Κεφάλαιο Δέκατο/part 2
O νεαρός τον κοιτούσε σαν να τον έβλεπε για πρώτη φορά. Είχε από μικρός αποδεχτεί την αυστηρή και αρκετές φορές ταπεινωτική, στα όρια του ανήθικου, συμπεριφορά του πατέρα του, αλλά τα τελευταία γεγονότα που είχαν διαδραματιστεί τον είχαν κυριολεκτικά σοκάρει. Αυτός που έβλεπε μπροστά του, με σιγουριά δεν ήταν ο πατέρας του, αλλά ένα τέρας, ένας στυγνός δολοφόνος που δεν του άξιζε να ανέχεται. Τυφλωμένος από την οργή και αψηφώντας το γεγονός πως κρατούσε μαχαίρι, του όρμηξε, με τον Εζέλ να του καταφέρνει ένα χτύπημα στην παλάμη του και τον Μετίν να κατορθώνει να τινάζει το μαχαίρι μακριά από τα επικίνδυνα χέρια του.
«Λέγε ποιος άλλος είναι μπλεγμένος στον θάνατο της Μπινάζ. Λέγε γιατί θα σε στραγγαλίσω...»του γρύλισε και τη στιγμή που ετοιμαζόταν να σφίξει τα χέρια του γύρω από τον λαιμό του πατέρα του, η πόρτα άνοιξε και στο σπίτι μπήκε η μητέρα του βαστώντας μία σακούλα με ψώνια, η οποία έπεσε με φόρα στο πάτωμα. Παρά το γεγονός πως είχαν χωρίσει, εκείνη εξακολουθούσε να νοιάζεται για την διατροφή της κόρη της, η οποία πότε έμενε μαζί της και πότε με τον Εζέλ.
«Μετίν; Σταμάτα σε παρακαλώ!»τσίριξε και εκείνος επέτρεψε απρόθυμα στον Εζέλ να αναπνεύσει.
«Ο υιός σου είναι ένας διεστραμμένος!Μόλις που κατόρθωσα να του πάρω το μαχαίρι, αλλιώς θα με σκότωνε. Ποτέ του δεν με χώνεψε και τώρα κοίτα σε τι κατάσταση οδηγήθηκε! Απείλησε μάλιστα να πάρει μαζί του και τη Σεϊντά. Είναι επικίνδυνος και θα τον καταγγείλω στην αστυνομία!» ξεκίνησε να ωρύεται ο Εζέλ ψεύτικα, ενώ η πρώην γυναίκα του ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει.
«Γιατί αγόρι μου;»ξεκίνησε μέσα από λυγμούς. «Ποτέ δεν τα πηγαίνατε καλά με τον πατέρα σου, αλλά να γίνεις δολοφόνος..» ψέλλισε.
«Μην ακούς λέξη από όσα λέει. Αυτό το καθίκι σκότωσε τη γυναίκα του παιδικού μου φίλου και φυσικά σε κερατώνει με την κολλητή σου και πρώην γειτόνισσα! Καλά έκανες που τον παράτησες! Ίσως και να ήταν η πιο σοφή επιλογή σου...»ξεκίνησε να φωνάζει ο Μετίν, αλλά τότε συνειδητοποίησε πως αυτός ο πόλεμος απέναντι στις παρωπίδες της μητέρας του, ήταν μάταιος. Η ίδια αδυνατούσε να πιστέψει πως ο πρώην άνδρας της, είχε φτάσει στο σημείο να την απατήσει με την Σελέν. Όχι. Το μυαλό της, θέλοντας να προστατέψει την ψυχική της υγεία, όφειλε να το αρνηθεί με σθένος.
«Φύγε από μπροστά μου...»έσκουξε εκείνη προτού χάσει εντελώς τις αισθήσεις της, με τον Κάλιχ να ξεπροβάλει στην πόρτα την κατάλληλη στιγμή.
«Τι συμβαίνει; Ανησύχησα και τελικά ήρθα πάνω στην ώρα από ότι φαίνεται. Η πόρτα ήταν ανοιχτή εξάλλου...Μετίν είσαι καλά;» ρώτησε τον φίλο του και κατόπιν το οργισμένο του βλέμμα στράφηκε προς τη μεριά του Εζέλ. «Εσύ...πες μου τι του έκανες γιατί τις ξέρω τις βρωμοδουλειές σου, όπως επίσης υποψιάζομαι και τον συνένοχο σε ένα έγκλημα που συντελέστηκε δύο περίπου χρόνια πριν» συλλάβισε απειλητικά ο Κάλιχ, μα ο Εζέλ δεν φάνηκε να πτοείται.
«Κύριε Κοζτζούογλου, μπορεί εσείς να έχετε τη δυνατότητα να αγοράσετε την μισή Τουρκία, αλλά σας βεβαιώνω πως εγώ έχω τη δυνατότητα να αφαιρέσω τη ζωή του παιδιού του Κενάν σε μία νύχτα. Επομένως, αφήστε με στην ησυχία μου και μαζέψτε τον υιό μου γιατί την επόμενη φορά, δεν θα του την χαρίσω. Όλοι έχουμε τις άκριές μας βλέπετε» μούγκρισε ο Εζέλ και ο Κάλιχ κοκκίνισε από οργή.
«Αυτό θα το δούμε» του πέταξε και άρπαξε από το μπράτσο τον Μετίν, σέρνοντάς τον με το ζόρι ως έξω.
Δυστυχώς η μητέρα του είχε χάσει τις αισθήσεις της και δεν είχε κατορθώσει να ακούσει τις απίστευτες απειλές αυτού του ανθρώπου, ούτε όμως και η Σεϊντα που παρέμενε κλεισμένη στο δωμάτιό της. Κάπου εκεί όμως, το μυαλό του Μετίν πήρε μία τελευταία στροφή. Έπρεπε να μιλήσουν με την μητέρα του Κενάν. Όσο και αν την απεχθανόταν, δεν είχε άλλη επιλογή. Οργισμένοι και αναστατωμένοι βγήκαν έξω, μόνο και μόνο για να συναντήσουν τον Κενάν δίχως την Ιλεάνα.
«Μετίν; Για τω Θεώ τι έπαθες;Το χέρι σου είναι πνιγμένο στο αίμα»του φώναξε και οι δύο άντρες αλληλοκοιτάχτηκαν αμήχανα.
«Έσπασε ένα γυαλί στο χέρι μου. Με ξέρεις τώρα πώς είμαι άμα βιάζομαι»πάλεψε να τα μπαλώσει άτσαλα εκείνος.
«Βασικά άφησα για λίγο την Ιλεάνα στο σπίτι να μαγειρέψει και βγήκα μονάχος μου μία βόλτα στην παλιά μου γειτονιά. Έλεγα να περάσω από τον θείο Εζέλ να πω καλημέρα» συνέχισε ο Κενάν και είδε τον Μετίν να καταρρέει στο πεζοδρόμιο βάζοντας τα κλάματα. Κάπου εκεί σοκαρίστηκε. Δεν είχε δει ποτέ ξανά τον φίλο του να κλαίει, πόσο μάλλον με λυγμούς. Ο Κάλιχ τα είχε χάσει και ο Κενάν πίστεψε πως τους είχε βρει κάποια οικογενειακή τραγωδία.
«Λιποθύμησε η μητέρα του βλέπεις και αυτό στάθηκε σαν αφορμή να σπάσει καταλάθος το βάζο» συμπλήρωσε και ο Κενάν τον κοίταξε έκπληκτος.
«Είναι καλά εκείνη τώρα;» φώναξε γνωρίζοντας την αδυναμία που υπήρχε μεταξύ τους.
«Θα γίνει καλά, ναι. Γι' αυτό ανέβηκα να βοηθήσω και εγώ. Για να την σηκώσουμε. Ωστόσο, χρειάζεται ξεκούραση. Έλα να την δεις αύριο καλύτερα στο σπίτι της»ολοκλήρωσε τον καταιγισμό ψεμάτων ο Κάλιχ και ο Κενάν φάνηκε προσωρινά να πείθεται.
«Πάντως αδερφέ, δεν μου φαίνεσαι καθόλου καλά. Έχεις αδυνατίσει, το πρόσωπό σου μοιάζει πιο χλωμό και πιο αρρωστημένο από ποτέ. Μήπως να πάρεις καλύτερα άδεια από τη δουλειά;»συνέχισε ο Κενάν και ο Μετίν με μάτια πρησμένα και κατακόκκινα τον κοίταξε πλαγίως.
«Νομίζω πως όπου και να βρεθώ, θα μοιάζει με φυλακή» του απάντησε.
«Ακόμη και στην Ελλάδα;»τον ρώτησε με νόημα.
«Ειδικά στην Ελλάδα»του απάντησε.
«Ακόμη και αν δεν γίνει κάτι με την κοπέλα, έχει όμορφα νησιά. Άραξε σε μία παραλία, φάε ελληνική γειτονική κουζίνα και ξέχνα για λίγο οτιδήποτε σε απασχολεί. Θα ερχόμουν και εγώ, αλλά εκτός του ότι έχω το πρόβλημα της αναπηρίας που με δυσκολεύει, ε, έχω και την κοπέλα μου» απάντησε και για πρώτη φορά, ο Μετίν χαμογέλασε αχνά.
«Είστε και επίσημα μαζί;» τον ρώτησε.
«Και επίσημα. Αύριο γυρνά πίσω για να τελειώνει το θέμα με τον Έκτορα. Θα ήθελες να την συνοδεύσεις;»τον ρώτησε ο Κενάν και ο Κάλιχ του εξήγησε, πως ίσως η παρουσία του σε μία τέτοια στιγμή να κρινόταν και απαραίτητη για παν ενδεχόμενο. Ο Μετίν τότε, κούνησε το κεφάλι του καταφατικά δίχως να πει λέξη. Δύναμη δεν του είχε απομείνει για οποιαδήποτε διαφωνία. Ίσως να ήταν και καλύτερα αν τη συνόδευε. Ο Κενάν τον χτύπησε φιλικά στο χέρι και οι τρείς τους, μαζί με την Άρτεμις που καρτερούσε στο αυτοκίνητο, αποφάσισαν έπειτα από προτροπή του Κάλιχ, να ξεχάσουν για μία ημέρα, όσο αυτό ήταν δυνατόν, όλα όσα είχαν διαδραματιστεί. Η γειτονιά του Κενάν, η περιοχή Τζιχανγκίρ, είχε μία υπέροχη ταβέρνα με εσωτερική αυλή που σέρβιρε ευρωπαϊκή κουζίνα με μερικές τούρκικες πινελιές και ονομαζόταν Rose Marine. Αποφάσισαν λοιπόν να την επισκεφθούν, με τον Κενάν να ειδοποιεί την Ιλεάνα να παρατήσει ό,τι δουλειά είχε κατά νου και να τους συνοδεύσει. Κάπου εκεί, ο Μετίν ένιωσε να παίρνει μία ανάσα έστω και επίπλαστης ευτυχίας. Του είχαν λείψει οι ατελείωτες βόλτες στην πολύβουη Ιστικλάλ παρέα με τον κολλητό του, οι μέρες του Πανεπιστημίου, τα βράδια στον πύργο του Γαλατά, καθώς και οι άσκοποι περίπατοι στις υπαίθριες αγορές. Στο εδώ και τώρα είχε εκτιμήσει τις μικρές πινελιές της ευτυχίας, σε μία ζωή που του είχε δείξει ένα πρόσωπο σκληρό.
Αθήνα
Η Ήλια ήταν σχεδόν έτοιμη. Πρώτη φορά είχε κάνει τόσες ώρες να ετοιμαστεί, ωστόσο της έμενε ακόμη λίγος χρόνος για να καλέσει με κλήση βίντεο τις δύο ξενιτεμένες της κολλητές. Πράγματι, κάλεσε το νούμερο της Άρτεμις, καθώς ήταν βέβαιη πως θα το σήκωνε αμέσως. Προς μεγάλη της χαρά, είδε όλη την παρέα μαζεμένη σε μία ταβέρνα να τρώει και να συζητά χαρούμενα. Παρά την θέλησή της, αδυνατούσε να αποτρέψει το βλέμμα της από το να εστιάσει στον μελαγχολικό άνδρα δίπλα στον Κενάν. Ο Μετίν ξέκλεβε και εκείνος ματιές, δίχως να μπορεί να εστιάσει για πολύ ώρα στην εικόνα της.
«Άντρε βρε παιδιά!Πιείτε λίγο κρασάκι και για εμένα» τους ενθάρρυνε ελαφρώς παραπονιάρικα, ενώ τον λόγο είχε πάρει ο Κάλιχ εξηγώντας της, τι είδους παραδοσιακές λιχουδιές απολάμβαναν.
Εκείνη πάλι, πάντοτε πάσχιζε να εντοπίσει με το βλέμμα της τον Μετίν, ο οποίος ήταν χωμένος πίσω-πίσω, με το χέρι του τυλιγμένο με έναν επίδεσμο. Η αλήθεια ήταν πως δυσκολεύτηκε να τον αναγνωρίσει. Το πρόσωπό του είχε χάσει την αλλοτινή του λάμψη και ομορφιά, ο ίδιος είχε αδυνατίσει πολύ, ενώ και μόνο στη σκέψη της απόπειρας να βάλει τέλος στη ζωή του, ένιωσε να παγώνει. Δεν άντεχε να τον βλέπει έτσι. Έπρεπε να λάβει δραστικά μέτρα και να αποτρέψει από το αιώνιο κόλλημά της με την ρουτίνα, να της στερήσει στιγμές που ειλικρινά λαχταρούσε. Στιγμές που θα καθόριζαν ίσως τη ζωή της στο τώρα και το πάντα. Γιατί είναι μικρή η ζωή και λίγα τα τώρα, ενώ το πάντα δεν είναι για τους ανθρώπους, μα για τις αναμνήσεις για όσο η ψυχή βρισκόταν εν ζωή.
«Μετίν!» του φώναξε από την κάμερα δίχως να μπορεί να κρατηθεί περαιτέρω και εκείνος γύρισε αργά το κεφάλι του πασχίζοντας να χαμογελάσει «Θέλω να έρθεις εδώ. Θέλω να πάμε κάπου να χαλαρώσουμε έστω και για ένα σαββατοκύριακο. Σε ικετεύω, μην μου το αρνηθείς»τον παρακάλεσε ριψοκινδυνεύοντας, μα η όψη του προμήνυε το κύμα θυμού που θα ακολουθούσε.
«Με είδες χάλια και με λυπήθηκες; Δηλαδή, αν ήμουν καλά δεν θα με καλούσες, έτσι; Δεν θέλω να σου χαλάσω τα σχέδιά σου με τον φίλο σου, γιατί έχεις κάποιον στην ζωή σου και το ξέρω. Μην ανησυχείς θα είμαι εντάξει και ευχαριστώ για την πρόταση» απάντησε ψυχρά..
«Ξέρεις» ακούστηκε ξανά ο θλιμμένος τόνος στη φωνή της « δεν το κάνω από λύπηση, αλλά από ενδιαφέρον. Αν δεν ενδιαφερόμουν για εσένα, θα άφηνα τους φίλους σου να αναλάβουν τον ρόλο του ψυχοθεραπευτή, ωστόσο με μεγάλη μου χαρά, θα το έκανα εγώ για εσένα. Επίσης, δεν διαθέτω κάποια σχέση, μήτε κάποιον φίλο στην Ελλάδα. Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος» τελείωσε και είδε τα χαρακτηριστικά του Μετίν να χαλαρώνουν.
«Θα το σκεφτώ. Χρειάζομαι χρόνο»της απάντησε τελικά.
«Θα περιμένω»πρόφερε εκείνη προτού κλείσει το κινητό της, στέλνοντας ταυτόχρονα φιλιά σε όλους.
Κοίταξε την ώρα μελαγχολικά. Ο Πέτρος θα εμφανιζόταν από στιγμή σε στιγμή και εκείνη όφειλε να κάνει μία σοβαρή κουβέντα μαζί του.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro