Κεφάλαιο Δωδέκατο/ part 2
Ο Κάλιχ εργαζόταν πυρετωδώς προκειμένου να μάθει τη διεύθυνση της οικογένειας που είχε υιοθετήσει παράνομα τον μικρό. Είχε επισκεφτεί το νοσοκομείο όπου είχε αφήσει την τελευταία της πνοή η Μπινάζ εκείνο το βράδυ, όταν γέννησε και το αγοράκι. Για την ακρίβεια, όταν της τον πήραν προκειμένου να γλιτώσουν έστω την δική του ζωή. Ρωτώντας τυχόν μάρτυρες και περιμένοντας τους γιατρούς που είχαν βάρδια εκείνο το βράδυ, έμαθε πως μερικές εβδομάδες αργότερα, το μωρό είχε δοθεί στους Ακντενίζ, οι οποίοι έμεναν σε μία πολίτικη συνοικία στο Καράκιοϊ, η οποία κατοικούταν ήδη από τα προβυζαντινά χρόνια. Πλέον, η περιοχή είχε ελαφρώς υποβαθμιστεί και τα βράδια, τα στενά του σοκάκια, έκρυβαν καλά έναν βαθμό επικινδυνότητας.
Ξεκινώντας ένα απόγευμα μονάχος του, είχε κατορθώσει να εντοπίσει μία μικρή και ασυντήρητη μονοκατοικία, χτισμένη δίπλα σε ένα οικόπεδο με άγρια βλάστηση, ίδιο σχεδόν με τον ατημέλητο κήπο της. Αυτό ωστόσο που δεν γνώριζε, ήταν πως ο Εζέλ τον ακολουθούσε κατά πόδας, παρακολουθώντας την κάθε του μία κίνηση. Καρτερώντας τον νεαρό να φύγει και έχοντας βεβαιωθεί απόλυτα πως κανένας δεν τον παρακολουθούσε, χτύπησε την σιδερένια πόρτα του σπιτιού. Πέντε λεπτά αργότερα, στο κατώφλι εμφανίστηκε η Σιλά, βαστώντας στην αγκαλιά της το δίχρονο αγοράκι με τα κατάμαυρα μαλλιά και τα δύο τεράστια, κυανά μάτια που καθρέπτιζαν τον ανταριασμένο Βόσπορο, όπως ακριβώς και του Κενάν. Στη θέα του Εζέλ, η γυναίκα γούρλωσε τα μάτια της από έκπληξη, ενώ το άγχος τόσο στις κινήσεις της όσο και στην γρήγορη αναπνοή της, πρόδιδαν την αμηχανία της.
«Τι γυρεύεις εσύ εδώ;» τον ρώτησε ελαφρώς απότομα.
«Ήρθα ως εδώ για να σας ζητήσω μία χάρη» ξεκίνησε εκείνος και η γυναίκα τον κοίταξε οργισμένα.
«Πόσες χάρες πια; Εδώ δεχτήκαμε να υιοθετήσουμε εντελώς παράνομα ένα παιδί» ξεκίνησε για να την διακόψει ο Εζέλ.
«Του οποίου όμως η μητέρα είχε πεθάνει πάνω στην γέννα» της απάντησε.
«Και τι σημαίνει αυτό; Μπορεί εκεί έξω να υπάρχει ένας πατέρας που το αναζητά» του ανταπάντησε η γυναίκα.
«Σιλά, νομίζω πως αυτά τα έχουμε πει πολλές φορές. Ο πατέρας μετά τον θάνατο της μητέρας και γυναίκας του, έπεσε σε κατάθλιψη και στάθηκε ανίκανος όπως αντιλαμβάνεσαι να αναλάβει το παιδί. Γι'αυτό σου το εμπιστέυτηκα δίνοντας σε εσένα και στον άντρα σου ένα αξιοσέβαστο ποσό. Μην γίνεσαι λοιπόν αχάριστη» ξεκίνησε ο Εζέλ και η γυναίκα δάκρυσε κοιτάζοντας το αγοράκι.
«Πάτησες επάνω στην ανάγκη μου να αποκτήσω παιδιά, καθώς εξαιτίας ενός προβλήματος υγείας δεν μπορούσα. Στην διάθεσή μας, δεν είχαμε αρκετά χρήματα για να προβούμε σε μία υιοθεσία. Όταν μας χάρισες στην ουσία τον Κάαν μας, δεν έκανα καμία δεύτερη σκέψη. Ήθελα να βγάλω από το μυαλό μου την παράνομη πράξη μου που με καταδίκαζε, ακόμη και την περίπτωση ύπαρξης ενός απελπισμένου πατέρα που τον ψάχνει παντού. Αρκετά ωστόσο. Οι χάρες τελείωσαν πια» του απάντησε σφίγγοντας επάνω της περισσότερο το παιδί.
«Μα καλή μου Σιλά, ακόμη δεν άκουσες την χάρη. Μολαταύτα θα πρέπει να σου τονίσω, πως είσαι αναγκασμένη να με υπακούσεις, αν δεν θέλεις να βγει στην φόρα η παράνομη υιοθεσία και να καταλήξει ο Κάαν σε ορφανοτροφείο ή χειρότερα νεκρός» ξεκίνησε εκείνος, όταν είδε και τον άντρα της να εμφανίζεται στο κατώφλι οργισμένος.
«Τι θέλεις από εμάς;» του φώναξε.
«Τίποτε το σπουδαίο. Απλώς να μαζέψετε όλα σας τα υπάρχοντα και να μετακομίσετε σήμερα κιόλας δίχως να το πείτε σε κανέναν απολύτως» τελείωσε ο Εζέλ και το ζευγάρι αλληλοκοιτάχτηκε. Δυστυχώς για εκείνους, δεν υπήρχε άλλη επιλογή αν επιθυμούσαν να κρατήσουν τον μικρό.
Ο Εζέλ χαμογελώντας σαρδόνια, τους έδωσε ένα χαρτί με την νέα τους διεύθυνση. Ήταν ένα παλιό σπίτι που ενοικίαζε ο ίδιος, όχι πολύ μακριά από τον συγκεκριμένο μαχαλά. Το ζευγάρι σκυθρωπό αποχώρησε, προκειμένου να μαζέψει στα γρήγορα τα απαραίτητα και ο Εζέλ απομακρυνόμενος και τρίβοντας τα χέρια του, ήταν έτοιμος να περάσει στο επόμενο βήμα του.
------------------------------------------------------
Ο Ιάσωνας, βρισκόταν στο αεροδρόμιο, περιμένοντας την πτήση του για Κωνσταντινούπολη. Είχε βάλει τον Αχιλέα να παρακολουθήσει όσο αυτό ήταν δυνατό τον Εζέλ, προκειμένου να έχει μία ολοκληρωμένη εικόνα των κινήσεών του και έτσι να κατορθώσει να οργανώσει ένα σχέδιο μαζί με τον Κοζτζούογλου, αν φυσικά δεχόταν να τον ακούσει. Είχε πάρει την απόφαση να τον αιφνιδιάσει και να φανεί στην εταιρεία του απρόσκλητος. Ο Κάλιχ δούλευε μέχρι πολύ αργά και σχεδόν καθημερινά, δίνοντάς του έτσι την ευκαιρία να κινηθεί.
Ευτυχώς η πτήση δεν είχε κάποια καθυστέρηση και η απόσταση ανάμεσα στην Πόλη και την Αθήνα, ήταν το πολύ μία ώρα και είκοσι λεπτά. Φτάνοντας στο αεροδρόμιο Ατατούρκ, πήρε την χειραποσκευή του και έδωσε εντολή στο ταξί να τον μεταφέρει στην εταιρεία. Το γυάλινο κτήριο, είχε την καλύτερη θέα στη θάλασσα και ο Ιάσωνας διαπίστωσε με μεγάλη ανακούφιση πως τα φώτα του τέταρτου ορόφου των γραφείων του Κάλιχ, ήταν ακόμη ανοιχτά. Αποφασισμένος για μία συζήτηση που δεν γνώριζε σε ποια αχαρτογράφητα νερά θα τον οδηγούσε, μπήκε στα γραφεία με προορισμό εκείνο του Κάλιχ. Από μακριά, είδε τον ξανθό νεαρό να κάθεται, πνιγμένος στην χαρτούρα και χτυπώντας του την πόρτα, πάλεψε να του αποσπάσει την προσοχή.
«Καλησπέρα σας» αποκρίθηκε ο Κάλιχ στα τούρκικα.
«Καλησπέρα» απάντησε εκείνος στα αγγλικά.
«Είχαμε κάποια συνάντηση; Καθώς εγώ δεν έχω σημειώσει κάτι τέτοιο και συγχωρέστε με, μα ετοιμαζόμουν να αποχωρήσω» συνέχισε ο Κάλιχ ο οποίος ακόμη δεν τον είχε αναγνωρίσει.
«Πράγματι, δεν είχαμε ορίσει κάποια συνάντηση κύριε Κοζτζούογλου. Είμαι ο Ιάσωνας Πετράκης, ο πατέρας της Ιλεάνας» τελείωσε και είδε τον Κάλιχ να παγώνει.
Τα όμορφα χαρακτηριστικά του, αυλακώθηκαν και μία γκριμάτσα οργής εμφανίστηκε στο πρόσωπό του.
«Απαιτώ να φύγεις από εδώ μέσα γιατί αλλιώς θα φωνάξω την αστυνομία. Αν δεν σεβόμουν την κόρη σου, θα το είχα κάνει ήδη. Είσαι ένας εγκληματίας και το γνωρίζω αυτό πολύ καλά. Έχω μελετήσει εξονυχιστικά το παρελθόν σου» γρύλισε ο Κάλιχ.
«Ειλικρινά, δεν σε παρεξηγώ για την αντίδρασή σου. Ωστόσο, όσο και αν αυτό σου φανεί παράξενο, είμαι εδώ για να βοηθήσω. Εμείς οι δύο, έχουμε έναν κοινό εχθρό. Τον Εζέλ. Τον πελάτη που πριν από δύο χρόνια μου ζήτησε να σκοτώσω την γυναίκα του Κενάν. Γνωρίζω πολύ καλά τι υπήρξα, ωστόσο, υπάρχει κάποιος για τον οποίο θα έκανα τα πάντα. Η κόρη μου. Η Ιλεάνα δεν θα με συγχωρέσει ποτέ της γι'αυτό που είμαι, ωστόσο ακόμη και αν πρόκειται να μην την ξαναδώ, θέλω να είναι ασφαλής. Με τον Εζέλ ελεύθερο και το στρεβλό του μυαλό, δεν είναι και το γνωρίζεις και εσύ πολύ καλά» του είπε, ωστόσο ο Κάλιχ σηκώθηκε με φόρα και τον άρπαξε από τον λαιμό.
«Εξαιτίας σου παλιοκαθίκι, ο Κενάν κινδύνεψε να μείνει ανάπηρος. Γνωρίζεις το συγκεκριμένο παλικάρι; Είναι το καλύτερο παιδί και εσύ ήσουν έτοιμος να τον βγάλεις από τη μέση επειδή ήθελες να προωθήσεις τον βοηθό σου τον Έκτορα. Τα γνωρίζω όλα και πίστεψέ με, δεν χρειάζομαι τη βοήθειά σου για να βγάλω από την μέση τον Εζέλ» του είπε ο Κάλιχ και αφού τον άφησε, έστρωσε με κοφτές κινήσεις το δικό του κοστούμι.
«Τουλάχιστον πες μου για την κόρη μου. Είναι εδώ;»ρώτησε εκείνος με απελπισία και ο Κάλιχ στένεψε τα μάτια του.
«Παρα το γεγονός πως δεν σε εμπιστεύομαι σε τίποτε, είσαι πατέρας και μοιάζεις να νοιάζεσαι για το μοναχοπαίδι σου, έστω και με έναν τρόπο εντελώς στρεβλό και διεστραμμένο. Η Ιλεάνα αποφάσισε να ζήσει στην Ιστανμπούλ μαζί με τον Κενάν, ο οποίος κατόρθωσε να βρει τον γιό του που τελικά έζησε. Μία λάθος κίνηση από μέρους σου και το πτώμα σου δεν θα το βρουν ούτε τα σκυλιά για να το φάνε. Σε προειδοποιώ Πετράκη» γρύλισε ο Κάλιχ και ο Ιάσωνας έφυγε από την εταιρεία με προορισμό το ξενοδοχείο του και παλεύοντας να σκεφτεί.
Αν ο Κάλιχ γνώριζε πού βρισκόταν ο μικρός του Κενάν, τότε, θα το έλεγε στον ίδιο και στην κόρη του. Εκείνοι, θα πήγαιναν για να τον βρουν δίνοντας όμως την ευκαιρία στον Εζέλ να προβλέψει με ευκολία την κίνησή τους. Έπρεπε να μάθει επειγόντως πού ακριβώς έμενε η οικογένεια που λογικά θα είχε υιοθετήσει το αγοράκι. Βρισκόταν μία ανάσα πριν από το ξενοδοχείο του, όταν είδε ένα μήνυμα του Αχιλλέα που έλεγε :
΄΄Πάρε με τηλέφωνο επειγόντως΄΄.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro