Κεφάλαιο Δωδέκατο/part 3
Η Πόλη μας υποδεχόταν για ακόμη μία φορά. Μονάχα που τώρα πια δεν γνώριζα, ούτε είχα προγραμματίσει την ημερομηνία της επιστροφής. Η Ήλια καθ'όλη τη διάρκεια της πτήσης, είχε το βλέμμα της κολλημένο κυριολεκτικά στο παράθυρο, ενώ εγώ πρόσεξα πως ο Μετίν της βαστούσε το χέρι. Δίπλα μου, ένιωθα την αμηχανία του Κενάν, ο οποίος πάλευε για την ώρα στα τυφλά, να κάνει σχέδια για το μέλλον. Για ένα μέλλον μαζί μου, αλλά και με τον δίχρονο γιό του μακριά από τη φρίκη του Εζέλ. Αρκετές φορές μου εκμυστηρευόταν τις ανησυχίες του, πράγμα που ήταν λογικό για κάθε πατέρα. Το αεροπλάνο προσγειώθηκε και καθώς κατευθυνόμασταν προς τις αποσκευές, ο Κενάν δέχτηκε ένα σπαρακτικό τηλεφώνημα από την αδερφή του.
«Αϊλίν;» τον άκουσα να λέει στο τηλέφωνο «Τι έπαθες; Είσαι καλά;» την ρωτούσε διαρκώς, όταν τον είδαμε να παγώνει και να μας κοιτάζει φανερά σοκαρισμένος.
«Τι συνέβη αδερφέ;» ρώτησε ο Μετίν.
«Η μητέρα μου...Έβαλε τέλος στη ζωή της και την βρήκε η μικρή επιστρέφοντας από το σχολείο» του απάντησε και όλοι μείναμε να τον κοιτάζουμε, δίχως να πούμε ούτε μία λέξη.
«Οι τύψεις...» ήταν οι μόνες λέξεις που είπε ο Μετίν. «Κατέστρεψε τόσο τη ζωή σου, όσο ουσιαστικά και την δική της. Άφησε τον Εζέλ να εισβάλει έτσι απλά και να διαλύσει τα πάντα. Θα έρθω μαζί σου, γιατί αγαπώ τον θείο Αντνάν και γιατί η Αϊλίν δεν φταίει σε τίποτα. Αυτό το κοριτσάκι είναι αθώο, πάνω στην καλύτερη ηλικία και θα πρέπει να παλέψουμε για να μην μάθει ποτέ την αλήθεια» του είπε ο Μετίν και ο Κενάν συμφώνησε.
Δεν ήξερε ωστόσο πώς να αντιδράσει και αυτό το καταλάβαινα. Δεν ήξερε αν έπρεπε να κλάψει, να χαρεί, ή να παραμείνει ουδέτερος. Η μητέρα του, ήταν υπεύθυνη για πολλά εγκλήματα και η σιωπή της καθώς και η ανοχή της, μεταφράστηκαν σε ένα είδος συνενοχής. Ο Κενάν γεφύρωνε όλες αυτές τις πληροφορίες και ήταν βέβαιος πως η μητέρα του γνώριζε για τον θάνατο της Μπινάζ, όπως γνώριζε και για την υιοθεσία την παράνομη του γιού του. Ωστόσο, αντι να βοηθήσει τον δικό της γιό, επέλεξε από φόβο να συγκαλύψει τον Εζέλ. Μόλις παραλάβαμε τις αποσκευές μας, ξεκινήσαμε για το πατρικό σπίτι του Κενάν. Φτάνοντας ωστόσο, είδαμε τον Εζέλ να έρχεται από μακριά, καθώς ο Αντνάν, μη γνωρίζοντας τίποτε για τον αληθινό του χαρακτήρα και για το κτήνος που βρισκόταν κουλουριασμένο στην ψυχή του, τον είχε καλέσει για βοήθεια. Φυσικά, η προσωρινή του απουσία, ευνόησε τόσο την γυναίκα του, όσο και την κόρη του, κοινώς την μητέρα και την αδερφή του Μετίν, οι οποίες αποφάσισαν να φύγουν στα κρυφά επιστρέφοντας πίσω στην Αττάλεια. Η Σεϊντά ειδοποίησε άμεσα τον Μετίν, μιας που του είχε ιδιαίτερη αδυναμία, συμβουλεύοντάς τον να προσέχει και πως με την πρώτη ευκαιρία θα φρόντιζαν να ανταμώσουν. Δεν άντεχαν να ζούνε άλλο υπο τον ζυγό αυτού του κτηνώδους άνδρα.
Μολαταύτα, η αυλαία δεν είχε πέσει ακόμη για τον Μετίν. Δεν είχε πει την τελευταία του λέξη και η παρουσία του Εζέλ αποτελούσε για εκείνον, κόκκινο πανί. Η Ήλια το κατάλαβε και πάλεψε να τον συνετίσει, καθώς ο Αντνάν τον είχε ανάγκη πιο πολύ από ποτέ. Ανεβαίνοντας στο διαμέρισμα, βρήκαμε πατέρα και κόρη συντετριμμένους. Το μόνο που τους έκανε ελαφρώς να χαμογελάσουν ανάμεσα από τα δάκρυά τους, ήταν το γεγονός πως είδαν την βελτίωση στο βάδισμα του Κενάν. Στο διαμέρισμα, πηγαινοέρχονταν αστυνομικοί, ενώ βρέθηκαν τόσο τα αντικαταθλιπτικά χάπια, που έπαιρνε εκείνη στα κρυφά, όσο και οι προσπάθειά της να αφήσει ένα γράμμα, δίχως αποτέλεσμα. Ο Κεναν, αισθάνθηκε ευγνωμοσύνη που όλη αυτή η φρικτή ιστορία, δεν θα έφτανε ποτέ μέχρι τον πατέρα του και την αδερφή του, καθώς τότε, η επόμενη αυτοκτονία εξαιτίας της δυσβάσταχτης αλήθειας, θα ήταν από εκείνους.
Όλο το απόγευμα το περάσαμε στο σπίτι, ενώ ο Εζέλ δεν κάθισε για πολύ. Αυτό όμως που ποτέ μου δεν θα ξεχάσω, ήταν το βλέμμα της τρέλας και του μίσους που διέτρεξε για δευτερόλεπτα τα μάτια του, κάνοντάς με να ανατριχιάσω. Τότε, είδα τον Κενάν να σηκώνεται και να τον ακολουθεί. Αρκετά είχε αντέξει δίχως να ξεσπάσει. Όσο και να φοβόταν για τον γιό του, το μίσος και η αδικία τον έπνιγαν.
«Σταμάτα!» του ούρλιαξε και ο Εζέλ τον κοίταξε πλαγίως.
Μέσα σε δευτερόλεπτα και παρά το πρόβλημα του βαδίσματος, τα χέρια του Κενάν βρέθηκαν να σφίγγουν τον λαιμό του.
«Θα μου το πληρώσεις! Φλερτάρω τόσο με την ιδέα να σε σκοτώσω κάθαρμα, αλλά δεν θα πάω φυλακή για χάρη ενός διεστραμμένου! Δεν ντράπηκες λεπτό;! Τέρας!» του ούρλιαξε και η γροθιά του Εζέλ προσγειώθηκε στο πρόσωπο του Κενάν, για να νιώσει ωστόσο ένα απότομο τράβηγμα από τον νεαρό, σε σημείο που οι δυό τους κατέληξαν στο έδαφος να παλεύουν με λύσσα, για να τους χωρίσει τελικά η εμφάνιση του Κάλιχ.
«Τσακίσου από εδώ καθίκι και εγώ σου υπόσχομαι πως θα σαπίσεις μέσα στη φυλακή για όλη σου τη ζωή. Τώρα, πάρε δρόμο γιατί οπλοφορώ...» του μούγκρισε κοντά στο αυτί ο Κάλιχ και ο Εζέλ σηκώθηκε βρίζοντας και απειλώντας.
«Κενάν είσαι εντάξει; Έχει ματώσει το στόμα σου» του είπε ο Κάλιχ τη στιγμή που τον σήκωνε.
«Δεν άντεξα άλλο! Δεν μπορούσα να τον βλέπω! Ελπίζω να μην κάνει κακό στον μικρό...» τραύλισε σχεδόν ο Κενάν και ο Κάλιχ τον καθησύχασε, σκουπίζοντάς του τα αίματα.
Μαζί με την Άρτεμις που είχε αρχίσει να συνηθίζει στο δράμα που διαδραματιζόταν τον τελευταίο καιρό, ανέβηκαν να μας βρουν μενοντας μέχρι αργά για συμπαράσταση με εμένα να τρέχω στον Κενάν βλέποντας τα ματωμένα και πρησμένα του χείλη. Ο πατέρας του πήγε να αντιδράσει, μα ο Κενάν τον σταμάτησε. Δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. Το δειλινό καθρεπτίστηκε στα παράθυρα των γύρω κτηρίων και ο Μετίν αποφάσισε να αποχωρήσει μαζί με την Ήλια, για να πάνε μία βόλτα στην πόλη του. Δεν είχε σημασία πώς την αποκαλούσαν πια, Ιστανμπούλ, ή Κωνσταντινούπολη. Εκείνοι, έψαχναν απλώς ένα λιμάνι σταθερότητας για να χτίσουν το μέλλον τους. Μαζί τους, αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε και εμείς και τελικά βρεθήκαμε όλοι, με βαριά την ψυχή μας, να περιπλανιόμαστε στην Πόλη. Όπως μου είπε ο Κενάν, αν δεν αγαπήσεις την Κωνσταντινούπολη, τότε δεν γνωρίζεις τι πάει να πει αγάπη γενικά. Αυτός ο τόπος, έχει μία ενέργεια που διαπερνά το κορμί σου και κερδίζει την ψυχή σου, έτσι απλά. Ο Τούρκος, με τα φουρτουνιασμένα μάτια, ο δικός μου Κενάν, μας ζήτησε σαν χάρη, τώρα που μπορούσε να κάνει μερικά βήματα, να ακολουθήσουμε την αγαπημένη του διαδρομή. Τη διαδρομή που έκανε κάθε Κυριακή στο παρελθόν, προτού ξεσπάσει η μπόρα.
Κανείς δεν του αρνήθηκε και έτσι εγώ με τις κολλητές μου και τους τρείς γείτονες, έτσι τους αποκαλούσα πειρακτικά, βαλθήκαμε να βαδίζουμε από την πλατεία Ταξίμ, μέχρι τον Πύργο του Γαλατά. Στην Ιστικλάλ, που είναι ο πιο εμπορικός δρόμος, μπορούσες να συναντήσεις τα πάντα. Από μαγαζιά με ρούχα μέχρι γλυκοπωλεία και εστιατόρια, ως πλανόδιους καστανάδες και μουσικούς του δρόμου. Η λαοθάλασσα μας παράσερνε στους δικούς της ρυθμούς και εμείς απλώς είχαμε αφεθεί, κάνοντας μία στάση στον εντυπωσιακό ναό του Αγίου Αντωνίου της Πάδοβας και συνεχίζοντας για την γραφική συνοικία του Γαλατά. Εκεί, δοκιμάσαμε παραδοσιακή, πολίτικη κουζίνα, με τον Μετίν να τάζει στην Ήλια πως την επομένη θα την πήγαινε στο πάρκο πίσω από την Αγιά Σοφία, να περπατήσουν και να ξαποστάσουν κάτω από τα σκιερά δέντρα.
Χαζεύοντας τον φωτισμένο Πύργο, συμφωνήσαμε πως εγώ με τον Κενάν, θα πηγαίναμε την επομένη το πρωί, στην διεύθυνση που μας είχε δώσει ο Κάλιχ και στην οικογένεια εκείνη που είχε υιοθετήσει τον μικρό. Όλο το βράδυ, ο Κενάν αδυνατούσε να κοιμηθεί. Εγώ και εκείνος, είχαμε επιστρέψει στο σπίτι που είχε αγοράσει για εκείνον και την Μπινάζ, ενώ οι άλλοι τέσσερις, είχαν πάει στο σπίτι του Κάλιχ, μέχρι ο Μετίν να έβρισκε ένα νέο διαμέρισμα. Ξαπλωμένοι στο κρεβάτι μας, συνειδητοποίησα πως ήταν η πρώτη φορά που θα κοιμόμασταν μαζί. Ένιωσα το χέρι του να κινείται τρυφερά κατά μήκος της πλάτης μου, ενώ έπειτα ο ίδιος, ξεκίνησε να αφήνει φιλιά στο γυμνό μου σώμα. Εγώ από την άλλη, αισθανόμουν το χαμόγελό του τις στιγμές που τα χείλη του, άγγιζαν το κορμί μου.
«Δεν θα φύγεις ποτέ από δίπλα μου, μου το υπόσχεσαι;» με ρώτησε καθώς τα δάχτυλά του μπλέκονταν στα μαλλιά μου.
«Ποτέ» του απάντησα και τον ένιωσα να με προσκαλεί, για να ενωθούμε δίχως για λίγο να μας στοιχειώνει το παρελθόν και το παρόν μας. Μείναμε να κάνουμε έρωτα, μέχρι τελικά ο ύπνος να μας πάρει λίγο πριν το ξημέρωμα.
Ο Εζέλ όλο το βράδυ, αδυνατούσε επίσης να κοιμηθεί. Ο θάνατος της Σελέν τον είχε τρομοκρατήσει. Για την ακρίβεια, δεν ήξερε τι αισθανόταν για την συγκεκριμένη γυναίκα. Μέσα στο αρρωστημένο του μυαλό, έτρεχαν και ανακατέβονταν σκέψεις διάφορες. Για εκείνον λοιπόν, η Σελέν ήταν το απωθημένο της ζωής του. Την λάτρευε και ταυτόχρονα την μισούσε. Στα χέρια του βαστούσε το σχοινί, με το οποίο έδωσε τέλος στη ζωή της. Μονάχος του πλέον, σε ένα άδειο σπίτι, με την οικογένειά του να τον έχει εγκαταλείψει, η οργή του κόχλαζε. Έψαχνε μανιωδώς να βρει τον αποδιοπομπαίο τράγο, όπου θα ξεσπούσε την μανία του και τότε, στο μυαλό του ξεπήδησε η εικόνα του Κενάν και αυτής της κοπέλας από την Ελλάδα. Για ακόμη μία φορά, αυτός ο νεαρός είχε γυρίσει την πλάτη του στην κόρη του και τον είχε χτυπήσει. Χρόνια πάσχιζε γι'αυτήν την σχέση καταλήγοντας να μείνει μονάχος του. Ο στόχος μέσα του, είχε ήδη δημιουργηθεί και το σχέδιο δρομολογηθεί. Η επόμενή του κίνηση, ήταν να πάρει τηλέφωνο μέσα στο βράδυ τον Ντεμίρ και να δώσει την εντολή.
Όλο το βράδυ, το τσιράκι του Εζέλ δούλευε σκάβωντας στον κήπο και τοποθετώντας εκρηκτικούς μηχανισμούς. Στο τέλος, σκόπευε να δώσει στον Εζέλ ένα σχεδιάγραμμα, προκειμένου να γνωρίζει πού βρίσκονται. Η δουλειά ήταν ιδιαίτερα λεπτομερής και χρονοβόρα, έτσι ο Ντεμίρ χρειάστηκε και την βοήθεια ειδικών για να φτιάξει τον εκρηκτικό μηχανισμό. Για κακή τους τύχη όμως, τα μάτια του Ιάσωνα ήταν επάνω τους. Ο Αχιλλέας φρόντισε να τον ενημερώσει για την έκβαση αυτής της υπόθεσης. Όταν το τηλέφωνό του χτύπησε, ο Ιάσωνας το σήκωσε τρομοκρατημένος.
«Αχιλλέα;» ακούστηκε η τρεμάμενη φωνή του.
«Ιάσωνα! Χαίρομαι που μόλις είδες το μήνυμά μου φρόντισες να επικοινωνήσεις. Αρχικά, ήθελα να σε ρωτήσω για την συνάντησή σου με τον Κοζτζούογλου. Πώς πήγε;» τον ρώτησε ο παλιός του φίλος και συνεργάτης.
«Άθλια και ειλικρινά μπορώ να σου πω, πως το περίμενα. Έχω φερθεί φρικτά στον Κενάν και κακά τα ψέματα Αχιλλέα. Είμαι και εγώ ένας κοινός εγκληματίας» του είπε ο Ιάσωνας ξεφυσώντας.
«Τουλάχιστον, μετάνιωσες. Μπορεί αυτό να μην αναιρεί τα εγκλήματά σου, ωστόσο είναι ένα μικρό βήμα προς μία καλύτερη ζωή» πρόφερε ο Αχιλλέας.
«Δίχως την κόρη μου» διαπίστωσε με πίκρα ο Ιάσωνας.
«Τουλάχιστον, θα είναι ζωντανή, γιατί αν δεν βιαστούμε, πολύ φοβάμαι πως δεν θα την ξαναδείς ποτέ» ξεκίνησε να μπαίνει στην υπόθεση ο Αχιλλέας και ο Ιάσωνας ένιωσε την καρδιά του να σφίγγεται.
«Τι εννοείς;» τον ρώτησε εμφανώς ταραγμένος.
«Ο Κάλιχ σου μίλησε καθόλου για την οικογένεια που υιοθέτησε το παιδί του Κενάν;» ρώτησε ο Αχιλλέας.
«Τίποτε το ιδιαίτερο, μονάχα πως εντόπισε το σπίτι και έδωσε τη διεύθυνση στον Κενάν» απάντησε ο Ιάσωνας.
«Όχι!Είναι παγίδα!Δεν πρέπει να πάνε εκεί με τίποτε! Εγώ δεν προλαβαίνω να έρθω στην Πόλη, ωστόσο εσύ πήγαινε να τους προλάβεις» ξεκίνησε να φωνάζει ο Αχιλλέας.
«Μα, δεν γνωρίζω πού μένουν» πρόφερε ο Ιάσωνας.
«Πάρε τηλέφωνο την Ιλεάνα και αν δεν το σηκώνει, τρέχα αυριο στην εταιρεία του επιχειρηματία. Τα πράγματα είναι πολύ επικίνδυνα Ιάσωνα» ήταν η τελευταία κουβέντα που έκανε με τον Αχιλλέα, προτού ξεκινήσει να τηλεφωνεί απανωτά στην κόρη του δίχως αποτέλεσμα. Εκείνη, είχε αλλάξει αριθμό, θέλοντας να κάνει μία νέα αρχή που φυσικά δεν χωρούσε άτομα σαν εκείνον.
Ξενυχτώντας, περίμενε να πάει οκτώ η ώρα και βάζοντας ένα μικρό, εκδρομικό σακίδιο στην πλάτη, ξεχύθηκε με το πρώτο χάραμα στους δρόμους, παίρνοντας ταξί μέχρι την εταιρεία. Δίχως να το πολυσκεφτεί, παρακάλεσε τον φύλακα στην είσοδο να φωνάξει τον Κάλιχ, ο οποίος από ότι ενημερώθηκε είχε δώσει εντολή να μην τον αφήσουν να εισέλθει ξανά, σε περίπτωση που τον έβλεπαν.
«Ο κύριος Κοζτζούογλου, δεν έχει έρθει ακόμη» μούγκρισε ο φύλακας, όταν ο Ιάσωνας ιδρωμένος, είδε τον Κάλιχ να εισέρχεται.
«Πρέπει να σου μιλήσω!» του φώναξε από μακριά και ο νεαρός κάρφωσε τα κυανά του μάτια πάνω του.
«Δεν σου είπα να μην με ενοχλήσεις ξανά;» μούγκρισε εκείνος.
«Σε παρακαλώ!Πρόκειται για την Ιλεάνα και τον Κενάν. Κινδυνεύουν!Ο Εζέλ τους έστησε παγίδα. Εκεί που τους έστειλες, δεν μένει πια η οικογένεια. Έφυγε!» του φώναξε και είδε για λίγο τον Κάλιχ να κοντοστέκεται.
«Τι εννοείς;» τον ρώτησε.
«Με ενημέρωσε άνθρωπος δικός μου, πως είδε τσιράκι του Εζέλ να σκάβει τον κήπο. Πρέπει να φύγουμε να ειδοποήσουμε τα παιδιά» επέμεινε ο Ιάσωνας.
«Ετσι και είναι παγίδα, σου ορκίζομαι...» πήγε να του πει ο Κάλιχ, μα ο Ιάσωνας τον σταμάτησε.
«Δεν έχουμε χρόνο» τον τράβηξε και εκεί, ο Κάλιχ ένιωσε να πανικοβάλλεται. Τι στο καλό είχε συμβεί;»
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro