Κεφάλαιο Δέκατο/part 4
Kωνσταντινούπολη
Στην εταιρεία του Κάλιχ επικρατούσε ένα κλίμα αμηχανίας. Ο Κενάν δούλευε σκεπτικός στο απέναντι γραφείο και ο νεαρός επιχειρηματίας κοσκίνιζε τις σκέψεις και τα λόγια του, καθώς ήταν αποφασισμένος να ομολογήσει κάποιες αλήθειες. Η ώρα ωστόσο περνούσε και η αμηχανία μεταξύ τους γιγαντωνόταν, μέχρι που την απόλυτη και βασανιστική σιωπή έσπασε ο Κενάν.
«Κάλιχ, νομίζω πως υπάρχει ένα κομμάτι στην ιστορία που μου κρύβετε. Έχω μάτια και βλέπω. Γνωρίζω τον Μετίν από τότε που ήμασταν ακόμη μικρά παιδιά και ειλικρινά, είμαι βέβαιος πως έχει συμβεί κάτι πολύ άσχημο. Θα μπορούσες σε παρακαλώ να μου εξηγήσεις; Νομίζω πως γνωρίζεις...»ξεκίνησε ο Κενάν και ο Κάλιχ θεώρησε σωστό και πρέπον να ομολογήσει τουλάχιστον το κομμάτι που αφορούσε τον καβγά του Μετίν με τον πατέρα του αποφεύγοντας να δώσει πολλές λεπτομέρειες.
Εξάλλου, ακόμη και ο ίδιος δεν γνώριζε τον λόγο του τσακωμού των δύο αντρών, αν και με τις τελευταίες του ανακαλύψεις για το παρελθόν του Ιάσωνα και για τον ερχομό του στην Τουρκία την περίοδο που συνέβη και το ατύχημα της Μπινάζ, μονάχα σε ένα μονοπάτι οδηγούταν και φυσικά με βάση τον δεύτερο διαπληκτισμό και την απειλή που είχε εκτοξεύσει ο Εζέλ, τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα.
«Το μόνο που γνωρίζω Κενάν, ήταν πως ο Μετίν είχε έναν πολύ άγριο καβγά με τον πατέρα του. Δεν γνωρίζω λεπτομέρειες, δεν μου έχει εξομολογηθεί τίποτε απολύτως ο ίδιος, ωστόσο ο λόγος ήταν αρκετά σοβαρός για να τον οδηγήσει να πηδήξει από τη γέφυρα του Βοσπόρου» ακούστηκε η φωνή του Κάλιχ και ο Κενάν άφησε το στυλό να γλιστρήσει από τα χέρια του, εξαιτίας του σοκ.
«Πότε έγινε αυτό; Εγώ πού ήμουν; Γιατί δεν με ειδοποίησε κανένας;» ξεκίνησε να υψώνει τον τόνο της φωνής του.
«Ήσουν με την Ιλεάνα και δεν θέλαμε να σε στεναχωρήσουμε»απολογήθηκε ο Κάλιχ δίχως αποτέλεσμα καθώς φάνηκε.
«Κάλιχ, ο Μετίν είναι κάτι σαν αδερφός μου. Είναι στην ουσία σαν να έχω δύο αδέρφια. Έπρεπε να με ειδοποιήσετε ακόμη και αν βρισκόμουν στη Σελήνη. Αν το γνώριζα νωρίτερα, δεν θα τον προέτρεπα να φύγει ταξίδι στην Ελλάδα, έναν παρολίγον αυτόχειρα. Αν μείνει και πάλι μόνος του, με τις σκέψεις του, ποιος ξέρει τι μπορεί να κάνει; Γιατί τον αφήσατε να φύγει; Θα πάω και εγώ μαζί του»ξεκίνησε, μα ο Κάλιχ τον καθησύχασε.
«Πιστεύω πως ο φίλος σου, θα είναι μία χαρά. Μακριά από τον Εζέλ τα πράγματα ίσως να είναι και καλύτερα» του απάντησε ο Κάλιχ. «Εσύ θα μείνεις μαζί μου στο σπίτι και θα έρχονται οι φυσιοθεραπευτές εκεί. Εξάλλου, κάτι μου λέει πως τα πράγματα για εσένα, θα βελτιωθούν σχετικά γρήγορα, κόντρα σε αρκετές προβλέψεις των γιατρών για μόνιμη παράλυση» πρόφερε ο Κάλιχ, ωστόσο το βεβιασμένο και επιφανειακό χαμόγελο του Κενάν, δήλωνε πως το μυαλό του τριγυρνούσε στον φίλο του. Ήταν σχεδόν βέβαιος πως θα έχανε για τα καλά τον ύπνο του μέχρι ο Μετίν να επέστρεφε πίσω στην Τουρκία.
Εκτός όμως από τον Μετίν, ο νους του έτρεχε και στον Εζέλ. Γνώριζε πως οι σχέσεις του με τον γιό του ποτέ δεν ήταν καλές, μα ήταν άλλο πράγμα να οδηγηθεί σε τόσο σκοτεινά μονοπάτια. Τι συνέβαινε με τον Εζέλ; Τι κρυβόταν από πίσω; Έπρεπε να μάθει και ήταν αποφασισμένος γι'αυτο.
Αθήνα
Ο Μετίν είχε αποφασίσει να πληρώσει κάτι παραπάνω, προκειμένου να μείνει σε ένα κεντρικό ξενοδοχείο στην πλατεία Συντάγματος. Από την στιγμή που είχε φτάσει, είχε παρατήσει τη βαλίτσα του σε ένα σημείο δίπλα από το κρεβάτι του και είχε βγει στο μπαλκόνι ξεκινώντας να χαζεύει τους περαστικούς. Για την ακρίβεια είχε κολλήσει στο συγκεκριμένο θέαμα παλεύοντας να επικεντρωθεί στα διαφορετικά πρόσωπα που κινούνταν μπροστά του, προκειμένου να πάψει να ξεπηδά σαν εφιάλτης, η εικόνα του τρελαμένου προσώπου του πατέρα του. Παρά το γεγονός πως είχε να φάει από την προηγούμενη ημέρα, δεν είχε όρεξη για τίποτε, το στομάχι του έμοιαζε με κόμπο που δεν επέτρεπε στο φαγητό να κατέβει. Καθώς κοιτούσε αφηρημένα τα χιλιάδες άγνωστα πρόσωπα των περαστικών, το μυαλό του ταξίδεψε στην γενέτειρά του, την Αττάλεια. Η παραλία Κόνιαλτι, ήταν πασίγνωστη για τα κρυστάλλινα νερά της και η εικόνα η δική του και του Κενάν να τρέχουν και να παίζουν, με τις μητέρες τους να έχουν στην αγκαλιά τους τα δύο κοριτσάκια, του έφερε εκ νέου δάκρυα στα μάτια. Ο πατέρας του δεν τον είχε αγαπήσει ποτέ του, όλη του την προσοχή την είχε στρέψει στον μεγάλο του αδερφό. Όταν όμως είσαι παιδί, το παιχνίδι σε απορροφά και τα προβλήματα λύνονται ευκολότερα. Κατόπιν, εμφανίστηκε μπροστά του το πρόσωπο του Αντνάν.
Σε αντίθεση με τον δικό του πατέρα, εκείνος ήταν στοργικός και αντιμετώπιζε τα αγόρια με τον ίδιο τρόπο σαν να ήταν και οι δύο υιοί του. Όποτε έφερνε λιχουδιά στην χαρτοπετσέτα για τον έναν, είχε πάντοτε και για τον άλλο, παρα το γεγονός πως ήταν παραδοσιακό κεφάλι και θα αργούσε να αποδεχτεί την σχέση του Κενάν με την κοπέλα από την Ελλάδα. Πώς μπόρεσε ο Εζέλ να τον προδώσει με αυτόν τον τρόπο; Ακουμπισμένος ακόμη στο κάγκελο του μπαλκονιού, ένιωσε το τηλέφωνό του να δονείται και ένα μήνυμα από την Ιλεάνα εμφανίστηκε, που του ζητούσε να συναντηθούν σε λίγη ώρα στο συντριβάνι, προκειμένου να τον πάρει και να πάνε στο σπίτι της γιαγιάς της για φαγητό. Ήταν έτοιμος να της αρνηθεί, όταν σκέφτηκε πως έστω και για λίγες ώρες, έπρεπε να καταβάλει προσπάθειες και να ξεπεράσει τις φρικτές εικόνες που τον στοίχειωναν. Πράγματι, μία ώρα αργότερα, είχε ντυθεί, είχε κάνει μπάνιο και περίμενε την κοπέλα στο συντριβάνι, παρέα με μία τεράστια ανθοδέσμη.
----------------------------------------------------
Έφτασα όσο πιο γρήγορα μπορούσα, καθώς μου ήταν αδιανόητο να στήσω τον Μετίν και να του δημιουργήσω επιπλέον δυσαρέσκεια. Όταν τον είδα περιποιημένο να βαστά μία ανθοδέσμη, ένα χαμόγελο ξέφυγε παιχνιδιάρικα από τα χείλη μου.
«Καλησπέρα»του είπα«Τα...ανθη?»τον ρώτησα παλεύοντας να σπάσω την αμηχανία.
«Δεν είναι για εσένα, αλλά για την γιαγιά σου. Για την ακρίβεια ίσως θα έπρεπε να κάνουμε και μία στάση για να της αγοράσω κάποιο γλυκό. Στη χώρα μου δεν διανοούμαστε να πάμε σε σπίτι καλεσμένοι με άδεια χέρια» μου είπε και του χαμογέλασα. Δεν θα του χαλούσα κανένα χατήρι αν ήταν να τον κάνω να νιώσει καλύτερα.
Η γιαγιά Ελένη, ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος. Της είχα πει την ιστορία μου με τον Κενάν και πως ο Μετίν βρισκόταν στην Ελλάδα σε πολύ κακή ψυχολογική κατάσταση και αμέσως δέχτηκε να τον προσκαλέσει για φαγητό μαζί με εμένα. Σε όλη τη διαδρομή παραμείναμε σιωπηλοί, κάνοντας και μία στάση να αγοράσουμε και ένα γλυκό. Φτάνοντας, ο Μετίν με ακολουθούσε αμήχανος. Εγώ χτύπησα το κουδούνι και η μονίμως χαμογελαστή Ελένη, φάνηκε στο κατώφλι.
«Ω, μέραμπα!» του είπε και ο Μετίν την χαιρέτησε εγκάρδια. Ευτυχώς για εμένα, μιλούσε λίγα αγγλικά και μπορούσαν να συνεννοηθούν στα βασικά τουλάχιστον.
«Είναι τα αγαπημένα μου λουλούδια» είπε η γιαγιά μου κοιτάζοντας τους κρίνους.
«Είναι και τα δικά μου αγαπημένα, αλλά και της δικής μου γιαγιάς»απάντησε ο Μετίν και όλοι μαζί καθίσαμε στο στρογγυλό τραπέζι του σαλονιού της.
«Από ποιο μέρος της Τουρκίας είσαι;» τον ρώτησε.
«Γεννήθηκα στην Αττάλεια, αλλά εδώ και αρκετά χρόνια, μένω στην Ιστανμπούλ»πρόφερε.
«Κωνσταντινούπολη» τον μάλωσε δήθεν πονηρά η γιαγιά μου, κάνοντάς τον να χαμογελάσει. «Ξέρεις, η οικογένειά μου ήταν από τα Βουρλά. Ξεριζώθηκε τότε με την καταστροφή της Σμυρνης» ξεκίνησε και τον είδα να μαζεύεται ελαφρώς.
«Ξέρετε, λυπάμαι γι'αυτό μα ήμουν αγέννητος» πρόφερε ο Μετίν διστακτικά και η γιαγιά μου τον χτύπησε καθησυχαστικά στον ώμο.
«Να μην λυπάσαι. Κάποτε, μου έλεγε η μητέρα μου, πως και τους δύο λαούς μας είχε γεννήσει η ίδια γη. Στο βάθος της ψυχής μας, ούτε εμείς τους μισούσαμε, μα ούτε και εκείνοι. Αρκετές φορές μάλιστα, δουλεύαμε μαζί και μας θαυμάζατε γιατί ήμασταν έξυπνοι και εργατικοί. Μάλιστα, φήμες υποστήριζαν πως κάποιοι Τούρκοι, προσκυνούσαν κρυφά τις εικόνες των Αγίων και άφηναν τάματα» του είπε η γιαγιά μου.
«Εγώ δεν μεγάλωσα με μίσος για κανέναν. Παραδέχομαι, πως μέσα μου φοβόμουν μία πιθανή σχέση με κάποια κοπέλα εκτός Τουρκίας. Είχα αυτήν την μικρή σπίθα εθνικισμού, κυρίως γιατί με φόβιζε το άγνωστο»της είπε.
«Μιλάς στο παρελθόν. Σημαίνει πως η άποψή σου αυτή άλλαξε, γιατί αγάπησες πράγματι κάποια. Να ξέρεις πάντως, πως η γλώσσα του έρωτα, μα κυρίως της αγάπης δεν έχει θρησκεία, δεν έχει χρώμα. Έχει μονάχα δύο ανθρώπους και μοιράζεται στις ψυχές τους» πρόφερε η γιαγιά μου με σιγουριά.
«Την ίδια άποψη είχε και η δική μου γιαγιά όταν ζούσε. Συμβούλευε τον μεγάλο μου αδερφό, σε εμένα έλεγε πως ήμουν μικρός ακόμη και θα μου τα εξηγούσε όλα όταν θα μεγάλωνα. Χαίρομαι που ήρθα εδώ απόψε» είπε στο τέλος και ειλιρινά ένιωσα να ανακουφίζομαι. Η Ελένη είχε ετοιμάσει το πιο υπέροχο, παραδοσιακό, ελληνικό γευμα και ήμουν βέβαιη γι'αυτό.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro