Κεφάλαιο Έβδομο/ part 2
Αθήνα
Επέστρεψα σπίτι μου μουδιασμένη, τα συναισθήματά μου ήταν ανάμεικτα και το μυαλό μου ταξίδευε στην γειτονική Τουρκία και σε εκείνον τον ήρωα που έδινε τον αγώνα του. Ξαφνικά, η γειτονιά μου με έπνιγε, ενώ η φαντασία μου, έπλαθε τις δικές της τρομακτικές εικόνες και τα δικά της σενάρια. Άξαφνα στον διάβα μου σηκώνονταν ψηλά κάγκελα που με κρατούσαν φυλακισμένη για ακόμη μία φορά. Αυτά τα έβλεπαν τα μάτια της ψυχής μου, καθώς το μυαλό μου είχε ήδη αποκωδικοποιήσει την σημασία τους. Ήταν η ζωή μου και οι επιλογές μου, ή για την ακρίβεια οι επιλογές που μου είχαν επιβάλλει τόσα χρόνια οι άλλοι και εγώ αγόγγυστα τις είχα δεχτεί. Χρόνια ολόκληρα, έπαιζα τον θλιβερό ρόλο της μαριονέτας, ή του κομπάρσου στην δική μου προσωπική ταινία, εκεί που έπρεπε τελικά να είχα τον πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ανεβαίνοντας τα σκαλιά του διαμερίσματός μου, χτύπησα το κουδούνι καθώς βαριόμουν να ψάξω για τα κλειδιά μου μέσα στο σακίδιο του ώμου μου. Ήταν Κυριακή και λογικά ο Έκτορας θα ήταν στο σπίτι. Η αλήθεια ήταν πως δεν είχα ειδοποιήσει κανέναν για την ακριβή ημέρα και ώρα της αναχώρησής μας από το νησί. Προτιμούσα να ζήσω το δράμα μονάχη μου, δίχως να έρθει κάποιος να με παραλάβει από το λιμάνι συνοδευόμενος από χαρές και πανηγυρισμούς. Για την ακρίβεια, ήθελα απλώς να κλειστώ στο δωμάτιό μου και να κλάψω. Τρία λεπτά αργότερα, η πόρτα άνοιξε και στο κατώφλι στάθηκε ο Έκτορας ημίγυμνος, ζαλισμένος ακόμη από τον ύπνο. Με κοιτούσε με απορία και με μάτια γουρλωμένα από έκπληξη.
«Αγάπη μου!Δεν σε περίμενα η αλήθεια. Δεν με ενημέρωσες για το πότε φθάνεις να έρθω να σε παραλάβω από το λιμάνι για να μην ταλαιπωρείσαι» μου είπε γουργουρίζοντας ακόμη νυσταγμένα και αφήνοντας ένα πεταχτό, άνευρο φιλί στα χείλη μου.
«Η αλήθεια είναι πως αναχωρήσαμε εσπευσμένα από το νησί, δίχως να το σκεφτούμε» του είπα και παραξενεύτηκε.
«Εγώ συμφώνησα να καθίσεις παραπάνω, γιατί πίστευα πως περνάς καλά με τα κορίτσια. Εσύ ωστόσο γύρισες πιο κουρασμένη από πότε, σχεδόν χλωμή. Τι συνέβη; Πάθατε κάτι; Οι φίλες σου είναι καλά;» με ρώτησε, ωστόσο για κάποιον λόγο, το ενδιαφέρον στη φωνή του, φάνταζε κάλπικο, ψεύτικο, ή τουλάχιστον εμένα μου φαινόταν έτσι τώρα πια, έχοντας αποτραβήξει την κουρτίνα του ψέματος με το οποίο κάλυπτα χρόνια τα μάτια μου.
«Η αλήθεια είναι πως γίνανε πολλά πράγματα, αλλά δεν είμαι έτοιμη ακόμη να τα συζητήσω. Μόλις βρω ωστόσο τον χρόνο και το κουράγιο, θα ήθελα να μιλήσουμε για κάποια θέματα που μας αφορούν και είναι σημαντικά» του είπα και εκείνος με πήρε αμέσως αγκαλιά.
Καθώς το πρόσωπό μου, βρισκόταν εκατοστά, από τον λαιμό του, μου δόθηκε η εντύπωση πως μαζί με το προσωπικό του, αντρικό άρωμα, υπήρχε αναμεμειγμένο και κάποιο άλλο γυναικείο, βαρύ και φτηνιάρικο. Μολαταύτα, προσπέρασα την σκέψη γιατί θεωρούσα πως πιθανότατα ήμουν επηρεασμένη από τα τελευταία γεγονότα και την κακή μου διάθεση.
Καθώς άφηνα την βαλίτσα μου στο δωμάτιό μας και με τον Έκτορα να έχει πάει στην κουζίνα για να μου ετοιμάσει κάτι να φάω, άφησα το σώμα μου να πέσει σχεδόν αναίσθητο στο στρώμα. Έκλεισα τα μάτια μου και έφερα στο μυαλό μου την πιο υπέροχη εικόνα που μπορούσα. Τον Κενάν, να έρχεται με το ποδήλατο και το καλαθάκι γεμάτο πολύχρωμα λουλούδια. Λουλούδια ευωδιαστά, ανοιξιάτικα, ταιριαστά με τα υπέροχα, κυανά του μάτια και εκείνο το λαμπερό χαμόγελο γεμάτο έρωτα. Την ελπιδοφόρα αυτή εικόνα, προσπάθησα να την κρύψω καλά στην ψυχή μου για να αφήσω χώρο για ακόμη μία μαγική στιγμή. Εμένα και εκείνον να κάνουμε έρωτα, όπως την πρώτη μας φορά, με τα σώματά μας να αποζητάνε διψασμένα την επαφή, να ανατριχιάζουν από το ανάλαφρο, πεταχτό χάδι και έπειτα να ακολουθούν τα μεθυσμένα μας φιλιά, με τα χείλη μας να τρέμουν από άγχος, και αγάπη.
Ήθελα να κλείσω τα μάτια μου και να κοιμηθώ ως το πρωί, κρατώντας την εικόνα παγωμένη στο μυαλό μου για πάντα, ωστόσο ήταν ακόμη νωρίς και εγώ είχα προγραμματίσει να επισκεφθώ τους γονείς μου. Καθώς έβγαινα από το δωμάτιο, σέρνοντας κυριολεκτικά το βήμα μου ξέπνοη, άκουσα ξανά την φωνή του Έκτορα.
«Σε δύο μέρες έρχονται και οι δικοί μου. Δεν ήθελα να μένουν αμέτοχοι και να μην χαίρονται τον γάμο. Οπότε θα πάμε όλοι μαζί για την πρόβα του κοστουμιού μου και αναρωτιόμουν, αν ήθελες να πάρεις την μητέρα μου μαζί σου στην αναζήτηση του νυφικού σου» πρόφερε, ωστόσο εγώ είχα ορκιστεί πως μονάχα με τις δύο κολλητές μου θα ζούσα αυτήν την ξεχωριστή στιγμή.
«Έχεις απόλυτο δίκιο να τους θέλεις μαζί σου για την διοργάνωση του γάμου, αλλά για το νυφικό, έχω αποφασίσει να πάρω μαζί μου μονάχα τα κορίτσια και είναι ήδη κανονισμένο» του απάντησα κάπως πιο κοφτά, ενώ έβριζα τον εαυτό μου από μέσα μου που δεν είχε τη δύναμη να του πει όλα όσα πραγματικά σκεφτόταν «Λοιπόν, πετάγομαι για λίγο στους γονείς μου» πρόφερα άκεφα και αρπάζοντας το πρώτο μπουφάν που βρήκα στο διάβα μου, άνοιξα την πόρτα του διαμερίσματός μας και βγήκα έξω στο δρόμο.
Ευτυχώς το πατρικό μου βρισκόταν σε σχετικά κοντινή απόσταση, ωστόσο πλησιάζοντας προς την εξώπορτα, πρόσεξα και ένα ταξί που είχε παρκάρει ακριβώς μπροστά, με την γιαγιά μου την Ελένη να βγαίνει από μέσα. Πόσο μου είχε λείψει η γλυκιά ατμόσφαιρα του σπιτιού της και η καθησυχαστική της αγκαλιά. Ευθύς αμέσως, της έκανα νόημα να σταματήσει γιατί είχα κλειδιά να της ανοίξω.
«Ελενάκι μου!» την φώναξα πειράζοντάς την και εκείνη μου κούνησε το καπέλο που φορούσε. Είχε μανία με τα ιδιόμορφα καπέλα και ονειρευόταν πως τα φορούσε και βάδιζε ανέμελα στην Σμύρνη, ανάμεσα στις μεγαλοκυρίες της εποχής εκείνης και την μοναδική πολυτέλεια.
«Βρε, καλώς την κοκκώνα μου την όμορφη» μου απάντησε γλυκά, ωστόσο σύντομα το βλέμμα της άλλαξε εκδηλώνοντας την ανησυχία της «Καλά, εσύ πήγες για διακοπές πριν τον γάμο, ή δούλευες στα χωράφια; Είσαι χλωμή και αδυνατισμένη, ως και τα μαλλιά σου έχασαν την αλλοτινή τους λάμψη» μου είπε προσπαθώντας να αστειευτεί.
«Έγιναν υπερβολικά πολλά πράγματα γιαγιά, μα δεν είναι η κατάλληλη στιγμή. Θα έρθω σπίτι σου άμεσα να τα πούμε όμως» πρόφερα καθησυχαστικά και εκείνη με χάιδεψε στο μάγουλο.
«Στο έχω πει χιλιάδες φορές. Όποτε νιώσεις την ανάγκη, δεν έχεις παρά να μου χτυπήσεις την πόρτα. Εγώ εκεί είμαι πάντοτε, στη διάθεσή σου, εκτός από τις Παρασκευές που βγαίνω με την Ρίτσα, την γειτόνισσα για φαγητό πολίτικο στην γειτονιά» απάντησε χαμογελώντας και εγώ ξεκλείδωσα την πόρτα για να με υποδεχτούν φωνές και τσακωμοί από το εσωτερικό του σπιτιού, καθώς οι δικοί μου δεν είχαν αντιληφθεί την παρουσία μας ακόμη.
«Ειρήνη, δεν είχα άλλη επιλογή!Πρόκειται για την κόρη μας!» άκουσα τον πατέρα μου να ουρλιάζει.
«Και τι θέλεις να πεις με αυτό; Είσαι τρελός, ή μήπως εγκληματίας, ή αρχηγός της μαφίας; Αυτό ήταν απαράδεκτο! Το ξέρεις ότι κινδυνεύεις, έτσι;» ακούστηκε ξανά η φωνή της μάνας μου και εγώ για κάποιον λόγο, ένιωσα περίεργα.
Σκοτεινές σκέψεις όργωσαν μανιασμένα το μυαλό μου, απροσδιόριστες, μέχρι που η φωνή της γιαγιάς μου με επανάφερε στην πραγματικότητα.
«Γιατί φωνάζετε εσείς, σαν τους άγριους; Έγινε κάτι; Ιάσωνα πού στο καλό έμπλεξες πάλι, γιατί για να βλέπω την Ειρήνη αναστατωμένη, κάτι έχει συμβεί. Και σε ποιο σημείο όλο αυτό αφορά την εγγονή μου;» ρώτησε η Ελένη και οι γονείς μου έμειναν μαρμαρωμένοι να κοιτάζουν μία εμένα και μία την γιαγιά μου, έχοντας χάσει εντελώς τα λόγια τους. Η μητέρα μου, με μάτια βουρκωμένα και φωνή σπασμένη ξεκίνησε :
«Τον- τον ξέρετε τώρα τον πατέρα σου. Ε, να ήρθε ένας συνεργάτης από την δουλειά, και πήγε να του προξενέψει τον υιό του για εσένα. Ο πατέρας σου θύμωσε γιατί δέχτηκε πίεση και πρόταση χρηματική από τον άλλο, πράγμα που τον έθιξε και πιαστήκανε στα χέρια» απάντησε γρήγορα η μητέρα μου ξεφυσώντας, ωστόσο εγώ δεν φάνηκα να πείθομαι μα ούτε και η γιαγιά μου, η οποία αποφάσισε να δώσει ένα τέλος σε όλο αυτό, μάλλον προς χάρη της δικής μου ψυχικής ισορροπίας που χαροπάλευε για χρόνια σε ένα τεντωμένο σχοινί.
«Λοιπόν, εγώ προτείνω να το ξεχάσουμε για την ώρα και να ρίξουμε τους τόνους. Σας έφερα μία υπέροχη, σπιτική κρεμμυδόπιτα και ετοιμαζόμουν να αφήσω και μία για την εγγονή μου, αλλά θα της την δώσω επιτόπου. Λοιπόν Ειρήνη μου, κάνε μου ένα καφεδάκι» ζήτησε ευγενικά από την μητέρα μου και εγώ ετοιμάστηκα ξανά να φύγω. Έπρεπε να μείνω μονάχη μου και να σκεφτώ τα λεγόμενα της αντιδικίας τους.
Η γιαγιά μου η Ελένη ωστόσο, είχε άλλα σχέδια. Εκείνο το καφεδάκι δεν θα το άφηνε με τίποτε να πάει χαμένο. Ο γιός της είχε το δικό του, ξεχωριστό γραφείο και εκείνη τον προσκάλεσε με ένα νεύμα στο εσωτερικό του για να μιλήσουν.
«Τι συνέβη μαμά;» την ρώτησε εκείνος ενοχλημένος, μα η Ελένη τον κοίταξε αποφασιστικά, όπως τότε που ήταν ακόμη ένας σκανταλιάρης έφηβος.
«Ιάσωνα πού έχεις μπλέξει; Μπορεί για χρόνια να πάλευες να με κρατήσεις στο σκοτάδι, τόσο εμένα, όσο και τον συγχωρεμένο τον πατέρα σου που πέθανε από τον καημό του, αλλά ως εδώ με τα ψέματα. Γνωρίζω πως η ζωή σου ήταν σκοτεινή, μα μου υποσχέθηκες πως θα άλλαζες για το καλό της οικογένειάς σου. Αφού τους αγαπάς και λατρεύεις, έστω και με λάθος τρόπο την κόρη σου, γιατί αφήνεις το σκοτάδι να σε τυλίξει ξανά; Δεν θα σου πω εγώ τι να κάνεις, ωστόσο αν δω την εγγονή μου δυστυχισμένη, θα το βρεις από εμένα. Έκανες τις επιλογές σου κάποτε, όποιες και αν ήταν. Τουλάχιστον φρόντισε να αφήσεις έξω από όλο αυτό τους δικούς σου ανθρώπους» τελείωσε και του κοπάνησε την πόρτα με δύναμη.
Ο Ιάσωνας έμεινε μονάχος του, παλεύοντας με την συνείδησή του. Παλεύοντας να νικήσει τον σκοτεινό, διεστραμμένο του εαυτό. Ίσως αυτό που έκανε να ήταν λάθος. Ένα λάθος που θα τον γυρνούσε πίσω σε ένα μονοπάτι που είχε παλέψει να ξεχάσει. Αν όμως ήταν το σωστό; Έσφιξε τις γροθιές του και πάλεψε να καταπνίξει μία κραυγή.
Κωνσταντινούπολη
Είχαν περάσει τρείς ημέρες και ο Μετίν είχε αρχίσει να ανησυχεί για την κατάσταση του φίλου του. Τα πρωινά, ο ίδιος πήγαινε στη δουλειά και τα μεσημέρια που επέστρεφε, έβλεπε τον Κενάν στην ίδια ακριβώς θέση που τον είχε αφήσει. Ο Κάλιχ, του είχε δώσει μία εβδομάδα περιθώριο να επανέλθει και να προσαρμοστεί προτού ξεκινήσει τη δουλειά, ωστόσο, το ατύχημα τον είχε κάνει άλλον άνθρωπο. Δεν είχε όρεξη να φάει, ούτε να μιλήσει, ειδικά στο τηλέφωνο και ας τον είχε πάρει το αφεντικό του από τις τούρκικες αερογραμμές εκατό φορές, το ίδιο και η Ιλεάνα. Ο Μετίν είχε αρχίσει να ανησυχεί, πως ο φίλος του βυθιζόταν ολοένα και περισσότερο στην κατάθλιψη.
Ωστόσο, τον ίδιο δεν έπαψε λεπτό να τον απασχολεί η εικόνα του κομματιού της εφημερίδας που είχε βρει τυχαία στο δωμάτιο των γονιών του. Αρχικά, ήθελε να το αναφέρει στον Κενάν, ωστόσο βλέποντας την κατάστασή του, αποφάσισε τελικά να το αναβάλει για αργότερα. Αυτό που προείχε, ήταν να μάθει για τους ανθρώπους που του είχαν επιτεθεί. Δεν ήταν ληστές, κάτι άλλο συνέβαινε και ο Μετίν θα το ανακάλυπτε, με την βοήθεια των γνωριμιών του Κάλιχ, αλλά και της ελληνικής αστυνομίας καθώς ο Κενάν φαινόταν να γνωρίζει κάποια πράγματα, τα οποία βαστούσε σαν επτασφράγιστο μυστικό για την ώρα.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro