Κεφάλαιο Ενδέκατο/part 2
Την ίδια στιγμή, ο Ιάσωνας κάπνιζε νευρικά το πέμπτο κατά σειρά τσιγάρο του έχοντας ζητήσει από τον Αχιλλέα να περάσει από το γραφείο του σπιτιού του την ώρα που η γυναίκα του κοιμόταν. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος ήταν ο μόνος που γνώριζε την αληθινή του φύση και το παρελθόν του, ο μόνος που ίσως θα μπορούσε να τον λογικέψει. Μισή ώρα αργότερα, ο Αχιλλέας μπήκε φουριόζος στο γραφείο του και έκλεισε προσεκτικά την πόρτα πίσω του.
«Με φώναξες;» τον ρώτησε και ο Ιάσωνας έσβησε με μανία το τσιγάρο του, σχεδόν λιώνοντάς το.
«Ναι. Έχοντας ψάξει πολύ καλά όλο το περιβάλλον των απέναντι, κατέληξα στο ότι ο Τούρκος που με είχε βάλει κάποτε να σκοτώσω την γυναίκα του Κενάν, αυτός ο Εζέλ, είναι επικίνδυνος. Αρχικά σκέφτηκα να τον χρησιμοποιήσω μα...» πήγε να πει ωστόσο ο Αχιλλέας τον διέκοψε.
«Ιάσωνα τι στο καλό κάνεις πλέον; Κατανοώ, προσπαθώ δηλαδή να κατανοήσω τον φόβο σου απέναντι στο άγνωστο και όλο το μαύρο χρήμα που έρεε στην νέα σου εταιρεία, ωστόσο θα ήθελα να σε ρωτήσω κάτι εδώ και καιρό. Αγαπάς την κόρη σου;» του έθεσε την ερώτηση και είδε τον Ιάσωνα βαθιά προβληματισμένο.
Το πρόσωπό του αυλακώθηκε από το αίσθημα της ενοχής που για πρώτη φορά αναδύθηκε από μέσα του για τα καλά. Πάντοτε έκανε διάφορες σκέψεις, ακόμη και για το τελευταίο συμβάν με τον Κενάν, ωστόσο ένιωθε πως γύρω του, ο κλοιός έσφιγγε.
«Την αγαπώ. Εξάλλου είναι η μοναχοκόρη μου. Ωστόσο, είμαι τόσο βαθιά μπλεγμένος που ποτέ μου δεν κατόρθωσα να αφήσω πίσω το παρελθόν μου και να προστατέψω την οικογένειά μου. Δεν τους έδωσα την ευκαιρία να ζήσουν όμορφα. Ούτε στην Ειρήνη, ούτε στην Ιλεάνα. Μία ζωή την ήθελα υποχείριό μου, πάντα έτσι ήμουν. Ήθελα να τα έχω όλα υπο έλεγχο» ξεκίνησε ο Ιάσωνας και ο Αχιλλέας τον κοίταξε απογοητευμένος.
«Αυτό δεν γίνεται και για πρώτη φορά θα σου μιλήσω απολύτως ειλικρινά. Έχω ερευνήσει εξονυχιστικά τη ζωή του νεαρού Κενάν. Ξέρω ποιος είναι ο πατέρας , ποια είναι η μητέρα του, η αδερφή του όλα. Ο ίδιος, φαίνεται ένα πολύ καλό παιδί. Δεν κατόρθωσα να βρω τίποτε απολύτως το μεμπτό. Ξέρω πως το γεγονός πως είναι μουσουλμάνος και Τούρκος είναι πρόβλημα για εσένα, ωστόσο, δουλεύει σε μία πολύ καλή εταιρεία, στον Κοζτζούογλου τον γνωστό επιχειρηματία.Δεν σου κρύβω όμως, πως το πρόσωπο που πραγματικά με προβλημάτισε είναι εκείνο του Εζέλ. Του τύπου που κάποτε σου είχε ζητήσει να αφαιρέσεις τη ζωή της Μπινάζ, της γυναίκας του Κενάν. Με την οικογένειά του, ήταν υποτίθεται φίλοι χρόνων. Οι δύο πατεράδες δουλεύουν μαζί. Ωστόσο, σύμφωνα με τις έρευνες, ο Εζέλ δείχνει μία παράξενη, εμμονική θα έλεγα συμπεριφορά σχετικά με το πρόσωπο του Κενάν τον οποίο διακαώς ποθεί για γαμπρό του. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σου τονίσω, πως αν ο Εζέλ πληροφορηθεί την ύπαρξη της Ιλεάνας στη ζωή του Κενάν, πολύ φοβάμαι πως η κόρη σου θα έχει την κατάληξη της Μπινάζ. Αντι λοιπόν να θέλεις να βγάλεις από την μέση τον Κενάν, θα σου πρότεινα να στρέψεις την προσοχή και τα πυρά σου σε αυτόν τον αλήτη» τελείωσε ελπίζοντας πως θα κατορθώσει να βάλει σε σκέψεις τον Ιάσωνα.
«Ξέρεις Αχιλλέα, έχω την εντύπωση πως για εμένα και την Ιλεάνα τα πράγματα έχουν τελειώσει. Εδώ στο γραφείο μου είχα κρυμμένη μία φωτογραφία δική της και του Κενάν από την Κω, η οποία δεν υπάρχει πια. Όταν είδα την κόρη μου σε αυτήν την κατάσταση, μου πέρασε από το μυαλό πως ίσως γνωρίζει την αλήθεια. Το μόνο σίγουρο είναι, πως η κόρη μου δεν θα θέλει να με ξαναδεί ποτέ και θα έχει απόλυτο δίκιο» τελείωσε και ο Αχιλλέας αναστέναξε.
« Σε είχα προειδοποιήσει εδώ και καιρό. Στη θέση σου, εδώ που φτάσανε τα πράγματα και ο γάμος αναβλήθηκε από ότι κατάλαβα, θα μιλούσα στο παιδί μου όσο δύσκολο και αν ήταν. Πρέπει να ξέρει την αλήθεια, αλλά με μία προυπόθεση. Πως από εδώ και πέρα θα σταματήσεις να κυνηγάς τον Κενάν. Αν μαζί του είναι ευτυχισμένη, τότε άφησέ την. Δες το σαν την ελάχιστη εξιλέωση για τα όσα έχεις κάνει» συνέχισε ο Αχιλλέας για να δει τον Ιάσωνα να χάνεται ξαφνικά και να βυθίζεται στον δικό του κόσμο σχεδόν παραμιλώντας.
«Ξέρεις πόσες φορές έχω δει στον ύπνο μου τις τελευταίες στιγμές των θυμάτων μου;» μονολόγισε, ενώ ο Αχιλλέας συνέχισε να τον κοιτάζει.
«Δεν σταμάτησες όμως την κακή σου συνήθεια Ιάσωνα, αλλά είναι καιρός να το κάνεις, έστω και τώρα» τελείωσε και σηκώθηκε από την καρέκλα που καθόταν αφήνοντάς τον βυθισμένο στο δικό του παραλήρημα.
Η ώρα είχε πάει πλέον πολύ αργά. Προτού πέσει για ύπνο, άναψε ένα τελευταίο τσιγάρο και έστρεψε το βλέμμα του σε μία ξεχασμένη φωτογραφία δική του και της Ιλεάνας, όταν ακόμη ήταν τριών ετών και είχαν πάει διακοπές στη Σκόπελο. Η μικρή φορούσε ένα πάνινο, ροζ καπελάκι παραλίας και βρισκόταν στην αγκαλιά του πατέρας της. Ο ιδρώτας ξεκίνησε να κυλά από το πρόσωπό του. Αυτή η συζήτηση, θα ήταν πιο δύσκολη από όσο περίμενε και πολύ πιο επίπονη.
------------------------------------------------------------------------
Οι πρώτες πρωινές ηλιαχτίδες χτύπησαν το πρόσωπο της Ήλιας καθώς η πόρτα του δωματίου της ήταν μισάνοιχτη. Με κόπο τεντώθηκε και χασμουρήθηκε, όταν το χέρι της καθώς απλώθηκε ήρθε αντιμέτωπο με το κενό. Η πλευρά του Μετίν ήταν άδεια και αυτό της έδωσε την ώθηση να πεταχτεί από το κρεβάτι και να κινηθεί αθόρυβα φοβούμενη μήπως είχε φύγει. Μολαταύτα, το θέαμα που αντίκρυσε της ράγισε την καρδιά. Ο Μετίν είχε σηκωθεί νωρίτερα από εκείνη, ξεκινώντας να φτιάχνει πρωινό με ό,τι υλικά είχε βρει διαθέσιμα στο ψυγείο της και ομολογουμένως το είχε καταφέρει τέλεια. Η διαφορά ήταν πως οι σκέψεις οι άσχημες για μία ακόμη φορά τον είχαν καταβάλει, κάνοντάς τον να έχει καθίσει μονάχος του σε μία καρέκλα, με μάτια κατακόκκινα που δάκρυζαν ανεξέλεγκτα.
Η κοπέλα δεν ήξερε πώς έπρεπε να κινηθεί, μονάχα τον πλησίασε, με τον ίδιο να ξαφνιάζεται και να παλεύει να σκουπίσει όπως όπως τα δάκρυά του.
«Συγγνώμη που ξυπνησες και δεν με βρήκες δίπλα σου, ωστόσο η ετοιμασία του πρωινού υπήρξε ανέκαθεν για εμένα μία ευχάριστη διαδικασία. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό» της είπε μελαγχολικά ενώ σηκωνόταν και με μία κίνηση την άρπαξε και την σήκωσε στην αγκαλιά του τοποθετώντας την στην καρέκλα.
Για λίγα λεπτά στάθηκε δίπλα της με την ίδια να χαϊδεύει απαλά τα γυμνό του μπράτσο.
«Όποτε νιώσεις έτοιμος, θα ήθελα να μοιραστείς μαζί μου αυτό που σε βασανίζει. Θα σε κάνει να νιώσεις καλύτερα» του είπε η κοπέλα και εκείνος αναστέναξε.
«Από τη στιγμή που η καρδιά μου σε επέλεξε, το σωστό είναι να γνωρίζεις. Συγχώρεσέ με αν με δεις να σταματώ, να κομπιάζω, ή αν ακόμα δεις αυτόν τον μαντράχαλο μπροστά σου να βάζει τα κλάματα» της είπε και εκείνη σηκώθηκε από την καρέκλα και έκατσε στην αγκαλιά του. «Όλα έχουν τις ρίζες τους στο παρελθόν και στο γεγονός πως ο πατέρας μου είναι το μεγαλύτερο καθίκι που ξέβρασε ποτέ το σύμπαν στη Γη. Εκτός του ότι θεωρεί τις γυναίκες ένα κατώτερο είδος, είναι....Είναι υπεύθυνος για τον θάνατο της γυναίκας του Κενάν. Προκάλεσε δήθεν δυστύχημα, αλλά το χειρότερο δεν είναι αυτό. Ο υιός του που τόσα χρόνια θεωρούσε πεθαμένο, ζει και ο πατέρας μου τον έδωσε στα κρυφά για υιοθεσία, δίχως την συγκατάθεση του Κενάν. Παράνομα. Ο Κενάν δεν είχε ιδέα και ακόμη διαθέτει στο διαμέρισμά του ένα μωρουδιακό δωμάτιο, το οποίο περιμένει να γεμίσει. Καταλαβαίνεις τώρα γιατί πήδηξα από τη γέφυρα του Βοσπόρου; Γιατί δεν το άντεξα. Δεν άντεξα την ντροπή. Στην Τουρκία, η έννοια της φιλίας και της οικογένειας παίρνουν μερικές φορές άλλες διαστάσεις. Όταν κάποιον φίλο τον θεωρούμε αδερφό, όπως εγώ τον Κενάν, συμπάσχουμε μαζί του σε όλα. Τόσα χρόνια μοιραζόμασταν τον καημό του χαμού της οικογένειάς του και τώρα, μαθαίνω πως ήταν καθαρή δολοφονία γιατί ο πατέρας μου, αν είναι δυνατόν, ήθελε να πασάρει την αδερφή μου στον φίλο μου. Της φούσκωνε τα μυαλά και την οδήγησε επίσης σε απόπειρα αυτοκτονίας. Τι οικογένεια έχω; Διαλυμένη....» εξέπνευσε και παρά το γεγονός πως η Ήλια ήταν σοκαρισμένη, πάλεψε να το κρύψει.
Αγκαλιάζοντάς τον σφιχτά, τον φίλησε τρυφερά.
«Όλα αυτά, είναι δυσβάσταχτα. Προσπαθώ να σε καταλάβω, μα τον πόνο σου μονάχα εσύ τον γνωρίζεις. Να πεις την αλήθεια στον Κενάν το συντομότερο και απομακρύνσου από τον πατέρα σου για πάντα. Είναι δηλητήριο» του είπε και εκείνος της έδειξε την παλάμη του την τραυματισμένη.
«Πάλεψε να με σκοτώσει δύο φορές. Εμένα, τον υιό που πάντοτε του θύμιζε γυναίκα στην συμπεριφορά» της είπε βουρκωμένος και συνέχισε τοποθετώντας το χέρι του στην κοιλιά της. «Αν ποτέ αποκτήσουμε κόρη, σου υπόσχομαι πως θα την έχω βασίλισσα. Θα τινάξω από επάνω μου τη φρίκη του πατέρα μου» της είπε και παρά το γεγονός πως την ξάφνιασε, του ανταπέδωσε το βλέμμα.
«Θα ήθελες; Δεν σε τρομάζει το γεγονός να αποκτήσεις παιδί τώρα;» τον ρώτησε.
«Τώρα ίσως και να μου ήταν δύσκολο εξαιτίας των καταστάσεων. Το παιδί όμως χρειάζεται προπάντων αγάπη και εγώ σ'αγαπώ, και νομίζω πως μ'αγαπάς και εσύ. Επίσης, θέλω να συνεχίσω την ζωή μου με εσένα δίπλα μου, επομένως περνάει από το μυαλό μου η ιδέα της οικογένειας. Θα αφήσουμε ωστόσο το μέλλον να μας δείξει» τελείωσε και επιτέλους έκατσαν να φάνε, με την Ήλια να τρέμει μέσα της ακόμη από το σοκ των γεγονότων και τον Μετίν να νιώθει λιγάκι πιο ανάλαφρα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro