Κεφάλαιο Έκτο/ part 1
Κως
Το επόμενο πρωινό, έμοιαζε πιο ανοιξιάτικο από ποτέ, ή τουλάχιστον η Άνοιξη είχε φωλιάσει για τα καλά στις ψυχές μας. Δυστυχώς για όλες μας, η παραμονή μας στο νησί έφτανε στο τέλος της, μιας που οι δουλειές και οι υποχρεώσεις μας πίεζαν να επιστρέψουμε πίσω στην καθημερινότητα. Σε μία καθημερινότητα που δεν ταίριαζε σε καμία μας απόλυτα. Η Άρτεμις, ανακάτευε αφηρημένη τον γαλλικό της καφέ χαζεύοντας μελαγχολικά τα στενάκια, όταν ακούσαμε τα γέλια της Ήλιας από τον χώρο του σαλονιού και της εισόδου.
«Φιλενάδα μου, αυτός ο Κάλιχ είναι ένα κομμάτι ζάχαρη. Μονάχα που αντί να λιώνει εκείνος, λιώνουμε εμείς τελικά» σχολίασε φωναχτά και είδα την Άρτεμις να εξαφανίζεται με ταχύ βηματισμό. Φυσικά δεν έχασα λεπτό, ακολουθώντας τα βήματά της, για να την δω να βαστά ένα λευκό τριαντάφυλλο, συνοδευόμενο από ένα μήνυμα στα αγγλικά.
΄΄Πέρασα υπέροχα χθες και από ό,τι φαίνεται, ο καιρός συμμερίζεται απόλυτα αυτό που επικρατεί στην ψυχή μου. Θα σε περιμένω το απόγευμα, αν θέλεις, στην Πρεμιέρα στο λιμάνι΄΄
Η Άρτεμις, μας διάβασε το σημείωμα με ένα χαμόγελο να έχει στρογγυλοκαθίσει στα χείλη της και αφού αναστέναξε κάμποσες φορές αφηρημένα, βρεθήκαμε όλες μαζί στην βεράντα, όπου ξεκίνησε να μας αφηγείται την ιστορία του. Κάπου εκεί, κατέληξα στο συμπέρασμα πως μερικοί άνθρωποι, έχουν ευλογία στην ψυχή τους. Ο Κάλιχ, παρά το ατύχημα που του δημιούργησε ένα είδος αναπηρίας στο κορμί του και εμφανούς δυσκολίας βαδίσματος, παρά την άσχημη συμπεριφορά που είχε εισπράξει και παρά τα χρήματα που πλέον έρρεαν άφθονα από την τσέπη του, εξακολουθούσε να είναι γλυκός και ταπεινός, δίχως να ξεχνά αποτέ από πού ξεκίνησε, μα πάνω από όλα εξακολουθούσε να έχει αρχές και έναν ρομαντισμό μίας άλλης εποχής. Χαιρόμουν τόσο πολύ, που η φίλη μου είχε συναντήσει έναν τέτοιο άνθρωπο στον δρόμο της ζωής της.
«Συνέβη μήπως και τίποτε πιο ενδιαφέρον;» ρώτησε πειρακτικά η Ήλια, η οποία αγαπούσε τις πικάντικες λεπτομέρειες.
«Αφού με ξέρεις, δεν είμαι εύκολη σε αυτά. Με τον Κάλιχ, όλα ήταν όμορφα όπως τα είχα ονειρευτεί, ωστόσο το μέλλον φαντάζει θολό. Θα είναι δύσκολο να βρεθούμε ξανά. Εκείνος, έχει την επιχείρησή του στην Πόλη και εγώ το ιατρείο μου στην Αθήνα. Θέλω να πω..» ξεκίνησε μα την διέκοψα.
«Να μην πεις τίποτε. Εσύ τουλάχιστον φρόντισε να ευτυχήσεις. Ο Κάλιχ, φαίνεται θησαυρός και μην τον χάσεις» της είπα.
«Και εσύ;» μου αντιγύρισε την ερώτηση.
«Εγώ...» ψέλλισα, όταν άκουσα το κουδούνι ενός ποδηλάτου από το πεζοδρόμιο.
«Merhaba! Nasilsin*?» ήχησε η γνώριμη φωνή του Κενάν, για να τον δω με το ποδήλατο και μία παράξενη ανθοδέσμη στη θήκη του μπροστά.
«Καλημέρα!» του φώναξα από πάνω. «Μα, πού την βρήκες;» τον ρώτησα γελώντας.
«Τα μάζεψα μόνος μου από έναν λοφίσκο, όσα δηλαδή μου φάνηκαν όμορφα» μου απάντησε και αυτό το εκτυφλωτικό του χαμόγελο, με έκανε να ανοίξω αμέσως την πόρτα, τρέχοντας στην αγκαλιά του.
Για λίγο μείναμε ενωμένοι, σαν να παλεύαμε να ρουφήξουμε λαίμαργα ο ένας την ενέργεια του άλλου. Με το ένα μου χέρι, χάιδεψα τα μαύρα του μαλλιά και εκείνος με την σειρά του, άφησε αρχικά ένα παρατεταμένο φιλί στο μέτωπό μου και κατόπιν, διατηρώντας επαφή με τα μάτια μου, κατηφόρισε αργά αφήνοντας το επόμενο φιλί στα χείλη μου.
«Ιλεάνα μου, πόσο λαχταρώ τη στιγμή, που θα μας χωρίζει μονάχα μία γειτονιά, ένας δρόμος και όχι το Αιγαίο και η κουλτούρα μας, ή τα προβλήματα με τους δικούς μας. Ζητάω πολλά; Κάνω όνειρα που θα μείνουν απραγματοποίητα, έτσι;» με ρώτησε θλιμμένα και εγώ χάιδεψα ανάλαφρα το πρόσωπό του.
«Αν η μοίρα μας θέλει μαζί, τότε θα είμαστε» του απάντησα και η επόμενη ερώτηση με έφερε σε δύσκολη θέση.
«Αλήθεια, ο λόγος που βρίσκεσαι εδώ με τις φίλες σου, είναι για να γιορτάσετε τον γάμο σου, έτσι δεν είναι;» τον άκουσα να ρωτά και ευθύς κατέβασα το βλέμμα μου.
«Ναι, αυτή είναι η αλήθεια» παραδέχτηκα.
«Ιλεάνα, εγώ δεν είμαι εδώ για να σου δυσκολέψω την ζωή, αλλά για να την ομορφύνω, να την κάνω καλύτερη. Θέλω λοιπόν, να είσαι και εσύ καλά στη ζωή σου, ακόμη και αν δεν μπορείς να είσαι μαζί μου. Πιθανότατα, η σχέση μας να φέρει προβλήματα και εσύ, έχεις ήδη κάποιον να σε περιμένει στην Ελλάδα. Δεν είναι σωστό να μπαίνω ανάμεσά σας. Είναι ανήθικο. Παρόλα αυτά, θα μπορούσαμε να πάμε μία βόλτα για καφέ αν το επιθυμείς. Να μου μιλήσεις για την ψυχολογία που τόσο αγαπάς και εγώ για τα ταξίδια που έχω κάνει στην Ευρώπη με την δουλειά μου. Βέβαια, τώρα με προσέλαβε ο Κάλιχ, οπότε το πόστο μου αλλάζει. Συγγνώμη, σε ζάλισα» πρόφερε στο τέλος και χαμογέλασα πικραμένη.
Τον έβλεπα πως είχε ανάγκη την επικοινωνία μας. Ήταν σαν να είχε βρει για λίγο, έναν άνθρωπο που επιτέλους ταίριαζε απόλυτα στην ζωή του και πάλευε να προλάβει να του πει όλα τα νέα. Σε καμία περίπτωση ωστόσο, δεν θα μπορούσα να απαιτήσω κάτι περισσότερο από εκείνον, καθώς στο τέλος κάποιος από τους δύο ή και οι δύο, θα καταλήγαμε με ραγισμένη καρδιά. Συμφωνήσαμε λοιπόν, να αφιερώσουμε την ημέρα στους φίλους μας και το βράδυ να συναντηθούμε όλοι μαζί στο λιμάνι, έξω από την Πρεμιέρα. Οι τρείς μας, αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε την ημέρα μας από το Άριστον, γνωστό και ως Τσιβρινίς και να δοκιμάσουμε την περίφημη μπουγάτσα με κρέμα ή τυρί, ενώ έπειτα, θα συνεχίζαμε την βόλτα μας, στο πανέμορφο φυσικό πάρκο της Ζιάς με τα πέτρινα μονοπάτια ανάμεσα από τα δέντρα.
Η διαδρομή στην φύση με χαλάρωνε, εξάλλου υποτίθεται πως είχα έρθει διακοπές με τις φίλες μου, προκειμένου να ξεφύγω από την στρεσογόνα καθημερινότητα της Αθήνας. Πού να φανταζόμουν, πως στο νησί είχαν αποβιβαστεί άνθρωποι, με σκοτεινούς σκοπούς; Εγώ συνέχιζα ανέμελη την βόλτα μου, ενώ πίσω από την πλάτη μου στηνόταν το θέατρο του παραλόγου. Έχοντας νοικιάσει αυτοκίνητο, αποφασίσαμε να φάμε στην ταβέρνα ΄΄Ο Νέστορας΄΄ που βρισκόταν πάνω στην θάλασσα, ενώ στο βλέμμα όλων μας, ήταν κρυμμένη η προσμονή για την βραδινή μας βόλτα. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, η χαρά μου, ήταν ανάμεικτη με αγωνία και φόβο πως κάτι κακό θα συνέβαινε. Η μοναδική που ζούσε στον δικό της κόσμο, γκρινιάζοντας πως θα την αφήναμε μονάχη με τον αχώνευτο, ήταν η Ήλια και εμείς απλώς δεν χάναμε την ευκαιρία να την πειράξουμε, τονίζοντας πως τα ετερώνυμα απλά έλκονταν και μάλιστα πολύ.
Έχοντας σταθεί μπροστά στον καθρέπτη, αποφάσισα να βάλω κάτι βολικό, ένα ωραίο τζιν παντελόνι, με μία βραδινή μπλούζα. Ήμουν σε νησί, τα βράδια έκανε ψύχρα και ήθελα να νιώθω χαλαρή και άνετη. Αφού ετοιμαστήκαμε, πήραμε τα ποδήλατά μας, για να μετακινηθούμε μέχρι το κέντρο της πόλης και το λιμάνι. Από μακριά, είδα τους τρείς νεαρούς άντρες να λάμπουν, περιποιημένοι με τα λινά τους πουκάμισα και ειλικρινά σκεφτόμουν, για ποιόν λόγο δεν συναντούσα στην δική μου χώρα έστω και έναν, προκειμένου απλώς να μου φτιάχνει η μέρα.
Πλησιάζοντάς τους, πρόσεξα από την μία το ντροπαλό βλέμμα του Κάλιχ και από την άλλη το ατίθασο και σκανταλιάρικο του Μετίν. Αυτοί οι δύο ήταν τα άκρα αντίθετα και φαινόταν.
«Κάλιχ...Καλησπέρα» άκουσα την Άρτεμις να ψελλίζει, έχοντας υιοθετήσει τον ρόλο της ντροπαλής κορασίδας. Μία ματιά στον Κάλιχ ωστόσο, επιβεβαίωνε πως και ο ίδιος κινούνταν στο ίδιο μήκος.
Μπορεί στην ζωή του να είχε συναντήσει χιλιάδες επιχειρηματίες και να τους είχε αντιμετωπίσει δυναμικά, ωστόσο στα θέματα της καρδιάς, τα πράγματα έμοιαζαν διαφορετικά. Σκύβοντας προς το μέρος της, της φίλησε το χέρι τρυφερά, ακουμπώντας το έπειτα στο μέτωπό του και εν συνεχεία, της έκανε σήμα να κρατήσει το δικό του. Ο Κενάν, με περίμενε τελευταίος και χαμογελαστός, ίσως ελαφρώς αμήχανος, πειράζοντάς με πως επιτέλους πήρε την απόφαση να νοικιάσει και εκείνος αμάξι και έτσι η νύχτα ήταν δική μας, καθώς θα είχαμε το ελεύθερο να γυρίσουμε όλο το νησί. Αφήνοντας τον Μετίν που στραβοκοιτούσε την Ήλια και το αντίστροφο, μπήκαμε μέσα και ο Κενάν έβαλε μπρος την μηχανή.
«Απόψε, θα πάμε όπου μας τραβά η καρδιά μας, χωρίς κανέναν χάρτη» μου είπε και έκλεισε τον ηλεκτρονικό χάρτη του αυτοκινήτου.
Τη στιγμή που ξεκινούσαμε, άναψαν και οι μηχανές ενός αυτοκινήτου με σκούρα τζάμια. Για δευτερόλεπτα, η κίνησή του να μας ακολουθήσει θεωρήθηκε από το υποσυνείδητό μου ύποπτη, ωστόσο το συνειδητό είχε αγκαλιάσει με όλες του τις αισθήσεις, αποκλειστικά τον άνδρα που βρισκόταν δίπλα μου.
* καλημέρα!Πώς είσαι?
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro