Κεφάλαιο Πρώτο/part 1
Κωνσταντινούπολη
Τις Κυριακές, τις αγαπούσε λιγάκι περισσότερο, καθώς το πρόγραμμα της καθημερινότητας για είκοσι τέσσερις ώρες πάγωνε. Το πρωί, εργαζόταν πυρετωδώς στα γραφεία των τουρκικών αερογραμμών, ενώ τα απογεύματα κατευθυνόταν προς τον λόφο του Τσουκούρ Σουμά, για να βοηθήσει τον πατέρα του στο μαγαζί με τις αντίκες. Πουλούσε παλιά χαλιά, καφτάνια, οθωμανικά κεντήματα και ό,τι άλλο έβαζε το μυαλό σου. Του Κενάν όλα αυτά του προκαλούσαν μία μελαγχολία. Το παλιό, το σκονισμένο, του θύμιζε τη λησμονιά και τον θάνατο. Ωστόσο, ο πατέρας του ήταν μεγάλος σε ηλικία πια και η αδερφή του πήγαινε στο γυμνάσιο και δεν ήθελε να την αποσπά από τα διαβάσματά της. Παρά το γεγονός πως στο μαγαζί ήταν δύο συνέταιροι, ο Κενάν πήγαινε εκεί από μικρό παιδί και εξυπηρετούσε τους λιγοστούς, καθημερινούς πελάτες.
Η σημερινή μέρα ήταν αφιερωμένη στην οικογένεια και ο νεαρός ξεκινούσε για την καθημερινή του βόλτα, ακολουθώντας πάντοτε την ίδια διαδρομή, προτού καταλήξει σπίτι. Από την περιβόητη και πολύβουη πλατεία Ταξίμ, κατέβαινε με τα πόδια την πεζοδρομημένη Ιστικλάλ, με τα χιλιάδες εμπορικά καταστήματα και έφτανε στην γραφική γειτονιά, με τα ωραία καφέ που πλαισίωναν τον Πύργο του Γαλατά, και την μαγευτική θέα. Κάθε φορά, ανέβαινε ως την κορυφή του και ας πλήρωνε είσοδο, αφού γινόταν ένα με τον έναστρο ουρανό ή τον κυανό ορίζοντα και η γη έπαυε άξαφνα να έχει σημασία για λίγο, μόνο για μερικά λεπτά. Εκεί ακριβώς στεκόταν πάντα, μέχρι ο ήλιος να δύσει, ο Παράδεισος να φανερώσει ένα κρυφό κομμάτι του μέσω των χρωμάτων και εκείνος να καταλήξει τελικά, κάτω από τη γέφυρα του Γαλατά, να τρώει το αγαπημένο του σάντουιτς, που ονομαζόταν μπαλίκ εκμέκ, με σκουμπρί, κρεμμύδι, ντομάτα και πιπεριές. Τα βήματά του, ήταν πάντοτε αργά, καθώς δεν ήθελε να επιστρέψει σπίτι του και να ξεκινήσουν οι ίδιες ερωτήσεις και η ίδια ανάκριση. Ο πατέρας του, επέμενε πως έπρεπε να αφήσει πίσω του το παρελθόν και να συνεχίσει τη ζωή του, ενώ τα προξενιά διαδέχονταν το ένα το άλλο. Το σπίτι τους, είχε καταντήσει πια κέντρο διερχομένων, δεδομένου πως ο οικογενειακός τους κύκλος ήταν μεγάλος και οι ανύπαντρες κοπέλες πολλές. Από όσο μπορούσε όμως να καταλάβει, καθώς πάντοτε απουσίαζε από τα τσάγια και τους καφέδες, οι γονείς του είχαν εκδηλώσει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την Σεϊντά, την δεκαεννιάχρονη κόρη του καλύτερου φίλου και γείτονά τους. Μάλιστα, ήταν και συνεργάτης του πατέρα του, καθώς δούλευαν μαζί στο μαγαζί.
Εκείνος ωστόσο, όντας τριάντα, θεωρούσε την συγκεκριμένη κοπέλα, σαν την μικρή του αδερφή. Του ήταν αδύνατον να την δει ως γυναίκα και χειρότερα ακόμη, ως σύζυγο. Μαζί με το παρελθόν και τις αναμνήσεις που συχνά τον στοίχειωναν, είχε να αντιμετωπίσει και την ξεροκεφαλιά των γονιών του, οι οποίοι δεν έλεγαν να καταλάβουν, πως οι αιώνες είχαν πια περάσει και η κοινωνία είχε προοδεύσει, σε σημείο να αφήνει στους ανθρώπους το περιθώριο, να επιλέγουν εκείνοι τον σύντροφό τους.
Επιστρέφοντας στο μικρό τους διαμέρισμα, είδε τα φώτα του σαλονιού αναμμένα και υπέθεσε μονομιάς, πως η μητέρα του είχε για ακόμη μία φορά καλεσμένους και ακόμη πιο συγκεκριμένα τον κολλητό και συνεργάτη του πατέρα του, τον Εζέλ, ο οποίος τον είχε μεγαλώσει από μικρό παιδί, τόσο εκείνον, όσο φυσικά και τον κολλητό και υιό του, Μετίν. Τους αγαπούσε το ίδιο, σαν να ήταν ο Κενάν δικό του παιδί. Βλαστήμησε για λίγο από μέσα του σιωπηλά, καθώς παρά το γεγονός πως αγαπούσε ιδιαίτερα τον Εζέλ και με τον Μετίν ήταν παιδικοί φίλοι, την αδερφή του και κατά τα φαινόμενα, μελλοντική αρραβωνιαστικιά, αδυνατούσε να την δει διαφορετικά. Για εκείνον, ήταν μονάχα μία δεύτερη, μικρή αδερφή.
Απρόθυμα, ανέβηκε τα σκαλιά και ξεκλείδωσε την πόρτα. Τέσσερα χαμογελαστά πρόσωπα τον υποδέχτηκαν και εκείνος πάσχισε να χαμογελάσει πίσω από σεβασμό και μόνο.
«Μέραμπα! Νάσιλσιν;*» ψέλλισε, μην μπορώντας να τους κοιτάξει στα μάτια, ενώ ταυτόχρονα, είδε την μητέρα του να του ρίχνει ένα υποτιμητικό βλέμμα.
«Κενάν, έλα κάθισε μαζί μας και σου έφτιαξα το αγαπημένο γκεζλεμέ*.Έλα να δοκιμάσεις» τον προέτρεψε ευγενικά πασχίζοντας να σώσει μάταια την κατάσταση.
«Ευχαριστώ, μα δεν πεινάω, ίσως αργότερα. Θείε Εζέλ, Σεϊντά, συγχώρεστέ με, μα πηγαίνω για ύπνο» αποκρίθηκε ο Κενάν και κατευθύνθηκε στο δωμάτιό του, αφήνοντας τους καλεσμένους, με το φλυτζάνι του τσαγιού στο χέρι.
«Αυτό ήταν!» ξεκίνησε να ωρύεται η μητέρα του «Ο ανεπρόκοπος ο υιός σου, από τότε που ξεκίνησε τις κοσμοπολίτικες δουλειές, έχει ξεχάσει τους τρόπους του. Τελικά, η ιδέα να εγκαταλείψουμε την Αττάλεια, για να έρθουμε στην Ιστανμπούλ δεν ήταν καθόλου καλή. Πίσω στην παλιά μας γειτονιά, τα πράγματα ήταν ελεγχόμενα» πρόφερε η Σελέν και συνέχισε «Συγχώρεσέ τον συμπέθερε, μας γέμισε ντροπή. Η Σεϊντά είναι ένα διαμάντι και παρά το γεγονός, πως αγαπούσα τη συγχωρεμένη τη νύφη μου, εγώ βαθιά μέσα μου, ονειρευόμουν πάντοτε τη στιγμή που θα έβλεπα τα παιδιά μας μαζί» πρόφερε δακρυσμένη, με τον πατέρα του Κενάν να της χτυπά την πλάτη με κατανόηση.
«Μπορώ να καταλάβω το μαράζι του υιού μας. Δεν ήταν και λίγο αυτό που του συνέβη. Επομένως,σταμάτα να τον πιέζεις και δώστου λίγο χρόνο. Ο υιός μας έχει μία πολύ καλή δουλειά που θα του εξασφαλίσει ένα όμορφο μέλλον. Αύριο θα ανοίξει σπίτι και θα κάνει οικογένεια. Μην είσαι αχάριστη» ξεκίνησε ο Αντνάν, ο πατέρας του.
«Πόσο χρόνο πιά; Πάνε δύο χρόνια που τον βλέπω αδιάφορο να μαραζώνει. Φτάνει πια! Εμείς την θέλουμε τη Σεϊντά και αφήστε τον Κενάν και τα νάζια του. Καταβάθος, αγαπά και νοιάζεται πολύ την μικρή μας και όχι μόνο. Ξέρω εγώ για να σας λέω. Αυτή η δουλειά τον έφαγε στις τουρκικές αερογραμμές που τους τρελαίνουν στα ταξίδια και τους παίρνουν τα μυαλά» ξεκίνησε να μουγκρίζει και όλοι την κοιτούσαν αμίλητοι και αμήχανοι.
«Μην αγχώνεσαι καλή μου Σελέν» απολογήθηκε ο Εζέλ «Όλα στον καιρό τους θα έρθουν. Έχουμε χρόνο, μην στενοχωριέσαι. Νομίζω πως η Σεϊντά μπορεί να περιμένει» ολοκλήρωσε ο Εζέλ και η κοπέλα ένευσε καταφατικά γεμάτη ντροπή.
Ήταν όμορφη, νέα και φρέσκια, σαν τον κρίνο. Αθώα και άβγαλτη. Τα μακριά, σπαστά μαλλιά της, έμοιαζαν με τα εβένινα κύματα της νύχτας και τα χείλη της, σαν μία ζωγραφιά κατακόκκινης παπαρούνας. Όχι φυσικά πως ο Κενάν πήγαινε πίσω. Ήταν ψηλός άντρας, με εξίσου εβένινα μαλλιά και μάτια γκριζογάλανα, σαν την ανταριασμένη θάλασσα του Βοσπόρου, κατά την διάρκεια του Χειμώνα. Οι δυο τους γνωρίζονταν από την ημέρα που γεννήθηκε η Σεϊντά, ωστόσο μεγαλώνοντας, εκείνη ένιωσε τα πρώτα, εφηβικά σκιρτήματα στη θέα του και μόνο, μα δεν τόλμησε ποτέ της να του δείξει κάτι περισσότερο,καθώς εκτός από την μεγάλη διαφορά ηλικίας, ο Κενάν μεγαλώνοντας, ήρθε για σπουδές στην Πόλη, όπου αργότερα μετακόμισαν μαζί και οι δυο οικογένειες, με τους πατεράδες να ανοίγουν το μαγαζί με τις αντίκες. Ο Κενάν, διατηρούσε ήδη δεσμό με την Μπινάζ, ωστόσο για να μπορούν να μείνουν μαζί, έπρεπε να ολοκληρώσουν την σχέση τους με τον γάμο. Για τον Κενάν κάτι τέτοιο, διόλου δύσκολο δεν ήταν, καθώς η Μπινάζ για εκείνον ήταν ο έρωτας της ζωής του. Η πένα της μοίρας ωστόσο είχε άλλα σχέδια για εκείνους και όπως γλυκά και όμορφα του την έφερε στη ζωή, σαν ηλιαχτίδα ρόδινη στο πρωινό ουράνιο στερέωμα, έτσι αργά και βασανιστικά του την πήρε σε μία στιγμή πίσω.
*Καλησπέρα, τι κάνετε;
*τούρκικο φαγητό που είναι πίτα, την οποία μέσα την γεμίζεις με ότι θες από σπανάκι, τυρί και αυγό, μέχρι αλλαντικά.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro