Κεφάλαιο Ένατο/part 3
Σε όλη τη διαδρομή μέχρι το σπίτι του, ο Κάλιχ κρυφοκοιτούσε από τον καθρέπτη του αυτοκινήτου του την γλυκιά κοπέλα που είχε δίπλα του. Ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που έκανε το βήμα να φέρει μία γυναίκα στον προσωπικό του χώρο, καθώς οι περισσότερες και μόνο στην υποψία της περιουσίας που διέθετε, ονειρεύονταν την ημέρα του γάμου μαζί του. Σαν έφτανε η ώρα όμως να περάσουν σε πιο προσωπικές στιγμές και πράξεις, αρκετές από εκείνες δεν μπορούσαν να κρύψουν την δυσαρέσκειά τους, για την ιδιαιτερότητα στο σώμα του νεαρού άνδρα. Αυτό τον είχε κάνει κλειστό, ενώ με τις περισσότερες κοπέλες που γνώριζε, επεδίωκε να περάσουν καλά για ένα βράδυ,δίχως να τους τάζει τίποτε περισσότερο. Το όνομα του εργένη μεγαλοεπιχειρηματία, φιγουράριζε στο μυαλό πολλών, μα καθώς φαινόταν, την καρδιά του είχε κατακτήσει μία απλή κοπέλα από την Ελλάδα.
Το σπίτι του, ήταν μία μεγάλης έκτασης οθωμανική μονοκατοικία με κήπους. Φυσικά την πόρτα την σιδερένια με τα χρυσά, σκαλιστά σχέδια και αυτήν την εντυπωσιακή υπερβολή της τουρκικής διακόσμησης, άνοιξαν οι δύο φύλακες που είχε μόνιμα έξω. Η Άρτεμις κοιτούσε το περιβάλλον γύρω της χάσκοντας, ωστόσο ο νεαρός δίπλα της φαινόταν συνηθισμένος.
«Καλωσήρθες» της είπε και συνέχισε «Η αλήθεια είναι, θα το έχεις παρατηρήσει ίσως και εσύ, πως νιώθω μία κάποια αμηχανία, καθώς το να φέρω εδώ μία κοπέλα που στην ουσία δεν γνωρίζω, δεν το έχω ξανακάνει ποτέ. Κάτι μου λέει όμως, πως δεν θα το μετανιώσω»τελείωσε και η Άρτεμις, αφού συνήλθε από την έκπληξη του υπερθεάματος πολυτέλειας, του απάντησε :
«Οφείλω να ομολογήσω, πως δεν περίμενα να αντικρίσω ένα τόσο όμορφο σπίτι. Την Τουρκία την είχα αλλιώς στο μυαλό μου, πιο παραδοσιακή, με τις αγορές της και το μουσουλμανικό στοιχείο έντονο. Εδώ όμως, είναι σαν να βρισκόμαστε σε εξοχή με τόσο πράσινο τριγύρω» του είπε και μόλις στάθμευσαν το αυτοκίνητο, ο Κάλιχ κατέβηκε και πήρε από πίσω τα πράγματά της.
Παρά το γεγονός πως είχε αρκετούς βοηθούς γύρω του, ο νεαρός δεν συγκαταλεγόταν σε εκείνους που δεν κουνούσαν ούτε το μικρό τους δαχτυλάκι. Κατέβασε ο ίδιος τη βαλίτσα της και την πήρε ευθύς μέσα μαζί του.Το σπίτι εσωτερικά, αποτελούταν από ξύλο και από μάρμαρο πάνω στο οποίο ήταν ζωγραφισμένο ένα υπέροχο σύμβολο, στα χρώματα του καφέ και του κόκκινου. Τα περισσότερα έπιπλα, ήταν κλασσικά, στα ίδια χρώματα, μα το πιο εντυπωσιακό ήταν οι κουπαστές από τις σκάλες, που ήταν στολισμένες με σχέδια μεταλλικά. Ακόμη και τα μπάνια, είχαν μία υπερβολή με τις χρυσές βρύσες, ωστόσο η Άρτεμις αισθανόταν υπέροχα που είχε την ευκαιρία να δει το σπίτι ενός ανθρώπου διαφορετικής κουλτούρας.
«Έχω τρία δωμάτια, μαζί με το δικό μου τέσσερα. Διαλέγεις όποιο θέλεις» της είπε και εκείνη, αφού πέρασε μπροστά από τις ανοιχτές πόρτες και των τριών, διάλεξε εκείνο του οποίου τα χρώματα κυμαίνονταν κοντά στις αποχρώσεις του απαλού ροζ και του σάπιου μήλου. Στην ουσία, ήθελε να του πει πως μαζί του θα προτιμούσε να κοιμηθεί, ωστόσο ήξερε πως ήταν νωρίς ακόμη «Ο,τι χρειαστείς και οποιαδήποτε ώρα, μην διστάσεις να μου το ζητήσεις. Θα σου φτιάξω ένα παραδοσιακό ρόφημα, που παράγεται από κεχρί και ρύζι, την μπόζα. Τι είδους φιλοξενία θα ήταν εξάλλου, αν δεν σου έδειχνα τον πολιτισμό μου;» την πείραξε και οι δυο τους βγήκαν έξω στον κήπο, και σε έναν ξύλινο, κουνιστό καναπέ με εκρού μαξιλάρες και θέα το ηλιοβασίλεμα.
Ο Κάλιχ, έχοντας ετοιμάσει το παραδοσιακό ρόφημα, έφερε μαζί του και ένα άλμπουμ των παιδικών του χρόνων. Τότε ακόμη, που οι εικόνες χλιδής δεν διαφαίνονταν ούτε στον ορίζοντα. Τότε, που φορούσε ένα απλό, λερωμένο, μακό μπλουζάκι και είχε σφιχταγκαλιάσει την νεογέννητη αδερφή του.
«Ξέρεις, πολλές φορές είχα ευχηθεί να μην μου είχε στείλει ο Θεός ούτε δύο τούρκικες λίρες, αρκεί να είχα πίσω το πόδι μου. Ωστόσο, από την άλλη σκέφτομαι πως αν το είχα, αυτό το γλυκό κοριτσάκι δεν θα υπήρχε τώρα» της είπε δείχνοντας την αδερφή του με λατρεία.
«Την αγαπάς πολύ, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε.
«Την λατρεύω. Για εκείνη θα έδινα ευχαρίστως και το άλλο μου πόδι. Γενικά είμαστε μία οικογένεια με πολύ στενούς δεσμούς. Αγαπάμε πολύ ο ένας τον άλλο, ενώ οι οικονομικές δυσκολίες του παρελθόντος μας έφεραν πιο κοντά, μας ένωσαν. Όλοι μας ωστόσο κρατάμε τις αναμνήσεις εκείνων των καιρών, ώστε να μην ξεχάσουμε ποτέ από πού ξεκινήσαμε. Ξέρεις, ο άνθρωπος στις μέρες μας εύκολα ξεχνά ποιος ήταν και τι υπήρξε. Τα λεφτά και οι πολυτέλειες τον μεταμορφώνουν, τον κάνουν άπληστο, τον οδηγούν να αποζητά ολοένα και περισσότερα. Εγώ ποτέ δεν ήμουν έτσι. Αντιθέτως,όσα πιο πολλά κέρδιζα, τόσο περισσότερο επιθυμούσα να δίνω, να προσφέρω. Σου εξήγησα όμως, πως εξαιτίας της ιδιαιτερότητάς μου, κάποια πράγματα δεν ήταν εύκολα» τελείωσε και η κοπέλα άπλωσε το χέρι της για να χαϊδέψει το πρόσωπό του.
«Είσαι ο πιο γλυκός άντρας που γνωρίζω. Όπως σου εξήγησα και στο νησί, δεν έχω καθόλου εμπειρία με τους άντρες. Πάντοτε περίμενα τον έναν και οι φίλες μου με πείραζαν πως έπρεπε να αποσυρθώ στον μοναχισμό και πως στα σαράντα μου θα μου έκαναν δώρο μία υπέροχη, λευκή γάτα που συμβολίζει την αγνότητα» πρόφερε κοκκινίζοντας.
«Εντάξει, δεν είναι κακό να έχεις μία όμορφη γάτα. Αρκεί να μην παραμελείς εμένα, για να χαϊδεύεις εκείνη» την πείραξε «Σοβαρά τώρα, υπάρχουν και χειρότερα. Αν ζητάς τη γνώμη μου, εγώ δεν βλέπω κάτι κακό στη απόφαση μίας γυναίκας να διαθέσει το σώμα της όποτε και σε όποιον θελήσει. Φυσικά, χαίρομαι που είμαι ο πρώτος που έχω κλέψει μερικά χάδια, ωστόσο σκέψου πως εγώ, ελάχιστες φορές έως ποτέ, δεν έχω κάνει έρωτα ολόγυμνος. Ντρέπομαι να δείξω την ουλή και το πόδι μου που είναι κομμένο μέχρι το γόνατο» της είπε και εκείνη τον έκανε να σωπάσει με ένα φιλί. Ένα φιλί που συνοδευόταν από την έντονη μυρωδιά των ανθών του κήπου.
Καθώς έκανε ψύχρα, δείπνησαν τελικά στην εσωτερική τραπεζαρία, τρώγοντας παραδοσιακά, τούρκικα εδέσματα και στο τέλος, μυρωδάτο μπακλαβά. Ήταν γεγονός, πως το βούτυρο της Τουρκίας μύριζε υπέροχα και είχε μία έντονη γεύση. Όσο περνούσε η ώρα, εκείνοι συνέχισαν να μιλάνε για τη ζωή τους, για τα παιδικά τους χρόνια, για τα όνειρά τους και η Άρτεμις, καθώς τον άκουγε σκεφτόταν πως οι ανθρώπινες σχέσεις, θα μπορούσαν να είναι κυριολεκτικά απλές και όμορφες, δίχως εντάσεις, αρκεί να υπήρχε μία κοινή θέληση και από τις δύο πλευρές, παλεύοντας να αφήσουν πίσω τυχόν ανασφάλειες. Ο Κάλιχ, ήταν ένας άντρας που παρά τα προβλήματα που αντιμετώπισε και παρά τους φόβους και την ανασφάλεια για την κατάσταση του σώματός του, ήταν διατεθειμένος να προσπαθήσει και ήθελε όσο τίποτε, να βρεθεί κάποια και να τον αγαπήσει για αυτό ακριβώς που ήταν. Η Άρτεμις, είχε καταλάβει πως ο γλυκός του χαρακτήρας, οφειλόταν στους γονείς του και στον τρόπο που είχαν μεγαλώσει αυτά τα δύο παιδιά.
Ο πατέρας του, ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος που λάτρευε την μητέρα του για όσο ζούσε, καθώς πέθανε από αρρώστια, και κατ' επέκταση λάτρευε τα δύο του παιδιά εξίσου. Αφοσιώθηκε πλήρως στην ανατροφή τους, με τον μικρό Κάλιχ τότε, να μην έχει τεχνητό μέλος για να βαδίζει, μα να απολαμβάνει την αγάπη και την στήριξη του πατέρα του. Όταν μιλούσε για εκείνον, σχεδόν βούρκωνε από συγκίνηση για όλα όσα του είχε προσφέρει. Παρά την καλή, οικονομική τους κατάσταση, ο πατέρας του εξακολουθούσε να μένει στο φτωχικό πατρικό του, παρέα με τους γείτονες και τις γειτόνισσες, καθώς έτσι αισθανόταν πως ήταν κοντά στην πολυαγαπημένη του γυναίκα. Ο Κάλιχ, πήγαινε σχεδόν κάθε μέρα στη γειτονιά, βοηθώντας οικονομικά τα παιδιά και τις οικογένειες των φίλων που τον είχαν μεγαλώσει.
«Ο πατέρας μου θα χαρεί πολύ να σε γνωρίσει. Το έχει καημό που έμεινα μόνος μου, αλλά του έχω εξηγήσει άπειρες φορές τους λόγους. Ήθελα να ξέρω πως η γυναίκα που θα σταθεί δίπλα μου, θα αγαπά εμένα και όχι την τσέπη μου» της είπε και πιάνοντάς την από το χέρι, κατευθύνθηκαν προς τις κρεβατοκάμαρες, έχοντας σταματήσει στο μέσον του διαδρόμου,σχεδόν ανάμεσα από τα δύο δωμάτια.
Με τα κυανά του μάτια να την κοιτάζουν με στοργή, έγειρε το κεφάλι του και ξεκίνησε να την φιλά απαλά. Ήταν ένα αγνό φιλί το οποίο απολάμβαναν και οι δύο, ενώ εκείνη τύλιξε τα χέρια της γύρω από τον λαιμό του ασυνείδητα. Ο Κάλιχ, διακόπτοντας το φιλί τους για δευτερόλεπτα, κινήθηκε ελάχιστα προς τα πίσω, σαν να την προσκαλούσε με έμμεσο τρόπο. Ελαφρώς αγχωμένη, εκείνη δέχτηκε και οι δυο τους εισήλθαν στην κρεβατοκάμαρά του, κλείνοντας την πόρτα πίσω τους απαλά. Παντού υπήρχαν φωτογραφίες δικές του με την οικογένειά του. Εκείνος, λίγο πριν φτάσουν στο κρεβάτι, την σήκωσε αγκαλιά και την μετέφερε ως εκεί τοποθετώντας την μαλακά στα μεταξωτά παπλώματα.
Αργά σύρθηκε από πάνω της, απιθώνοντας φιλιά στο μέτωπο αρχικά και έπειτα στον πάλλευκο λαιμό της, με την Άρτεμις να έχει κλείσει τα μάτια της, πλημμυρισμένη από ευχαρίστηση πρωτόγνωρη, να του έχει παραδοθεί πλήρως. Οι κινήσεις του ήταν προσεκτικές και αέρινες, σαν να ήταν φτιαγμένη από την πιο ακριβή πορσελάνη. Διστακτικά, ξεκίνησε να της αφαιρεί την μπλούζα και εκείνη με την σειρά της, το πουκάμισο. Για λίγο έμειναν να εξερευνούν και να χαϊδεύουν ο ένας το σώμα του άλλου, με το Κάλιχ να έχει ακουμπήσει το κεφάλι του στο γυμνό της στήθος.
«Θέλω να μου πεις εσύ, αν επιθυμείς να συνεχίσουμε. Αν όχι, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Η αγκαλιά μου σε περιμένει για να κοιμηθούμε μαζί» της είπε και εκείνη του φίλησε τη μύτη τρυφερά.
«Εσύ νιώθεις έτοιμος;»τον ρώτησε και για λίγο τον είδε να διστάζει.
«Κάποια στιγμή, πρέπει να το ξεπεράσω»της απάντησε και εκείνη αργά ξεκίνησε να αφαιρεί τα υπόλοιπα ρούχα της, αφήνοντάς τον να αφαιρέσει ο ίδιος τα δικά του, για να νιώθει πως έχει τον έλεγχο.
Τον είδε να ξεκουμπώνει με δισταγμό το παντελόνι του, μα πριν να συνεχίσει, για λίγο γύρισε από την άλλη αφαιρώντας το τεχνητό μέλος του ποδιού του και αναστενάζοντας άηχα. Η Άρτεμις, σύρθηκε προς το μέρος του και τον αγκάλιασε από πίσω φιλώντας τον στην πλάτη.
«Κάλιχ μου, είναι το σώμα σου και δεν υπάρχει κανένας λόγος να ντρέπεσαι για το παράσημο του θάρρους σου. Έσωσες μία ανθρώπινη ζωή και ήσουν μόλις εφτά χρονών»
Τα λόγια της, φάνηκαν να τον ηρεμούν, καθώς σηκώθηκε και αφαίρεσε το παντελόνι του με μία κίνηση και κατόπιν την κοίταξε βουρκωμένος. Εκείνη, σηκώθηκε και στάθηκε μπροστά του, κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
«Είσαι πανέμορφος»του ψιθύρισε και για πρώτη του φορά, είδε μία γυναίκα να κοιτάζει την ατέλεια του κορμιού του σαν να μην υπήρχε καθόλου. Δεν φαινόταν να την απασχολεί, ούτε να κάνει κάποια γκριμάτσα επικριτική και αυτό τον έκανε να νιώσει άνετα, απαλλαγμένος από τα φαντάσματα του παρελθόντος και των φόβων του.
Ξαπλώνοντας ξανά από πάνω της, την φίλησε τρυφερά.
«Είσαι έτοιμη; Αν νιώσεις άβολα, ή θέλεις να σταματήσω μου λες» της είπε αλλά εκείνη ανταποκρίθηκε μονάχα με ένα φιλί.
Εκείνο το βράδυ, ήταν η πρώτη της φορά με κάποιον και δεν θα την άλλαζε με τίποτε. Όλα ήταν όπως τα είχε ονειρευτεί και καλύτερα. Σε όλη τη διάρκεια, εκείνος την κρατούσε αγκαλιά και την κοιτούσε με λατρεία. Απολάμβανε κάθε ώθηση, με τον αρχικό πόνο να έχει καταλαγιάσει, αφήνοντας μονάχα έναν χείμαρρο θετικών συναισθημάτων.
«Σε αγαπώ»της ψιθύρισε όταν πλέον είχαν ολοκληρώσει με τις κοφτές ανάσες τους να ακούγονται, σπάζοντας την σιγαλιά «Μείνε μαζί μου για πάντα. Δεν θέλω να ξαναφύγεις και εγώ θα σου δώσω ό,τι ποθείς. Στο ορκίζομαι, δεν θέλω να σε χάσω» συνέχισε καθώς ήταν ξαπλωμένοι κάτω από τα παπλώματα.
«Δεν θα πάω πουθενά. Στο υπόσχομαι» του ψιθύρισε και τον ένιωσε να χαμογελά.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro