Κεφάλαιο Έκτο/ part 2
Οδηγούσε για αρκετή ώρα και πότε πότε, μου έριχνε μερικές κλεφτές ματιές μέσα από τον κεντρικό καθρέπτη. Του ζήτησα να κατευθυνθούμε στο χωριό Κέφαλος, καθώς ήθελα να δω τη θέα του μικρού νησιού με το εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη. Ο ήλιος δεν είχε ακόμη χαθεί εντελώς στον ορίζοντα και η ώρα ήταν η κατάλληλη για να μπορέσουμε να θαυμάσουμε το υπέροχο θέαμα της χρυσαφένιας γλύκας, ανάμεικτης με τα γαλανά νερά των ελληνικών θαλασσών. Φθάνοντας, ένιωσα τα δάχτυλά του να μπλέκονται με τα δικά μου τρυφερά. Μείναμε έτσι ακριβώς καθώς βαδίζαμε νωχελικά στο αμμουδερό μας μονοπάτι. Το εκκλησάκι δέσποζε στο βάθος, γαλήνιο, μία μικρή πινελιά στεριάς, μέσα στο γαλάζιο της θάλασσας. Οι δυο μας, καθίσαμε στην παραλία, χαζεύοντας το θέαμα, αναπνέοντας την αλμύρα της θάλασσας που χώριζε μελαγχολικά τα κράτη και τις ζωές μας.
«Κάπως έτσι ονειρευόμουν τον γάμο μου. Να είναι σε ένα ήσυχο και απομονωμένο μέρος, δίχως πολύ κόσμο. Μονάχα εγώ, ο άντρας που αγαπώ, ο παπάς, άντε και ο κουμπάρος» του είπα και γέλασε «Δεν αγαπώ την πολυκοσμία, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με τον έρωτα» τελείωσα και με κοίταξε. Στα μάτια του, καθρεπτιζόταν όλος ο παράδεισος του Αιγαίου.
«Εγώ δεν τον ονειρεύτηκα τον γάμο μου. Τον πραγματοποίησα μία μέρα με εκείνη που αγαπούσα, σε μία παραλία, με τους απαραίτητους μονάχα ανθρώπους» μου απάντησε και τον ένιωσα να με χαϊδεύει τρυφερά. «Αν αυτό είναι το όνειρό σου, εγώ θα το έκανα πραγματικότητα για εσένα. Μία φορά παντρεύεσαι και η στιγμή είναι δική σου» ψέλλισε ενώ ταυτόχρονα άφηνε ένα φιλί στο μέτωπό μου.
«Ωστόσο, αυτή είναι μία χριστιανική εκκλησία» ξεκίνησα να εξηγώ ελαφρώς αμήχανα.
«Και ποιος σου είπε, πως θα άφηνα την θρησκεία να μου σταθεί εμπόδιο; Δεν έχω τέτοια κολλήματα και ξέρω πως αυτό είναι σπάνιο για κάποιον που ζει στην Ανατολή. Ωστόσο, αυτό που θα είχε σημασία για εμένα, θα ήταν να σε έχω δίπλα μου με οποιονδήποτε τρόπο, αρκεί να με είχες επιλέξει και εσύ. Αν μου έλεγες το μεγάλο ναι, πήγαινα και σε βουδιστικό ναό στο Βιετνάμ» πρόφερε με σιγουριά κάνοντας την καρδιά μου να σκιρτήσει μπροστά σε αυτήν τη βαρυσήμαντη δήλωση .
Για λίγο, μείναμε αγκαλιασμένοι, το υπέροχο άρωμά του να με τυλίγει σε σημείο που να μην μπορώ να τον αφήσω ούτε λεπτό, φοβούμενη μήπως με εγκατέλειπε αυτή η μυρωδιά που ξυπνούσε όλες μου τις αισθήσεις. Μπροστά μας, ο ήλιος βούλιαζε αργά και μαζί του αισθανόμουν να βουλιάζουν και τα όνειρά μου. Την επομένη θα έφευγα και θα επέστρεφα πίσω στα ίδια, στην καθημερινότητα που μου υπενθύμιζε πως ίσως τελικά να ήμουν δειλή και να μην τολμούσα να διεκδικήσω αυτόν που πραγματικά επιθυμούσα με όλη μου την ψυχή. Δεν θα πω αγαπούσα, γιατί την λέξη ΄΄αγάπη΄΄΄, την θεωρούσα βαριά και ιερή για να ειπωθεί από τόσο νωρίς. Από όσο καταλάβαινα, το ίδιο ίσχυε και για τον Κενάν.
Σιωπηλοί καθώς ήμασταν, τον είδα να στρέφει το πρόσωπό του προς εμένα και με το χέρι του, να αγγίζει το δικό μου. Τοποθέτησε ανάλαφρα μία τούφα πίσω από το αυτί μου και κατόπιν, έτεινε το χέρι του προς το μέρος μου. Το πήρα χωρίς δεύτερη σκέψη και εκείνος με οδήγησε, πάντοτε σιωπηλός, σε μία άλλη παραλία, περισσότερο απομονωμένη. Εκεί καθίσαμε ξανά και ομολογώ πως η σιωπή του, έκανε την καρδιά μου να χτυπά δυνατά και ακανόνιστα καθώς μία πληθώρα ανείπωτων σκέψεων βρισκόταν εγκλωβισμένη σε αυτήν την μυστηριώδη σιωπή. Μου άρεσε που δεν φλυαρούσε, που δεν έλεγε πολλά λόγια. Τα πάντα, μου τα φανέρωνε με έναν μοναδικό τρόπο μέσα από πράξεις και κινήσεις. Έτσι, παίρνοντας ξανά το χέρι μου, το απίθωσε στο στήθος του, στον πυρήνα της καρδιάς του. Εκεί την ένιωσα να σφυροκοπά, έτοιμη να πεταχτεί έξω. Τα δάχτυλά του, καθώς χάιδευαν τα δικά μου, έτρεμαν ελαφρώς, ωστόσο δεν πτοήθηκε. Με μία κίνηση, με κάλεσε στην αγκαλιά του και εγώ πέρασα τα πόδια μου γύρω από την μέση του, κρύβοντας το κεφάλι μου στον λαιμό του. Για λίγο, μείναμε έτσι, ακίνητοι, με μόνο διακριτικό θεατή μας την σφαίρα την φωτεινή της σελήνης.
Όταν τον είδα να με κοιτάζει ξανά, χωρίς να έχει αρθρώσει ούτε μισή λέξη, πλησίασα τα χείλη μου στα δικά του, κλέβοντας με δεξιοτεχνία την γεύση του. Με μία μου κίνηση, έπιασα την μπλούζα του και ξεκίνησα να την αφαιρώ, μέχρι που τον είδα να διστάζει.
«Υποσχεθήκαμε να μην πληγώσουμε ο ένας τον άλλο. Είσαι βέβαιη γι'αυτό;» με ρώτησε, το βλέμμα του γεμάτο έρωτα και προσμονή και ας μου είχε πει να παραστήσουμε τους γνωστούς.
«Απολύτως» του απάντησα και βυθιστήκαμε ξανά στην σιωπή, αφήνοντας τις πράξεις και τα συναισθήματα να πάρουν τη σκυτάλη.
Τοποθετώντας την μπλούζα του στην άμμο, με απίθωσε προσεκτικά επάνω και με το σώμα του κάλυψε το δικό μου για να μην κρυώνω. Οι κινήσεις του ήταν αργές, σαν να απολάμβανε την κάθε στιγμή μαζί μου, καθώς και οι δύο γνωρίζαμε πως σύντομα όλα θα τελείωναν. Δίχως τα ρούχα μας, τον ένιωθα πιο κοντά μου, το κορμί του ζεστό, φιλόξενο, τα φιλιά του τρυφερά χάραζαν στο σώμα μου τα δικά τους μονοπάτια. Λίγο πριν να γίνει ένα μαζί μου, κλείδωσε την ματιά μου με την δική μου χαμογελώντας και αφήνοντας ένα τρυφερό φιλί στο μέτωπό μου. Ο έρωτας μαζί του, ήταν μία έκρηξη συναισθημάτων και απόλαυσης. Βαστούσαμε ο ένας τον άλλον αγκαλιά, σαν να ήμασταν κυριολεκτικά ένα σώμα, με εμένα να παλεύω να τον φέρω ολοένα και πιο κοντά μου. Αυτό ακριβώς σήμαινε ο έρωτας. Πλέον η φαντασία μου δεν έτρεχε αλλού, δεν έπλαθε εικόνες άλλων προσώπων καθώς είχε εκείνο που αποζητούσε όσο τίποτε. Παραμείναμε έτσι, ακόμη και όταν η ένωσή μας έλαβε τέλος. Εκείνος να με φιλά και εγώ να του χαμογελώ παλεύοντας να σχεδιάσω την εικόνα και να την κρύψω στην δική μου προσωπική αιωνιότητα..
«Αν μου το ζητούσες, ξυπνούσα επιτόπου τον παπά του χωριού και του έλεγα να μας παντρέψει κρυφά» μου είπε ελαφρώς βραχνιασμένα, καθώς χάιδευε τρυφερά την γυμνή μου πλάτη.«Νομίζω πως έχω αρχίσει να σε ερωτεύομαι και ειλικρινά, δεν ξέρω κατά πόσο η καρδιά μου θα το αντέξει. Στην ζωή μου, είχα ερωτευτεί μονάχα μία γυναίκα, την γυναίκα μου. Έκτοτε, ακόμη και αν πέρασαν δύο χρόνια, δεν είχα γυρίσει να κοιτάξω καμία άλλη. Κάπου μέσα μου, μου είχε μείνει και ο φόβος πως θα την έχανα ξανά. Όλα αυτά μου τα δημιούργησε η απώλεια. Η απώλεια η δική της και του αγέννητου υιού μου, μου κόστισαν όσο τίποτε, έκαναν την καρδιά μου χίλια κομμάτια. Μαζί σου όμως ένιωσα ξανά ζωντανός, τα πνευμόνια μου ρούφηξαν λαίμαργα οξυγόνο.Τα χείλη μου μπορούν να σχηματίσουν ξανά το χαμόγελο, όπως σήμερα. Όταν πήρα το ποδήλατό μου από το σπίτι και ήρθα να σε βρω, έπλασα μέσα μου μία σύντομη ιστορία. Πως εγώ και εσύ ζούσαμε στον ίδιο τόπο, πως δεν θα χρειαζόταν πια να πάρω αεροπλάνο για να σε βρω, ούτε την άδεια κανενός. Φαντάστηκα, να σε επισκέπτομαι κάθε πρωί, να κάνουμε έρωτα τα όμορφα απογεύματα και το βράδυ να βγαίνουμε για φαγητό, να σε πηγαίνω όπου θέλεις, να σου κρατώ το χέρι στο πλήθος δίχως να υπάρχει πρόβλημα, ώστε όλοι να γνωρίζουν πως είσαι δική μου και μόνο» τελείωσε και δάκρυα συγκίνησης απλώθηκαν στα μάγουλά μου.
Ένωσα το μέτωπό μου με το δικό μου και εκείνος το φίλησε ξανά.
«Υπόσχομαι πως θα παλέψω για εμάς, μονάχα χρειάζομαι λίγο χρόνο. Βλέπεις, οι προετοιμασίες για τον γάμο ήταν στην μέση και εγώ θα πρέπει να τον σταματήσω, όσο είναι ακόμη νωρίς. Ο Έκτορας πρέπει να το μάθει, δεν μπορώ να τον κοροϊδεύω άλλο» του είπα και είδα ένα τεράστιο χαμόγελο να καθρεφτίζεται στο πρόσωπό του.
«Αλήθεια θα το ρισκάρεις; Και ας μπεις σε μπελάδες;» με ρώτησε.
«Μα και εσύ θα μπεις» πρόφερα με φόβο.
«Δεν με νοιάζει. Δεν έχω τίποτε να χάσω πίστεψέ με. Ό,τι ήταν να στερηθώ, το στερήθηκα. Η οικογένειά μου, αν με αγαπά, θα με στηρίξει. Αν όχι, τότε κανένα πρόβλημα, μπορεί να αποχωρήσει» μου είπε αποφασιστικά και συμπλήρωσε «Επειδή σε βλέπω να τρέμεις, πάω να σου φέρω το μπουφάν μου» μου είπε και τον είδα να σηκώνεται και να αποχωρεί πάντοτε με το βλέμμα του στραμμένο προς εμένα.
Κάπου εκεί, εκείνο το συναίσθημα του άλογου φόβου, με κυρίευσε ξανά. Ήθελα να τον εμποδίσω να φύγει, ωστόσο δεν είχα κάποια λογική δικαιολογία. Ο Κενάν, ανηφόριζε στην αμμουδιά προκειμένου να φθάσει μέχρι το παρκαρισμένο του αυτοκίνητο, όταν πρόσεξε, πως λίγα μέτρα παρακάτω, βρισκόταν ακόμη ένα και μοναδικό παρκαρισμένο, αλλά δίχως να φαίνεται κάποιος μέσα. Καθώς άνοιγε το δικό του για να πάρει το μπουφάν από το πίσω κάθισμα, ένιωσε έναν οξύ πόνο στο κεφάλι, που τον έκανε να γλιστρήσει, καταφέρνοντας να κρατηθεί την τελευταία στιγμή από την ανοιχτή πόρτα, ώστε να μην χτυπήσει το κεφάλι του στην άσφαλτο. Ένιωσε το αίμα να κυλά από τα χείλη του, όταν ένα χέρι τον άρπαξε από τον σβέρκο και τον κόλλησε πάνω στο αυτοκίνητο με φόρα. Μπροστά του, στέκονταν δύο άντρες με καλυμμένα τα πρόσωπά τους και μάλιστα ο ένας, βαστούσε στο χέρι του έναν μικροσκοπικό σουγιά.
«Άκουσε να δεις Τούρκε, αν απλώσεις ξανά τα βρωμόχερά σου, στην Ιλεάνα, πίστεψέ με θα το μετανιώσεις πολύ άσχημα. Αν σε δούμε να την αγγίζεις ή να της μιλάς ξανά, σου ορκιζόμαστε πως η επόμενη που θα πάθει κακό, θα είναι η ίδια. Δεν γνωρίζεις πού πας να μπλέξεις, οπόταν θα ήταν φρόνιμο από μέρους σου να αποχωρήσεις» ήταν οι τελευταίες κουβέντες που άκουσε, καθώς πάλεψε να αφοπλίσει τον έναν άντρα, με αποτέλεσμα το χτύπημα του σουγιά να τον βρει χαμηλά στην μέση γονατίζοντάς τον.
Οι δύο άντρες εξαφανίστηκαν, εγκαταλείποντας τον νεαρό Κενάν αιμόφυρτο στην άσφαλτο. Από το ματωμένο του στόμα, προσπάθησε να βγει η λέξη βοήθεια, προτού λιποθυμήσει εξαιτίας των τραυμάτων του.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro