Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο Δεύτερο/part 6

Κωνσταντινούπολη

Η επιστροφή πίσω στην Ιστανμπούλ, ήταν δύσκολη για τον Κενάν. Ο Μετίν αποφάσισε να τον ακολουθήσει για λίγο στο διαμέρισμά του, καθώς είχαν πληροφορηθεί, πως ο πατέρας του και η αδερφή του, βρίσκονταν εκεί πίνοντας τον κλασσικό καφέ τους. Ανέβηκαν τα σκαλιά της πολυκατοικίας σχετικά απρόθυμα, με μία χαρακτηριστική νωχελικότητα, βαστώντας τις μικρές τους βαλίτσες, ενώ στην πόρτα τους υποδέχτηκαν οι μικρές τους αδερφές.

«Κενάν, τι μου έφερες από την Αθήνα;» τον ρώτησε ενθουσιωδώς η Αϊλίν με το που τον είδε να εισέρχεται και ο νεαρός εμφάνισε μέσα από την βαλίτσα του, μία υπέροχη τσάντα πλάτης.

«Αν θέλεις να βάζεις μέσα τα βιβλία σου για το σχολείο, νομίζω πως είναι ότι πρέπει. Η παλιά σου τσάντα, είχε φθαρεί εξάλλου» αποκρίθηκε εκείνος χαμογελώντας και η μικρή τον αγκάλιασε σφιχτά.

«Είσαι ο καλύτερος αδερφός του κόσμου!» φώναξε ευτυχισμένη και λίγο αργότερα τον πλησίασαν οι γονείς του, οι οποίοι αφού τον αγκάλιασαν, παρέλαβαν και εκείνοι με τη σειρά τους κάποια δώρα και αναμνηστικά από το σύντομο ταξίδι του υιού τους.

«Μας έφερες αναμνηστικά από το Γιουνανιστάν; Δεν χρειαζόταν...»άκουσε την ελαφρώς ειρωνική φωνή της μητέρας του, για να εισπράξει έπειτα ένα αυστηρό βλέμμα από τον Αντνάν.

«Σταμάτα Σελέν, το παιδί πήγε ένα επαγγελματικό ταξίδι από υποχρέωση. Είπαμε, έχει μία πολύ καλή δουλειά και βοηθά και εμάς. Δεν χρειάζεται να γκρινιάζεις ακόμη δεν ήρθε» την μάλωσε ο πατέρας του.

«Δαχτυλίδι έπρεπε να φέρει και να άφηνε τα αναμνηστικά στην άκρη! Δεν τα χρειαζόμαστε! Σε λίγο θα βγούμε οι ίδιοι έξω από το σπίτι προκειμένου να κατοικήσουν σε αυτό αποκλειστικά τα στολίδια μας» γκρίνιαζε ακατάπαυστα η Σελέν για να δει τον Κενάν να αγριεύει.

«Μητέρα, ξέρεις πόσο σε αγαπώ και πόσο σε σέβομαι, αλλά ειλικρινά σταμάτα να επεμβαίνεις στη ζωή μου. Δεν είναι κάτι που σε αφορά» της γρύλισε, για να δει τον πατέρα του αυτή τη φορά, να στρέφει το βλέμμα του προς το μέρος του.

«Κενάν, μην μιλάς έτσι στη μητέρα σου...» ξεκίνησε για να τον δουν όλοι να μαζεύει την βαλίτσα του και να αρχίζει να κατεβαίνει τα παλιά, μαρμάρινα σκαλοπάτια, κοπανώντας πίσω του την πόρτα.

Ευτυχώς ήταν σχετικά νωρίς το απόγευμα και έτσι ο Κενάν αποφάσισε να κατευθυνθεί στο διαμέρισμα που είχαν αγοράσει πριν χρόνια μαζί με την Μπινάζ και που παρέμενε κλειστό μαραζώνοντας με τις αναμνήσεις που το βάραιναν. Βρισκόταν σε μία όμορφη συνοικία της Πόλης, το Τζιχανγκίρ, μία γειτονιά μποέμικη, με ποικιλία εστιατορίων, μπαρ και καφέ, που βρισκόταν κοντά στην πλατεία Ταξίμ. Ευτυχώς, είχε πάντοτε επάνω του τα κλειδιά για ώρα ανάγκης και μπαίνοντας στην τριώροφη πολυκατοικία, άνοιξε ευθύς την πόρτα του δεύτερου ορόφου. Για λίγο, ψηλάφισε τον διακόπτη στον τοίχο και όταν όλα τα φώτα επιτέλους άναψαν, ο Κενάν ήρθε αντιμέτωπος με την εγκατάλειψη και τις σκονισμένες μνήμες του παρελθόντος. Το κινητό του, δεν είχε σταματήσει να χτυπά, είτε από τον Μετίν, είτε από το σταθερό του σπιτιού του, μα εκείνος προτίμησε να το βάλει στο αθόρυβο και να το παρατήσει στον πάγκο της κουζίνας. Τα περισσότερα έπιπλα, ήταν καλυμμένα με νάιλον διάφανο, για να μην σκονίζονται και να μην εκτίθενται τόσο πολύ στην φθορά του χρόνου. Με μία κίνηση, έβγαλε το κάλυμμα του ενός καναπέ, ενώ το βλέμμα του έπεσε στην μόνιμα κλειστή πόρτα του δωματίου του αγέννητου παιδιού του. Δεν τολμούσε να την ανοίξει, ούτε τότε αλλά ούτε και τώρα. Ήθελε θάρρος και κουράγιο μία τέτοια κίνηση. Ήθελε τη δύναμη του να μπορεί κανείς να κοιτάξει το κατακερματισμένο του είδωλο στον καθρέπτη και να μην τρομάξει από το θέαμα.

Έβγαλε τα λιγοστά ρούχα που είχε πάρει μαζί του στο ταξίδι, αναζητώντας το δικό του αναμνηστικό που ήταν μία μικρογραφία της Ακρόπολης. Όταν πια την βρήκε, την τοποθέτησε σε ένα μικρό τραπεζάκι δίπλα από τον καναπέ, μαζί με την κάρτα της νεαρής κοπέλας από την Ελλάδα. Ήθελε να του θυμίζει την υπέροχη βόλτα τους στον λόφο του Φιλοπάππου και στην Πνύκα. Η Ελλάδα για εκείνον, είχε κάτι το μαγικό. Ακούγοντας την αφήγηση της κοπέλας για τον θεσμό της Δημοκρατίας, σε συνδυασμό με την υπέροχη θέα της πόλης, τα πάντα ζωντάνευαν μπροστά από τα μάτια του. Όταν ήταν μαζί της, δεν ένιωθε μόνος. Ένιωθε πως είχε βρει επιτέλους την σωστή παρέα, η οποία θα μπορούσε να τον συνοδεύει στους περιπάτους του και μαζί να συζητούν για τα πάντα. Τι σημασία είχε η διαφορά της κουλτούρας, ή της γλώσσας, ή της θρησκείας; Εκείνος είχε την πεποίθηση πως μπορούσε να συνεννοηθεί απόλυτα σε μία δική τους διάλεκτο, ανάμεσα στα αγγλικά και στα προσωπικά τους συναισθήματα. Γιατί το είχε νιώσει εκείνο το ανεπαίσθητο, γλυκό άγγιγμα στο χέρι του, τη στιγμή που συναντήθηκαν ξανά στη δουλειά της.

Πήρε τότε στα χέρια του την επαγγελματική της κάρτα και την κοίταξε προσεκτικά, παρατηρώντας πως αναγραφόταν μονάχα το προσωπικό της μέιλ. Χαμογέλασε. Σίγουρα εκείνη είχε κάποιον άλλο στη ζωή της και όφειλε να το σεβαστεί απόλυτα, ωστόσο τον βασάνιζε η λαχτάρα του να την ρωτήσει, αν κατόρθωσε τελικά να πάρει την απόφαση και να ξεκινήσει εκείνα τα μαθήματα ψυχολογίας, που πάντοτε ονειρευόταν να παρακολουθήσει.

Αθήνα

Ο αχνιστός καφές μου, είχε στην κυριολεξία γίνει πάγος, καθώς οι κουβέντες της Άρτεμις δεν μου είχαν αφήσει το περιθώριο, ούτε για μία γουλιά.

«Είσαι βέβαιη πως άκουσες τον πατέρα μου να λέει κάτι τέτοιο;» την ρώτησα δύσπιστα.

«Ιλεάνα μου, μπορεί να με αποκαλείς τρελή και με το δίκιο σου, ωστόσο δεν είμαι ούτε κουφή, ούτε φαντασιόπληκτη. Τον άκουσα με τα ίδια μου τα αυτιά να τηλεφωνεί στον Αχιλλέα και να του ζητάει να ψάξει στοιχεία για τον Κενάν. Καλά κοπέλα μου, είπαμε πως ο βήχας και ο έρωτας δεν κρύβονται, αλλά εσύ πραγματικά πρέπει να καρφώθηκες άσχημα» με μάλωσε.

«Μα, τι είναι αυτά που λες; Ο Κενάν, είναι ένας απλός συνεργάτης της δουλειάς μας. Τον είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου. Μπορεί να είναι πράγματι ένας εντυπωσιακός άντρας, ωστόσο είναι από την Τουρκία, κοινώς ζει σε άλλη χώρα, με άλλη θρησκεία και το κυριότερο, εγώ παντρεύομαι σε λιγότερο από έναν χρόνο και είμαι μαζί με τον Έκτορα» τελείωσα για να την δω να μου κάνει σήμα να σταματήσω.

«Παρά το γεγονός πως θα είμαι η κουμπάρα σου στον γάμο, θέλω να μου μιλήσεις ειλικρινά χωρίς να ντρέπεσαι. Τι συνέβη με εσένα και τον πανέμορφο Τούρκο; Γιατί ομολογουμένως, ο άνθρωπος έρχεται κατευθείαν από τον Παράδεισο» μειδίασε και της χαμογέλασα και εγώ. Από την κολλητή μου, δεν είχα ποτέ μυστικά και εκείνη, όπως και η Ήλια, αποτελούσαν τα μοναδικά στηρίγματα που είχα.

«Με τον Κενάν, βρεθήκαμε τυχαία στο Μοναστηράκι. Είδα που του άρπαξαν την τσάντα τη στιγμή που φωτογράφιζε τα μνημεία μας και έτρεξα να τον βρω, προκειμένου να του επιστρέψω το τετράδιο που είδα να του πέφτει. Η αλήθεια το άνοιξα, αλλά δεν μπόρεσα να καταλάβω τι έγραφε μέσα, καθώς ήταν στα τούρκικα. Το μόνο που παρατήρησα, ήταν ορισμένες, ομολογουμένως ιδιαίτερες, ζωγραφιές για παιδιά. Τελικά, αφού τον αναζήτησα για λίγο στα στενά της Πλάκας, τον βρήκα να κάθεται στα σκαλιά του ΄΄Γιασεμιού΄΄. Ήταν πολύ απογοητευμένος και μελαγχολικός εξαιτίας του συμβάντος, μα τα μάτια του φωτίστηκαν μόλις είδε το τετράδιο. Από εκείνη την ώρα, προσφέρθηκα να τον ξεναγήσω για λίγο και καθώς ανακαλύψαμε πως αγαπούσαμε τα μέρη με όμορφη θέα, ανηφορίσαμε παρέα στον λόφο του Φιλοπάππου» έκανα μία παύση, καθώς την είδα να έχει ενώσει τα χέρια και να περιμένει με ανυπομονησία, για την επίμαχη στιγμή.

«Μην μου πεις, πως δεν τον φίλησες;» πρόφερε στο τέλος με μία επίπλαστη σοβαρότητα, η οποία εκτόξευσε τη θερμοκρασία του κορμιού μου.

«Όχι αγάπη μου, δεν το έκανα. Ο Κενάν είναι σοβαρός άντρας και πάνω από όλα συνεργάτης μας. Δεν θα μπορούσα να ρισκάρω μία τέτοια διαρροή. Εξάλλου, είμαι με άλλον» της τόνισα την τελευταία λέξη.

«Πώς ένιωσες μαζί του;» με ρώτησε ξανά παραλείποντας εσκεμμένα την προηγούμενη κουβέντα και για λίγο έψαξα να βρω τις σωστές λέξεις για να της δώσω μία περιγραφή.

«Ένιωσα ελεύθερη. Δίπλα μου, είχα έναν άνθρωπο που μιλούσε κυριολεκτικά σπαστά αγγλικά και που με συμβούλεψε να κυνηγήσω το όνειρό μου, να γίνω ψυχολόγος. Μετά από εσάς τις δύο, ήταν ο μόνος που παρατήρησε την ενδόμυχη ανάγκη μου να ακολουθήσω το επάγγελμα που ονειρεύτηκα. Επίσης οφείλω να ομολογήσω πως δεν έπαψα λεπτό να τον κοιτάζω, απλά δεν μπορούσα, ήταν αδύνατον. Η αντίθεση της φωτεινότητας των ματιών του και των σχεδόν μαύρων μαλλιών του, ήταν ακαταμάχητη. Ωστόσο έφυγε πια, ο πατέρας μου έκαψε την κάρτα που μου έδωσε και εγώ δεν βρίσκω πουθενά την πρώτη. Επίσης, δεν θα ήθελα να τον βάλω σε μπελάδες. Ο πατέρας μου έχει ήδη υποψιαστεί πως μεταξύ μας υπήρχε έστω μία συμπάθεια. Επομένως, ας το θυμόμαστε σαν ένα ευχάριστο διάλειμμα» τελείωσα και η Άρτεμις αναστέναξε.

«Νομίζω, πως αν υπάρχει μία που θα μπορούσε να σε συμβουλέψει, είναι η γιαγιά σου. Η οικογένειά της ζούσε απέναντι» μου είπε η Άρτεμις.

«Η γιαγιά Ελένη μισεί τους Τούρκους εξαιτίας του ξεκληρίσματος, ολόκληρης της οικογένειάς της. Αν μάθει πως συμπάθησα έναν, θα με σκοτώσει» της φώναξα.

«Η γιαγιά σου, πάνω από όλα, αγαπά εσένα Ιλεάνα και άρα ό,τι σε κάνει ευτυχισμένη. Πήγαινε να την βρεις και όπως λένε και τα γειτονάκια, αν ο Κενάν είναι το καντέρ σου, αυτό θα φανεί στο μέλλον» τελείωσε και κλείνοντάς μου το μάτι, με άφησε για να επιστρέψει στην δουλειά της.


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro