
Κεφάλαιο Πρώτο/part 3
Στη φωτό ο Κενάν
Το πρωί, τον ξύπνησε η γνώριμη φωνή του μουεζίνη την ώρα της προσευχής. Ντύθηκε επίσημα, με το κοστούμι του και το γιλέκο από μέσα, όπως κάθε μέρα άλλωστε. Στην Τουρκία, το πρωινό θεωρούνταν το σημαντικότερο ίσως γεύμα και ο Κενάν αρκετές φορές, συναντούσε τον Μετίν στο άγαλμα του Κεμάλ Ατατούρκ στην πλατεία Ταξίμ και μαζί πήγαιναν σε εστιατόρια αποκλειστικά για πρωινό. Φυσικά η μητέρα του διαμαρτυρόταν πως όλοι της οι κόποι πήγαιναν χαμένοι, αλλά ευτυχώς για τον ίδιο, η Αϊλίν, η αδερφή του, έκανε το χατίρι της και γευμάτιζε με την οικογένεια, όσο ο Κενάν έστρωνε στα γρήγορα την γραβάτα του και έτρεχε να προλάβει το τράμ, καθώς χώρο στάθμευσης στο κέντρο της Πόλης, ήταν αδύνατον να βρει εύκολα. Ο Μετίν, είχε πιο σκούρα, πιο ανατολίτικα χαρακτηριστικά, με μαύρα σχεδόν μαλλιά και μάτια και ελαφρώς σαρκώδη χείλη. Ο Κενάν ξεχώριζε, κυρίως εξαιτίας του όμορφου χρώματος των ματιών του, αυτό του ανταριασμένου Βόσπορου.
Δούλευαν μαζί και το γραφείο των τουρκικών αερογραμμών , βρισκόταν σε ένα στενό κοντά στην πλατεία. Οι δυο τους ήταν υπεύθυνοι πωλήσεων, με καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας, παρά το γεγονός πως ο Κενάν, πάλευε όταν μιλούσε να ξεφορτωθεί την τούρκικη προφορά, για να γίνεται πιο κατανοητός. Με έναν ζεστό καφέ στο χέρι, εισήλθαν στον χώρο εργασίας τους που βρισκόταν στον πρώτο όροφο, καλημερίζοντας τους συναδέλφους με ένα αστραφτερό χαμόγελο.
«Ιγί γκουνλέρ!*» αναφώνησαν οι δύο άντρες ταυτοχρόνως καθώς έμπαιναν.
«Σελάμ*» ακούστηκε, από έναν συνάδελφο που τους κοιτούσε πονηρά «Λοιπόν, είστε οι δύο τυχεροί μάθαμε» πρόφερε ο Εμρά και εκείνοι αλληλοκοιτάχθηκαν καρτερώντας απαντήσεις «Θα πάτε μαζί στην Αθήνα. Για την ακρίβεια, αύριο φεύγετε. Θα σας το πει και το αφεντικό. Αχ, πόσο θα ήθελα να είμαι στη θέση σας. Τα κορίτσια εκεί έχουν άλλη ομορφιά, εκείνη του ήλιου και της θάλασσας και..»ξεκίνησε να λέει, μα ο Μετίν τον διέκοψε ορθώνοντας ανάλαφρα το χέρι του.
«Γιατί η δική σου χώρα δεν βρέχεται από θάλασσα, ή μήπως δεν την βλέπει ο ήλιος; Σύνελθε και πίστεψέ με, οι δικές μας είναι κούκλες. Έχουμε και εμείς αδερφές και ξέρουμε» του απάντησε με νόημα σκουντώντας τον Κενάν για να τον υποστηρίξει, ο οποίος ωστόσο είχε αλλού το μυαλό του.
«Πού ταξιδεύεις εσύ; Έφτασες κιόλας στην Αθήνα;» τον ρώτησε περιπαικτικά ο Μετίν και ο φίλος του χαμογέλασε.
«Η αλήθεια είναι πως αυτές τις μέρες είμαι στον κόσμο μου. Τελοσπάντων, πάμε για δουλειά γιατί μας βλέπω να ξημερωνόμαστε και όχι τίποτε άλλο, αλλά πρέπει να περάσουμε και από το μαγαζί με τις αντίκες των πατεράδων» έσκουξε και ο Μετίν ένευσε θετικά.
Φυσικά δεν πέρασε και πολύ ώρα, όταν το αφεντικό τους κάλεσε, προκειμένου να τους ανακοινώσει το ταξίδι τους, καθώς είχε ήδη έρθει σε τηλεφωνική επαφή με το γραφείο στον Πειραιά.
«Λοιπόν» ακούστηκε η φωνή του «Τα αφεντικά είναι δύο. Ο Ιάσονας και η Ιλεάνα Πετράκη. Είναι πατέρας και κόρη. Σοβαροί άνθρωποι, σοβαρό γραφείο. Θέλω να τους ρωτήσετε τα πάντα και να μάθετε για τυχόν παράπονα ή βελτιώσεις από την δική μας την πλευρά. Επίσης, αυτοί είναι και οι όροι του συμβολαίου για τα ναυτικά εισιτήρια» ολοκλήρωσε και ο Κενάν άκουσε τον Μετίν να σχολιάζει ένα ΄΄Ενδιαφέρον. Η διευθύντρια είναι γένους θηλυκού΄΄΄ και κατόπιν να τρώει μία ελαφριά αγκωνιά.
Βγαίνοντας, τον άρπαξε από το μπράτσο, προκειμένου να μιλήσουν.
«Μετίν, στην Αθήνα ανεβαίνουμε δύο μέρες για δουλειά, όχι για φλέρτ. Σε ξέρω πως μερικές φορές, γίνεσαι πραγματικά πολύ κάφρος, αλλά ελπίζω να δείξεις ένα αξιοπρεπές πρόσωπο, καθώς αυτήν τη στιγμή εμείς οι δύο, εκπροσωπούμε την αεροπορική. Έγινα κατανοητός;» τον ρώτησε.
«Ναι, αλλά Κενάν, καταλαβαίνεις τι σημαίνει να μπορείς να πίνεις αλκοόλ όπου και όποτε το θέλεις;» ρώτησε με ένα κουταβίσιο βλέμμα.
«Δεν το έχεις ανάγκη. Είναι καλό και το τσάι, ελληνικό ή τούρκικο» πρόφερε με ένα ελαφρύ μειδίαμα, που τόνιζε τα βαθιά λακκάκια του προσώπου του.
Την υπόλοιπη ημέρα, συνέχισαν να δουλεύουν ασταμάτητα, ωστόσο του Κενάν το βλέμμα, είχε καρφωθεί στην μινιατούρα ενός αεροπλάνου που βρισκόταν πάνω στο γραφείο του. Αύριο τέτοιο ώρα, θα προσγειωνόταν στην Ελλάδα. Το ίδιο απόγευμα, αρπάζοντας στα γρήγορα από πλανόδιους τζουσλεμέδες* για να φάνε, επισκέφθηκαν τους πατεράδες τους στο μαγαζί, ανηφορίζοντας δύσθυμα εξαιτίας της κούρασης, όπου τους βρήκαν να πραγματοποιούν το απογευματινό τους διάλειμμα, πίνοντας τούρκικο καφέ στα παραδοσιακά φλιτζανάκια, συνοδευόμενο πάντοτε με ένα κομμάτι μπακλαβά.
«Καλώς τους!» ακούστηκε η φωνή του Εζέλ και οι δύο άντρες χαμογέλασαν.
«Άντε, είναι η σειρά μας τώρα να αναλάβουμε το ταμείο. Πουλήσατε τίποτε;» ρώτησε ο Μετίν.
«Έναν μεγάλο παλαιό καθρέπτη και κάτι άλλα μικροπράγματα» απάντησε ο Αντνάν.
«Πατέρα, αύριο το πρωί πετάμε για Αθήνα» ήχησε κάπως διστακτικά η φωνή του Κενάν, ενώ εκείνη την ώρα έμπαινε στο μαγαζί η Σεϊντά με την αδερφή του.
«Να περάσετε καλά, να προσέχετε και φρόνιμα» τους μάλωσε δήθεν ο Εζέλ.
«Τι φρόνιμα λες στα παιδιά; Υπάρχει περίπτωση να μην είναι; Εδώ, ελπίζουμε πως μας περιμένουν χαρές...» ξεκίνησε να λέει με τον Κενάν να κοιτάζει πλαγίως τη Σεϊντα που είχε κοκκινίσει ολόκληρη.
Ωστόσο, η μικρή του αδερφή πρόσεξε το ύφος της αγανάκτησης του αδερφού της και του έκανε νόημα να την ακολουθήσει μέχρι έξω.
«Κενάν, τι νομίζεις πως κάνεις; Ο Εζέλ δεν είναι χαζός» του φώναξε
«Αϊλίν, έχω την εντύπωση πως είσαι πολύ μικρή για να μου δίνεις συμβουλές. Καλύτερα να το καταλάβει, να το εμπεδώσει και έπειτα να το χωνέψει κιόλας. Τη Σεϊντά λυπάμαι, που της φουσκώνουν τα μυαλά στην οικογένεια και ονειρεύεται μία ζωή μαζί μου» της απάντησε.
«Η Σεϊντά είναι πολύ καλή κοπέλα Κενάν. Πού θα βρεις δηλαδή καλύτερη, μήπως στην Αθήνα που θα πας, τις Ελληνίδες;» ρώτησε ειρωνικά η μικρή.
«Στην Αθήνα, πηγαίνω μονάχα για δουλειά μικρή και φυσικά δεν είχα σκοπό ποτέ μου να βρω κάποια άλλη, ειδικά Ευρωπαία. Έχουμε τόσες όμορφες γυναίκες εδώ, απλώς η Σεϊντά δεν είναι αυτό που θέλω και πάρτε το χαμπάρι. Τώρα, πάμε μέσα γιατί με αυτόν τον τρόπο, καρφωνόμαστε χειρότερα, πίστεψέ με» της είπε κάπως απότομα, ωστόσο μέχρι να φθάσει ξανά στην είσοδο του μαγαζιού, το είχε μετανιώσει. Δεν ήθελε να επιστρέψει μέσα μαζί με τους άλλους.
Δίνοντας ως δικαιολογία στον πατέρα του πως έπρεπε να ξεκουραστεί προκειμένου να έχει δυνάμεις για την αυριανή πτήση, πήρε το σακάκι του και έφυγε, με τον Αντάν να τον κοιτάζει θλιμμένος.
Μπαίνοντας στο σπίτι του, άφησε ένα φιλί στο μέτωπο της μητέρας του και πήγε στο δωμάτιό του. Από το μικρό παταράκι που υπήρχε ακριβώς πάνω από την πόρτα του, κατέβασε την μικρή,μαύρη του βαλίτσα και ξεκίνησε να βάζει μέσα δύο καλά κοστούμια και μερικά πιο πρόχειρα ρούχα. Η τελευταία κίνηση που έκανε πριν κοιμηθεί, ήταν να ανοίξει ξανά τον υπολογιστή του και να δει μερικές φωτογραφίες από την Ελλάδα. Για κάποιον λόγο, αυτό το μέρος τον παρακινούσε να το εξερευνήσει σπιθαμή προς σπιθαμή. Τόσο την πρωτεύουσα, όσο και τα νησιά της. Το είχε ανάγκη, είχε ανάγκη ένα ταξίδι έστω και δύο ημερών. Έκλεισε το φως του δωματίου του και ξάπλωσε. Αύριο, θα ξημέρωνε επιτέλους μία άλλη μέρα
*καλημέρα
*Γειά
*Κατι ας πούμε σαν τυρόπιτα με λεπτή ζύμη
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro