Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο Δέκατο/part 1

Αθήνα

Η Ήλια ένιωθε ιδιαίτερη μοναξιά μακριά από τις αγαπημένες της φίλες. Τελευταία ωστόσο, είχε έρθει κοντά με τον Πέτρο, τον νεαρό που είχε γνωρίσει τυχαία στις διακοπές της στην Κω. Στη δουλειά της, ένα συχνό θέμα συζήτησης, ήταν η συμπεριφορά της γειτονικής χώρας τόσο απέναντι στην Κύπρο, όσο και απέναντι στην Ελλάδα με τις αμέτρητες παραβιάσεις στο Αιγαίο, ενώ τα κοσμητικά επίθετα έδιναν και έπαιρναν ανάμεσα στις συναδέλφους. Μετά το σχόλασμα, είχε κανονίσει να βρεθεί με τον Πέτρο προκειμένου να βγουν οι δυο τους το βράδυ, όταν ήχησε το τηλέφωνό της και εκείνη αναγνώρισε τον αριθμό της Άρτεμις. Κλείνοντας για δευτερόλεπτα το πιστολάκι, έτρεξε στο πίσω μέρος του μαγαζιού, προκειμένου να μπορεί να μιλήσει ελεύθερα.

«Τι κάνετε ζωηρές μου πεταλουδίτσες;» ρώτησε την φίλη της η οποία ακουγόταν κλαμένη και μπουκωμένη.

«Άρτεμις, είσαι καλά; Σου έκανε κάτι ο Αλή Πασάς;» την ρώτησε ανάλαφρα, μα εκείνη ξεκίνησε να της αφηγείται την υπόθεση του Μετίν, προσπαθώντας για την ώρα να αφήσει έξω από την κουβέντα τον πατέρα της Ιλεάνας και την υπόθεση της Μπινάζ. Ωστόσο και μόνο η αναφορά στην απόπειρα που έκανε ο Μετίν να βάλει τέλος στη ζωή του, της ήταν αρκετό για να ταρακουνηθεί για τα καλά, συνειδητοποιώντας πόσα συναισθήματα βαστούσε με το ζόρι μέσα της, καταπατώντας από φόβο τα θέλω της.

«Σύντομα θα επιστρέψω για λίγο στην Ελλάδα, καθώς το σκέφτομαι πολύ σοβαρά με τον Κάλιχ. Έκανα έρωτα για πρώτη φορά μαζί του και ήταν μαγικά. Θέλω να είμαστε μαζί, ωστόσο εκείνος διευθύνει μία εταιρεία- κολοσσό στην Πόλη και δεν θα μπορούσα σε καμία περίπτωση να του ζητήσω να την αφήσει και να έρθει σε μία Ελλάδα που μαστίζεται από την ανεργία. Άσε που δεν μιλά καθόλου ελληνικά, ενώ όταν μάθουν την καταγωγή του, δεν νομίζω να τρέξουν να τον προσλάβουν» ολοκλήρωσε και η Ήλια συμφώνησε μαζί της, παρά το γεγονός πως μία μελλοντική απουσία της φίλης της, θα της κόστιζε.

Όταν πλέον η ώρα είχε πάει πέντε, εκείνη βγήκε από το μαγαζί προκειμένου να κατευθυνθεί στο σπίτι της, όταν τυχαία έπεσε πάνω στον Έκτορα, ο οποίος όμως κινούταν σαν οργισμένος ταύρος προς το μαγαζί της.

«Επιτέλους, βρίσκω και κάποια, γιατί οι άλλες έχουν γίνει καπνός. Πες μου πού είναι η Ιλεάνα και δεν θα δεχτώ δικαιολογίες, τύπου ΄΄δεν ξέρω΄΄. Παράτησε τους γονείς μου σύξυλους δίχως εξήγηση, ενώ εμένα το μόνο που μου είπε ήταν να την περιμένω να επιστρέψει για να μιλήσουμε. Λέγε με ποιόν τραβιέται!»της ούρλιαξε.

«Καταρχάς, διευκρίνισέ μου ποιος σου δίνει εσένα το δικαίωμα να έρχεσαι έξω από τη δουλειά μου και να με κάνεις ρεζίλι. Κατά δεύτερον, το τι θέλει και τι όχι η φίλη μου αφορά εκείνη. Εγώ δεν γνωρίζω τον λόγο της στεναχώριας της ή της φυγής της, αλλά και να ήξερα δεν θα σου έλεγα. Αυτά θα τα συζητήσετε οι δυό σας»του απάντησε κοφτά, ωστόσο εκείνος έβαλε το χέρι του μπροστά της στερεώνοντάς το στον τοίχο και κόβοντάς της τον δρόμο.

«Τελικά είσαι και εσύ το ίδιο φτηνή με την φίλη σου»της ψέλλισε και πήγε να την ακουμπήσει, όταν για καλή της τύχη περνούσε ο Πέτρος ο οποίος έμενε κοντά στην δουλειά της.

«Πάρε τα χέρια σου από πάνω της αυτή τη στιγμή» του γρύλισε επιθετικά και ο Έκτορας κοκκίνισε ολόκληρος από θυμό.

«Γκόμενά σου είναι φίλε; Να την χαίρεσαι!» φώναξε όταν η γροθιά του Πέτρου προσγειώθηκε στο μάγουλό του, ρίχνοντάς τον στο πεζοδρόμιο, με την Ήλια να έχει μείνει άναυδη, ενώ δάκρυα ξεκίνησαν να κυλάνε από τα μάτια της.

«Σταματήστε επιτέλους!» φώναξε απελπισμένη, βλέποντας τους δύο άντρες να έχουν αρπαχτεί και να χτυπιούνται. Για καλή της τύχη, μεσολάβησαν εγκαίρως και δύο περαστικοί, ώστε ο τσακωμός να λήξει όσο αυτό ήταν δυνατό, αναίμακτα.

«Δεν έχουμε τελειώσει εμείς. Για την ακρίβεια, με καμιά σας δεν έχω τελειώσει. Πας και καλύπτεις μία φτηνή, αλλά δεν μου κάνει καμία εντύπωση, γιατί όλες είστε το ίδιο πράγμα» τελείωσε ο Έκτορας και παλεύοντας να ισιώσει το πουκάμισο που φορούσε, απομακρύνθηκε με βήμα ταχύ, αφήνοντας πίσω του την Ήλια, η οποία ήταν ράκος.

«Υποθέτω πως δεν είναι καθόλου η κατάλληλη στιγμή να σε ρωτήσω τι ακριβώς έγινε» άκουσε την φωνή του Πέτρου, του οποίου είχε τραυματιστεί το άνω χείλος, εξαιτίας του χτυπήματος του Έκτορα.

Η Ήλια τον πήρε αμέσως αγκαλιά και έκρυψε το πρόσωπό της στο στήθος του.

«Σε ευχαριστώ ειλικρινά για την κατανόηση και λυπάμαι πάρα πολύ που σε έμπλεξα σε όλο αυτό. Πονάς; Θέλεις να έρθεις σπίτι μου να σου βάλω λίγο πάγο;» τον ρώτησε ευγενικά.

«Μην ανησυχείς για εμένα. Θα βάλω εγώ στο δικό μου. Προτιμώ να επιστρέψω και να ετοιμαστώ για να περάσω να σε πάρω. Ξεκουράσου και εσύ και ηρέμησε. Τα λέμε σε λίγες ώρες» της χαμογέλασε, αφήνοντας ένα τρυφερό φιλί στο μάγουλό της.

Η Ήλια τον κοιτούσε τη στιγμή που απομακρυνόταν, ενώ ταυτόχρονα βάδιζε προς το σπίτι της απορροφημένη από τις σκέψεις της. Καθώς άνοιγε την πόρτα, η επόμενή της κίνηση ήταν να πέσει στον καναπέ του σαλονιού σαν άψυχη κούκλα. Η συνάντησή της με τον Έκτορα, θαρρείς και είχε ρουφήξει όλη της την ενέργεια και είχε χαλάσει τη διάθεσή της. Ακριβώς μπροστά της, κρεμόταν το φόρεμα εκείνο που της είχε κάνει δώρο ο νεαρός από την Τουρκία. Στη σκέψη του, χαμογέλασε βεβιασμένα. Της έλειπε και όφειλε να το παραδεχτεί στον εαυτό της. Δεν άντεχε στη σκέψη πως ήταν μακριά, ενώ εκείνος κινδύνευε. Ποιος ήξερε τι είχε περάσει, τι κακό τον βρήκε στη διαδρομή για να φτάσει στο σημείο να παλέψει να βάλει τέλος στη ζωή του. Σκέφτηκε το θλιμμένο βλέμμα του. Ο πόνος φώλιαζε για χρόνια στην ψυχή του και είχε φτάσει η στιγμή να ξεχυθεί σαν λάβα, οδηγώντας τον στον τερματισμό. Την είχε ανάγκη. Θυμήθηκε τη στιγμή που βρίσκονταν στο κατάστημα με τα νυφικά φορέματα, όταν για να την πειράξει, την είχε σηκώσει αέρινα στην αγκαλιά του, θέλοντας να βεβαιωθεί για την ικανότητα του μελλοντικού της συζύγου να πράξει το ίδιο, την πρώτη νύχτα του γάμου. Ωστόσο, τη στιγμή που την κρατούσε, για λίγο την είχε κάνει να ξεχάσει πως βρισκόταν μαζί με τις φίλες της και την είχε ταξιδέψει. Θυμόταν επίσης τις ημέρες που τον φιλοξενούσε, πως το σπίτι της είχε αποκτήσει ξαφνικά ζωή, με εκείνον να κινείται μέσα στον χώρο της πάντοτε διακριτικά, έχοντας την αιώνια πειρακτική διάθεση για όπλο του. Κοίταξε το ρολόι της ξανά. Σε λίγο θα ερχόταν ο Πέτρος να την πάρει. Η αλήθεια ήταν πως της άρεσε και τον εκτιμούσε, καθώς εκτός από εμφανίσιμος ήταν και καλό παιδί. Η καρδιά της όμως είχε κάνει την επιλογή της και ήταν καιρός να την σεβαστεί.

Κωνσταντινούπολη

Ο Κάλιχ δεν είχε εγκαταλείψει ούτε για μία στιγμή το πλευρό του φίλου του. Ο Μετίν με δυσκολία έβαζε στο στόμα του έστω και δύο μπουκιές, ενώ τον είχε επισκεφθεί και ψυχολόγος προκειμένου να κατανοήσει τα βαθύτερα αίτια που οδήγησαν τον νεαρό σε αυτήν την πράξη αυτοκαταστροφής. Δυστυχώς για όλους όμως, εκείνος δεν είχε μιλήσει καθόλου από τη στιγμή που είχε συνέλθει. Μονάχα στεκόταν καθιστός στο κρεβάτι του χαζεύοντας αμέτοχα το απόλυτο κενό συντετριμμένος. Κατά το μεσημεράκι, ο Κάλιχ εισήλθε στο δωμάτιό του και έκατσε στην μικρή πολυθρόνα απέναντί του.

«Ο γιατρός είπε πως είσαι έτοιμος να φύγεις. Η υγεία σου είναι μία χαρά. Η σωματική τουλάχιστον. Άκουσέ με λίγο, πέρασε από το σπίτι σου και θα έρθω και εγώ μαζί σου προκειμένου να μαζέψουμε τα πράγματά σου και να τα μεταφέρουμε στου Κενάν. Φυσικά, η πόρτα του δικού μου σπιτιού παραμένει ανοιχτή, μιας και ο Κενάν εξακολουθεί επίσης να ακροβατεί ψυχολογικά» τελείωσε ο Κάλιχ, ωστόσο δεν έλαβε καμία απάντηση από την πλευρά του Μετίν. Μονάχα τον είδε να σηκώνεται και μηχανικά να ντύνεται, πάντοτε βυθισμένος σε σκοτεινές, προσωπικές του σκέψεις.

Ο Κάλιχ αποχώρησε πρώτος, ενώ η Άρτεμις τον περίμενε έξω.

«Τα πράγματα είναι πολύ άσχημα για τον Μετίν. Δεν μιλάει καθόλου και δεν αντιδρά σε όσα του λέω. Φοβάμαι μήπως στο τέλος χρειαστεί φαρμακευτική αγωγή. Το σοκ που έχει υποστεί είναι τεράστιο» πρόφερε ο νεαρός.

«Πίστεψέ με δεν είναι ο μόνος. Ξέρεις τι σημαίνουν όλα αυτά που μου είπες για τον πατέρα της Ιλεάνας; Κάποια στιγμή πρέπει να τα μάθει και τότε πολύ φοβάμαι πως θα ακολουθήσει και εκείνη τον δρόμο που χάραξε ο Μετίν» του είπε και τον είδε να ξεφυσά, μέχρι που η πόρτα άνοιξε και ο Μετίν βγήκε έξω.

«Θα πάω μόνος μου στο σπίτι Κάλιχ. Αν θέλεις μπορείς να με περιμένεις από κάτω»του είπε με φωνή σπασμένη και ο Κάλιχ υπάκουσε.

Με το αυτοκίνητο, το σπίτι του ήταν μονάχα είκοσι λεπτά μακριά, δίχως την κίνηση του δρόμου. Απρόθυμα και με το στομάχι του να ανακατεύεται διαρκώς, ανέβηκε τις σκάλες και ξεκλείδωσε την πόρτα.

Όπως μπορούσε να καταλάβει, η μητέρα του έλειπε όπως συνήθως, μιας που περνούσε απλώς για να αφήνει φαγητό και εκείνος κατευθύνθηκε στο δωμάτιό του, όταν είδε τη Σεϊντά να βγαίνει από το δικό της και να τον κοιτάζει τρομοκρατημένη.

«Αδερφέ;» πρόφερε η μικρή «Τι έπαθες; Είσαι καλά; »ξεκίνησε τις ερωτήσεις και εκείνος βούρκωσε.

«Μάζεψε τα πράγματά σου. Θα σε πάρω από εδώ» της είπε κάνοντάς την να ταραχτεί.

«Γιατί τι έγινε; Μετίν τι μου κρύβεις; Φοβάμαι..»πήγε να του πει, όταν είδαν και οι δύο να βγαίνει από την κουζίνα ο Εζέλ.

«Φύγε από το σπίτι μου παλιοαλήτη! Μην τολμήσεις να πάρεις την Σεϊντά!» ούρλιαξε στον Μετίν για να τον εξαγριώσει.

«Θα σε σκοτώσω. Αυτή τη φορά δεν θα μου την γλιτώσεις. Θα πάω φυλακή εξαιτίας σου και θα σαπίσω, αλλά δεν δίνω δεκάρα τσακιστή. Θα απαλλάξω την οικογένειά μου από εσένα. Μην τολμήσεις να πλησιάσεις την αδερφή μου» μούγκρισε ο Μετίν και η Σεϊντά έβαλε τα κλάματα. Εκείνος έτρεξε και την αγκάλιασε, ενώ ο Εζέλ κράδαινε ένα μαχαίρι με λύσσα.

«Ένα θα σου πω, αν τολμήσεις να πάρεις την μικρή από εδώ, τότε σου υπόσχομαι να σκοτώσω τον υιό του φίλου σου. Πίστεψέ με, γνωρίζω πολύ καλά πού βρίσκεται» τελείωσε και ο Μετίν τον έφτυσε.

«Να ξέρεις πως θα μου το πληρώσεις ακριβά. Θα σε βγάλω από την μέση»του είπε και στράφηκε στην αδερφή του «Σε αγαπώ πολύ. Μην φοβάσαι, κάνε υπομονή» ήταν τα μόνα λόγια που κατόρθωσε να ψελλίσει.

«Γιατί θέλεις να σκοτώσεις τον μπαμπά;Τι έγινε; Και τι είναι αυτά που λέει για ένα παιδί; Ποιο παιδί;» πάλεψε να μάθει, αλλά ο Εζέλ την διέταξε να επιστρέψει στο δωμάτιό της.

«Με εσένα, δεν τελείωσα» γρύλισε κοιτάζοντας τον Μετίν με μίσος. 

Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro