Κεφάλαιο Ενδέκατο/ part 1
Ο Μετίν, ήθελε να ωθήσει τον εαυτό του να ξεχάσει για λίγο οτιδήποτε είχε σχέση με τα γεγονότα που έτρεχαν στην πατρίδα του. Την πατρίδα που τόσο πολύ αγαπούσε και μισούσε ταυτόχρονα, καθώς του υπενθύμιζε πως οι σταθερές του, εκείνες οι ελάχιστες, ήταν μία ουτοπία. Καθώς φιλούσε την κοπέλα που είχε στην αγκαλιά του, από τα μάτια του έτρεξαν δάκρυα. Δάκρυα απόγνωσης, συγκίνησης, εξιλέωσης ίσως. Η Ήλια το κατάλαβε και αμέσως διέκοψε την τρυφερή τους επαφή, ακουμπώντας το μέτωπό της στο δικό του.
«Όλα θα πάνε καλά. Μην ανησυχείς. Θέλω να είμαι δίπλα σου παρά το γεγονός πως φοβάμαι»του εξομολογήθηκε και εκείνος χάϊδεψε τα μαλλιά της τρυφερά.
«Και εγώ φοβάμαι. Στη ζωή μου γενικά, ήμουν πάντοτε γενναίος και σκληρός. Έμαθα να παλεύω για όλους και για όλα, ωστόσο έφτασε η ώρα ακόμη και για εμένα, να ομολογήσω πως φοβάμαι και πως δεν είμαι βέβαιος για τίποτε» της απάντησε και εκείνη πιάνοντάς του το χέρι, τον σήκωσε από το παγκάκι.
«Θα ήθελες να έρθεις στο σπίτι μου για παρέα;» τον ρώτησε και για λίγο ο Μετίν δίστασε. Δεν ήξερε τι πραγματικά επιθυμούσε εκείνη τη στιγμή. Το αγκάθι των γεγονότων τσιμπούσε πότε πότε την καρδιά του ύπουλα, μα πάλεψε να το καταπολεμήσει. Δεν θα έκανε την χάρη στον πατέρα του να του καταστρέψει τη ζωή.
«Ναι, θα ήθελα» της απάντησε μαλακά και περπάτησαν μέχρι τον κεντρικό δρόμο για να πάρουν ταξί που θα τους οδηγούσε στον Πειραιά.
Στο δρόμο, ο Μετίν είχε το βλέμμα του καρφωμένο στο παράθυρο, το οποίο είχε ανοίξει ελαφρώς, προκειμένου να εισχωρήσει στα πνευμόνια του η αύρα της θάλασσας. Την αγαπούσε τη θάλασσα, αγαπούσε τους ήχους της, την ηρεμία της κατά την διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών. Η Ήλια πότε πότε τον κοιτούσε και αναρωτιόταν τι ήταν εκείνο το τόσο βαρύ μυστικό που είχε οδηγήσει τον αλλοτινό, ζωηρό Μετίν να μετατραπεί στην σκιά του εαυτού του. Μόλις μπήκαν μέσα στο πάντοτε περιποιημένο διαμέρισμά της, ο νεαρός ένιωσε μία ζεστασιά, μία οικειότητα. Είχε καλές αναμνήσεις από εδώ, αν εξαιρούσε κανείς το τελευταίο συμβάν με το φόρεμα που ποτέ δεν έφτασε στα χέρια του παραλήπτη του, καθώς η Ήλια τον είχε ξεχάσει. Τώρα, στεκόταν απέναντί της με την ανασφάλειά του να έχει εκτιναχθεί στα ύψη.Ήθελε να την ρωτήσει πράγματα, ήθελε να μάθει για τα συναισθήματά της, να ξέρει πως είχε βρει ένα απάγκιο ασφαλές για να προφυλαχτεί.
«Μίλησέ μου» πρόφερε στα ξαφνικά κάνοντάς την να στραφεί απότομα προς το μέρος του. «Τι νιώθεις για εμένα;» η ερώτησή του ακούστηκε περισσότερο σαν ικεσία και την έπιασε απροετοίμαστη.
«Νιώθω....Διάφορα» πάλεψε να αποφύγει να δώσει μία συγκεκριμένη απάντηση η οποία την τρόμαζε.
Ο Μετίν ωστόσο, το κατάλαβε αμέσως και έτσι την πλησίασε περισσότερο, παίρνοντας τα χέρια της στα δικά του.
«Πίστεψέ με, φοβάμαι και εγώ ακριβώς όπως και εσύ. Κάποτε, δεν θα διανοούμουν πως θα ερχόταν μία ημέρα που η καρδιά μου θα χτυπούσε παράξενα για μία κοπέλα τόσο διαφορετική. Ωστόσο, με όλα όσα μου έχουν συμβεί τελευταία, καταλήγω πως τα συναισθήματά μου απέναντί σου, είναι τελικά ότι όμορφο μου έχει απομείνει. Αυτή τη στιγμή, σε κοιτάζω να φοράς το λευκό σου φόρεμα που σου πηγαίνει απίστευτα και το μυαλό μου πλάθει διάφορα σενάρια»ξεκίνησε και η κοπέλα χαμογέλασε.
«Τι είδους σενάρια;» τον ρώτησε χαμογελώντας πονηρά, θέλοντας ταυτόχρονα να ελαφρύνει το κλίμα.
«Δεν μπορώ να σου απαντήσω, μήτε να σου δείξω, αν πρώτα δεν μου πεις τι αισθάνεσαι για εμένα» της είπε και εκείνη ακούμπησε το πρόσωπό της στο στήθος του παίρνοντας μία βαθιά και ατελείωτη αναπνοή.
«Είμαι ερωτευμένη μαζί σου» ξεστόμισε με δυσκολία και τον ένιωσε να γελά, καθώς το στήθος του τραντάχτηκε.
«Είμαι και εγώ ερωτευμένος μαζί σου. Δεν μπορώ και δεν θέλω να σε φανταστώ με κάποιον άλλο στο πλευρό σου. Σε κοιτάζω και ειλικρινά το μόνο που επιθυμώ, είναι να χαθώ μαζί σου σε όμορφες στιγμές, τις έχω ανάγκη. Ωστόσο, αυτό προυποθέτει πως θα το προσπαθήσουμε και οι δύο και πως δεν θα μετανιώσεις την επόμενη ημέρα ξυπνώντας δίπλα μου. Συνήθως, δεν αφήνομαι σε καμία αν δεν γνωρίζω πως σκοπεύει όλο αυτό να το προχωρήσει μαζί μου. Δεν σε βλέπω σαν έναν τρόπο για να πνίξω το μαράζι μου και ας είναι και μεγάλο. Ήθελα εδώ και καιρό να αφήσω τον εαυτό μου να σε νιώσει, μα φοβόμουν» της είπε και εκείνη τον φίλησε τρυφερά.
«Σου υπόσχομαι, πως το μόνο που θέλω είναι να ξυπνήσω και να σε δω δίπλα μου. Θέλω να είσαι ευτυχισμένος και αν αυτό προυποθέτει να μην επιστρέψεις ποτέ πίσω στην Τουρκία, τότε πίστεψέ με θα σε κρατήσω εδώ για πάντα» του είπε και γέλασαν.
«Για την ώρα, κράτησέ με κοντά σου. Το έχω ανάγκη» τον άκουσε να της λέει και τότε, με μία κίνηση την σήκωσε ψηλά για να την μεταφέρει στην κρεβατοκάμαρά της.
«Ακόμη κάνουμε πρόβα για να διαπιστώσουμε αν ο γαμπρός μου ο μελλοντικός μπορεί να με κουβαλήσει την ημέρα του γάμου;»τον ρώτησε παλεύοντας να φανεί σοβαρή.
«Νομίζω πως μόλις διαπίστωσες πως μπορεί να σε σηκώσει άνετα» της απάντησε, για να καταλήξουν αγκαλιά στο κρεβάτι της.
Σε αντίθεση με όσα πίστευε ή είχε φανταστεί, ο Μετίν ήταν πολύ τρυφερός στις κινήσεις του. Δεν βιαζόταν και φαινόταν να απολαμβάνει την κάθε στιγμή μαζί της. Ήταν δική του και αυτό το είχε αφήσει να εννοηθεί με όλους τους πιθανούς τρόπους. Ήταν δική του για τώρα και με την ελπίδα να είναι για πάντα.
----------------------------------------------------------------------------------------
Όλο το βράδυ αδυνατούσα να κοιμηθώ, παρά το γεγονός πως είχα περάσει υπέροχα, συντροφιά με την Ελένη, η οποία τώρα κοιμόταν στο διπλανό μου δωμάτιο. Η ώρα είχε πάει μία και το ένα άσχημο συναίσθημα διαδεχόταν το άλλο. Η αλήθεια για τον πατέρα μου με στοίχειωνε κάθε φορά που επέστρεφα. Δεν είχα μιλήσει καθόλου μαζί του, μονάχα λίγο με την μητέρα μου. Η αλήθεια ήταν πως τον φοβόμουν. Από την στιγμή που ήταν ικανός να στείλει ανθρώπους για να κάνουν κακό στον Κενάν, δεν είχα ιδέα μέχρι πού μπορούσε να φτάσει. Αξαφνα, το κινητό μου τραντάχτηκε μέσα στο σκοτάδι και είδα στην οθόνη μου ένα μηνυμα από τον Έκτορα.
΄΄Πρέπει να μιλήσουμε οπωσδήποτε. Δεν μπορώ να κοιμηθώ και αμφιβάλω αν μπορώ να περιμένω μέχρι αυριο το πρωί. Πού είσαι; Στην γιαγιά σου;΄΄ με ρωτούσε και ειλικρινά δεν ήξερα τι να σκεφτώ.
Συνήθως ο Έκτορας δεν ήταν τόσο ανυπόμονος με τις συναντήσεις μας και αυτό μου είχε τραβήξει την προσοχή. Αδυνατώντας να κοιμηθώ, του απάντησα πως θα τον συναντούσα έξω ακριβώς από το παρκάκι που βρισκόταν κοντά στο σπίτι της γιαγιάς μου, σε περίπου μισή ωρα. Όπως ήταν φυσικό δέχτηκε και εμένα το κακό προαίσθημα συνέχισε να γιγαντώνεται. Ήμουν πλέον πολύ επιφυλακτική μαζί του.
Πράγματι, μισή ώρα αργότερα τον βρήκα να βηματίζει νευρικά μονάχος του, μπροστά από το παρκάκι. Με χαιρέτησε σχετικά τυπικά. Μία κίνηση που μου έδειχνε πως τελικά οι μάσκες όλων είχαν αρχίσει να πέφτουν σιγά σιγά.
«Τι ήταν εκείνο που σε οδήγησε να με φέρεις τέτοια ώρα εδώ;»τον ρώτησα «Σου είχα πει πως θα μιλούσαμε για εμάς και ειλικρινα χρωστώ μία συγγνώμη στους δικούς σου που σας παράτησα» ολοκλήρωσα για να τον δω να σταυρώνει τα χέρια του στο στήθος του μπροστά.
«Θα ήθελα να σε ρωτήσω κάτι και να μου απαντήσεις ειλικρινά. Αυτό που σε οδήγησε να σηκωθείς και να φύγεις σαν την κυνηγημένη και μάλιστα στα πρόθυρα της κρίσης πανικού, έχει να κάνει με τον πατέρα σου;» με ρώτησε και πάγωσα.
Τι ήταν αυτό που είχε μόλις ξεστομίσει και για ποιόν καταραμένο λόγο γινόταν αναφορά στον πατέρα μου;
«Όχι καμία σχέση»προσπάθησα να απαντήσω δήθεν νευριασμένη.
«Ιλεάνα, ποτέ δεν ήσουν καλή στα ψέματα, ωστόσο απόψε, θα μιλήσω εγώ. Αρχικά ας παραδεχτούμε πως εδώ και καιρό τραβιέσαι, για να μην πω τίποτε χειρότερο, με αυτόν τον Τούρκο!» μου φώναξε και ενώ ήμουν έτοιμη να απαντήσω, η φωνή μου χάθηκε. «Έτσι μπράβο. Καλύτερα να κλείνεις το στόμα σου, από τη στιγμή που δεν ξέρεις τι είναι σωστό να ειπωθεί. Παραδέχεσαι εξάλλου σιωπηλά, πως όλο αυτό είναι αλήθεια» γρύλισε.
«Εσύ δηλαδή, δεν τραβιέσαι με καμία; Και ας μύριζε το φθηνό της άρωμα ολόγυρά σου;» του φώναξα και εκείνος κάγχασε.
«Όπως βλέπεις, αυτή είναι η πραγματικότητά μας και θα συνέχιζε, γιατί τα χρηματικά μου οφέλη ήταν αρκετά, αν δεν γινόμουν μάρτυρας μίας συζήτησης που με συντάραξε. Βλέπεις, όλα έχουν τα όριά τους και εγώ δεν σκοπεύω να μπλεχτώ με έναν πεθερό σκέτο εγκληματία....» συνέχισε και ένιωσα τα πόδια μου να λυγίζουν και τη γη να χάνεται. Πώς ήταν δυνατόν να γνωρίζει και για ποιά οικονομικά οφέλη μιλούσε;
«Εμείς δεν έχουμε κανένα μέλλον. Δεν θα μπορούσα ποτέ μου να μπλεχτώ με έναν άνθρωπο που κάνει χάρες σε κρατούμενους, βαρυποινήτες ή και άλλους, σκοτώνοντας εν ψυχρώ ακόμη και αθώους ανθρώπους. Αυτό έμαθες εκείνο το βράδυ, είμαι βέβαιος και αυτό άκουσα τυχαία πηγαίνοντας να τον συναντήσω. Να συναντήσω τον μελλοντικό μου πεθερό που εκτός από όλα τα υπόλοιπα, μου έταξε μερίδιο και την κορούλα του με αντάλλαγμα την κάλυψή του, ώστε να συνεχίσει να κινεί μαύρο χρήμα σε πολλές προσωπικές του υποθέσεις. Βλέπεις αδυνατεί να απαγκιστρωθεί από την παρανομία του παρελθόντος. Επομένως, με βάση όλα αυτά, σε αποδεσμεύω και σε αφήνω να απολαύσεις τον δεσμό σου με τον Τούρκο. Δεν σου ορκίζομαι όμως, πως δεν θα με βρείτε ξανά μπροστά σας καθώς γνωρίζω πολλά. Ίσως τα ξεχάσω βέβαια με το ανάλογο ποσό, θα εξαρτηθεί αυτό» μου έφτυσε, ωστόσο το σοκ ήταν τόσο μεγάλο που από την μία ήθελα να τον χτυπήσω και από την άλλη να ουρλιάξω.
Αδυνατώντας να συγκρατήσω τα νεύρα μου, άφησα την παλάμη μου να προσγειωθεί στο πρόσωπό του με δύναμη.
«Σε μισώ!Μισώ και εσένα και εκείνο το τέρας που αποκαλείται πατέρας μου!Τι ήμουν; Αντικείμενο και με παζαρεύατε;Δεν αξίζεις ούτε να σε φτύσω και αυτός ο Τούρκος που ανέφερες μόλις, στέκεται δέκα σκαλιά πάνω από εσένα! Σας μισώ και δεν θα το αφήσω να περάσει έτσι, σου το ορκίζομαι! Από εμένα δεν θα πάρεις δεκάρα» συνέχισα να ωρύομαι σε κατάσταση πανικού, όταν είδα την γιαγιά μου να τρέχει προς το μέρος μας σχεδόν κλαίγοντας και βλαστημώντας. Ο Έκτορας έφυγε με αργό βηματισμό και με ένα χαμόγελο ειρωνείας χαραγμένο στα χείλη του.
«Θα τα ξαναπούμε εμέις. Δεν χανόμαστε» μου είπε καθώςαπομακρυνόταν
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro