Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο Πρώτο/part 4


Αθηνα 

Στεκόμουν μπροστά από τον ολόσωμο σχεδόν καθρέπτη του δωματίου μου και κοιτούσα το είδωλό μου που αχνοφαινόταν και τρεμόπαιζε κοροϊδευτικά. Για κάποιον λόγο, πάλευα να εντοπίσω την αληθινή Ιλεάνα, ωστόσο ένιωθα πως κάποιος ή κάτι την είχε καταπιεί ολότελα σχεδόν, την είχε κλέψει χρόνια τώρα. Αισθανόμουν, σαν ένας απλός παρατηρητής μίας ζωής που κυλούσε ήρεμα και ανούσια, δίχως την δική μου συμμετοχή. Αρπάζοντας τα τσιμπιδάκια, πάλεψα άτσαλα να στερεώσω τα μαλλιά μου. Σαν εμφάνιση, δεν θεωρούσα ποτέ τον εαυτό μου κάτι το ιδιαίτερο ή ξεχωριστό παρόλο που η ομορφιά δεν κρίνεται πάντοτε από το εξωτερικό περίβλημα. Ήμουν μετρίου αναστήματος, με σώμα άκρως μεσογειακό, μαλλιά και μάτια στην απόχρωση του καστανού και ένα δέρμα, το οποίο κατά την διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών, αντανακλούσε στα σίγουρα τις ακτίνες του ήλιου, καθώς να τις απορροφούσε αποκλείεται. Η λευκή μου λοιπόν επιδερμίδα, αποτελούσε και τον κύριο λόγο που αγαπούσα να τονίζω τα χείλη μου, με όλους τους πιθανούς συνδυασμούς χρωμάτων.

Εκείνο το βράδυ, ετοιμαζόμουν να βγω με την κολλητή μου, την Άρτεμις. Εγώ, εκείνη και η Ήλια, ήμασταν μία αχώριστη τριάδα από μικρά παιδιά, πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο, και είχαμε μεγαλώσει και ωριμάσει στις γειτονιές της Νέας Σμύρνης. Με τον Έκτορα, συγκατοικούσαμε δύο χρόνια, ενώ είχαμε αρραβωνιαστήκαμε το καλοκαίρι, στην Νέα Υόρκη και σε λιγότερο από έναν χρόνο, θα παντρευόμασταν. Πολλοί θα υποστήριζαν και δικαίως, πως η ζωή μου είναι υπέροχη. Πράγματι, το περιτύλιγμά της φάνταζε υπέροχο, παρόλο που το περιεχόμενό της ήταν ανύπαρκτο και σαθρό. Του έλειπε το αλατοπίπερο, αυτό που χαρίζει στη ζωή τη νοστιμιά που της είναι απαραίτητη για να της προσδώσει ιδιαιτερότητα, που την κάνει πικάντικη και εσένα να ανυπομονείς να ξημερώσει ο Θεός την ημέρα. Απόψε, θα έβγαινα με την κολλητή μου και ο Έκτορας με τον δικό του κολλητό. Έτσι κάναμε κάθε εβδομάδα. Αφιερώναμε μία ημέρα, ο καθένας στους φίλους του.

Με την Άρτεμις, θα συναντιόμασταν στα μπαράκια της Ερυθραίας και θα καθόμασταν έξω. Ο καιρός ήταν γλυκός, μέσα της Άνοιξης και λαχταρούσαμε να συζητήσουμε για όλα, δίχως το τράνταγμα και την παρεμβολή της δυνατής μουσικής. Πήρα το αυτοκίνητό μου, δώρο του πατέρα μου για τα εικοστά έβδομα γενέθλιά μου και σε ένα τέταρτο είχα φθάσει. Η Άρτεμις ήταν πάντοτε στην ώρα της και η ψηλόλιγνη σιλουέτα της, ξεχώριζε όπως πάντα μέσα στο ομοιογενές πλήθος, καθώς και το εκκεντρικό της ντύσιμο, το οποίο δεν περνούσε ποτέ απαρατήρητο και ασχολίαστο.

«Πού είσαι κούκλα μου; Πού είσαι γοργόνα μου;» αναφώνησε με την γνωστή, τσιριχτή φωνή της.

«Πού αλλού να είμαι; Στα γνωστά λημέρια της εφηβείας μας» απάντησα και σκάσαμε στα γέλια.

Πιασμένες αγκαζέ και βαδίζοντας με χάρη, καθίσαμε σε ένα ψηλό τραπεζάκι με εκείνη να πραγματοποιεί κινήσεις βγαλμένες από αμερικάνικα χορευτικά προκειμένου να τραβήξει την προσοχή του σερβιτόρου.

«Θέλω να μου τα πεις όλα. Καταρχάς, πώς πάνε οι ετοιμασίες του γάμου; Είμαι η κουμπάρα, σε περίπτωση που το έχεις ξεχάσει, γιατί όπως σε κόβω, τον γάμο δεν τον πολυσκέφτεσαι. Έχουμε τόσες ετοιμασίες και φυσικά το σημαντικότερο, την εύρεση νυφικού» την άκουσα να μου λέει και ξεροκατάπια. Είχε δίκιο, τον γάμο μου, τον είχα γράψει στα παλαιότερα των υποδημάτων μου και είχα αφήσει όλη τη δουλεία, στην υπεύθυνη διοργάνωσης που είχε προσλάβει η μητέρα μου. Ήμουν φρικτή.

«Θα πάρω αύριο τηλέφωνο να κλείσω ημερομηνία. Έχεις δίκιο, πρέπει να πάμε, αλλά μονάχα οι τρείς μας. Εσύ, εγώ και η Ήλια, η καροτένια» μειδίασα με νόημα. Ναι, αυτό ήταν το παρατσούκλι για την καλύτερή μας φίλη και φυσική κοκκινομάλλα που όδευε προς την απόχρωση του καρότου.

«Είχες κανένα νέο από την δουλειά; Τι κάνει ο μπαμπάς Ιάσωνας; » ρώτησε τρυφερά, καθώς έτρεφε μία ιδιαίτερη αδυναμία στον πατέρα μου τον κέρβερο.

«Είναι καλά, μεγαλώνει. Αύριο έχουμε επισκέψεις από την Τουρκία» της είπα σχετικά αδιάφορα «Μίλησα εγώ με τον διευθυντή των τουρκικών αερογραμμών. Ευγενικός, μα ψυχρός άνθρωπος» πρόφερα κάπως αφηρημένα.

«Ωπ, μας έρχονται τα γειτονάκια; Στην γιαγιά σου την Ελένη να τα πεις αυτά. Έχει ακούσει από την μητέρα της τη συγχωρεμένη, τόσες ιστορίες για την καταστροφή της Σμύρνης και τον διωγμό της οικογένειάς σου, που θα έρθει στο γραφείο σας να τους εκτελέσει εν ψυχρώ» χασκογέλασε η Άρτεμις.

«Η γιαγιά μου η Ελένη, είναι ένας άγγελος. Για την ακρίβεια ο μόνος άγγελος της ζωής μου που έχει κατορθώσει να επιβληθεί πολλές φορές στη βούληση της μητέρας μου» της είπα και αμέσως συμφώνησε μαζί μου.

«Με τον Έκτορα πώς τα πάτε; Όλα καλά; Σε βλέπω ήρεμη και γαλήνια και αυτό με αφήνει να καταλάβω πως οι δυο σας τα πάτε πραγματικά περίφημα» άκουσα την καλοσυνάτη της φωνή.

«Ναι, τα πηγαίνουμε πολύ καλά πραγματικά. Ο Έκτορας, ανέκαθεν ήταν ένας χαρακτήρας που δεν μου δημιουργούσε ποτέ και κανένα πρόβλημα. Ήταν πάντοτε ήσυχος και..»προσπάθησα να σκεφτώ τι άλλο κοσμητικό επίθετο θα ήταν ορθό να προσθέσω.

«Και μονότονος φιλενάδα, αλλά δεν πειράζει θα τον ανεβάσουμε εμείς. Θα διαλέξουμε τα καλύτερα για τον γάμο σου, θα είσαι η πιο όμορφη νύφη και δεν θα μπορέσει να σου αντισταθεί, ούτε μισό λεπτό» ολοκλήρωσε και της χαμογέλασα.

Ίσως τελικά το μυστικό να κρυβόταν ακριβώς εκεί. Σε αυτή τη σπίθα που είχε σβήσει, καταπλακωμένη από την ρουτίνα. Ίσως θα έπρεπε να κάνουμε περισσότερα πράγματα οι δυο μας, περισσότερα ταξίδια, να κυνηγούσαμε την περιπέτεια ακόμη και στις πιο κρυφές και ξεχασμένες γωνιές, να μην βαλτώνουμε και να μην θεωρούμε τίποτε δεδομένο. Ωστόσο, πώς ήταν δυνατό να ζωντανέψει μία σπίθα, που ποτέ της δεν είχε υπάρξει; Τόσα χρόνια, έβλεπα τις φίλες μου να ταλαιπωρούνται με τους λάθος ανθρώπους, τις λάθος σχέσεις, να βγαίνουμε και να αναλύουμε με τις ώρες, τον παράγοντα εκείνον που είχε πάει στραβά και τελικά να καταλήγουμε στο προφανές συμπέρασμα πως το καλύτερο ήταν να είσαι μονάχος σου, παρά με τον λάθος άνθρωπο, παρά με μία μέτρια κατάσταση. Εξάλλου στη ζωή, δεν χωράνε μετριότητες, γιατί είναι μονάχα μία και πρέπει να την ζούμε για όλα, ή για τίποτα. Ναι, αυτές τις επαναστατικές απόψεις, τις είχα ως φοιτήτρια, ωστόσο στην πορεία της ζωής μου κατά πώς φάνηκε είχα λοξοδρομήσει, καταπατώντας τον ιερότερο κανόνα για εμένα. Τον όλα, ή τίποτα.

Παρακολουθούσα την Άρτεμις να μου μιλά και να γελά ξέγνοιαστα. Ήταν μόνη της, ωστόσο έμοιαζε ευτυχισμένη και ζωντανή. Εγώ πάλι, που θεωρούμουν και ως η μέλλουσα νύφη, είχα φορέσει τις αόρατες πλερέζες μου και κυκλοφορούσα.

«Πώς σου φαίνεται εκείνο το τεκνό απέναντι;» η ερώτησή της, χειμαρρώδης όπως πάντα, με έβγαλε από τον προσωρινό μου λήθαργο.

«Ντροπή Άρτεμις!Παντρεύομαι σε λιγότερο από δώδεκα μήνες» την μάλωσα γλυκά και την είδα να γουρλώνει τα μάτια της.

«Εντάξει!Είπαμε πως παντρεύεσαι, αλλά δεν έχεις τάξει και τα μάτια σου στον Κύριο. Ματάκια είναι και βλέπουν και γίνονται και γλυκά άμα πετυχαίνουν οπτασίες σαν τον απέναντι!» μου είπε και μας ξέφυγε ένα χαχανητό. Μαζί της ο χρόνος κυλούσε διαφορετικά, σαν νεράκι. Η ώρα όμως ήταν πια περασμένη και έπρεπε να αποχωρήσουμε καθώς ακόμη μία εργασιακή μέρα διεκδικούσε την προσοχή και τις δυνάμεις μας με ζήλο.

«Καλή τύχη με τους γείτονες αύριο και εγώ θα ειδοποιήσω την γιαγιά Ελένη, προκειμένου να κλείσει άμεσα η συμφωνία σας!» μου φώναξε καθώς έφευγε με χορευτικούς ρυθμούς, όπως ακριβώς είχε έρθει. Αύριο, θα ήταν μια λίαν κουραστική ημέρα, αλλά με λίγη υπομονή, σύντομα θα περνούσε. Είχα συνηθίσει πλέον την δουλειά μου που αν και δεν υπήρξε πρώτη μου επιλογή, τουλάχιστον μου εξασφάλιζε μία θέση πιο κοντά στα αγαπημένα μου ταξίδια.

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro