Κεφάλαιο Πρώτο/part 2
Στη φωτό η μαγική θέα από τον πύργο του Γαλατά.
Καθόταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του. Οι συνομιλίες είχαν άξαφνα κοπάσει, σημάδι πως οι επισκέπτες είχαν αποχωρήσει. Ο Κενάν ένιωσε την ανακούφιση να επιστρέφει και ασυνείδητα, πήρε στα χέρια του τη φωτογραφία με την Μπινάζ η οποία είχε τραβηχτεί την ημέρα και τη στιγμή που της είχε κάνει πρόταση γάμου. Τα μάτια της γυάλιζαν από ευτυχία, το έβλεπε ξεκάθαρα, όσο ξεκάθαρα είχε δει τα ίδια μάτια, να τον κοιτούν άψυχα εκείνο το φριχτό βράδυ, υγρά ακόμη από το τελευταίο δάκρυ πόνου που είχε κυλήσει.
Παλεύοντας να σβήσει την εικόνα, ταξίδεψε στη στιγμή της φωτογραφίας. Η Μπινάζ είχε όνειρο να επισκεφθεί τα Πριγκιπόνησα και ακόμη πιο συγκεκριμένα την Μπουγιούκ Αντά, όπως ονομάζεται στα τούρκικα η Πρίγκιπος. Με πλοιαράκι, ήταν περίπου μία ώρα από την Ιστανμπούλ και ο Κενάν είχε αποφασίσει να της κάνει όλα της τα χατίρια. Ήθελε πρώτα να δει το χαμόγελό της να σχηματίζεται στα χείλη της και κατόπιν, να το τελειοποιήσει με την πινελιά της πρότασης γάμου. Ήταν άνοιξη και το κλίμα είχε μία αίσθηση δροσιάς. Στο συγκεκριμένο νησί, απαγορεύονταν τα αυτοκίνητα και τη θέση τους έπαιρναν οι γραφικές, ιππήλατες άμαξες.
Ο Κενάν, της είχε προσφέρει το παλτό του για να το ρίξει ανάλαφρα στους ώμους της και να ξεκινήσουν έπειτα την βόλτα τους στη μοναδική φύση, ανάμεσα στο πράσινο και τις οθωμανικές βίλες, ενώ η ημέρα τους θα έκλεινε στο φημισμένο εστιατόριο Yucetepe Kir Gazinosu. Η θέα του ήταν εκπληκτική, με την θάλασσα του Μαρμαρά και τις ευρωπαϊκές και ασιατικές ακτές της Τουρκίας στο πιάτο. Μαζί απολάμβαναν το φαγητό, ο Κενάν να την κοιτά στα κλεφτά, μέσα από τους κυανούς του καθρέπτες, ενώ εκείνη να επιτρέπει στον άνεμο να παίζει με τα μακριά, καστανά της μαλλιά, πάντοτε ξέγνοιαστη, ανέμελη, γλυκιά. Ήθελε να της ψιθυρίσει ΄΄σ'αγαπώ΄΄ και να το παρασύρει το αγέρι, οδηγώντας το με την μορφή του φιλιού στα ροδαλά της χείλη. Καθώς ο βασιλιάς ήλιος βυθιζόταν στην επιφάνεια της θάλασσας, ο νεαρός με αμήχανες κινήσεις, άρπαξε δειλά από την τσέπη του το μονόπετρο που είχε αγοράσει καιρό τώρα. Εκείνα τα δευτερόλεπτα, καθώς τα δάχτυλά του το άγγιζαν, ένιωσε να συγκινείται και τα χέρια του ξεκίνησαν να τρέμουν.
«Μπινάζ μου» πρόφερε και η κοπέλα κάρφωσε πρόσχαρα την ματιά της στη δική του, όταν τον είδε άξαφνα να σηκώνεται από την θέση του και να γονατίζει μπροστά της «Πες μου, εδώ και τώρα, έχοντας αυτήν την υπέροχη θέα για φόντο, θα ήθελες να γίνεις γυναίκα μου;» ρώτησε με φωνή που έτρεμε από λαχτάρα και μάτια βουρκωμένα μπροστά στη θέα εκείνης που αγαπούσε, όσο τίποτε στη ζωή του.
Η κοπέλα με τα δάκρυα της χαράς να στολίζουν το πρόσωπό της, δίχως να μπορεί να αρθρώσει λέξη, έτρεξε και τον αγκάλιασε σφιχτά.
«Εβέτ*!» κραύγασε μέσα από λυγμούς «Είμαι δική σου από την ημέρα που σε είδα να στέκεσαι στην αυλή του Πανεπιστημίου και να με κοιτάς αδιάκριτα, δίχως να σε νοιάζει τι θα σκεφτώ. Σ'αγαπώ για όλα αυτά που είσαι και όλη τη ζωή που μας περιμένει» ήταν η απάντησή της στην πρότασή του και κάπου εκεί, όλα σκοτείνιαζαν και ο Κενάν μεταφερόταν στο σήμερα.
΄΄Σένι Σεβιόρουμ*΄΄ ψιθύρισε, όταν άκουσε ένα χτύπημα στην πόρτα και είδε τον πατέρα του να μπαίνει μέσα.
«Μπορούμε να μιλήσουμε για λίγο, αν θέλεις;» τον ρώτησε.
«Φυσικά» αποκρίθηκε εκείνος με μάτια ολοκόκκινα.
«Είναι πολύ όμορφη η φωτογραφία σας αυτή. Να ξέρεις, πως εγώ αγαπούσα πολύ την Μπινάζ» ξεκίνησε ο Αντνάν.
«Το ξέρω, όπως ξέρω πολύ καλά πως πρέπει κάποια μέρα, να την αφήσω να φύγει και να συνεχίσω τη ζωή μου» ολοκλήρωσε ο Κενάν και ο πατέρας του αναστέναξε.
«Δυστυχώς υιέ μου, οι νεκροί πηγαίνουν με τους νεκρούς και οι ζωντανοί με τους ζωντανούς. Είσαι πολύ μικρός ακόμη για να καταδικάσεις τη ζωή σου στην μοναξιά. Η Σεϊντά είναι μία καλή περίπτωση για εσένα, ο Εζέλ σε έχει σαν υιό του και με τον Μετίν έχετε σχέσεις αδερφικές. Είναι η τέλεια περίπτωση» ξεκίνησε τη γνωστή ιστορία με τον Κενάν να στριφογυρνάει τα μάτια του με απόγνωση.
«Πατέρα, με εσένα νομίζω πως μπορώ να κάνω μία πιο λογική συζήτηση. Η Σεϊντά, είναι πραγματικά μία υπέροχη κοπέλα. Επαναλαμβάνω, κοπέλα και όχι γυναίκα. Εκτός από την διαφορά ηλικίας μας, με την Σεϊντα μεγαλώσαμε μαζί. Για την ακρίβεια, την μεγάλωσα εγώ μαζί με την αδερφή μου, πίσω στην Αττάλεια. Έτσι έμαθα να την βλέπω, σαν την δεύτερη μικρή μου αδερφή. Λυπάμαι αν αυτό αντιβαίνει στα σχέδιά σας, ωστόσο οφείλω να είμαι ειλικρινής τουλάχιστον με τον εαυτό μου» του είπε και ο Αντάν ξεφύσησε.
«Εντάξει, η αλήθεια είναι πως η Ιστανμπούλ, έχει πολλές, όμορφες γυναίκες και ίσως βρεις τον έρωτά σου μία μέρα. Ωστόσο, υποσχέσου μου πως τουλάχιστον, θα προσπαθήσεις να σκεφτείς την πρόταση της μητέρας σου» του είπε καθώς σηκωνόταν από το γραφείο του «Λοιπόν, ετοιμάζετε κάποιο ταξίδι με τη δουλειά σου;» τον ρώτησε ο Αντνάν προκειμένου να αλλάξει ελαφρώς το θέμα της συζήτησης.
«Κάτι ψιθυρίζεται στους κόλπους της εταιρείας, πως το επόμενο ταξίδι μας θα είναι στην Αθήνα» του απάντησε και ο Αντνάν υιοθέτησε ένα ελαφρώς υποτιμητικό βλέμμα στο άκουσμα της λέξης ΄΄Αθήνα΄΄.
«Αυτοί μας έλειπαν τώρα, αλλά αν είναι για καλό, τότε να πας» ξεκίνησε και ο Κενάν για λίγο γέλασε.
«Μην φανταστείς, δεν πάω στον πόλεμο, αλλά σε ένα ταξιδιωτικό γραφείο στον Πειραιά, για να μιλήσουμε για τις νέες υπηρεσίες της αεροπορικής. Με τους απέναντι, και συγκεκριμένα με το γραφείο αυτό, έχουμε μία πολύ καλή συνεργασία και αυτό είναι ιδιαιτέρως ωφέλιμο για εμάς» τελείωσε.
«Να και σε κάτι που συνεργαζόμαστε καλά. Πότε φεύγεις;» τον ρώτησε.
«Λογικά μέσα στην εβδομάδα. Ακόμη μην πεις τίποτε στη μαμά, καθώς ξέρεις πως είναι προκατειλημμένη με τους Έλληνες και τις δήθεν επεκτατικές τους τάσεις» μούγκρισε.
«Η μητέρα σου, έχει μείνει στάσιμη στο 1922. Βλέπει τα πράγματα περίεργα, αλλά τα χρόνια έχουν περάσει και το παρελθόν μας πρέπει να μείνει πίσω. Οι καιροί κυλούν. Λοιπόν Κενάν, αύριο θα είσαι στο μαγαζί το απόγευμα; Ο Εζέλ θα χαρεί να σε δει» ξεκίνησε ο πατέρας του.
«Όταν σχολάσουμε με τον Μετίν από την δουλειά μας, θα έρθουμε. Αφού ξέρεις πως κάθε απόγευμα σε βοηθάω» απάντησε γλυκά ο νεαρός.
«Ήταν όμορφα σήμερα στον Πύργο του Γαλατά;» ρώτησε τον υιό του, ο οποίος ξαφνιάστηκε με την ερώτηση.
«Ήταν πατέρα, όπως πάντα άλλωστε. Όμορφα, μαγικά, μα μοναχικά. Πάντα μοναχικά»τελείωσε ενώ ο πατέρας του έφυγε σκεπτικός.
Για κάποιον λόγο, ο Κενάν άνοιξε τον υπολογιστή του και πληκτρολόγησε την λέξη ΄΄Αθήνα΄΄. Η πρώτη εικόνα που του εμφανίστηκε, ήταν εκείνη της Ακρόπολης. Του αιώνιου εμβλήματος του ελληνισμού. Την κοίταξε προσεκτικά. Η εικόνα του δημιουργούσε ένα οικείο συναίσθημα, αλλά και σε ποιόν δεν θα δημιουργούσε; Όλοι την ήξεραν, όλοι την είχαν δει έστω και μία φορά στη ζωή τους και παρά το γεγονός πως η πολιτική επικαιρότητα δεν βοηθούσε ιδιαίτερα τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, ο Κενάν ένιωσε την ανάγκη πως ήθελε να βρεθεί εκεί. Στα γραφικά σοκάκια της Πλάκας, στις μυρωδιές από τα γιασεμιά, στην υπέροχη και πολυφημισμένη ελληνική κουζίνα. Εντάξει, μπορεί με τους γείτονες να μην είχαν και τις καλύτερες σχέσεις, αλλά ο λόγος του ταξιδιού, ήταν καθαρά επαγγελματικός. Καθώς χάζευε τις πολύχρωμες εικόνες στο διαδίκτυο, τα βλέφαρά του βάρυναν και ο ύπνος τον τύλιξε γλυκά, για να τον οδηγήσει σε πρωτόγνωρους, ονειρικούς δρόμους, που είχαν εκείνη την γλυκιά μυρωδιά του γιασεμιού, με φόντο την Ακρόπολη.
*Eβέτ = ναι
*Σενι σεβιορουμ = σ αγαπώ
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro