Chào các bạn! Vì nhiều lý do từ nay Truyen2U chính thức đổi tên là Truyen247.Pro. Mong các bạn tiếp tục ủng hộ truy cập tên miền mới này nhé! Mãi yêu... ♥

Κεφάλαιο Έβδομο/ part 3

Στη φωτό το καφέ Πιέρ Λοτύ 

Η ψυχολογία του νεαρού, ακροβατούσε κυριολεκτικά σε ένα τεντωμένο σχοινί. Από την μία η έλλειψη της πλήρους ανεξαρτησίας, η ικανότητά του να τρέχει και να κάνει πολύωρες βόλτες καταλήγοντας τις Κυριακές στον Πύργο του Γαλατά, τον είχε χτυπήσει στα νεύρα και από την άλλη, ένιωθε έντονη την απουσία της Ιλεάνας. Για κάποιον λόγο μέσα στο μυαλό του, του είχε δοθεί η εντύπωση πως η κοπέλα τον είχε εγκαταλείψει. Πως εξαιτίας του ατυχήματος, εκείνη δεν ήθελε να έχει και πολλές επαφές μαζί του πέραν της τηλεφωνικής.Αισθανόταν μόνος απέναντι σε έναν άνισο αγώνα. Η καρδιά του είχε δεχτεί πολλά πλήγματα. Είχε χάσει πολλούς στη ζωή του, πολλούς και σημαντικούς. Τώρα ετοιμαζόταν να χάσει και το τελευταίο κομμάτι, αυτό που ανήκε στον εαυτό του.

Όλος αυτός ο κυκεώνας των μαύρων σκέψεων, τον έριχναν αργά στο μονοπάτι της κατάθλιψης με αποτέλεσμα να σταματήσει να τρώει και να αρνείται να βγει έξω, έστω και με τον Μετίν, για μία βόλτα στη γειτονιά, καθώς πίστευε πως όλοι θα τον κοιτούσαν περίεργα. Η μητέρα του και ο πατέρας του τον επισκέπτονταν κάθε μέρα, ωστόσο οι κουβέντες που κατέληγαν να ανταλλάσσουν μεταξύ τους, ήταν ελάχιστες, οι απολύτως απαραίτητες. Η Σελέν από την μία είχε το άγχος και την αγωνία για την κατάσταση του νεαρού και από την άλλη, έναν Εζέλ που καραδοκούσε σαν το αρπακτικό με την μόνιμη απειλή του παρελθόντος. Η μόνη που είχε αλλάξει συμπεριφορά επωφελούμενη των καταστάσεων, ήταν η Σεϊντά.

Το πέμπτο απόγευμα που αποφάσισε να επισκεφθεί τον Κενάν, όπως συνήθιζε να κάνει κάθε μέρα, δεν είχε ειδοποιήσει κανέναν. Τη συγκεκριμένη στιγμή και καθώς δεν του είχε αναφέρει καθόλου την ώρα που θα ερχόταν, ο Μετίν έλειπε. Η ίδια παρά την προσπάθεια που κατέβαλε, δεν είχε κατορθώσει να ξεπεράσει τα βαθιά της αισθήματα για τον συγκεκριμένο άντρα. Ωστόσο, εκτός από τον έρωτα, ένιωθε και αγάπη ειλικρινή για τον άνθρωπο με τον οποίο ουσιαστικά είχε μεγαλώσει. Κάνοντας μία στάση στα ζαχαροπλαστεία της πλατείας Ταξίμ, πήρε μερικούς, φρέσκους και μυρωδάτους μπακλαβάδες τους οποίους λάτρευε ο Κενάν, με μπόλικο φιστίκι τριμμένο και κατευθύνθηκε στο διαμέρισμά του, όπου τον βρήκε περιτριγυρισμένο, από το ίδιο μαύρο σύννεφο της απελπισίας.

Τη στιγμή που την είδε, της χαμογέλασε αχνά και την φίλησε απαλά στο μέτωπο, μία κίνηση που συνόδευε και το καλωσόρισμα της αδερφής του.

«Κενάν, σου έφερα τα αγαπημένα σου γλυκά. Νομίζω πως έχεις αδυνατίσει πολύ τώρα τελευταία. Γιατί δεν τρως; Τι συμβαίνει;» τον ρώτησε η μικρή φανερά ταραγμένη.

«Είμαι εντάξει Σεϊντά μου, ευχαριστώ για το ενδιαφέρον» της είπε αλλά εκείνη δεν φάνηκε να πείθεται ούτε στο ελάχιστο.

«Εντάξει, ξέρω πως δεν θέλεις να με στεναχωρείς εξαιτίας της κατάστασής μου, ωστόσο δεν είμαι χαζή. Έχεις γίνει η σκιά του εαυτού σου, τα λαμπερά σου μάτια, έχουν μία θολούρα παράξενη, δεν χαμογελάς πια, απλώς κάνεις γκριμάτσες που παλεύουν να μοιάσουν στο χαμόγελο. Καταλαβαίνω πως αυτό που σου έτυχε, ήταν φρικτό, ωστόσο μην τα παρατάς. Πάλεψε για να σταθείς ξανά στα πόδια σου, εσύ πάντοτε πάλευες για τα όνειρά σου. Θυμάσαι όταν ακόμη ζούσαμε όλοι στην Αττάλεια και εσύ ανακοίνωσες στην μητέρα σου πως θα πας στην Ιστανμπούλ να σπουδάσεις, ή στο εξωτερικό; Θυμάσαι που εσύ πάντοτε κλεινόσουν και διάβαζες στο σπίτι, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους που έτρεχαν στα λασπωμένα δρομάκια; Ήσουν διαφορετικός και κυνηγούσες τα θέλω σου. Μην τα παρατάς τώρα, δεν αξίζει» τελείωσε και ο Κενάν ένιωσε τα μάτια του να βουρκώνουν στη θύμηση των παιχνιδιών και του τρεξίματος, της ελευθερίας που του πρόσφεραν τα πόδια του, τα οποία τώρα πια έμοιαζαν με άτεγκτους προδότες.

Συγκινημένος, την αγκάλιασε σφιχτά.

«Σε ευχαριστώ που είσαι δίπλα μου. Το έχω απίστευτη ανάγκη» της είπε και εκείνη σκούπισε τα δάκρυά του και του απάντησε :

«Όποιος σε αγαπά αληθινά, θα φροντίσει να είναι πάντοτε δίπλα σου» και πιάνοντας αμήχανα το μπουφάν της, άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματος για να φύγει, αφήνοντας τον Μετίν που επέστρεφε να πάρει την θέση της.

Προς μεγάλη του έκπληξη, είδε τον Κενάν να δοκιμάζει έστω και ανόρεχτα, ένα μικρό κομμάτι μπακλαβά.

«Δεν μπορείς να αντισταθείς σε τόση νοστιμιά και σε καταλαβαίνω απόλυτα» πείραξε τον φίλο του, μόνο για να λάβει μία ξαφνική απάντηση.

«Δεν με αγαπά, ποτέ της δεν με αγάπησε» ακούστηκε η πικρία στη φωνή του Κενάν.

«Τι λες φίλε μου; Ο μπακλαβάς σε λατρεύει!» συνέχισε τους αστεϊσμούς, δίχως όμως αποτέλεσμα.

«Η Ιλεάνα, Μετίν, αν με αγαπούσε θα ήταν εδώ τώρα, αλλά μάλλον η εικόνα μου στο αναπηρικό καροτσάκι είναι απωθητική. Εγώ, το μόνο που σκεφτόμουν τόσες μέρες καθηλωμένος εδώ, είναι πως δεν θα έχω την ευκαιρία να γονατίσω μπροστά της μόνο και μόνο για να της ζητήσω να είναι μαζί μου για μία ολόκληρη ζωή. Την ερωτεύτηκα αληθινά και δεν κοίταξα, ούτε με ένοιαξαν οι διαφορές μας. Ωστόσο, από το να με παίρνει ένα απλό, άνευρο τηλέφωνο, εγώ θα την ήθελα εδώ. Δίπλα μου και ας μην μου μιλά καν. Κάποτε, τα έχασα όλα κυριολεκτικά. Έχασα τη γυναίκα μου και το παιδί μου το ίδιο βράδυ. Το σπίτι αυτό βουβάθηκε, παρέμεινε κενό για χρόνια, με μόνο ίσως κάτοικο τις αναμνήσεις. Όταν γνώρισα την Ιλεάνα, πες με τρελό και ονειροπόλο, πες με ρομαντικό, αλλά πίστεψα πως ζωντάνευα ξανά. Ξεκίνησα δειλά να κάνω όνειρα για δύο όπως παλιά. Οι διακοπές στην Κω για εμένα, ήταν ονειρικές προτού καταλήξουν σε εφιάλτη. Λίγο πριν το ατύχημα, κάναμε έρωτα, όχι από ανάγκη, αλλά από αγάπη. Την ήθελα τόσο πολύ, που απλώς ένιωσα την ακατανίκητη θέληση να ενώσω το σώμα μου με το δικό της, ώστε τίποτε να μην μας χωρίσει ποτέ και κανείς. Να μείνουμε έτσι για πάντα. Ωστόσο, από ό,τι καταλαβαίνω, αυτά ήταν μονάχα δικά μου όνειρα, μονόπλευρα» τελείωσε και ο Μετίν ξεκίνησε να ξεφυσά.

«Έχω πολλά χρόνια να σε ακούσω να μιλάς έτσι για κάποια γυναίκα. Παρά το γεγονός πως ήμουν κάθετα αντίθετος και ακόμη είμαι στη σχέση αυτή, γιατί η κοπέλα είναι αρραβωνιασμένη, θα σου πω πως δεν πιστεύω ότι δεν σε αγάπησε. Με προβληματίζει όμως το γεγονός πως στη ζωή της δεν αποτελείς προτεραιότητα και πως υπάρχει και κάποιος άλλος άνδρας στη μέση που περιπλέκει την κατάσταση. Ωστόσο, εγώ δεν την έχω για τέτοια γυναίκα και το ένστικτό μου δεν κάνει λάθος σχεδόν ποτέ. Αύριο ξεκινάς δουλειά και η επαφή σου με κόσμο γενικά και με τον Κάλιχ ειδικά, θα σου κάνει καλό. Πού ξέρεις; Ίσως να βρεις αλλού το τυχερό σου» του είπε και ο Κενάν πάλεψε να χαμογελάσει με την αισιοδοξία του φίλου του. «Θα φας κάτι;» τον ρώτησε για να λάβει πίσω την γνωστή απάντηση ΄΄δεν πεινάω΄΄.

Ο Μετίν είχε αρχίσει να ανησυχεί σοβαρά για εκείνον και αποφάσισε για λίγο να βγει μία βόλτα, καθώς τις τελευταίες μέρες συνέβαιναν περίεργα πράγματα. Το προηγούμενο πρωί, είχε δει τον πατέρα του να βγαίνει από το σπίτι του Αντνάν, σε μία ώρα που υποτίθεται πως θα έπρεπε να βρίσκεται στο μαγαζί. Όλα αυτά σε συνδυασμό με το γεγονός της εύρεσης της εφημερίδας τον είχαν μπερδέψει. Καθώς λοιπόν είχε και εκείνος το δικό του ησυχαστήριο, ξεκίνησε με προορισμό την περιοχή Εγιούπ και τον φημισμένο του λόφο όπου βρισκόταν ένα νεκροταφείο, αλλά και το Τέμενος Εγιούπ, το ιερότερο τζαμί της Ιστανμπούλ. Ο συγκεκριμένος λόφος, ήταν γνωστός και με το όνομα Πιέρ Λοτύ, προς τιμήν του Γάλλου ναυτικού και λογοτέχνη ο οποίος αγάπησε υπερβολικά την Πόλη και συνήθιζε να χαλαρώνει στην κορυφή του λόφου με την μαγική θέα, γράφοντας ρομαντικές ιστορίες. Από εκεί ψηλά ο Μετίν, είχε θέα τον Κεράτιο κόλπο. Από εκεί ψηλά, όποια όνειρα και αν είχε κάνει, συνήθως σιωπηλά, είχαν ελπίδες μικρές να πραγματοποιηθούν.

Για λίγο κάθισε στο καφέ του με τη μαγική θέα και ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε βαθιά μέσα του, πως κάτι του έλειπε. Απολαμβάνοντας το γλυκό αεράκι και τον αχνιστό τούρκικο καφέ, ξαφνικά πήρε μία απόφαση. Να πάει στην Αθήνα και να ξεκαθαρίσει μερικά πράγματα. Έπρεπε να το κάνει για τον φίλο του και ευτυχώς παρά το γεγονός πως δεν είχε κάποιο τηλέφωνο, ήξερε πολύ καλά πού βρισκόταν η δουλειά της Ιλεάνας με εκείνον τον ψυχρό άνθρωπο που είχε για πατέρα της. Ωστόσο, ο Μετίν δεν φοβόταν κανέναν. Το μόνο που έμενε, ήταν να επιστρέψει στο γραφείο του την επομένη το πρωί και να ζητήσει δύο ημέρες έκτακτη άδεια από την δουλειά, ευχόμενος πως το αφεντικό του δεν θα τον κατσάδιαζε. Εν ανάγκη, θα γυρνούσε πίσω μαζί με την Ιλεάνα αν ήταν να επανέλθει το χαμόγελο του αδερφικού του φίλου. Αν πάλι εκείνη αρνιόταν, τότε θα της ζητούσε να αφήσει τον Κενάν ήσυχο να συνεχίσει τη ζωή του, δίχως να επικοινωνήσει ποτέ ξανά μαζί του.

Έχοντας πληρώσει τον λογαριασμό, αποφάσισε να φύγει καθώς είχε βραδιάσει και ο γλυκός αέρας, τσιμπούσε λιγάκι παραπάνω. Καθώς σηκωνόταν, στο μυαλό του σχηματίστηκε η εικόνα της Ήλιας. Θα ήταν ωραία να την είχε παρέα και να την πείραζε, αλλά στο τέλος θα κατέληγαν απλώς να ξαπλώνουν στο γρασίδι και να απολαμβάνουν τον ουρανό της ομορφότερης πόλης. Της πόλης που ήταν σταυροδρόμι πολιτισμών και που τελικά, το όνομά της επιβεβαιωνόταν, καθώς και εκείνος ένιωσε άξαφνα πως βρισκόταν σε έναν δρόμο, έτοιμος να διασταυρωθεί με το διαφορετικό. Χαμογέλασε στη θύμηση των αστείων τους και ξεκίνησε να επιστρέφει με σκοπό τη διοργάνωση του σύντομου ταξιδιού του στη γειτονική χώρα.


Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro