκέψη, σηκώθηκε ευθύς και τρέχοντας, τον αγκάλιασε σφιχτά.
«Πώς είναι δυνατόν να βρίσκεσαι εδώ;» ρώτησε ο Κενάν λαχανιασμένος.
«Νομίζω πως αυτό είναι η πιο τρανή απόδειξη, πως σε ξέρω τόσο καλά, όσο την παλάμη του χεριού μου. Όταν σε είδα να φεύγεις από το νοσοκομείο, είχα αυτόματα μαντέψει την επόμενή σου κίνηση. Ήμουν αρκετά θυμωμένος μαζί σου εκείνη τη στιγμή, ωστόσο λίγο αργότερα αποφάσισα να ξεκινήσω και εγώ για το Μπόντρουμ. Επίσης, μία τέτοια ώρα ήξερα πως αποκλείεται να έχεις χωθεί στα μπαράκια. Πάντοτε προτιμούσες την ησυχία. Ο λόγος που αποφάσισα να έρθω, είναι για να σου ζητήσω συγγνώμη. Ξέρω πως δεν έφταιγες εσύ για αυτό που συνέβη στην αδερφή μου, αλλά ουσιαστικά η ευθύνη κρέμεται πάνω από την μητέρα μου και τον πατέρα μου. Παρά το γεγονός, πως θα ήτα ιδεατό να καταλήγατε μαζί, εσύ γνωρίζεις καλύτερα τους χτύπους της καρδιάς σου. Στο είπα ξανά αυτό όταν βρισκόμασταν στην Ελλάδα» τελείωσε και ο Κενάν ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του φίλου του.
«Το θέμα είναι Μετίν, πως ένας αδερφικός φίλος όπως λες, θα πρέπει να επιθυμεί την ευτυχία του φίλου του. Αν όμως η δική μου ευτυχία βρίσκεται κάπου, όπου εσύ ίσως και να μην συμφωνούσες, τότε τι θα γινόταν; Θα μου γυρνούσες την πλάτη, ή θα με στήριζες μέχρι το τέλος;» τον ρώτησε και ο Μετίν αναστέναξε.
«Από παιδί ήσουν ξεροκέφαλος. Σου άρεσε να διαβάζεις, σου άρεσε να μορφώνεσαι πιο πολύ από τα αγοροπαιχνίδια και τα ματωμένα γόνατα στα στενοσόκακα της Αττάλειας. Θυμάμαι την επιθυμία σου να ξεφύγεις από τον περιορισμό της γειτονιάς και να σπουδάσεις, αν μπορούσες οικονομικά, ακόμη και στο εξωτερικό. Πάντοτε έτσι ήσουν, ελεύθερο πνεύμα με σεβασμό στην παράδοση, αλλά όχι στην προσκόλληση σε αυτήν. Σου αρέσει το διαφορετικό, σε ιντριγκάρει. Όλα αυτά τα σκεφτόμουν στον δρόμο μου για εδώ. Όλα. Θα σε στηρίξω, όπως έκανα και τότε που πήρες την απόφαση να φύγεις από την Αττάλεια και μαζί σου και εγώ, παρασέρνοντας και τις οικογένειές μας, θυμάσαι; Είχαμε αποφασίσει να δουλέψουμε στον τουριστικό τομέα για να κάνουμε ταξίδια. Έπειτα, γνώρισες την Μπινάζ και...» πήγε να πει.
«Και την έχασα. Όταν κοιτάζω την κίνηση της θάλασσας, την παρομοιάζω πάντοτε με τον ερχομό και τον θάνατό της. Ήρθε και έσκασε στη ζωή μου ορμητικά, σαν το κύμα και το ίδιο ορμητικά η ζωή μου την πήρε πίσω, όπως ακριβώς τραβιέται και η θάλασσα» απάντησε ο Κενάν και από τον τόνο της φωνής του, ο Μετίν κατάλαβε πως η συγκίνηση είχε αρχίσει να σκαρφαλώνει ύπουλα στον λαιμό του.
«Όμως, η θάλασσα και το κύμα έρχονται ξανά και κάνουν την ίδια κίνηση. Άφησε τη ζωή σου να συνεχιστεί, αυτό θα ήθελε και εκείνη γιατί σε αγαπούσε πολύ και το ξέρεις. Θα πικραινόταν αν γνώριζε πως είσαι ολομόναχος, βυθισμένος αιώνια στη θλίψη. Το ίδιο ισχύει και για τον αγέννητο υιό σου. Οι δυο τους θα βρίσκονται μαζί και θα σε προσέχουν. Σταμάτα ωστόσο να ζεις με αυτό το βάρος» ήταν τα τελευταία λόγια του Μετίν, προτού ακούσουν κάποιον από την μαρίνα με τα κότερα, να καλεί απεγνωσμένα σε βοήθεια.
Οι δύο νεαροί σηκώθηκαν απότομα και έτρεξαν προς την μεριά του, ενώ ο ίδιος δόξαζε την τύχη του που επιτέλους κάποιος τον άκουσε, καθώς η ώρα ήταν περασμένη. Για την ακρίβεια, είχε πέσει μέσα στη θάλασσα και πάλευε να σηκώσει κάποιον άλλο στην επιφάνεια, όταν ο Κενάν, δίχως δισταγμό έβγαλε το φούτερ του και βούτηξε στα σχετικά κρύα νερά του Μπόντρουμ, προκειμένου να βοηθήσει τον άτυχο νεαρό. Οι δυο τους κράτησαν σφιχτά, έναν ηλικιωμένο, υπέρβαρο άντρα, ο οποίος είχε καταπιεί νερό και με πολύ κόπο κατόρθωσαν να τον ανασύρουν ζωντανό ακόμη στην ακτή.
«Γνωρίζω από πρώτες βοήθειες, μην ανησυχείς» τον καθησύχασε ο Κενάν, όταν κατάλαβε πως ο ηλικιωμένος δεν είχε σφυγμό.
Ξεκίνησε τις θωρακικές συμπιέσεις και κατόπιν την τεχνητή αναπνοή, μέχρι που είδε τον άντρα να φτύνει μία γουλιά νερό και κατόπιν να παλεύει να πάρει ανάσα.
«Πατέρα; Μίλησέ μου» άκουσε τη φωνή του νεαρού δίπλα του, μέχρι που είδαν τον άντρα να συνέρχεται.
«Σε ευχαριστώ! Σε ευχαριστώ τόσο πολύ, δεν θα το ξεχάσω ποτέ αυτό. Είμαι ο Κάλιχ Κοζτζούογλου» του συστήθηκε και οι δύο φίλοι αλληλοκοιτάχτηκαν.
«Όταν λες πως είσαι ο Κοζτζούογλου, εννοείς ο γνωστός επιχειρηματίας της εξίσου γνωστής ναυτιλιακής εταιρείας;» ρώτησε ο Μετίν και ο Κάλιχ έγνεψε θετικά.
«Ο ίδιος και αυτός είναι ο πατέρας μου, ο Κάαν. Είναι ανάπηρος από τη μέση και κάτω και γλίστρησε το καροτσάκι του από το κότερο, με αποτέλεσμα παραλίγο να πνιγεί. Αν δεν τον βοηθούσες να αναπνεύσει, θα πέθαινε και ο πατέρας μου είναι όλη μου η οικογένεια. Η μητέρα μου έχει πεθάνει βλέπετε. Λοιπόν, αν δεν έχετε κανονίσει κάτι ιδιαίτερο, ελάτε να σας κεράσω και να σου δώσω στεγνά ρούχα μέχρι να είναι έτοιμα τα δικά σου. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για εσένα» τους είπε ο Κάλιχ και όλοι μαζί, προσπάθησαν να μεταφέρουν τον Κάαν που ήταν ακόμη σε κατάσταση σοκ.
Το υπερπολυτελές κότερο τους περίμενε, ωστόσο ο Κάλιχ, ήταν ένας πολύ απλός άνθρωπος που δεν υπερηφανευόταν για τα χρήματά του, ή για την επαγγελματική του πορεία. Όπως τους τόνισε αρκετές φορές, η εταιρεία ήταν του πατέρα του, που την έστησε από το μηδέν, μέχρι τελικά να περάσει στα χέρια του υιού του, ο οποίος έκανε κυριολεκτικά τα πάντα για να την διατηρήσει και να την πάει ψηλότερα. Φυσικά οι δύο φίλοι την γνώριζαν, καθώς η αεροπορική είχε κληθεί πολλές φορές να επισκεφθεί τα γραφεία τους. Ο Κάλιχ, τους κέρασε κεμπάπ και τους ρώτησε αν επιθυμούσαν καφέ, ή τσάι, ενώ αργότερα τους ευχαρίστησε και ο Κάαν, δίνοντας έμφαση στον Κενάν που δίχως σκέψη έπεσε στη θάλασσα σώζοντάς του τη ζωή.
Λίγο πριν φύγουν για να κατευθυνθούν στο ξενοδοχείο, ο Κάλιχ πήρε τον Κενάν παράμερα, λέγοντάς του :
«Καθώς ένα ευχαριστώ θαρρώ πως δεν είναι αρκετό, και καθώς επίσης γνωρίζω πως είσαι μορφωμένος άνθρωπος, θα ήθελα, αν φυσικά το επιθυμείς και εσύ, να δουλέψεις στην εταιρεία μου. Πάει καιρός που ψάχνω κάποιον για προσωπικό μου βοηθό και νομίζω πως μπορώ να σε εμπιστευθώ. Σήμερα και εντελώς τυχαία, μου απέδειξες το ποιος είσαι. Δεν είναι ανάγκη να μου απαντήσεις άμεσα, απλώς σκέψου το. Αυτή εδώ είναι η κάρτα μου με το τηλέφωνό μου»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro