
Κεφάλαιο Δέκατο/part 3
Το πρόσωπό της φάνηκε στον καθρέπτη. Πίσω της ακριβώς, βρισκόταν κρεμασμένο εκείνο το λευκό φόρεμα, που με τόσο αυθορμητισμό, της είχε δωρίσει κάποτε ο νεαρός από την γειτονική χώρα. Στη θέα του χαμογέλασε, ωστόσο το χαμόγελό της εξαφανίστηκε αμέσως, καθώς στην μνήμη της αναδύθηκε η εικόνα του σκυθρωπού και βασανισμένου του προσώπου. Ο Μετίν ήταν κλειστός άνθρωπος και δύσκολα σου επέτρεπε να δεις πέρα από τα όρια που είχε θέσει ο ίδιος. Αυτό θα ήταν κάτι που θα δυσκόλευε ιδιαιτέρως την κατάσταση και η Ήλια ήταν ήδη προετοιμασμένη.
Πέντε λεπτά αργότερα, το κουδούνι της εξώπορτας χτύπησε και στο κατώφλι φάνηκε ο Πέτρος να την περιμένει με ένα και μοναδικό, κόκκινο τριαντάφυλλο. Η αλήθεια, το συγκεκριμένο λουλούδι και χρώμα, ήταν ίσως το αγαπημένο της. Το κόκκινο την ηρεμούσε και με την ζωηράδα του, της μετέδιδε παράλληλα μία ευφορία. Το είχε κάνει και τότε, που μετά τον τραυματισμό της, είχε πάρει την απόφαση πως δεν θα πήγαινε ποτέ στην Γαλλία για να κυνηγήσει το όνειρό της ως επαγγελματίας χορεύτρια. Για πολλές μέρες, είχε δύο βάζα με κόκκινα τριαντάφυλλα να κοσμούν το σαλόνι της και το χρώμα, σε συνδυασμό με την γλυκιά μυρωδιά τους, της δημιουργούσαν γαλήνη και χαρά. Πήρε λοιπόν προσεκτικά το άνθος από τον νεαρό, χαμογελώντας του με μία υποβόσκουσα ντροπή.
«Είναι το αγαπημένο μου...»του ψιθύρισε και εκείνος ανταπέδωσε το χαμόγελο.
«Το κατάλαβα, μην με ρωτήσεις πώς. Μίλησε το ένστικτό μου. Λοιπόν, πάμε;» την ρώτησε και εκείνη ξεκίνησε να νιώθει τύψεις.
Ο Πέτρος ήταν πραγματικά ένα πολύ καλό παιδί και του άξιζε μία κοπέλα, η οποία συναισθηματικά θα ήταν απόλυτα αφοσιωμένη σε εκείνον. Οτιδήποτε λιγότερο, θα ήταν άδικο και δεν του ταίριαζε. Στον Πειραιά, βγήκαν στον Προφήτη Ηλία, για να απολαύσουν τη θέα ως το Φάληρο και το Σαρωνικό. Ήταν πράγματι μαγευτικά, ό,τι έπρεπε για ένα υπο άλλες συνθήκες, ρομαντικό ραντεβού. Ωστόσο, η Ήλια ένιωθε μία νευρικότητα και μία αμηχανία, καθώς όσο περνούσε η ώρα και παρά τα άπειρα κοινά σημεία που είχε μαζί του, η καρδιά της χτυπούσε σε άλλους ρυθμούς.
«Ειλικρινά σε ευχαριστώ τόσο πολύ για την παρέμβασή σου. Αν δεν ήσουν εσύ, τα πράγματα με τον Έκτορα θα είχαν εξελιχθεί περίεργα» του είπε και εκείνος της έπιασε το χέρι τρυφερά.
«Η αλήθεια, ποτέ μου δεν κατάλαβα τους άντρες που υποτιμούν ή χρησιμοποιούν σωματική βία. Δεν είναι καθόλου όμορφο και δεν πρέπει να συμβαίνει ούτε από την πλευρά των γυναικών. Νομίζω πως εμείς οι άνθρωποι, ως έλλογα όντα, έχουμε τη δυνατότητα να λύνουμε τις διαφορές μας με συζήτηση, έστω και αν αυτή είναι έντονη. Η στάση του όπως καταλαβαίνεις δεν ήθελε και πολύ για να με εξοργίσει» της απάντησε και η Ήλια κατέβασε το βλέμμα της.Ο Πέτρος, τοποθέτησε το χέρι του στο πηγούνι της και την προέτρεψε με αυτόν τον τρόπο να τον κοιτάξει. «Εδώ και αρκετή ώρα, σε νιώθω αγχωμένη. Συμβαίνει κάτι; Μήπως δεν περνάς καλά; Θα ήθελα να μου το πεις, μην με ντρέπεσαι» της είπε κάνοντάς την να νιώσει ακόμη χειρότερα.
«Η αλήθεια είναι, πως είσαι ένα καταπληκτικό παιδί αλλά..» πήγε να του πει δίχως να προλάβει να ολοκληρώσει τη φράση της.
«Αλλά προφανώς δεν νιώθουμε τα ίδια πράγματα. Εγώ εντυπωσιάστηκα από την πρώτη στιγμή που σε είδα στο νησί. Ωστόσο, θυμάμαι πως ήσουν με έναν νεαρό μαζί. Εκείνος είναι έτσι;» την ρώτησε και η Ήλια κοκκίνισε ολόκληρη.
«Συγγνώμη»του είπε.
«Εντάξει, δεν χρειάζεται να νιώθεις άσχημα. Ωστόσο, έστω και σαν γνωστοί, ας απολαύσουμε την βραδιά»τελείωσε και η Ήλια ένιωσε ανακούφιση που δεν χρειαζόταν να προσποιείται, ή να πιέζεται. Αύριο, ξημέρωνε μία περίεργη μέρα, καθώς ο Μετίν μαζί με την κολλητή της την Ιλεάνα, θα προσγειώνονταν στην Ελλάδα. Είχε άγχος και αγωνία γι'αυτήν τη συνάντηση, μα ταυτόχρονα η καρδιά της αδημονούσε φτερουγίζοντας σε ξέφρενους ρυθμούς.
----------------------------------------------------
Ο Έκτορας, αγανακτισμένος και με το πρόσωπό του χτυπημένο, κατευθυνόταν προς το γραφείο του Ιάσωνα. Οι δυό τους, ήταν καιρός να δώσουν κάποιες εξηγήσεις. Ο Ιάσωνας, όπως συνήθως, είχε κόσμο στον προσωπικό του χώρο και ο Έκτορας, έχοντας ξεπροβοδίσει τους γονείς του νωρίς το πρωί, ξεκινώντας να τους προετοιμάζει ψυχολογικά πως ο γάμος μάλλον θα διαλυόταν, αποφάσισε στην πορεία να μιλήσει με τον πατέρα της Ιλεάνας. Καθώς πλησίαζε, πρόσεξε πως μέσα βρισκόταν ήδη ο Αχιλλέας, μαζί με έναν ακόμη τύπο αρκετά γεροδεμένο και με παρουσιαστικό του υποκόσμου. Ο Έκτορας γνώριζε φυσικά τα μπλεξίματα του Ιάσωνα και το ξέπλημα του μαύρου χρήματος, όταν όμως άκουσε τη λέξη ΄΄φόνος΄΄ να βγαίνει από το στόμα του, ανατρίχιασε.
Κοντοστάθηκε λίγο πριν την πόρτα, παλεύοντας να πιάσει καμιά κουβέντα και παριστάνοντας δήθεν στο προσωπικό πως δεν ήθελε να τον ενοχλήσει. Τον άκουσε λοιπόν να μιλά για έναν Τούρκο, του οποίου είχε σκοτώσει τη γυναίκα, ύστερα από απαίτηση ενός Εζέλ. ΄΄Δεν είναι δυνατόν΄΄ξεκίνησε να σκέφτεται. Είχε μπλέξει άσχημα και μπορεί να μην ήταν ο πιο τίμιος άνθρωπος του κόσμου, από τη στιγμή που δέχτηκε όλες αυτές τις συμφωνίες με τον παρολίγον πεθερό του, αλλά να βρεθεί μπλεγμένος και με δολοφόνο, ήταν κάτι που στα σίγουρα δεν επιθυμούσε. Μετανιωμένος, αποφάσισε απλώς να πάρει όσες πληροφορίες μπορούσε και έπειτα θα τρεπόταν σε φυγή. Τον άκουσε να λέει λοιπόν, πως πιθανότατα η Ιλεάνα, είχε βρεθεί μπλεγμένη με εκείνον τον νεαρό, του οποίου η γυναίκα είχε δολοφονηθεί από τα χέρια του πατέρα της. Ο Ιάσωνας γύρευε τρόπους να ξεμπλέξει την κόρη του, με αίμα.
΄΄Ήμουν εκτελεστής Αχιλλέα και παρά το γεγονός πως προσπάθησα να το αφήσω στην άκρη, τελικά το παρελθόν με κυνηγά. Είναι ο μόνος τροπος΄΄ άκουσε τον πατέρα της να λέει και ανατρίχιασε. Λέγοντας στην γραμματέα πως βιαζόταν και πως μάλλον θα περνούσε μία άλλη φορά, αποφάσισε να πάει μία βόλτα στο λιμάνι παλεύοντας να σκεφτεί.
Με την Ιλεάνα, δεν ήταν ποτέ τρελά ερωτευμένος. Γνώριζε πως η ίδια καταπιεζόταν για χρόνια από τους δικούς της, ωστόσο, έπειτα από την συγκεκριμένη συζήτηση, είχε επηρεαστεί πολύ. Στην τελική κατα πώς φαινόταν, οι δρόμοι τους θα χώριζαν και έπειτα από όσα είχε ακούσει, δεν επιθυμούσε με τίποτε να μπλέξει με έναν τέτοιο άνθρωπο, ούτε εκείνος, ούτε η οικογένειά του την οποία λάτρευε. Θα ήταν καλύτερο να καρτερούσε την ίδια και επιτέλους να συζητούσαν μερικά πράγματα έξω από τα δόντια, δίχως να κρύβονται.
----------------------------------------
Καθόλη τη διάρκεια της πτήσης μας για Αθήνα, με τον Μετίν δεν είχαμε ανταλλάξει ούτε μισή λέξη. Σκεφτόμουν πως ο συγκεκριμένος άνθρωπος, είχε περάσει πολλά τελευταία, αλλά δεν γνώριζα ακριβώς τι. Ο ίδιος είχε κλειστεί στον εαυτό του, κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο δίχως να έχει στρέψει ούτε για μία στιγμή το βλέμμα του επάνω μου.
«Η αλήθεια Μετίν, δεν χρειάζεται να έρθεις μαζί μου. Θα μιλήσω μόνη μου με τον Έκτορα, μην ανησυχείς. Εξάλλου, κάτι τέτοιο θα ηταν άβολο και για τους δύο» του είπα και μόνο τότε τον είδα να στρέφει το βλέμμα του επάνω μου. Τα μάτια του ήταν κουρασμένα και κατακόκκινα.
«Καλώς. Ωστόσο, το τηλέφωνό μου το γνωρίζεις. Κάνε μου μία αναπάντητη και θα έρθω, αρκεί να μου πείς πού θα είστε. Θα μου πάρει και λίγη ώρα να βρω το σημείο εξάλλου» μου απάντησε.
«Θα μείνεις με την Ήλια;» τον ρώτησα μήπως και κατόρθωνα να ανοίξω κάποια κουβέντα μεταξύ μας.
«Όχι Ιλεάνα. Αυτή τη στιγμή νιώθω πως θέλω να μείνω μόνος μου. Έκανα το χατήρι των φίλων μου να σε συνοδέψω για να αλλάξω και εγώ παραστάσεις, ωστόσο κάποιες σκηνές που έζησα τις τελευταίες ώρες, νιώθω πως δεν μπορώ να τις αποβάλλω από μέσα μου, ή από το μυαλό μου. Συνέχεια τριγυρνάνε και με κάνουν να θέλω να ουρλιάξω. Μονάχα όταν συγκεντρώνω για αρκετή ώρα το βλέμμα μου σε μία εικόνα μεταβαλλόμενη, τότε μόνο για λίγο πάυω να τα σκέφτομαι. Ωστόσο, συναισθηματικά νιώθω κενός, ή ακόμη χειρότερα, νιώθω πως θέλω να ξεσπάσω σε κάποιον. Καταλαβαίνεις φαντάζομαι, πόσο δύσκολο θα μου είναι να συγκατοικήσω έστω και για λίγο με άλλον. Δεν μπορώ, τουλάχιστον, όχι τώρα. Θα μείνω αρκετά στην Ελλάδα και ίσως πάω στα νησία. Αν και όταν βλέπω θάλασσα, νιώθω πως θέλω να αφήσω τον εαυτό μου να πνιγεί και να ησυχάσει» μου είπε και ταράχτηκα.
«Μετίν, μην μιλάς έτσι. Με τρομάζεις. Δεν πιστεύω να κάνεις τίποτε επικίνδυνο πάλι;» τον ρώτησα και κάγχασε.
«Μην φοβάσαι. Ως και ο θάνατος με σνομπάρει» τελείωσε και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro