Κεφάλαιο Δεύτερο/ part 3
Βαδίσαμε για λίγη ώρα σιωπηλοί ο ένας πλάι στον άλλο. Μία σιωπή που εμένα τουλάχιστον, μου προκαλούσε περισσότερο αμηχανία, την οποία ο φιλικός γείτονας αποφάσισε επιτέλους να σπάσει, επιτρέποντάς μου να ελευθερώσω την ανάσα μου που βαστούσα σφιχτά, άθελά μου στο στήθος μου.
«Λοιπόν, ποιο είναι το μυστικό σου μέρος;» με ρώτησε με ενδιαφέρον και ομολογουμένως ξαφνιάστηκα.
«Ονομάζεται λόφος του Φιλοπάππου, ή λόφος των Μουσών και τον γνώρισα σε μικρή ηλικία, όταν πήγαινα βόλτα με την γιαγιά μου. Ακόμη είχε αντοχές. Μέχρι και σήμερα, αδυνατώ να ξεχάσω την απαράμιλλη ομορφιά του τοπίου που είναι το ησυχαστήριό μου. Ουσιαστικά είναι ένα δίκτυο τριών λόφων που συνδέονται μεταξύ τους. Εγώ προτιμώ την Πνύκα, γιατί με γυρνά πολλούς αιώνες πίσω, στην χρυσή εποχή του Περικλή και στο θεμελίωμα της Δημοκρατίας. Εκτός από την απίστευτη θέα, τόσο κατά τη διάρκεια της δύσης, όσο και κατά τη διάρκεια της Ανατολής, θεωρώ συγκινητική την ιδέα πως εδώ, πριν από τόσους αιώνες, το μέρος αυτό αποτέλεσε τον πυλώνα της Δημοκρατίας και ενός χρυσού, αρχαίου πολιτισμού» τελείωσα, καθώς πλέον φθάναμε στην άκρη όπου καθίσαμε οκλαδόν, χαζεύοντας τον ορίζοντα.
«Η χώρα σου, είναι όμορφη. Σε κάθε βήμα, υπάρχει ιστορία, ή και ένας μύθος. Θα ήθελα να είχα περισσότερο χρόνο στη διάθεσή μου, για να μπορούσα να την γνωρίσω και να την εξερευνήσω εις βάθος και από άκρη σε άκρη. Το δικό μου αντίστοιχο μέρος, είναι ο Πύργος του Γαλατά πίσω στην πατρίδα μου. Όταν θα μιλάμε μεταξύ μας, δεν θα λέμε όνομα για τους προφανείς λόγους!» μου είπε και γέλασα.
«Πες μου την ιστορία σου. Μίλησέ μου για τα παιδικά σου χρόνια, για εσένα. Λατρεύω να μαθαίνω ιστορίες ανθρώπων από διαφορετικές χώρες» τον παρακάλεσα και τον είδα να ξαπλώνει πίσω και να κοιτάζει νοσταλγικά τον ουρανό.
«Σαν παιδί, μεγάλωσα στην Αττάλεια και συγκεκριμένα, στην συνοικία Καλέ Ιτσί. Είναι το εσωτερικό ενός κάστρου, που υπάρχει στην παραθαλάσσια πόλη μας, η οποία κατά τη γνώμη μου, είναι μοναδική σε όλη την Τουρκία. Έχει στενά δρομάκια και παραδοσιακά σπίτια. Μπορεί να μην υπήρξαμε πλούσιοι, αλλά κάνε εικόνα στο μυαλό σου, την γαλήνη αυτής της συνοικίας, τις αυλές με τα λουλούδια και τις κληματαριές, τα περίτεχνα κάγκελα και τα κουρτινάκια στα παράθυρα, τις γιαγιάδες να καθαρίζουν το ρύζι στο κατώφλι των σπιτιών και τα παιδιά να τρέχουν με τα ποδήλατα, ενώ οι πατεράδες τους παίζουν τάβλι τα απογεύματα στο πεζοδρόμιο. Είχα όμορφα παιδικά χρόνια, οφείλω να το ομολογήσω, ωστόσο μεγαλώνοντας, είχα πάντοτε όνειρο, να ξεφύγω από τα όρια της γειτονιάς και να ταξιδέψω στην...Ιστανμπούλ» μου είπε κοιτάζοντάς με πονηρά και συνέχισε «Ήθελα να σπουδάσω και να μορφωθώ. Μαζί με τον Μετίν που γνώρισες, εγκατασταθήκαμε στην Πόλη και αργότερα, η οικογένεια μας ακολούθησε. Αυτή ήταν στο περίπου η ιστορία μου, εσύ; Είχες κάποιο όνειρο στη ζωή σου;» με ρώτησε και κάπου εκεί ένιωσα άσχημα.
Σε αντίθεση με τον ίδιο, που αποφάσισε, έστω να απαλλαγεί από την φτώχια και τον περιορισμό μίας γειτονιάς και πιθανότατα μίας παράδοσης, εγώ δεν είχα καταφέρει τίποτα.
«Λυπάμαι που θα το πω, μα εγώ σε αντίθεση με εσένα, έμεινα απλά στο όνειρο. Δεν έκανα τίποτε πραγματικότητα» απάντησα και με κοίταξε παραξενεμένος «Ήθελα να γίνω ψυχολόγος. Όταν πρόκειται για τους άλλους, είμαι καλή στις συμβουλές και ψύχραιμη στις αντιδράσεις μου και μου αρέσει να βοηθώ. Τελικά, κατέληξα να σπουδάζω κάτι εντελώς διαφορετικό, σε μία σχολή ανούσια για εμένα» τελείωσα και εκείνος σηκώθηκε από τη θέση του και κάρφωσε το κυανό του βλέμμα στο δικό μου.
Ειλικρινά, αδυνατούσα να καταλάβω την αιτία που μου προκαλούσε ρίγη. Είχε μία μελαγχολία, ανάμεικτη με καλοσύνη και ηρεμία και ίσως γι'αυτό με έκανε να νιώθω πάντοτε αμήχανα.
«Δεν γνωρίζω τον λόγο που δεν κατόρθωσες να σπουδάσεις αυτό που ήθελες, ωστόσο έχω την εντύπωση πως ποτέ δεν είναι αργά. Είσαι μικρή σε ηλικία και έχεις χρόνο τα απογεύματα μετά τη δουλειά να παρακολουθείς μαθήματα, ή μέσω του διαδικτύου» μου είπε.
«Ωστόσο, ακόμη και αν θέλω να ασκήσω το επάγγελμα, δεν μπορώ να φύγω από το γραφείο του πατέρα μου. Είναι μία δουλειά που την έστησε ο ίδιος και εγώ δεν έχω καθόλου αδέρφια που να θέλουν να την συνεχίσουν. Είναι κρίμα να την πουλήσει, ήταν κόπος μίας ζωής» απολογήθηκα, σαν να τα έλεγα κυρίως για να τα ακούσω εγώ.
«Ναι, αλλά η δική σου η ζωή; Εκείνος χάραξε το μονοπάτι του, έκανε πραγματικότητα τα όνειρά του. Εσύ όμως, πρέπει να επιλέξεις αυτό που σε κάνει ευτυχισμένη» ακούστηκε ξανά η φωνή του.
«Δεν είναι τόσο απλό» αποκρίθηκα.
«Όχι, αλλά αξίζει τον κόπο. Αύριο βράδυ θα φύγω και ελπίζω να μην απογοητευτώ, αν μάθω πως δεν αποφάσισες να κάνεις έστω τα μαθήματα» μου είπε και σηκώθηκε προσφέροντάς μου το χέρι για να σηκωθώ και εγώ με τη σειρά μου, όταν χτύπησε το τηλέφωνό μου και είδα το όνομα του Έκτορα να φιγουράρει στην οθόνη.
Φυσικά το απάντησα, υπαινισσόμενη πως έχω βγει για ένα γεύμα με τους συναδέλφους στη δουλειά και μας πήρε η ώρα. Εκείνος είχε επιστρέψει στο σπίτι μας ήδη και με καρτερούσε, ενώ όση ώρα μιλούσα, είδα τον Κενάν να με κοιτάζει έντονα και ελαφρώς απολογητικά.
«Ειλικρινά συγγνώμη που σε έφερα σε τόσο δύσκολη θέση» μου είπε μόλις έκλεισα το τηλέφωνο «Αν ήξερα πως σε γυρεύει ο δεσμός σου, δεν θα σου πρότεινα να πάμε βόλτα και μετά να τα ακούσεις εξαιτίας μου. Μην με ρωτήσεις πώς το κατάλαβα. Από τις εκφράσεις του προσώπου σου. Φυσικά πέρασα πολύ όμορφα μαζί σου και έμαθα και για την αρχή της Δημοκρατίας, αλλά νομίζω πως ήρθε ώρα να πηγαίνουμε. Ίσως αύριο με τον Μετίν, περάσουμε από εσάς για μία τελευταία υπογραφή πριν από την πτήση μας για Τουρκία» μου είπε σχεδόν δίχως να με κοιτάζει στα μάτια.
Ένιωσα λίγες τύψεις, καθώς δεν μου άρεσε να λέω ψέματα στον Έκτορα. Εκείνος, δεν μου είχε πει ποτέ του. Φυσικά δεν έφταιγα εγώ που τυχαία συνάντησα τον Κενάν, αυτόν τον ονειροπόλο ανατολίτη και πανέξυπνο επαγγελματία, αν κρίνω από το γεγονός πως ο πατέρας μου ενθουσιάστηκε μαζί του σήμερα το πρωί. Χωρίσαμε στον σταθμό του ηλεκτρικού, καθώς εγώ θα έπαιρνα το τρένο για Κηφισιά.
«Χάρηκα ειλικρινά Ιλεάνα» μου είπε δίνοντάς μου το χέρι «Και θα ήθελα να ακολουθήσεις το όνειρο της ψυχολογίας. Να ξέρεις πως από την πατρίδα θα τηλεφωνήσω για να μάθω εξελίξεις» πρόφερε πειρακτικά και γελάσαμε.
Ήταν όμορφος όταν γελούσε. Πάνω του υπήρχε το πάντρεμα της Ανατολής, με τα σαρκώδη χείλη και τα σκούρα, έως μαύρα μαλλιά, με κάποια δυτικά στοιχεία, όπως το λευκό δέρμα. Ωστόσο, υπέθεσα πως θα ήταν σίγουρα παντρεμένος, ή έστω δεσμευμένος, καθώς η ηλικία του ήταν μεγάλη για να εξακολουθεί να μένει μόνος σε μία χώρα με αυστηρές παραδόσεις. Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής του τρένου, ένιωθα να πνίγομαι, μέχρι που αποφάσισα πως ήθελα να ανοιχτώ στον Έκτορα και να του μιλήσω για αυτό μου το όνειρο να γίνω ψυχολόγος. Στο κάτω κάτω, μαζί του θα περνούσα την υπόλοιπη ζωή μου και αν δεν είχα υποστήριξη από εκείνον, τότε από ποιόν;
Μπήκα στο διαμέρισμά μας, έπειτα από αρκετή ώρα και τον βρήκα στον καναπέ να παρακολουθεί τηλεόραση.
«Πού ήσουν επιτέλους, βρε Ιλεάνα; Γιατί δεν μου είπες πως θα βγεις με τους συναδέλφους σου και σε έψαχνα και ανησύχησα που δεν σε βρήκα σπίτι;» ξεκίνησε την ανάκριση και η αλήθεια, δεν τον αδικούσα και πολύ.
«Προέκυψε στα ξαφνικά, δεν ήταν προσχεδιασμένο. Ωστόσο, είχαμε μία πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση, σχετικά με την εφηβική μου επιθυμία να γίνω ψυχολόγος και τα παιδιά με ενθάρρυναν» του απάντησα.
«Όταν λες, τα παιδιά; Αναφέρεσαι στους υπαλλήλους σου και συγκεκριμένα στη Λυδία την λογίστρια. Είμαι βέβαιος γι'αυτό. Αρχικά, γιατί να μην σε ενθαρρύνουν; Τους συμφέρει να φύγεις εσύ από εκεί μέσα και να προτείνει ο πατέρας σου νέα συνεργασία με κάποιον από αυτούς. Επίσης, γιατί να γίνεις ψυχολόγος και να βγάζεις ψίχουλα ακούγοντας τον πόνο του καθενός, όταν μπορείς να έχεις ολόκληρη εταιρεία με πολύ καλά λεφτά; Είναι όμορφα τα όνειρα, αλλά πρέπει να σκέφτεσαι και το μέλλον σου» ολοκλήρωσε και ένιωσα άξαφνα την κουρτίνα της δικής μου, προσωπικής ονειροχώρας, να αποτραβιέται βίαια, αφήνοντάς με θαρρείς γυμνή και εκτεθειμένη.
«Δεν διαφωνώ μαζί σου. Μπορεί να βγάζω λιγότερα, όμως θα κάνω αυτό που αγαπώ» αποκρίθηκα.
«Στην Ελλάδα ζούμε και πίστεψέ με η αγάπη για το επάγγελμα, δεν θα θρέψει την μελλοντική μας οικογένεια. Τα λεφτά θα το κάνουν» ολοκλήρωσε και εγώ αποφάσισα να τερματίσω την συζήτηση ελαφρώς απογοητευμένη.
Όπως τον έβλεπα καθισμένο στον καναπέ, ξεκίνησα να κινούμαι πιο κοντά του, χαράζοντας υγρά μονοπάτια στον λαιμό του, που μύριζε όμορφα με μία υποψία σανταλόξυλου.
«Όχι τώρα αγάπη μου, είμαι κουρασμένος, και αύριο μέρα είναι» μου είπε κλείνοντάς μου το μάτι, ασχέτως αν άκουγα την ίδια δικαιολογία βδομάδες τώρα.
Σιωπηλή, αποχώρησα και πήγα να ξαπλώσω, φέρνοντας την εικόνα του Κενάν στο μυαλό μου που είχε τρυπώσει παράνομα και ξαφνικά. Τουλάχιστον θα είχα μία ωραία, έστω και μικρή ανάμνηση από μία συνάντηση που ξύπνησε μέσα μου συναισθήματα, τα οποία τόσο καιρό βρίσκονταν σε λήθαργο.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro