ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13
Ο Τζον νε βαριά καρδιά πήγε στο παλάτι ζήτησε από τους φρουρούς να μιλήσει στον Δημήτρη για τελευταία φορά. Εκείνοι πήγαν και του το είπαν. Σε λίγο βγήκε ο βασιλιάς στην πύλη.
"Πάμε μια βόλτα στους κήπους." Είπε στον Τζον.
Πήγαν στους απομονωμένους κήπους του παλατιού. Περπατούσαν για λίγο αμίλητοι. Ώσπου τη σιωπή έσπασε κ Δημήτρης:
"Τζον, αυτό που έκανες με πλήγωσε πάρα πολύ." Του μιλούσε τόσο συγκινητικά, που πίστευε πως θα τον συγχωρούσε και ια ήταν και πάλι μαζί. Δεν έπρεπε να προλάβει να συγκινηθεί όμως, κάτι θα δειλιάσει και δεν θα το έκανε, και φοβόταν τόσο πολύ τη Φατίμα... έβαλε το χέρι στην τσέπη κι έβγαλε ένα μαχαίρι. Ο Δημήτρης είχε γυρίσει από την άλλη και...Ο Τζον του έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό και χωρίς να πει λέξη έπεσε στο έδαφος. Έπειτα ο Τζον γονάτισε και τον κάρφωσε κι άλλες φορές στο στήθος για να είναι σίγουρος. Σηκώθηκε και κοίταξε τα χέρια του, που ήταν γεμάτα αίματα. Έθιζε σκοτώσει τον κύριο του αυτόν που τον είχε εμπιστευτεί και τον είχε κάτι παραπάνω από υπηρέτη. Τον είχε φίλο. Τότε κατάλαβε το ήταν η Φατίμα. Αυτή η γυναίκα του είχε καταστρέψει τη ζωή
Δεν έπρεπε να είχε πέσει στην αγκαλιά της ποτέ...
Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε μέσα από τους κήπους και χωρίς να τον δει κανένας, πέρασε το φράχτη και βγήκε σε μια γωνιά και της πόλης όπου έμενε η αγαπημένη του Τζούλια. Εκείνη του άνοιξε τρόμαξε που τον είχε έτσι, αλλά κατάλαβε τι είχε κάνει. Αφού έπλυνε τα χέρια του ηρέμησε.
"Πρέπει αν φύγουμε από δω!" Της είπε. "Έκανα ένα λάθος και σύντομα θα μ' ανακαλύψουν, και δεν θέλω τίποτα να θυμάμαι απ αυτήν την πόλη. Πάμε στο απέναντι βασίλειο που είναι πιο μεγάλο." Πήραν τα πράγματα τους και μεταμφιεσμένοι σε γριές το έσκασαν και πήγαν στο μεγάλο εκείνο βασίλειο που λεγόταν πρωτεύουσα. Εκεί, δεν θα τους έβρισκε κανένας.
Ο Τζον έθιζε έρθει εδώ με τους γονείς του από την Αγγλία πριν από αρκετά χρόνια για να βρουν καλύτερη δουλειά. Ο Τζον τότε ήταν ένας γνώριμος έφηβος που τσακώνονταν συνεχώς με τους γονείς του.
Μετά από έναν πολύ σκληρό καυγά το έσκασε και πήγε σε αυτήν την καταραμένη πόλη. Τον πήραν στο παλάτι από λύπηση και τον έβαλαν το υπηρέτη του δεκαεπτάχρονου τότε Δημήτρη. Η μικρή διαφορά ηλικίας τους έκανε αμέσως φίλους. Ο Τζον ήταν μόλις δεκαπέντε! Όλα άρχισαν στα εικοστή γενέθλια του Δημήτρη, όταν. Ο Τζον είδε για πρώτη φορά τη συνομήλικα του, Αναστασία και τη σαρανταοκυαχρονη καταραμένη μητέρα της. Η Τζούλια ήταν ένα νέο κεφάλαιο στη ζωή του. Άλλαξε το όνομά του σε Γιάννης και το επίθετο του σε ένα άλλο. Δεν ξαναβρήκε ποτέ τους γονείς του έζησε όμως ευτυχισμένα στο πλευρό της αγαπημένης του.
Bạn đang đọc truyện trên: Truyen247.Pro