Κεφάλαιο Όγδοο/ part 1
Ο Ιάσωνας καθόταν κλειδωμένος για ώρες ολόκληρες στο γραφείο του, έχοντας κάποια από τα στοιχεία που του είχε δώσει ο Αχιλλέας σχετικά με την υπόθεση του Κενάν. Ευτυχώς για εκείνον, η γυναίκα του ήταν απασχολημένη στην κουζίνα, ετοιμάζοντας μεζέδες για τους γονείς του Έκτορα και επίτιμους καλεσμένους τους και έτσι είχε όλο το χρόνο δικό του για να σκεφτεί κάποια πράγματα. Για την ακρίβεια, είχε τοποθετήσει τη φωτογραφία του νεαρού Τούρκου απέναντί του και την κοιτούσε με απόλυτη προσήλωση, παλεύοντας ταυτόχρονα να κάνει μία νοητή κατάδυση στο παρελθόν, μονάχα για να ανακαλύψει πως αυτό εξακολουθούσε να τον στοιχειώνει. Είχε τραβήξει άσχημα το σχοινί με τον νεαρό και όταν ειδοποιήθηκε για την κατάληξή του, οργίστηκε μιας που η εντολή ήταν απλώς να τον φοβίσουν ώστε να μαζευτεί.
Την απόλυτη συγκέντρωσή του, έσπασε ο Αχιλλέας που ήταν το δεξί του χέρι σε όλες τις σκοτεινές υποθέσεις, στις οποίες παλαιότερα κυρίως, βρισκόταν μπλεγμένο το όνομά του. Αυτή τη φορά, για την υπόθεση του Κενάν, δεν τον είχε χρησιμοποιήσει.
«Με φώναξες;» τον ρώτησε ελαφρώς νευρικά ελπίζοντας πως το αφεντικό του είχε έστω και στο ελάχιστο σκεφτεί τις τελευταίες τους κουβέντες.
«Φυσικά και σε φώναξα, για έναν κυρίως λόγο. Βλέπεις, καθώς ο αριθμός της ηλικίας μου έχει πάρει την ανοδική πορεία και τα χρόνια που αφήνω πίσω μου είναι πολλά, έχω αρχίσει και ξεχνάω, είτε εσκεμμένα, είτε άθελά μου. Θα ήθελα λοιπόν να με βοηθήσεις και να μου θυμίσεις σε ποια ακριβώς υπόθεσή μου, εμπλέκεται το συγκεκριμένο πρόσωπο» του είπε και ο Αχιλλέας κοίταξε προσεκτικά τη φωτογραφία του νεαρού.
Τότε θυμήθηκε. Πριν από τουλάχιστον δύο χρόνια, κάποιος από την Τουρκία είχε ζητήσει από το αφεντικό του, να αναλάβει να βγάλει από τη μέση μία γυναίκα. Το αφεντικό του δεν ήταν άλλο φυσικά, από τον Ιάσωνα, του οποίου το πρώτο επάγγελμα, παρέμενε μέχρι και σήμερα άγνωστο στην οικογένειά του. Στην πιάτσα, τον ονόμαζαν ΄΄εκτελεστή΄΄. Η δουλειά του ήταν να επισκέπτεται είτε φυλακές, παριστάνοντας δήθεν τον φίλο κάποιου κρατούμενου, είτε να μιλά με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα ή και όχι, παγκοσμίως, αναλαμβάνοντας να βγάλει από την μέση εκείνον που του ζητούσαν, με αντάλλαγμα χρήματα και μάλιστα πολλά.
Όταν όμως γνώρισε την Ειρήνη και αποφάσισε να δημιουργήσει επιτέλους μία οικογένεια, είχε καταλάβει πως θα ήταν αδύνατον να συνεχίσει το συγκεκριμένο, βρώμικο, επάγγελμα και έτσι αποφάσισε να ανοίξει το δικό του τουριστικό γραφείο, σαν μία ευκαιρία να καθαρίσει το όνομά του, αλλά και να απομακρύνει τυχόν υποψίες για το αληθινό του πρόσωπο και τις παρελθοντικές του ασχολίες. Έπρεπε να το κάνει, αν ήθελε να προστατέψει την οικογένειά του και την νέα του καλή φήμη. H πρόσφατη υπόθεση της γυναίκας του Κενάν ωστόσο, ήταν και η απόδειξη πως ποτέ του δεν μπόρεσε να απαλλαγεί ολοκληρωτικά από αυτό που ήταν. Έτσι, κατά πώς φάνηκε τελικά, η μοίρα του είχε ανταποδώσει το αμάρτημα του παρελθόντος του και του είχε εμφανίσει στο δρόμο του ξανά, τον συγκεκριμένο νεαρό. Από όσο λοιπόν μπορούσε να καταλάβει, ο άνθρωπος που του είχε ζητήσει κάποτε να βγάλει από τη μέση τη γυναίκα του Κενάν, προφανώς το έκανε γιατί τον ήθελε ίσως για την δική του κόρη, ή είχε προηγούμενα με τον ίδιο και τη γυναίκα του. Αυτό, έπρεπε να το ερευνήσει καθώς ήταν μία πολύ καλή ευκαιρία, να κρατήσει τον νεαρό σε απόσταση, χωρίς να χρειαζόταν να μπλεχτεί κάπου ο ίδιος. Θα έβαζε το πρόσωπο από το παρελθόν, έναν Εζέλ, να το κάνει στη θέση του εκβιάζοντάς τον. Έτσι γίνονταν οι σωστές δουλειές εξάλλου. Μονάχα που δεν είχε ιδέα πως η επικινδυνότητα του Εζέλ, θα στρεφόταν κάποτε εναντίον της κόρης του.
Ο Αχιλλέας λοιπόν, φρόντισε να του δώσει τις πληροφορίες που χρειαζόταν, προκειμένου να προχωρήσει με την εφαρμογή του σχεδίου του.
«Όπως σου είπα και την προηγούμενη φορά, υποσχέθηκες να αλλάξεις. Η αστυνομία, αναζητούσε για πολλά χρόνια το όνομα και την ταυτότητα του φερόμενου ως ΄΄εκτελεστή΄΄ και το γνωρίζεις αυτό. Είναι επικίνδυνο. Σκέψου την κόρη σου, είναι τόσο καλό κορίτσι και είναι κρίμα» του είπε ο προσωπικός του φρουρός και συνεργάτης.
«Μα εκείνη σκέφτομαι Αχιλλέα μου, αλλιώς δεν θα μπλεκόμουν. Θέλω με κάθε τρόπο να εξασφαλίσω πως αυτό το τούρκικο τομάρι, δεν θα μπλεχτεί ποτέ ξανά στα πόδια μου. Η αλήθεια είναι πως είχα στείλει τους δικούς μου με σκοπό να τον εκφοβίσουν, αλλά τα πράγματα ξέφυγαν και πήραν άσχημη τροπή. Το μόνο πράγμα που έχουμε υπέρ μας αυτήν τη στιγμή, είναι το γεγονός πως η περιοχή ήταν σκοτεινή και απόμερη με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν μάρτυρες τριγύρω» ολοκλήρωσε και ο Αχιλλέας ξεφύσησε με αγανάκτηση.
«Από εμένα χρειάζεσαι κάτι άλλο;» τον ρώτησε με έναν σχετικό δισταγμό.
«Να κρατάς το στόμα σου κλειστό και να μου φέρεις πληροφορίες και στοιχεία επικοινωνίας που αφορούν τον Εζέλ. Θέλω να γνωρίζω τα πάντα προτού προγραμματίσω ένα ταξιδάκι στην Πόλη» ήταν και οι τελευταίες κουβέντες του Ιάσωνα και ο Αχιλλέας υποχώρησε σιωπηλός. Βαθιά μέσα του ωστόσο, ο στυγερός ΄΄εκτελεστής΄΄ είχε καταλάβει πως η κίνησή του ήταν λάθος και πως ίσως οι συνέπειες να ήταν σκληρές και ολέθριες ακόμη και για τον ίδιο.
-------------------
Η Άρτεμις με άφησε ακριβώς κάτω από το διαμέρισμά μου. Αν έκρινα από τα φώτα που ήταν ανοιχτά, οι γονείς του Έκτορα είχαν κιόλας έρθει.
«Καλή τύχη φιλενάδα και θα ήθελα να σου πω κάτι τελευταίο. Σκέψου τα λόγια του Μετίν. Αν έχεις μετανιώσει για τον γάμο, τότε εγώ και η Ήλια θα σε στηρίξουμε όποιον δρόμο και αν ακολουθήσεις. Πιστεύω πως το ίδιο ακριβώς θα κάνει και η γιαγιά σου η Ελένη. Ο πατέρας σου, ξέρουμε και οι δύο πως είναι ένας δύσκολος, εγωκεντρικός άνθρωπος που δεν σε αναγνωρίζει ως μία ξεχωριστή οντότητα με τα δικά της θέλω και το δικό της μονοπάτι. Επιθυμεί να σε έχει υποχείριό του, όπως ακριβώς και την μητέρα σου. Εσύ όμως δεν θα πρέπει να επιτρέψεις να συμβεί κάτι τέτοιο. Είναι καιρός να κάνεις την επανάστασή σου και ο λόγος που επιμένω τόσο πολύ σχετικά με αυτό, είναι γιατί στην Κω, σε είδα πραγματικά ευτυχισμένη. Σε είδα να λάμπεις και πίστεψέ με, έχω να δω ένα τέτοιο, ειλικρινές χαμόγελο από εσένα και όχι επίπλαστο, μήνες τώρα» τελείωσε και την αγκάλιασα σφιχτά.
«Έχεις δίκιο. Εσύ τι θα κάνεις με τον Κάλιχ;» τη ρώτησα και τότε, την είδα να βγάζει από την τσάντα της ένα εισιτήριο με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Ο δρόμος της καρδιάς της ήταν εξάλλου και τον ακολουθούσε.
«Θα πάω να τον δω γιατί μου έχει λείψει και δεν αντέχω τόσες μέρες να τον αγγίζω μέσα από μία κάμερα» μου απάντησε και ειλικρινά είχα χαρεί απίστευτα για εκείνη.
Η Άρτεμις, ήταν ίσως η πιο τυχερή της παρέας, μιας που είχε δύο απίστευτα υποστηρικτικούς γονείς και πολύ προοδευτικούς θα έλεγα. Εγώ από την άλλη, ανέβαινα τα σκαλοπάτια μέχρι που χτύπησα το κουδούνι για να με υποδεχτούν ο Ιωσήφ και η Χρυσούλα με τέτοια χαρά, σαν να επέστρεφα από τον πόλεμο.
«Καλώς την νύφη μας την κούκλα! Αχ, πες μας πώς πήγε η πρόβα; Βρήκες κάτι που να σου αρέσει; Βέβαια η αλήθεια είναι πως ό,τι και να βάλεις εσύ, πάλι κούκλα θα είσαι. Έλα να σε δούμε. Να ξέρεις πως παρά τις διαμαρτυρίες του γιού μου, εγώ σου ετοίμασα το αγαπημένο σου φαγητό για να σε ευχαριστήσω, τόσο εσένα όσο και έμμεσα τους γονείς σου για την πληρωμή της φιλοξενίας όλων των συγγενών μας που θα έρθουν από το νησί. Να ξέρεις πως όλοι, ήταν κάτι παραπάνω από πρόθυμοι και φυσικά, έχουν εκδώσει τα εισιτήριά τους τουλάχιστον οι μισοί. Είμαι τόσο χαρούμενη..»τελείωσε τον μονόλογο, ενώ ο Ιωσήφ είχε πεθάνει στα γέλια.
«Βρε Χρυσούλα μου, την έφαγες την κοπέλα ακόμη δεν ήρθε. Έχετε χρόνο να τα πείτε. Άφησέ την να καθίσει και να πιεί και μία γουλιά νερό» της είπε κλείνοντάς μου το μάτι.
Ειλικρινά, ο Ιωσήφ ήταν για εμένα το είδος του πατέρα που θα παρακαλούσα να έχω. Λάτρευε όλα του τα παιδιά, ήταν πάντοτε διακριτικός και ευγενικός και φυσικά μου συμπεριφερόταν, σαν να ήμουν και εγώ δικό του παιδί, κομμάτι της οικογένειας. Αυτές οι σκέψεις με έφερναν ειλικρινά σε δύσκολη θέση. Είδα τότε τον Έκτορα να πλησιάζει και να με παίρνει αγκαλιά, χαμογελώντας μου τρυφερά.
«Δεν έχω μία υπέροχη γυναίκα;» ρώτησε κοιτάζοντάς με με λατρεία, και αφήνοντας στο μάγουλό μου ένα διακριτικό φιλί.
«Φυσικά και έχεις και ελπίζω να κάνεις τα πάντα για να την κρατήσεις, αλλιώς αλίμονό σου» πρόφερε ελαφρώς πειρακτικά ο πατέρας του και εγώ έστρωσα το τραπέζι προκειμένου να καθίσουμε όλοι μαζί και να φάμε.
Όλες μας οι συζητήσεις περιστρέφονταν όπως ήταν λογικό, γύρω από τον επικείμενο γάμο και ειλικρινά, παρά το γεγονός πως συμμετείχα σε όλα, η γνωστή δυσφορία είχε ξεκινήσει για ακόμη μία φορά να κάνει κατάληψη στην ψυχή μου. Λίγο αργότερα, είδα τον Έκτορα να σηκώνεται διακριτικά και να κατευθύνεται στο δωμάτιό του μιλώντας στο τηλέφωνο, ενώ έπειτα από δέκα λεπτά, όταν επέστρεψε, φαινόταν αναστατωμένος.
«Όλα καλά;» τον ρώτησα παραξενευμένη.
«Ναι, αγάπη μου. Ξέρεις, τα κλασσικά προβλήματα στη δουλειά» μου απάντησε και παρά το γεγονός πως το υποσυνείδητο, δεν ένιωσε βέβαιο για την εξήγηση, το συνειδητό αποφάσισε εσκεμμένα μάλλον να το παραβλέψει.
«Λοιπόν, εγώ λέω να πάμε στους δικούς μου προτού περάσει η ώρα. Εξάλλου, η μητέρα μου έχει ετοιμάσει μεζεδάκια από ότι μου είπε και σας καρτερά. Ξέρετε, λίγα πράγματα για να απολαύσετε το ποτό σας» τους είπα και χαμογέλασαν.
Μαζεύοντας μερικά πράγματα από το τραπέζι και τοποθετώντας τα στην κουζίνα, ετοιμάστηκα μαζί με τους υπόλοιπους για να πάω στο σπίτι των γονιών μου. Παρά το γεγονός πως το διαμέρισμά μας ήταν σχετικά κοντά, τελικά αποφασίσαμε να πάρουμε το αυτοκίνητο του Έκτορα. Όπως το περίμενα, η μητέρα μου είχε ετοιμάσει τα πάντα και είχε στρώσει τα καλά τραπεζομάντηλα, ενώ είχε παραγγείλει λουλούδια για να ομορφύνει το σπίτι. Γενικά τους είχε ιδιαίτερη αδυναμία, σε σημείο που ήθελε να ανοίξει δικό της φυτώριο.
Υποδέχτηκε τους γονείς του Έκτορα με μεγάλη χαρά, το ίδιο και ο πατέρας μου, ενώ όλοι μας καθίσαμε στο σαλόνι για να συνεχίσουμε τις συζητήσεις σχετικά με το θέμα του γάμου και του φαγητού που θα έχουμε.
«Ιλεάνα, έχω αφήσει στο γραφείο μου το κοστολόγιο, δεν πας να μου το φέρεις;» άκουσα τον πατέρα μου και ένευσα θετικά.
Μπαίνοντας στο άβατο, έτσι αποκαλούσα το χώρο του γραφείου του, έψαξα κυριολεκτικά σε κάθε εμφανές σημείο, μα το κοστολόγιο δεν ήταν πουθενά. Τότε, εντελώς τυχαία έπεσα επάνω σε κάτι που με σόκαρε. Ήταν μία φωτογραφία του Κενάν που είχε τραβηχτεί τυχαία σε κάποιον δρόμο της Πόλης. Ένιωσα τα χέρια μου ευθύς να ιδρώνουν και να μουδιάζουν. Τι στο καλό γύρευε μία τέτοια φωτογραφία και μάλιστα τυχαία; Το χειρότερο όμως, ήταν αυτό που ακολούθησε. Μία ακόμη φωτογραφία με εμένα και εκείνον να περπατάμε ανέμελοι και αγκαλιασμένοι στην Κω.Ήξεραν λοιπόν, ή ακόμη χειρότερα, εκείνος ήξερε.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro